Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Cornelia de Vogel: ΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ (8)

Συνέχεια από Τρίτη, 28 Φεβρουαρίου 2012
IV) Η στάση των αρχαίων χριστιανών απέναντι στην ελληνική φιλοσοφία

3. Κλήμης ο Αλεξανδρεύς

Ένας τύπος β (δηλ. χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο νοητικό άνοιγμα και μια αφομοίωση των μορφών της φιλοσοφικής σκέψης). Με τoν Φίλωνα τον Αλεξανδρέα συναντήσαμε έναν θρήσκο Εβραίο οποίος αγαπούσε τον Ελληνικό πολιτισμό και ιδιαιτέρως την Ελληνική φιλοσοφία και ζούσε πραγματικά σ’ αυτή. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς του έμοιαζε. Στον Κλήμη συναντούμε έναν ανοιχτό Νου στον Ελληνικό πολιτισμό και στις ανθρώπινες αξίες, συμπεριλαμβανομένων των φιλοσοφικών μορφών της σκέψης. Περιλαμβάνει την Στωική ηθική στο σύστημά του για την παιδεία των νέων, και θεωρεί το Στωικό ιδανικό της απάθειας σαν το ιδανικό της χριστιανικής προσωπικότητος. Το βρίσκει πραγματοποιημένο ολοκληρωτικώς στον Δάσκαλο και στο θείο παράδειγμα, τον Ιησού Χριστό, ο οποίος, «προσλαμβάνοντας την σάρκα η οποία εκ φύσεως ήταν γεμάτα πάθη, την καλλιέργησε μέχρι την κατάσταση της απαθείας»(Στρωματείς VII 2,14,4). Ολόκληρο το σύστημα της πλατωνικής μεταφυσικής που συναντήσαμε στην αφήγηση του Φίλωνος για την Δημιουργία, επανεμφανίζεται ξανά στον Κλήμη (Στρωμ. V-VII): Το ίδιο γένος στοχασμών πάνω στην αγνωσία του Θεού, από την στιγμή που Αυτός είναι «υπεράνω του Ενός και αυτής της ίδιας της Ενότητος», γύρω από τον Θεό σαν αιώνιο Είναι και σαν αιώνια κοινωνία με τον Λόγο Του ή αιώνια Σοφία (Παροιμ. 8,30 – Κλήμης, Στρωμ. VII 2,14,4). Ο Κλήμης ακολουθεί τον Φίλωνα μιλώντας για την δημιουργία σαν το έργο του Θεού και του Λόγου, ενός αοράτου κόσμου δημιουργημένου πριν τον Ορατό, του νοητού κόσμου σαν ένα ουράνιο μοντέλο και γι’ αυτό ορίζει «την Ιδέα σαν ένα εννόημα του Θεού, αυτό που οι βάρβαροι ονομάζουν τον Λόγο του Θεού» ((Στρωμ. V 3,16,3).

Οι στοχασμοί που αναπτύσσονται από τον Κλήμη στους Στρωματείς, στοχεύουν να δημιουργήσουν μια Χριστιανική Γνώση, θεμελιωμένη σταθερά στις βάσεις της πίστεως και η οποία δεν απαιτεί ποτέ να είναι η μοναδική οδός προς την Χριστιανική τελειότητα. Ο Κλήμης γνωρίζει πως υπάρχουν και άλλοι οδοί. Αλλά πιστεύει στην δύναμη της αποκεκαλυμένης Αλήθειας η οποία δρα με τον ανθρώπινο ΝΟΥ. Πρέπει να υπάρχει κάτι σαν Χριστιανική Γνώση, η οποία θα σημαίνει για τους ανθρώπους της σκέψης, μια πιο ολοκληρωμένη εμβάθυνση του μεγάλου δώρου της νοήσεως.

Δεν ήταν αυτό όμως το μόνο ενδιαφέρον του Κλήμη, και ο Φίλων δεν μπορούσε να του είναι για πάντα οδηγός. Στο σύνολο, ο Κλήμης κατ’ αρχάς, έχει σοβαρές αντιρρήσεις εναντίον του Αριστοτέλη. Και παρ’ όλα αυτά, η λογική του Αριστοτέλη του φαίνεται απαραίτητη και αναντικατάστατη για να αντιμετωπίσει ένα από τα προβλήματα του καιρού του. Επρόκειτο για ένα θέμα που συζητιόταν πολύ σοβαρά. Οι μορφωμένοι Εθνικοί του καιρού του σιχαινόντουσαν  τους Χριστιανούς δηλώνοντας πως πίστευαν σε πράγματα που δεν διέθεταν κανένα λογικό θεμέλιο, ήταν μάλιστα εναντίον αυτής της ίδιας της νοήσεως. Έτσι απέναντι σ' αυτούς τους διανοούμενους ο Κλήμης απαντά υπερασπιζόμενος μια Χριστιανική γνώση, την οποία κατά βάθος και ο ίδιος επιθυμούσε, προτείνοντάς την στους άλλους. Τί θα μπορούσε όμως να ειπωθεί σε υπεράσπιση της απλής πίστης της μεγάλης μάζας των ακαλλιέργητων προσώπων; Ο Κλήμης ήταν πεπεισμένος πως, με κάποια έννοια, η πίστη τους ήταν λογική. Και για να το αποδείξει χρησιμοποίει την λογική του Αριστοτέλη. Θεωρώντας την πίστη σαν ένα ανάλογο της γνώσεως, παρατηρεί πως σε όλα τα επιχειρήματα υπάρχει κάτι το οποίο πρέπει να γίνει αποδεκτό σαν αληθινό. Οι πρώτες αρχές δεν μπορούν ποτέ να αποδειχθούν. Κατά δεύτερο λόγο, ο Κλήμης ενισχύει το γεγονός πως η πίστη είναι επίσης μια επιλογή της θελήσεως η οποία δεν οδηγεί μόνον στη γνώση, αλλά επίσης και στην ηθική πράξη. Και κατά τρίτον λόγον, η πίστη είναι αποδοχή της αυθεντίας του Θεού, και σε αυτή την περίπτωση είναι λογικό να δίνουμε την συγκατάθεσή μας. Δεν είναι μια τυφλή πράξη υποταγής, αλλά μια λογική απάντηση στην αγαθότητα και στην αγάπη του Θεού.

Στην υπεράσπιση της χριστιανικής γνώσεως, ο Κλήμης μπορούσε να ισχυρισθεί, όπως είχε κάνει και ο Φίλων, πριν από αυτόν, πως η φιλοσοφία είναι χρήσιμη και αναγκαία, όχι μόνον για απολογητικούς σκοπούς, αλλά επίσης και για τον προσωπικό θεολογικό στοχασμό του Χριστιανού. Αλλά στο πρώτο του δοκίμιο υπέρ μιας γραμματικής συναινέσεως, όπως την όρισε ο Henry Chadwick, θα ανακάλυπτε τον προσωπικό του δρόμο. Και πολλούς αιώνες αργότερα, η δική του σύλληψη, μιας απλής έλλογης πίστεως, θα επαναληφθεί από τον John Henry Card. Newman, και θα εμπνεύσει το τελευταίο του κείμενο, An Essay in Aid of a Grammar of Assent (1870).

Σε αυτό το ογκώδες του έργο, οι Στρωματείς, ο Κλήμης υπήρξε εκείνος που περισσότερο από κάθε άλλον, έριξε τα θεμέλια, παρότι χωρίς συστηματικό τρόπο, στα οποία τον Μεσαίωνα ο Ακινάτης κατασκεύασε το δικό του θεολογικό σύστημα, υψωμένο σε μια βασική δομή φυσικής νοήσεως (κοινού νου). Ένα σχήμα που οικειοποιήθηκε επίσης αργότερα τον ΧΙΧ αιώνα ο Πίος ΙΧ, ο οποίος διεκδίκησε για την Φυσική νόηση το δικαίωμα και την τιμή της πιστότητος. Αυτό ακριβώς που είχε κατά νου ο Κλήμης.
Η χρησιμοποίηση από μέρους του της φιλοσοφικής σκέψης ήταν στην πραγματικότητα μακριά από την σκοπιμότητα μιας τακτικής μανούβρας για να κατακτηθούν οι Εθνικοί από τον Χριστιανισμό. Η φιλοσοφική σκέψη αποτελούσε μέρος της νοοτροπίας του, και την αγαπούσε, ακριβώς όπως και ο Φίλων. Να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε την θέση του Κλήμεντος σαν μια προσπάθεια αφομοιώσεως στον Χριστιανισμό των υψηλότερων στρωμάτων της κοινωνίας, σημαίνει σε αυτή την περίπτωση, όπως και του Φίλωνος, να παρεξηγήσουμε την αυθεντικότητα των διανοητικών και πολιτισμικών ενδιαφερόντων τους.

4. Minucio Felice
Είναι ο τέταρτος τύπος. Τί να σκεφτούμε για εκείνους τους λίγους συγγραφείς που συναντούμε στον χριστιανικό κόσμο των πρώτων αιώνων, συμπεριλαμβανομένης και της όψιμης αρχαιότητος, οι οποίοι προσπαθούν να δώσουν μια εξήγηση πάνω κάτω φιλοσοφική της πίστεώς τους, χωρίς να αναφέρουν το όνομα του προσώπου από το οποίο οι Χριστιανοί παίρνουν το όνομά τους; Συναντούμε αυτό το φαινόμενο κατ' αρχάς στο Octavius του Minucio Felice, ενός αφρικανού ο οποίος υπήρξε δικηγόρος στη Ρώμη, πολύ πιθανόν το 2ο μισό του 2ου αιώνος. Ο διάλογος Octavius θαυμάστηκε για την λεπτή και την εκλεπτυσμένη του μορφή. Η χρονολογία συγγραφής του είναι ακόμη αμφίβολη. Γράφτηκε πριν ή μετά το Apologeticum του Τερτυλλιανού. Υπάρχουν ακόμη μελετητές που ισχυρίζονται ότι γράφτηκε πολύ αργότερα. Και το γεγονός πως ο Χριστός ούτε καν αναφέρεται αντιμετωπίζεται με μια κάποια συγκατάβαση εκ μέρους των συγχρόνων φιλολόγων, οι οποίοι γνωρίζουν τις λογοτεχνικές συνήθειες της εποχής και μας αναφέρουν πως ανάμεσα στους πρώτους απολογητές δεν ήταν ασυνήθιστο να μην λένε τα πάντα. Ήταν όμως στα αλήθεια συνηθισμένο να αποκρύβουν τον κεντρικό πυρήνα του μηνύματός των; Ο Τερτυλλιανός μιλά πολύ συχνά για την Τριάδα. Και πριν από αυτόν ο Θεόφιλος και ο Αθηναγόρας έκαναν το ίδιο πράγμα αρκετά καθαρά. Και ο Τερτυλλιανός ήταν γεμάτος από εκείνο το μεγάλο ιστορικό γεγονός, τον ερχομό του Λόγου του Θεού στον Χριστό, σαν ολοκλήρωση των προφητειών του Ισραήλ. Και έτσι ο Minucio φαντάζει σαν μια εξαίρεση δύσκολα εξηγήσιμη.

Θεωρώ πως ο G. Quispel έλυσε το πρόβλημα με ικανοποιητικό τρόπο. Εξηγεί την συμπεριφορά του Minucio Felice κάτω από το φως του τύπου του χριστιανισμού που είχε αναπτυχθεί στην Αφρική, ο οποίος είχε την καταγωγή του στην συναγωγή. Τόνιζε με μεγάλη έμφαση την ενότητα του Θεού, ενάντια στους θεούς που λάτρευαν οι ειδωλολάτρες και στις εικόνες τους, και είχε αναπτύξει μια πίστη απλή και καθόλου σοφιστικέ, στον Χριστό, από εκείνον που στη θεολογία ονομάζουν "τυπικό", modalismo!

Και όμως σε ένα χωρίο, στην πραγματικότητα ο Minucio μαρτυρεί καθαρά την πίστη του στην θεότητα του Χριστού. Στο Octavius, XXIX κ.ε., απαντά στην άδικη επίθεση κάποιου Cecilio με τα ακόλουθα λόγια: «Είσαι πολύ μακριά από την αλήθεια εάν σκέφτεσαι πως ένας απλός άνθρωπος θα μπορούσε να έχει την δυνατότητα να γίνει πιστευτός σαν θεός. Στην πραγματικότητα θα προκαλούσε οίκτο ένας άνθρωπος ο οποίος θα ακουμπούσε όλη του την πίστη σε έναν θνητό. Διότι, όλη του η βοήθεια χάνεται όταν ο άνθρωπος πεθαίνει». Ο Minucio στην συνέχεια μας πληροφορεί πως οι Αιγύπτιοι διαλέγουν έναν από τους συγχωριανούς τους για να δεχθούν την θρησκευτική λατρεία.

Ο Minucio Felice λοιπόν αντιπροσωπεύει τον αγαθό και λαϊκό τρόπο πίστεως που κυριαρχούσε ανάμεσα στους Χριστιανούς της Αφρικής, σε μια εποχή που προηγήθηκε του καθολικισμού όπως διεμορφώθη από τον Τερτυλλιανό, όπως συμπεραίνει ο Quispel. Μάλλον αυτή η εξήγηση μπορεί να είναι σωστή, καθώς προσφέρει μια πιο πλατιά βάση θεωρήσεως των πραγμάτων από εκείνη της γλωσσολογίας.

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου