Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Αποσπάσματα από τον λόγο της Ε' Κυριακής των Νηστειών του Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς

Αποσπάσματα από τον λόγο της Ε' Κυριακής των Νηστειών του Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς από το εξαιρετικό βιβλίο, Καιρός Μετανοίας (Ομιλίες Β'), των Εκδόσεων Μπότση.

«Εάν μη o κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνει, αυτός μόνος μένει· εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει»(Iωάν. ιβ' 24). Χωρίς πάθος, δεν υπάρχει ανάσταση. Χωρίς ταπείνωση, δεν υπάρχει πα­ραμυθία. Τα εξηγούσε αυτά στους μαθητές Του τρία ολόκληρα χρόνια. Τώρα όμως, λίγο προτού χωριστεί απ’ αυτούς, είναι φανερό πώς δεν τον είχαν καταλάβει. Γιατί τώρα βλέπουμε δυό από τούς κορυφαίους μαθη­τές Του να τον πλησιάζουν και να τον ρωτούν:
«Καί προσπορεύονται αυτώ Ιάκωβος καί Ιωάννης υιοί Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ίνα ό εάν αιτήσωμεν ποιήσης ημίν. ό δέ είπεν αυτοίς· τι θέλετέ μοι ποιήσαι μοι υμίν; οι δέ είπον αυτώ: δός ημίν ίνα εις εκ δεξιών σου και εις εξ ευωνύμων σου καθίσωμεν εν τή δόξη σου» (Μάρκ. ι' 35-37). Θέλουμε, όταν δοξαστείς, να μάς βάλεις και τούς δύο, έναν στά δεξιά καί τόν άλλον στ’ αριστερά Σου. Αυτές οι σκέψεις κι αυτές οι επιθυ­μίες βασάνιζαν τούς δυό μαθητές την παραμονή της μέ­ρας πού ό Διδάσκαλός τους επρόκειτο νά υποστεί τό με­γαλύτερο μαρτύριο! Αυτή είναι η σκληρυμένη και τραχιά ανθρώπινη φύση. Αυτήν ήθελε ό Κύριος καί Θεραπευτής να μαλακώσει, να θεοποιήσει. Μετά από τόση έμφαση πού ό ίδιος έδινε στο «έσονται οι έσχατοι πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι», μετά από τόσες καί τόσες επανειλημμένες διδαχές ότι πρέπει ν’ αποφεύγουν την κο­σμική δόξα και την πρωτοκαθεδρία, μετά από τόσο μεγάλο παράδειγμα υποταγής στο θέλημα του Θεού και μετά την πρόσφατη τρομερή προφητεία Του για την τε­λική Του ταπείνωση και το άδικο πάθος Του, οι δυό αυτοί μαθητές Του, και μάλιστα από τούς πρωτοκορυ­φαίους, εκτέθηκαν ζητώντας από τον Κύριο την προσω­πική τους ανταμοιβή και δόξα.
Η σκέψη τους δεν ήταν συγκεντρωμένη στο πάθος του Κυρίου που τούς είχε προφητέψει, αλλά στην προ­αναγγελμένη δόξα. Από τη δόξα αυτή ζητούν για τον εαυτό τους τη μερίδα του λέοντος: να καθίσουν ο ένας στα δεξιά κι ο άλλος στ’ αριστερά του Κυρίου όταν θα έρθει στη βασιλεία Του! Τί σόι φίλοι είναι αυτοί πού δεν υπο­φέρουν στη σκέψη του επικείμενου πάθους του φίλου τους; «Υμείς φίλοι μου έστε» (Ιωάν. ιε'14), τούς είχε πει ο Κύριος. Κι εκείνοι συμπεριφέρονταν εντελώς απε­ρίσκεπτα μπροστά στα πάθη Του. Ζητούν το μερίδιό τους -και μάλιστα μεγάλο μερίδιο- στη δόξα που θα γίνει δική Του αφού πρώτα θα έχει υποστεί ταπεινώσεις, θα έχει χύσει ιδρώτα και αίμα και θα ’χουν τελειώσει τα πάθη Του. Δεν ζητάνε να συμμετάσχουν στα πάθη Του, αλλά μόνο στη δόξα Του.

Γιατί όμως, σε ποιά βάση κατηγορούμε τούς δυό αυτούς αδελφούς; Όλ’ αυτά έγιναν για ν’ αποκαλύψουν τη βαθιά φθορά της ανθρώπινης φύσης. Αυτό πού έκα­ναν ό Ιωάννης και ο Ιάκωβος, να ζητήσουν να συμμε­τάσχουν δηλαδή στη δόξα χωρίς να υποφέρουν, χωρίς να πάθουν, το κάνουν κι όλοι οι απόγονοι του Αδάμ. Πάντα όλοι ζητούν να δοξαστούν χωρίς να υποφέρουν.
Όσες φορές μίλησε ο Κύριος για τη μέλλουσα δόξα Του, μίλησε και για τα πάθη που θα προηγηθούν. Οι από­στολοι όμως, όπως κι όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι, ήθε­λαν νά υπερπηδήσουν τα πάθη και να φτάσουν κατευθεί­αν στη δόξα. Σ’ εκείνους τούς ανθρώπους πού δεν έχουν μυηθεί στα μυστήρια των παθών του Χριστού, η σύνδε­ση του πάθους με τη ζωή, του πόνου με τη δόξα, δεν είναι ξεκάθαρη. Κι αυτό κρατάει μέχρι σήμερα. Αυτοί θα ήθελαν κατά κάποιο τρόπο να χωρίσουν τη ζωή και τη δόξα από τα πάθη και τον πόνο, να ευλογήσουν τα πρώτα και να τα κάνουν δικά τους, αλλά να καταραστούν και ν’ απορρίψουν τα δεύτερα.

Αυτό προσπάθησαν να κάνουν σ’ αυτήν την περίπτω­ση ο Ιωάννης κι ο Ιάκωβος. Κι έτσι, με τον τρόπο τους, αποκάλυψαν πως η αδυναμία αύτη δεν ήταν μόνο δική τους, μα και ολόκληρου του ανθρώπινου γένους. Κι ο Κύριος ήθελε να μη μείνει κρυφή καμιά αδυναμία των μαθητών Του, για να βοηθηθούν έτσι όλοι οι άνθρωποι. Ήρθε σαν θεραπευτής, σαν πηγή κάθε θεραπείας. Ή αδυναμία του άνθρωπου φανερώνεται μέσω τών αποστόλων, όπως απ’ αυτούς αποκαλύπτεται κι η θεραπεία, καθώς κι η δύναμη του Χριστού. Στην περίπτωση αυτή ο Κύριος παρουσίασε για μια ακόμα φορά στους αποστόλους εικόνες των παθών και της δόξας Του. Για τους γιούς του Ζεβεδαίου αυτός ήταν ένας πειρασμός, στον οποίο υπέκυψαν. Διάλεξαν τη δόξα κι απόρριψαν τα πά­θη. Ο Κύριος ήθελε ν’ απαλείψει κάθε κηλίδα από τις ψυχές των μαθητών Του πριν από τη σταύρωση. Τα λόγια Του για τα πάθη και τη δόξα Του άσκησαν μεγάλη πίεση στους δυό αυτούς μαθητές. Κι από την πίεση αυτή αναγκάστηκαν να βγουν βίαια από την ψυχή τους και τα τελευταία υπολείμματα υπερηφάνειας. Ο Κύριος έκανε αυτή την πνευματική χειρουργική επέμβαση στις ψυ­χές των αγαπημένων Του μαθητών τόσο για τη δική τους θεραπεία όσο και για τη δική μας.
Κανένας μας ας μη σκεφτεί πως έχει ήδη θεραπευ­τεί από τις αμαρτωλές του τάσεις, ακόμα κι αν γι’ αρκε­τό διάστημα κατόρθωσε ν’ αποφύγει το κακό, να νηστέ­ψει, να δώσει ελεημοσύνες και να επικαλείται τον Κύ­ριο για βοήθεια. Οι δυό αυτοί απόστολοι είχαν περάσει τρία χρόνια συντροφιά με τον σαρκωμένο Σωτήρα. Είδαν το πρόσωπό Του, άκουσαν τις διδαχές Του από τα ίδια Του τα χείλη, βρέθηκαν μάρτυρες στα θαύματά Του, έφαγαν κι ήπιαν μαζί Του. Κι υστέρα απ’ ολ’ αυτά φα­νέρωσαν τις αγιάτρευτες ακόμα πληγές της ματαιότη­τας, της φιλαυτίας, του εγκόσμιου προσανατολισμού και του πνευματικού παραλογισμού τους. Σκέφτονταν ακόμα σαν ’Ιουδαίοι, όχι σαν χριστιανοί. Πίστευαν ακόμα σε μια επίγεια βασιλεία του Μεσσία, πού θα κυριαρχούσε πάνω στους επίγειους εχθρούς Του με την κοσμι­κή δύναμη και δόξα Του, μια δύναμη και δόξα σαν κι αυτήν πού είχαν περιβληθεί ο Δαβίδ κι ο Σολομών.

Χριστιανοί μου! Σκεφτείτε κι αποφασίστε. Πως θα γιατρέψετε τις πληγές σας, πως θ’ αποκτήσετε την τε­λειότητα της ταπεινοφροσύνης και της υποταγής στο θέ­λημα του Θεού, όταν αυτά τα δυό υπέροχα αδέλφια δεν κατόρθωσαν να το επιτύχουν μετά από τρία χρόνια που έζησαν κοντά στον Κύριο, σε αδιάσπαστη προσωπική επαφή μαζί Του; Αυτό το κατόρθωσαν αργότερα, τότε πού τό Πνεύμα του Θεού κατέβηκε έν είδει πύρινων γλωσσών στις καρδιές τους και τούς «κατέκαυσε» με το πυρ της αγάπης για το Χριστό. Τότε δεν εκλιπάρη­σαν για δόξα χωρίς πάθη, αλλά με συστολή για την προηγούμενη ματαιοδοξία τους συμμετείχαν θεληματι­κά στα πάθη του Κυρίου τους και σταύρωσαν τις καρ­διές τους στο Σταυρό του Φίλου τους.
Ας ακούσουμε όμως την απάντηση πού έδωσε ο Κύ­ριος στο αίτημα των δύο μαθητών: «Ό δέ Ιησούς είπεν αυτοίς· ούκ οίδατε τί αιτείσθε. δύνασθε πιείν τό ποτήριον ό εγώ πίνω, καί τό βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήναι; οι δέ είπον αυτώ· δυνάμεθα. ο δέ Ιησούς είπεν αυτοίς· τό μέν ποτήριον ό εγώ πίνω πίεσθε, καί τό βάπτισμα ό εγώ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· τό δέ καθίσαι εκ δεξιών μου καί εξ ευωνύμων ούκ έστιν εμόν δούναι, άλλ οίς ητοίμασται»(Μάρκ. ι' 38-40).

Πόσο ευγενικός και πόσο ταπεινός είναι ο Κύριος! Οποιοσδήποτε θνητός δάσκαλος θα είχε εξοργιστεί με τέτοιους μαθητές, θα τούς διαπόμπευε: «Φύγετε μα­κριά από μένα. Δεν είστε άξιοι να διδάσκεστε πνευμα­τικά θέματα! Σας διδάσκω και σας εξηγώ για τρία συνεχή χρόνια και σεις μιλάτε ακόμα σα να μην καταλά­βατε τίποτα!» Ο Κύριος όμως τούς μίλησε καθαρά, μα ευγενικά και ταπεινά. «Δεν ξέρετε τί ζητάτε», τούς είπε.
Οι σκέψεις σας για Μένα είναι κοσμικές, όχι πνευμα­τικές. Δεν ζητάτε τη δόξα του Θεού, μα τη δική σας. Δεν έχετε συνειδητοποιήσει ακόμα ποιος είμαι και ποιά είναι η βασιλεία Μου. Με βλέπετε ακόμα σαν Μεσσία του ισραηλίτικου λαού, τη βασιλεία Μου ως βασιλεία του Ισραήλ. Μα Εγώ είμαι Μεσσίας όλων των εθνών, Σωτήρας ζώντων και νεκρών, βασιλιάς της αόρατης Βασιλείας, όπου όλα τα έθνη κι όλοι οι λαοί θα είναι σαν ένας. Οι αναρίθμητοι άγγελοι χαίρονται κι αγάλλονται Καί ονομάζονται υπηρέτες της βασιλείας αυτής. Όποιος είναι έσχατος εδώ, στη Βασιλεία Μου θα είναι πρώτος και ενδοξότερος από τον πιο ένδοξο των βασι­λιάδων αυτού του κόσμου. Γι' αυτό δεν ξέρετε τί ζητάτε. Αν γνωρίζατε τη βασιλεία Μου, δεν θα σκεφτόσασταν καθόλου τί θέση θα παίρνατε σ’ αυτήν. Το μόνο πού θ’ αναζητούσατε, θα ήταν ο δρόμος πού οδηγεί σ’ αυτήν. Κι αυτός είναι ο δρόμος των παθών και του πόνου, για τα οποία σάς μιλάω κάθε φορά που σας κάνω λόγο για τη βασιλεία Μου. Αυτό πού σάς ζητάω επομένως είναι πιο σπουδαίο και πιο χρήσιμο από τις δικές σας μάται­ες επιδιώξεις κι επιθυμίες: Δύνασθε πιείν τό ποτήριον ό έγώ πίνω, καί τό βάπτισμα ό έγώ βαπτίζομαι βαπτισθήναι;

Ο Κύριος εδώ μιλάει για το ποτήριο του θανάτου Του και το βάπτισμα του Αίματός Του, για το μαρτυ­ρικό Του θάνατο δηλαδή. Αυτό είναι το τρίτο βάπτισμα. Το πρώτο βάπτισμα ήταν του Ιωάννη, με νερό· το δεύτερο είναι του Χριστού, έν υδατι καί Πνεύματι· κι είναι μερικοί που δέχτηκαν και το τρίτο βάπτισμα, που είναι του αίματος, το μαρτυρικό στεφάνι.
Αναμφισβήτητα το βάπτισμα του αίματος συνδέεται με τη μεγίστη θυσία, αλλά και με τη μεγίστη δόξα. Οι απόστολοι του Χριστού θα βαπτίζονταν μ’ αυτό το βάπτισμα. Γι’ αυτό κι ό Κύριος αφιέρωσε τόσο χρόνο σ’ αυτό το στάδιο, ώστε να τούς προετοιμάσει για το μελ­λοντικό μαρτύριό τους. Δεν υπάρχει πιο ολέθριο καί ψυχοφθόρο πράγμα από το να υποχωρήσει κανείς στα βά­σανα και ν’ αρνηθεί τον Χριστό. Ό Ιούδας, με το πού είδε πως πλησίαζε η ταπείνωση και το πάθος του Διδασκά­λου Του, τον αρνήθηκε και χάθηκε για πάντα. Ήταν ένας απ’ αυτούς πού περίμεναν μάταια να δουν τον Χρι­στό βασιλιά στην Ιερουσαλήμ, να συμμετάσχουν στη δόξα Του. Όταν όμως διαπίστωσε πως αντί για βασι­λικό στέμμα ο Χριστός θα φορούσε ακάνθινο στεφάνι, υποχώρησε. Συμμάχησε μ’ εκείνους που εμφανίστηκαν πιο πλούσιοι και πιο δοξασμένοι από τον Σωτήρα σ’ αυτόν τον κόσμο.

Ό ’Ιάκωβος κι ό ’Ιωάννης απάντησαν στην ερώτηση του Χριστού χωρίς δισταγμό: Δυνάμεθα. Η απά­ντηση αυτή δείχνει οπωσδήποτε τη μεγάλη τους αγά­πη για τον Κύριο. Είναι ξεκάθαρο πως η φοβερή ερώ­τηση τού Χριστού για το ποτήριο και το βάπτισμα έκανε μεγάλη εντύπωση στα δυό αδέρφια. Ήταν όπως το πικρό φάρμακο σ’ έναν άρρωστο. Σύντομα συνήλθαν, κατάλαβαν το σφάλμα τους, ντράπηκαν πού σκέφτηκαν τη δόξα, τη στιγμή πού έπρεπε να τούς απασχολεί το πάθος. Ό Κύριος όμως είναι απαράμιλλος στην ικανό­τητα να οδηγεί την ψυχή του ανθρώπου. Σε μια στιγ­μή άλλαξε τον προσανατολισμό τους στο ακριβώς αντίθετο από την επιθυμία της δόξας, σε ετοιμότητα για το μαρτύριο και το θάνατο.
Πόσο όμορφη, πόσο υπέροχη είναι η διδαχή αυτή για όλους εμάς τούς χριστιανούς! Όταν φανταζόμαστε τον εαυτό μας στην αθάνατη βασιλεία του Χριστού και πε­ριπλανιόμαστε μέσα σ’ αυτήν, αναζητώντας τη θέση μας, ο Κύριος μάς θέτει το ίδιο ερώτημα που έθεσε στους γιούς του Ζεβεδαίου: Μπορείτε να πιείτε το ποτήριό Μου και να λάβετε το δικό Μου βάπτισμα; Μάς οδη­γεί πάντα σε μια σοβαρή θεώρηση και σκέψη, όχι της ουράνιας πόλης, όπου δεν φτάσαμε ακόμα, αλλά του δρόμου πού οδηγεί σ’ αυτήν και που δεν κατορθώσαμε ακόμα να βαδίσουμε. Πρώτα πρέπει να υπομείνουμε το πάθος κι έπειτα θα φτάσουμε στη δόξα. Τα όνειρά μας για δόξα είναι μάταια αν το πάθος μάς βρει απροετοίμαστους κι αρνηθούμε το Χριστό. Και τότε αντί για δό­ξα θα μας περιμένει ντροπή, αντί για ζωή αιώνιος όλε­θρος. Ευλογημένοι είναι εκείνοι ανάμεσα μας που, στην ερώτηση του Κυρίου κατά πόσο μπορούν να πιουν το ποτήριο του πάθους Του, είναι έτοιμοι ν’ απαντήσουν κάθε στιγμή: Δυνάμεθα. Ναί, Κύριε, μπορούμε. Το ποι­ος όμως θα καθίσει δεξιά Του και ποιός αριστερά Του, δεν έχει αξία να το γνωρίζουμε. Ό Κύριος απάντησε ταπεινά: Ουκ έστιν εμόν δούναι. Μόνο μετά την Ανά­σταση και την Ανάληψή Του θα γίνει, ως Θεός, Κρι­τής ζώντων και νεκρών. Τώρα φοράει ακόμα σάρκα, είναι θνητός, δεν ήρθε ή ώρα Του να δοξαστεί, κατέχει ακόμα την έσχατη θέση του δούλου ολόκληρου του κόσμου. Και τη στιγμή που φτάνει στη μεγαλύτερη δοκι­μασία της ταπείνωσης και της τελείωσης της υποταγής Του στο θέλημα του Πατέρα Του, πριν από τα φριχτά πάθη και τις ταπεινώσεις Του, δεν θ’ αποφασίσει για τις θέσεις και τις τιμές στη μέλλουσα βασιλεία Του. Σαν άνθρωπος δεν θα σφετεριστεί εκείνα που θα έχει ως Θε­ός. Μόνο αφού πιει το πικρό ποτήριο και βαπτιστεί με το αίμα Του, κατά τη σταύρωση, θα τολμήσει να υποσχεθεί παράδεισο στον μετανιωμένο ληστή. Ήθελε με τη συμπεριφορά Του αυτή να διδάξει στους ανθρώπους την ταπείνωση, μόνο την ταπείνωση, χωρίς την οποία ολόκληρο το οικοδόμημα της σωτηρίας θα χτιζόταν χω­ρίς θεμέλιο. Το σχόλιο του Χριστού ούκ έστιν εμόν δούναι, δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να ερμηνευτεί πώς ο Υιός του Θεού είναι λιγότερο Θεός από τον Πα­τέρα στην ουράνια βασιλεία, όπως το ερμήνευσαν κά­ποιοι αιρετικοί. Εκείνος πού είπε, «εγώ καί ό πατήρ εν έσμεν»(Ιωάν. ι'30), δεν θα μπορούσε ν’ αρνηθεί τον Εαυτό Του. Τα λόγια ούκ έστιν εμόν δούναι μπορούν να κατανοηθούν σωστά μόνο όταν τα ερμηνεύσουμε με πρόσκαιρους, όχι μέ αιώνιους ορούς. Με όρους πού αφορούν τη ζωή του Χριστού εν χρόνω, στην ταπεινή κατά­σταση πού ζούσε σωματικά ως άνθρωπος.

Λίγο προτού υποστεί τις μεγάλες Του ταπεινώσεις ο Κύριος Ιησούς, με την ελεύθερη βούλησή Του και για την ωφέλεια και τη σωτηρία μας, δεν θα διεκδικούσε όλα τα δικαιώματα και τη δύναμη που θα ’ταν δικά Του με­τά την ένδοξη Ανάστασή Του. Μόνο αφού αναστήθηκε και δοξάστηκε σωματικά, όταν νίκησε το σατανά, τον κόσμο και το θάνατο, δήλωσε στους μαθητές Του ο Κύ­ριος: «Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ούρανω καί επί γης» (Ματθ. κη'18).
Για να ’χουμε μια ολοκληρωμένη ερμηνεία όμως πρέπει να προσθέσουμε κάτι ακόμα, κάτι πού δείχνει την πανσοφία και παντογνωσία Του στη διαχείριση της σωτηρίας του ανθρώπου. Ό Κύριος επιθυμεί να δείξει πως δεν υπάρχει προκατάληψη εδώ, δεν υπάρχει μεροληψία. «Ου γάρ έστι προσωποληψία παρά τώ Θεώ» (Ρωμ. β' 11). Ο Κύριος θέλει να πει πως οι απόστολοι δεν πρέπει να εμπιστεύονται τη σωτηρία και τη δόξα τους στον εαυτό τους, μόνο επειδή είχαν ονομαστεί από­στολοί Του. Γιατί ακόμα κι ανάμεσα στους αποστόλους Του υπήρχε κάποιος πού χάθηκε. Η Βασιλεία Του προ­ετοιμάστηκε για όλους εκείνους που δείχνουν σ’ αυτήν τη ζωή πως είναι άξιοι γι’ αυτήν. Δεν υπάρχει διάκρι­ση στην κλήση, δεν μετράει η εξωτερική προσέγγισή τους στο Χριστό ή η τυχόν συγγένεια αίματος μαζί Του, όπως γινόταν με τα δυό αδέλφια, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο. Τα δυό μαθήματα πού ήθελε ο Κύριος να εμφυτέψει στις καρδιές των μαθητών Του, ήταν η μέχρι αυτοεξευτελισμού ταπείνωση κι η μέχρι θανάτου αγάπη Του. Να ξεριζώσει απ’ αυτές τούς σπόρους της υπερηφάνει­ας, της φιλαυτίας και της αλαζονικής ματαιοδοξίας.

«Και ακούσαντες οι δέκα ήρξαντο αγανακτείν περί Ιακώβου καί Ιωάννου» (Μάρκ. ι'41). Αγανάκτησαν οι δέκα μόλις άκουσαν την απαίτηση του Ιάκωβου και του Ιωάννη. Ο θυμός τους δεν προήλθε από το γεγο­νός ότι αυτοί κατανόησαν καλύτερα και πιο πνευματι­κά τη Βασιλεία του Χριστού από τα δυό αδέρφια. Ή­ταν απλά η ανθρώπινη ζήλεια τους. Μπορεί η περικο­πή αυτή να μας οδηγήσει να σκεφτούμε πως η αντίλη­ψη του Ιούδα για το Χριστό και τη Βασιλεία Του ήταν πιο πνευματική από εκείνην του Ιακώβου και του Ιω­άννη; «Γιατί έπρεπε ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης να τοπο­θετηθούν ψηλότερα από μάς τους άλλους;» Αυτή ήταν η κρυφή ερώτηση που ήθελαν να κάνουν, η κύρια πηγή της αγανάκτησης και της διαμαρτυρίας των δέκα ενα­ντίον των δύο.
Με το θυμό της ζήλειας τους οι δέκα φανέρωσαν αθέ­λητα πώς είχαν την ίδια αντίληψη με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, ή μάλλον πως δεν είχαν καταλάβει ούτε αυτοί την πνευματική Βασιλεία του Χριστού και την ουράνια δόξα Του. Γνωρίζουμε όμως πώς ό Κύριος Ιησούς δεν διάλεξε για μαθητές Του τούς σοφότερους από τούς σοφούς αυτού του κόσμου, αλλ’ αντίθετα τους απλοϊκότερους από τους απλούς. Διάλεξε τούς έσχατους, για να τους κάνει πρώτους. Διάλεξε τους πιο απλούς, για να τους μετατρέψει στους πιο σοφούς. Διάλεξε τους πιο αδύνατους, για ν’ αναδείξει απ’ αυτούς τους πιο ισχυρούς. Διάλεξε τους περιφρονημένους, για να τους κάνει τους πιο ένδοξους. Κι ο Κύριος πέτυχε στο δύσκολο αυτό έργο τόσο καλά, όπως και σε κάθε άλλο έργο. Η θαυματουργική δύναμή Του δεν φάνηκε λιγότερο εδώ απ’ ό,τι όταν γαλήνευε τη θάλασσα ή όταν πολλαπλασίαζε τούς άρτους.

Όταν οι θεόπνευστοι ευαγγελιστές μας αποκαλύπτουν τις αδυναμίες των μαθητών, πετυχαίνουν δυό στόχους: πρώτα μας δείχνουν μ’ αυτόν τον τρόπο και τις δικές μας αδυναμίες· και δεύτερο δείχνουν τη μεγαλοσύνη και τη δύναμη του Θεού, τη σοφία των μεθόδων πού χρη­σιμοποιεί για τη θεραπεία και τη σωτηρία των ανθρώ­πων.
Τώρα, που οι άλλοι δέκα μαθητές φανέρωσαν την αγνωσία τους για τη δόξα του Χριστού και ταυτόχρο­να έδειξαν πώς υπόφεραν κι αυτοί από τη συνηθισμένη ανθρώπινη ζήλεια, ο Κύριος άδραξε την ευκαιρία να τούς δώσει ένα ακόμα μάθημα για την ταπείνωση.

«῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· Οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· καὶ γὰρ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.»(Μάρκ. ι'42-44).
Εδώ έχουμε μια καινούργια κατάσταση πραγμά­των. Εδώ έχουμε μια καινούργια κοινωνική συνταγή, άγνωστη κι ανήκουστη στον προ Χριστού ειδωλολατρικό κόσμο. Στους ειδωλολάτρες οι άρχοντες έδειχναν την κυριαρχία τους με τη δύναμη, με τη βία. Οι κυβερνώντες κυβερνούσαν με την αυθεντία της εξουσίας και της δύναμης, της κληρονομιάς ή του πλούτου. Κυ­βερνούσαν κι εξουσίαζαν. Οι άλλοι υποτάσσονταν από φόβο και τούς υπηρετούσαν με τρόμο. Αυτοί τον εαυτό τους τόν λογάριαζαν πρώτο, ανώτερο και καλλίτερο, μόνο και μόνο επειδή βρίσκονταν στην εξουσία λόγω κοινωνικής θέσης, δύναμης και τιμής. Η κοινωνική θέ­ση, η δύναμη κι ο πλούτος ήταν ό τρόπος πού μετρούσαν την υπεροχή των ανθρώπων.

Ο Κύριος Ιησούς απορρίπτει τη μέθοδο αυτή και θεσμοθετεί τη διακονία ως μέτρο υπεροχής σ’ εκείνους που τον πιστεύουν. Πρώτος δεν είναι εκείνος που τα μά­τια των ανθρώπων τον βλέπουν ανεβασμένο ψηλά, αλλ’ αυτός πού οι καρδιές των ανθρώπων νιώθουν ότι είναι καλός. Σε μια χριστιανική κοινωνία το στέμμα δεν προ­σφέρει την πρώτη θέση αυτοδίκαια, τα πλούτη κι η δύ­ναμη δεν απονέμουν ανωτερότητα. Η κλήση και η κοινωνική θέση είναι κενά σχήματα, αν δεν συμπληρώνο­νται με την υπηρεσία των άλλων στο όνομα του Χρι­στού. Όλα τ’ άλλα εξωτερικά σημάδια και σύμβολα υπεροχής είναι ένα απλό καλειδοσκόπιο, αν η υπεροχή δεν έχει αποκτηθεί και δικαιωθεί με την υπηρεσία των άλλων. Εκείνος που παραμένει στην κορυφή με τη βία, βρίσκεται εκεί με μεγάλη ανασφάλεια. Κι όταν πέσει, θα λάβει σίγουρα την κατώτερη θέση. Εκείνος που αγο­ράζει την ανωτερότητά του, θα λάβει την ανταπόδοσή του από τα χείλη και τα χέρια των ανθρώπων, αλλά θα περιφρονηθεί από τις καρδιές τους. Εκείνος πού στέκε­ται πάνω από τους ανθρώπους με τη βία, είναι σαν να στέκεται πάνω σε ηφαίστειο φθόνου και μίσους, ωσότου το ηφαίστειο εκραγεί και χαθεί μες τη λάβα.
«Ούχ ούτω δέ έσται έν υμίν», είναι η εντολή του Κυ­ρίου. Τέτοια κοινωνική πρακτική προέρχεται από τον πο­νηρό, όχι από τον αγαθό. Έτσι ζουν τα τέκνα του σκό­τους, όχι τα τέκνα του φωτός. Κι εσείς είστε τέκνα του φωτός. Ανάμεσά σας αφήστε να βασιλεύει η υπεροχή της αγάπης, η ανωτερότητα της αγάπης ας κυριαρχήσει της εξουσίας. Εκείνος από εσάς που προσφέρει τη μεγαλύ­τερη υπηρεσία στους αδελφούς του από αγάπη, θα είναι πρώτος στα μάτια του Θεού. Η υπεροχή του θ’ αντέξει τόσο στην πρόσκαιρη ζωή όσο και στη μέλλουσα. Ο θάνατος δεν έχει εξουσία στην αγάπη, ούτε σ’ ό,τι έχει δημιουργήσει η αγάπη. Εκείνος που αποκτά υπεροχή σ’ αυτόν τον κόσμο λόγω της αγάπης του, θα την κρατήσει και στη μέλλουσα ζωή. Δεν θα του αφαιρεθεί, αλλά θ’ αυξάνεται και θα βεβαιώνεται αιώνια.

Όποιος γνωρίζει πόσο κακό έχει συσσωρευτεί και συσσωρεύεται στον κόσμο με τον αγώνα για την από­κτηση υπεροχής, θα καταλάβει πως η διδαχή αυτή του Χριστού είναι πρόξενος ειρήνης. Μ’ αυτήν ξεκίνησε η μεγαλύτερη και πιο ευλογημένη επανάσταση στην κοι­νωνία των ανθρώπων - από τότε που εμφανίστηκε στον κόσμο η κοινωνία αυτή. Αναλογίσου τί θα σήμαινε για τον κόσμο αν η ισότητα και η κοινωνική θέση εξαρτιόνταν από την παροχή υπηρεσίας και την αγάπη, αντί της βίας, του πλούτου, της πολυτέλειας ή της υποτιθέμενης γνώ­σης. Αλήθεια, πόσοι απ’ αυτούς που νομίζουν ότι είναι πρώτοι, θα βρίσκονταν στην τελευταία θέση! Πόσοι απ’ αυτούς που θα πίστευαν πως ήταν τελευταίοι, θα βρίσκο­νταν πρώτοι! Αλήθεια, πόση χαρά θα γέμιζε τις καρ­διές των ανθρώπων, πόση ευταξία, ειρήνη κι αρμονία θα βασίλευε! Θα συναγωνίζονταν όλοι ποιός θα υπηρε­τήσει τον άλλον, όχι ποιός θα τον κυβερνήσει. Όλοι θα βιάζονταν να δώσουν και να βοηθήσουν, παρά να πά­ρουν και να εμποδίσουν. Κάθε καρδιά θα γέμιζε με χαρά και φως, όχι με κακία και σκότος. Τότε ό διάβολος θα ’παίρνε ένα φανάρι και θα ’ψάχνε όλον τον κόσμο για να βρει έναν άπιστο, αλλά δεν θα ’βρίσκε κανέναν.
Όπου βασιλεύει η αγάπη, ο Θεός είναι φανερός και ορατός απ’ όλους. Αυτό δεν είναι ουτοπία, δεν είναι απραγματοποίητο όνειρο. Η αλήθεια του φανερώνεται στα τελευταία λόγια του Χρίστου στο σημερινό ευαγ­γέλιο: «Ό υιός τού ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι, καί δούναι τήν ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών» (Μάρκ. ι'45). Ο Υιός του ανθρώπου δεν ήρθε στη Γή για να τον διακονήσουν οι άλλοι, αλλά να τούς διακονήσει ο ίδιος. Ήρθε για να δώσει τη ζωή Του ως λύτρο και αντάλλαγμα για τις αμαρτίες πολλών.

ΣΧΟΛΙΟ : Η σκέψη τους δεν ήταν συγκεντρωμένη στο πάθος του Κυρίου που τούς είχε προφητέψει, αλλά στην προ­αναγγελμένη δόξα. Από τη δόξα αυτή ζητούν για τον εαυτό τους τη μερίδα του λέοντος: να καθίσουν ο ένας στα δεξιά κι ο άλλος στ’ αριστερά του Κυρίου όταν θα έρθει στη βασιλεία Του!
ΑΣ ΠΡΟΣΕΞΟΥΜΕ : ΕΔΩ ΚΡΥΒΕΤΑΙ ΟΛΗ Η ΚΑΚΟΔΟΞΙΑ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ.
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου