Συνέχεια απο: Δευτέρα, 2 Απριλίου 2012
WERNER BEIERWALTES
ΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ (PLATONISMUS UND IDEALISMUS)
( συνεχίζεται )
Aμέθυστος
WERNER BEIERWALTES
ΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ (PLATONISMUS UND IDEALISMUS)
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΔΥΝΑΤΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ
ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΙΣΕΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΘΕΟΥ, ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΣΤΗΡΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ
ΘΕΟΛΟΓΙΕΣ Ή ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΕΣ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ.
ΙΙΙ.
Στην εξήγηση του Είναι ως πνεύματος απ’ τον Πλωτίνο, του Ενός ως
σκεπτόμενου Είναι απ’ τον Πορφύριο (με το οποίο και συμπεριλήφθηκε εξ ολοκλήρου
στη νεοπλατωνική φιλοσοφία ο σκεπτόμενος Θεός του Αριστοτέλη), και του Θεού ως
τριαδικής, σκεπτόμενης τον εαυτό της ενότητας, προετοιμάστηκαν τα ουσιαστικά
(φιλοσοφικά) στοιχεία, απ’ τα οποία και συγκροτείται, με διαφορετική κάθε φορά
την ένταση της προσκόλλησης, η έννοια του Θεού και του Είναι στον Αυγουστίνο. Η φράση ‘ego sum qui sum’ έχει γι’ αυτόν κεντρική – μέσα απ’ αυτήν
ακριβώς την παράδοση – σημασία (( Η
επονομαζόμενη ‘μεταφυσική της Εξόδου’ του Αυγουστίνου συζητήθηκε απ’ τον E. Gilson, στο ‘Der Geist der mittelalterlichen Philosophie’ – ‘Το πνεύμα της μεσαιωνικής φιλοσοφίας’, Wien 1950, 58 κ.ε. Επίσης απ’ την C. J.
de Vogel, στο ‘Antike Seinsphilosophie und Christentum im Wandel der Jahrhunderte’ – ‘Η αρχαία φιλοσοφία του Είναι και ο
χριστιανισμός στο πέρασμα των αιώνων’, στο Festgabe J.
Lortz, Baden-Baden 1958, 529 κ.ε., και
ξανά στο ‘”Ego sum qui sum” et sa signification pour une philosophie chrétienne’ – ‘Η φράση «Εγώ ειμι ο ών» και η σημασία της για μια χριστιανική
φιλοσοφία’, Rev. Sciences rel.
35 (1961) 350 κ.ε.… )) : του χρησιμεύει για την εξήγηση του Θεού ως του (αληθούς)
Είναι. Στο «Ego sum qui sum» ονομάζει ο Θεός το
όνομά του· «Είναι» είναι λοιπόν το όνομά του, που ανήκει αποκλειστικά σ’ αυτόν.
«Είναι» όμως σημαίνει με την αυγουστίνεια έννοια «αιώνιο», κι αυτό σημαίνει
πάλι: αμετάβλητο, υπάρχον πάντοτε (χωρίς χρονικό προσδιορισμό) έτσι όπως είναι,
αδιαφοροποίητα ταυτισμένο με τον εαυτό του. Όπως είναι για τον Πλωτίνο η
αιωνιότητα η ζωή του πνεύματος, έτσι είναι και για τον Αυγουστίνο η αιωνιότητα
ένα χαρακτηριστικό της θεϊκής ουσίας· ταυτίζεται ακριβώς η αιωνιότητα με την
ουσία του Θεού. Γι’ αυτό και προσδιορίζονται το Είναι, με το οποίο κατανοείται
ο Θεός, κι η αιωνιότητα αντανακλαστικά: επειδή είναι (και μόνον) ο
Θεός, είναι αιώνιος ή ο Αιώνιος· κι επειδή μπορεί να εννοηθή ως
αιώνιος ο Θεός, είναι ή είναι αυτός
το Είναι.
Όλα τα σημεία, στα οποία σχολιάζει ή
ερμηνεύει το χωρίο 3, 14 της Εξόδου ο Αυγουστίνος, βρίσκονται σ’ έναν
(νεο-)πλατωνικό ορίζοντα σκέψης. Διαχωρίζει δε μεταξύ του μεταβλητού,
υποτασσόμενου δηλ. στον χρόνο, κοσμικού Όντος, και της αρχής ή της αιτίας αυτού
του Όντος· το οποίο και είναι το ίδιο το ελεύθερο χρόνου και θεϊκό Είναι. Ο
διαχωρισμός αυτός δεν συνιστά, εννοείται, μιαν ανυπέρβλητη διαφορά· αφού
εξασφαλίζει (παρέχει…) στον ίδιον τον άνθρωπο η θεμελιωμένη στο Μεταφυσικό
ελπίδα, πίστη και κατανόηση την ύπαρξη στο Είναι, να υπάρχη ο κόσμος στον Θεό,
και να υπάρχη αυτό που έχει θεμελιωθή, παντελώς στο θεμέλιο. Αυτήν την
εξασφάλιση αποδέχτηκε ο «Θεός του Αβραάμ» με τον «Μεσίτη» Χριστό, και την
επιτέλεσε υποδειγματικά.
Η βασική δομή των διαλογισμών του
Αυγουστίνου για την ονομασία «Είναι», μπορεί να αποσαφηνιστή ερμηνεύοντας
μερικά αποσπάσματα απ’ τις «Διηγήσεις στους Ψαλμούς» (“Enarrationes in Psalmos”):
« 10. Τα έτη σου διαρκούν εις γενεάν
γενεών. Γιατί δεν λέει ο ψαλμωδός: Τα έτη σου διαρκούν στους αιώνες των αιώνων
– αφού έτσι χαρακτηρίζεται μάλλον η αιωνιότητα στην Αγία Γραφή – αλλά λέει: εις
γενεάν των γενεών διαρκούν τα έτη σου; Και τί σημαίνει «τα έτη σου»; Έτη, που
δεν αρχίζουν και δεν τελειώνουν; Έτη, που γι’ αυτό δεν έρχονται, δεν αρχίζουν,
ώστε να μην υπάρχουν; Γιατί κάθε μέρα έρχεται σ’ αυτόν τον χρόνο, για να μην
υπάρχη· κάθε ώρα, κάθε μήνας, κάθε έτος: τίποτα απ’ αυτά δεν υφίσταται· πριν
έρθη, θα υπάρχη· όταν θα έρθη, δεν θα υπάρχη. Αυτά τα αιώνια έτη σου λοιπόν, τα
δικά σου έτη, που δεν αλλάζουν, θα υπάρχουν εις γενεάν των γενεών. Υπάρχει μια
γενεά γενεών· και σ’ αυτήν θα υπάρχουν τα έτη σου. Ποια είναι αυτή η γενεά;
Υπάρχει μια τέτοια γενεά, κι αν το αναγνωρίζουμε σωστά, θα υπάρχουμε σ’ αυτήν,
και τα έτη του Θεού θα υπάρχουν σε μας. Πώς θα υπάρχουν σε μας; Έτσι όπως θα
υπάρχη κι ο ίδιος ο Θεός σε μας: και μ’ αυτήν την έννοια έχει ειπωθή, ότι είναι
τα πάντα στα πάντα ο Θεός. Γιατί δεν είναι κάτι άλλο τα έτη του Θεού και κάτι
άλλο αυτός ο ίδιος· αλλά είναι τα έτη του Θεού, η αιωνιότητα του Θεού· αλλά
είναι η αιωνιότητα, η ουσία του ίδιου του Θεού· που δεν έχει τίποτα το
Μεταβλητό σ’ αυτήν· δεν έχει τίποτα εκεί παρέλθει, σαν μην υπάρχη πλέον· τίποτα
δεν είναι μελλοντικό, σαν μην υπάρχη ακόμα. Υπάρχει εκεί μόνον το ΕΙΝΑΙ· δεν
υπάρχει εκεί το ΗΤΑΝ και το ΘΑ ΕΙΝΑΙ· γιατί αυτό το οποίο ήταν, δεν είναι
πλέον, κι αυτό που θα είναι, δεν είναι ακόμα· αλλά όλα, όσα υπάρχουν εκεί,
απλώς και απολύτως είναι.
Απέστειλε δικαίως έτσι τον υπηρέτη του
Μωϋσή ο Θεός. Γιατί ρωτούσε για το όνομα αυτού, ο οποίος τον έστελνε· ρωτούσε
και άκουγε, και δεν έμεινε ο πόθος της καλής του επιθυμίας ανεκπλήρωτος. Δεν
ρωτούσε όμως με την περιέργεια, τρόπον τινά, μιας προεξόφλησης, αλλά με την
ανάγκη ενός υπηρέτη. Τί πρέπει να πω στους υιούς Ισραήλ, αν με ρωτήσουν: Ποιος
σε έστειλε; Και είπε εκείνος, που αποκαλύπτονταν ως Δημιουργός στο δημιούργημα,
ως Θεός στον άνθρωπο, ως αθάνατος στον θνητό, ως αιώνιος στον έγχρονο: ΕΓΩ
ΕΙΜΑΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ (Εγώ ειμι ο Ών…). Θα έλεγες κι εσύ: Εγώ είμαι. Ποιος
όμως; Ο Γάιος· κι ένας άλλος: ο Λούκιος· κι ένας άλλος πάλι: ο Μάρκος. Θα
έλεγες άραγες κάτι άλλο απ’ το όνομά σου; Αυτό αναμενόταν λοιπόν κι απ’ τον
Θεό. Γιατί γι’ αυτό ρωτήθηκε. Πώς ονομάζεσαι; Ποιος να πω ότι με απέστειλε, αν
με ρωτήσουν; ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ. Ποιος (είσαι…); ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ. Και είναι αυτό το
όνομά σου; Ολόκληρο το όνομά σου; Θα είχες το όνομα ‘το ίδιο το Είναι’, αν δεν
είχε κατανοηθή, πως όλα τα άλλα, που υπάρχουν, που είναι, δεν είναι αληθώς, σε
σύγκριση με σένα; Αυτό είναι το όνομά σου. Μπορείς όμως να το εκφράσης λίγο
καλύτερα; Πήγαινε, είπε τότε αυτός, και πες στους υιούς Ισραήλ: ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ
με απέστειλε σε σας. ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ: ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ με απέστειλε.
Δες το υπέροχο ΕΙΝΑΙ, το υπέροχο ΕΙΝΑΙ. Τί είναι ο άνθρωπος, συγκρινόμενος προς
αυτό; Τί είναι ο άνθρωπος, ό,τι κι αν είναι, συγκρινόμενος μ’ αυτό το
μεγαλειώδες ΕΙΝΑΙ; Ποιος θα μπορούσε να εννοήση αυτό το Είναι; Και ποιος θα
μπορούσε να μεθέξη σ’ αυτό; Ποιος θα μπορούσε να το επιθυμήση, ποιος θα
μπορούσε να το αγγίξη με την ανάσα του; Ποιος θα τολμούσε να σκεφθή, ότι θα
μπορούσε να βρίσκεται εκεί;
Μην απελπίζεσαι, ανθρώπινη αδυναμία! Εγώ
είμαι, είπε, ο Θεός του Αβραάμ κι ο Θεός του Ισαάκ κι ο Θεός του Ιακώβ. Έχεις
ακούσει, τί είμαι στον εαυτό μου, άκου τώρα και τί είμαι για σένα. Αυτή η
αιωνιότητα μάς κάλεσε λοιπόν, και προήλθε απ’ την αιωνιότητα ο ΛΟΓΟΣ. ‘Υπήρχε’,
‘ήταν’ ήδη η αιωνιότητα, ‘υπήρχε’, ‘ήταν’ ήδη ο Λόγος, αλλ’ όχι ακόμα ο χρόνος.
Γιατί δεν ήταν ακόμα ο χρόνος; Γιατί δημιουργήθηκε κι ο χρόνος. Και πώς δημιουργήθηκε
ο χρόνος; «Όλα εγένοντο δι’ αυτού, και τίποτα δεν έγινε χωρίς αυτόν». Ω Λόγε
πριν απ’ τους χρόνους, με τον οποίον δημιουργήθηκαν οι χρόνοι, που γεννήθηκες
και Συ (ως άνθρωπος…) στον χρόνο, παρ’ όλο που είσαι αιώνια ζωή, καλώντας τα εν
χρόνω, και κάνοντάς τα αιώνια! Αυτό είναι η γενεά των γενεών. Ένα γένος φεύγει,
ένα γένος έρχεται. Και βλέπετε, πως τα γένη των ανθρώπων είναι πάνω στη γη όπως
τα φύλλα πάνω στα δέντρα, όπως όμως σ’ ένα ελαιόδεντρο ή σε μια δάφνη ή σε κάθε
άλλο δέντρο, που έχει όλον τον χρόνο το φύλλωμά του. Έτσι φορά κι η γη το γένος
των ανθρώπων, τρόπον τινά ως φύλλα. Είναι πλήρης από ανθρώπους: κι εκείνους που
πεθαίνουν, τους ακολουθούν άλλοι με τη γέννηση. Γιατί είναι πάντοτε
διακοσμημένο με πράσινο φύλλωμα εκείνο το δέντρο: πρόσεχε όμως και στο έδαφος,
πόσα ξερά φύλλα είναι εκεί.
12. Θεμελίωσες στην αρχή τη γη, Κύριε.
Και γνωρίζω την αιωνιότητά σου, με την οποίαν και προηγείσαι από όλα, όσα
δημιούργησες. Θεμελίωσες στην αρχή τη γη, Κύριε· και οι ουρανοί είναι έργο των
χειρών σου. Αυτοί θα παρέλθουν· αλλά εσύ ΘΑ μείνης: κι όλα θα γεράσουν όπως ένα
φόρεμα, και θα τα αλλάξης όπως ένα ένδυμα, και θα αλλάξουν, εσύ όμως είσαι Ο
ΙΔΙΟΣ Ο ΙΔΙΟΣ. Ποιος είσαι; Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΙΔΙΟΣ. Εσύ που είπες: ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ
ΕΙΜΑΙ, είσαι Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΙΔΙΟΣ. Κι αν είναι τα πράγματα από σένα, δι’ εσού και σε
σένα, δεν είναι εντούτοις, αυτό που είσαι ο ίδιος: γιατί εσύ είσαι Ο ΙΔΙΟΣ Ο
ΙΔΙΟΣ. Και τα έτη σου δεν θα ελαττωθούν. Αυτά τα έτη σου δεν θα ελαττωθούν,
αυτά τα έτη σου, που θα υπάρχουν, θα είναι στο γένος των γενών, δεν θα
ελαττωθούν. Γι’ αυτή τη γνώση θα σε ρωτούσα στον ασήμαντον αριθμό των ημερών
μου, αν δεν ήξευρα, πως όλες οι μέρες αυτού του κόσμου, απ’ την αρχή μέχρι το
τέλος, είναι ασήμαντες σε σύγκριση με την αιωνιότητά σου.
14. Θα παρέλθουν λοιπόν αυτοί οι
ουρανοί, αλλά όχι για αιώνια· θα παρέλθουν, για να μετατραπούν. Αυτό δεν λέει ο
ψαλμός; Διάβασε το εξής: Και όλα θα γεράσουν όπως ένα φόρεμα, όπως ένα ένδυμα
θα τα αλλάξης, και θα μετατραπούν. Εσύ είσαι όμως ΑΥΤΟΣ Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΙΔΙΟΣ, και τα
έτη σου δεν περνούν. Ακούς για ‘φόρεμα’, ακούς για ‘ένδυμα’, μπορείς να
καταλάβης κάτι άλλο απ’ το σώμα μ’ αυτό; Θέλουμε να ελπίζουμε λοιπόν και στη
μετατροπή των σωμάτων μας, αλλά μέσω αυτού, ο οποίος ήταν και πριν και μένει
και μετά από εμάς· μέσω του οποίου είμαστε αυτό που είμαστε, προς τον οποίον θα
έρθουμε, όταν μετατραπούμε, προς αυτόν που μετατρέπει, χωρίς να μετατρέπεται ο
ίδιος, που δημιουργεί, δεν έχει δημιουργηθή, που κινεί, ο ίδιος όμως μένει· και
μπορούμε να εννοήσουμε έτσι και για τη σάρκα και το αίμα: ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ
ΕΙΜΑΙ: Εσύ είσαι ΑΥΤΟΣ Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΙΔΙΟΣ, και τα έτη σου δεν περνούν.
Τί είμαστε όμως εμείς, με τα ευτελή έτη
μας, συγκρινόμενοι με κείνα τα έτη; Και τί είναι εκείνα; Κι όμως δεν πρέπει να
απελπιστούμε. Γιατί έχει πη, στο μεγαλείο και τη δόξα της σοφίας του, ο Θεός:
ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ, μιλώντας τρόπον τινά σε μας, για να μας παρηγορήση:
Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ κι ο Θεός του Ισαάκ κι ο Θεός του Ιακώβ: κι εμείς
είμαστε τα σπέρματα του Αβραάμ. Ακόμα κι αν έχουμε απορριφθή ως γη και τέφρα,
ελπίζουμε σ’ αυτόν. Είμαστε δούλοι· αλλά για μας έλαβε ο Κύριος τη μορφή ενός
δούλου· για μας τους θνητούς θέλησε να πεθάνη ο Αθάνατος, για μας έδειξε αυτό
το παράδειγμα της Ανάστασης. Αφήστε μας λοιπόν να ελπίζουμε, πως θα φτάσουμε σ’
αυτά τα παραμένοντα έτη, όπου δεν περνούν με την πορεία του ήλιου οι μέρες, και
στα οποία μάλλον μένει αυτό που είναι, όπως είναι, γιατί μόνον αυτό είναι
(υπάρχει…) στην πραγματικότητα».
Αφορμή για την εξήγηση των παραπάνω
σκέψεων δίνει ο ψαλμικός στίχος: «Εν γενεά γενεών τα έτη σου» (Ψαλμ. 101, 25).
Όπου με έτη και ημέρες εννοείται μεταφορικά, γενικώς ο χρόνος. Τα έτη αυτά του
ψαλμού αντιπαρατίθενται όμως στα δικά μας εμπειρικά έτη. Και δεν
προσδιορίζονται αντικειμενικά, παρ’ όλο που ονομάζονται κι αυτά έτη, προφανώς
με τον χρόνο. Ο χρονικός προσδιορισμός ταυτίζεται εδώ με την προσβολή απ’ το
Τίποτα, και άρα με την παροδικότητα. Σ’ αυτόν τον «χρόνο» συμβαίνουν όλοι οι
χρόνοι (ώρες, μέρες, χρόνια), για «να μην είναι, να μην υπάρχουν πια». Απ’ αυτήν
την εμπειρία ξεπηδά κι η ελεγειακά θελκτική σύγκριση του ανθρώπινου γένους με
τα φύλλα που μαραίνονται και πέφτουν: «Πρόσεξε όμως στο έδαφος, πόσα ξερά φύλλα
πατάς» (( Πρβλ. και ως προς την ιστορία
αυτής της παρομοίωσης, τον Εκκλησιαστή 14, 17 κ.ε.: πάσα σάρξ ως ιμάτιον παλαιούται… ως φύλλον θάλλον επί δένδρου δασέος,
τά μέν καταβάλλει, άλλα δέ φύει, ούτως γενεά σαρκός καί αίματος, η μέν τελευτά,
ετέρα δέ γεννάται. - Και στην Ομήρου
Ιλιάδα Ζ 146-149: οίη περ φύλλων γενεή,
τοίη δέ καί ανδρών. / φύλλα τά μέν τ’ άνεμος χαμάδις χέει, άλλα δέ θ’ ύλη /
τηλεθόωσα φύει, έαρος δ’ επιγίγνεται ώρη· / ώς ανδρών γενεή η μέν φύει η δ’
απολήγει. … )) . Απ’ την ίδια αφετηρία του «μεταβλητού» (“mutabilitas”) της επίγειας ύπαρξης αναρωτιέται κι ο
Αυγουστίνος για τον «αριθμό των ημερών μου που είναι». Η εμπειρία τής ματαιότητας του χρόνου φτάνει και στη
γλώσσα: δεν μπορώ να κρατήσω ούτε και το «Είναι», το οποίο υπαινίσσεται βέβαια
το παρόν· καθώς το λέω, μου διαφεύγει η λέξη όπως κι ο χρόνος. “Et tenes dies…”. Μας υποχρεώνει
αυτή καθ’ εαυτή η εμπειρία να πούμε: όλα – κάθε ζωντανός άνθρωπος – είναι
‘ματαιότης’, κενοδοξία και κενό.
Απέναντι σ’ αυτά τα «μηδαμινά» και
περατούμενα στον χρόνο έτη μας (pannosi anni)
βρίσκονται τα «αιώνια» έτη του Θεού: που δεν αλλάζουν. Η μέρα του Θεού μένει,
είναι ένα διαρκές Σήμερα, ή ένα στιγμιαίο «Τώρα», το οποίο διαφυλάττει και το
χρονικό παρόν στον εαυτό του, και μπορεί να εννοηθή έτσι ως ο ελεύθερος χρόνου
τρόπος ύπαρξης (τρόπος του Είναι…) των θεϊκών ετών (( Η αιωνιότητα του Θεού ως καθαρή
αυτο-παρουσία: semper praesens, semper stans:
Conf. XI
11, 16 και 13. Για το αναλόγως κατανοητό και καθοριστικό για τον Αυγουστίνο
νεοπλατωνικό νύν (=αιών), βλ. Beierwaltes, Plotin 170 κ.ε. )) . Οι δικές
μας μέρες και έτη δεν «είναι», τα έτη του Θεού όμως είναι : anni tui non deficient (τα έτη σου δεν εκλείπουν…). Δεν είναι τίποτα άλλο
παρά αυτός ο ίδιος, άρα η αιωνιότητά του. Η αιωνιότητα όμως είναι η ίδια η «ουσία» του Θεού. Και αιωνιότητα ως
ουσία του Θεού σημαίνει: nihil habet mutabile· ibi nihil est praeteritum, quasi iam non sit· nihil est futurum, quasi nondum sit. Non est ibi nisi: EST.
Τα έτη του Θεού ως ουσία του Θεού σημαίνουν λοιπόν την ελεύθερη ενεργείας ή
χρόνου Παραμονή στον Εαυτό, την αμετάβλητη παραμονή στον εαυτό του. Την ‘substantia’ (‘υπόστασις, ύπαρξις, ουσία’…) την εννοεί ο
ίδιος ο Αυγουστίνος ως ‘essentia’ (‘ουσία’, «την οποίαν έννοια απεδοκίμαζαν οι
αρχαίοι…» - Λεξικό Στέφ. Κουμανούδη – Σημ. τ. μετ.), quam Graeci ουσίαν
vocant (( Για τη συνωνυμία ‘essentia’
(ουσίας) και ‘substantia’ βλ. ήδη τον
Χιλάριο, de synodis 12, PL
10, 490… Για την ιστορία του προβλήματος βλ. M. Elsässer, Das Person-Verständnis des Boethius (Η αντίληψη του προσώπου στον Βοήθειο), Diss. Würzburg 1970
)) · ο όρος ‘essentia’ αφορά ωστόσο
καλύτερα στο πράγμα, ονομάζοντας σαφέστερα το ‘ipsum esse’
(‘να είναι αυτός ο ίδιος’). Η substantia
όμως ως essentia παραπέμπει σ’ αυτό που μένει, που παραμένει
στον εαυτό του, και επιτρέπει να εκπηδήσουν και εγγυάται όλα τα Άλλα, στη stabilitas (στασιμότητα, ευστάθεια, στερεότητα…) άρα του θεϊκού
Είναι (( Πρβλ. για τη σχέση στάσεως και αιώνος στον Πλωτίνο, που συμφωνεί εδώ αντικειμενικά με τον
Αυγουστίνο, το: W. Beierwaltes, Plotin 37 κ.ε, 152 κ.ε., 176 (εστώς) )) . Αυτό το σταθερό και άχρονο
Είναι, είναι λοιπόν η καθαρή αυτο-ταυτότητα (το ‘πάντοτε’ αυτό το ίδιο Όν) του
Θεού: tu enim idem ipse es et anni tui non deficient: Εσύ είσαι Αυτός ο Ίδιος ο Ίδιος και τα έτη Σου δεν παρέρχονται. Την
ίδιαν κατάσταση εξηγεί ο Αυγουστίνος ερμηνεύοντας και τη φράση ‘participatio eius in idipsum cuius’ (( Η «ταυτότητα» είναι βασικό χαρακτηριστικό
της αιωνιότητας στον Πλωτίνο: W. Beierwaltes, Plotin 27 κ.ε., 158, 170 κ.ε.
)) . ‘Idipsum’ (το ταυτό…) είναι αυτό, το οποίο είναι ή
υπάρχει πάντα κατά τον ίδιον τρόπο, αιώνιο· είναι το ίδιο το ΕΙΝΑΙ. Ουσιαστικό
‘Είναι-στον-Εαυτό’, άχρονη παρουσία, μόνιμο ή αιώνιο Τώρα, ως η διαφυλάσσουσα
τον εαυτό της και αυτό που έχει θεμελιωθή απ’ αυτήν Αυτο-ταυτότητα, είναι το
αληθινό ή πραγματικό Είναι, με το οποίο συγκρινόμενο το «δικό» μας Είναι, δεν
είναι, ή δεν είναι σχεδόν Τίποτα. Αυτό το αρχικό Είναι, είναι αποκλειστικά: hoc est est (αυτός είναι είναι…) (( … Το «Είναι» ως ουσία
της αιωνιότητος στον Πλωτίνο: ό.π. 45 κ.ε., 172 κ.ε. (έστι μόνον) )) . Είναι,
αυτό το οποίο είναι, και τίποτα άλλο· αποκλείοντας, ως η Αυτο-Ταυτότητα, κάθε
διαφορά, με την έννοια της ελαττώσεως του Είναι, απ’ τον εαυτό της
Αυτό το Είναι, του οποίου το ύψιστο
κατηγορούμενο είναι καθ’ εαυτό αυτό το ίδιο, έτσι ώστε να μπορούν να δηλωθούν
μόνον ταυτόσημες προτάσεις, κατά το πρότυπο «το Είναι είναι το Είναι ή αυτό το
ίδιο», απ’ αυτό, αυτό το Είναι ονομάζει λοιπόν ο Αυγουστίνος ως ‘το ίδιο το
Είναι’ (ipsum esse),
ως το γνήσιο, εφ’ όσον δεν παράγεται, θεμελιωμένο στον εαυτό του Είναι (germanum esse),
ως το αληθινό ή πραγματικό, εφ’ όσον μένει πάντοτε όμοιο προς τον εαυτό του,
αμετάβλητο, ακαταμάχητο και αυτοεπιβεβαιούμενο Είναι (verum esse), ως το απλό ή καθαρό, εφ’ όσον είναι
αδιαφοροποίητο, και άρα μόνον αυτό το ίδιο, και υπάρχει μόνον έτσι το ίδιο,
Είναι (simplex ή sincerum esse – απλό ή ακέραιο…). Όλοι αυτοί οι προσδιορισμοί διαφοροποιούν
φαινομενικά το Ταυτόσημο, εννοούν όμως, από διαφορετικές απόψεις, πάντα και
μόνον ΤΟ ΙΔΙΟ (IDIPSUM). Αυτό το ΙΔΙΟ ΕΙΝΑΙ υπονοεί η φράση EGO SUM QUI SUM: εκφράζεται σ’ αυτήν ως το αληθινό Είναι (ως
το Αυτο- και Ίδιο-Είναι) ο Θεός. Αυτό είναι το «ολόκληρο», που αρμόζει μόνο σ’
αυτόν και ονομάζει κατάλληλα τη φύση του, όνομά του. Το ΕΙΝΑΙ περιέχει το ότι
Είναι Αγαθός, Αληθινός και Δίκαιος ο Θεός· είναι η πιο γενική, πιο περιεκτική,
και ταυτόχρονα υψίστη ποιοτικά έκφραση. Το όνομα Είναι είναι λοιπόν το πιο
γενικό και πιο ειδικό ταυτόχρονα, κανένα συγκεκριμένο όνομα, που θα ήταν δίπλα
του διάφορα άλλα πιθανά, όπως εννοείται π.χ. ο Γάιος δίπλα στον Λούκιο και τον
Μάρκο, αλλά ένα όνομα της ουσίας: QUI SUM.
Στο ότι εκφράζεται ο ίδιος ο Θεός ως Είναι γίνεται σαφές, πως δεν σημαίνει
η στερεότητα (stabilitas) τού Είναι
ακινησία. Η «ταυτότητα» ή αιωνιότητα του Θεού κινείται μάλλον στον εαυτό της,
αφού είναι ΛΟΓΟΣ και ΠΝΕΥΜΑ ο Θεός. Με τον ΛΟΓΟ ως την αρχή (=in principio), ή μιλώντας, δημιουργεί το Όν· με τον ΛΟΓΟ μετατρέπει αυτό που έχει
ήδη συλλάβει ιδεατά, σε χρονική πραγματικότητα· με την πράξη αυτού του ΛΟΓΟΥ,
και μέσω αυτού, προέρχεται αυτή η πραγματικότητα απ’ το Τίποτα (απ’ το μηδέν…).
Το ΠΝΕΥΜΑ «συνδέει» τον ΛΟΓΟ με τον Πατέρα και ιδρύει έτσι τη σκεπτόμενη και
αγαπώμενη ενότητα (( Η λειτουργία του
(ως amor-αγάπη) είναι ‘communio’ και ‘copulare’
(να ‘κοινωνή’ και να ‘συνδέη’…): de fide et symb. 9, 19. de trin.
IX 8,13… Πρέπει να εννοήσουμε, αναλογικά προς
τον ανθρώπινο λόγο, τον θεϊκό ΛΟΓΟ σε σχέση με το ΠΝΕΥΜΑ… )) – (( Σημ. τ. μετ.:
Ας θυμηθούμε εδώ την «περιγραφή» του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, όπως την
αναδημοσιεύουμε στο βιβλίο μας «Το υποκείμενο εκκλησιάζεται», σελ. 104: «Πώς
εξηγείται το γραφέν υπό Γρηγορίου: Δια τούτο μονάς απ’ αρχής εις δυάδα
κινηθείσα μέχρι Τριάδος έστη; Κινείται (απαντά ο άγιος Μάξιμος…) μέσα στον Νου
που είναι άξιος να την κατανοήση, ο οποίος μέσω της Μονάδος και μέσα στη Μονάδα
ολοκληρώνει κάθε έρευνά του σ’ αυτήν ή, για να το πούμε διαφορετικά, ολόκληρη η
Μονάς αχώριστη διδάσκει και φανερώνει στον Νου, στην πρώτη του επαφή μαζί Της,
την αλήθεια γύρω από τη Μονάδα, έτσι ώστε να μην εισαχθή χωρισμός στην πρώτη
Αιτία. Μετά όμως προχωρά στη φανέρωση της θείας και απόρρητης Θεογονίας αυτής
της πρώτης Αιτίας, αποκαλύπτοντάς του μυστικά και κρυφά, ότι δεν πρέπει να
σκεφτή ποτέ πως αυτό το Υπερούσιο Αγαθό μπορεί να είναι άγονο, στείρο Λόγου και
Σοφίας ή Αγιαστικής Δυνάμεως, ομοουσίους και υπαρκτές σαν υποστάσεις, για να μη
διατρέξη τον κίνδυνο αυτός ο Νους, να εννοήση πως ο Θεός είναι Σύνθεση αυτών,
ωσάν να επρόκειτο για τυχαία κατηγορήματα, αντί να πιστεύη δια της πίστεως ότι
Αυτοί συνυπάρχουν συναιωνίως…» - Ολόκληρο το εν λόγω βιβλίο υπάρχει ανηρτημένο
στην ιστοσελίδα μας… )) . Η έκφραση όμως, ότι είναι το Είναι ο Θεός, αφορά σ’
ολόκληρη την Τριάδα ως ενότητα (( tract. in Joh. XL 3, 7: ad ipsum
esse pertinet (αρμόζει…) tota trinitas… Και παρόμοια λέει και ο Marius Victorinus, που ονομάζει όν
primum, secundum, tertium (!!!) την Τριάδα, που είναι εντούτοις unum όν et simplex - hymn. III 141 κ.ε,, 239 κ.ε… )) . Παρ’ όλο που εννοεί λοιπόν ο Αυγουστίνος το
καθαρό Είναι του Θεού ως τριαδικήν ενότητα, τον ΛΟΓΟ ως ‘sapientia’ (‘σοφία’…) ή ‘intelligentia’ (‘νόηση’…) και το ΠΝΕΥΜΑ ως ‘copula’ (‘σύνδεσμο’…), δεν θεματοποίησε στην ερμηνεία του της Εξόδου την αυτοπάθεια (ή:
ανακλαστικότητα…) του Είναι και το αναφορικό ‘qui’, ως την καθαρή αναφορικότητα του Είναι καθ’ εαυτού
και στον εαυτό του. Αυτό είναι έργο του Μάιστερ Έκχαρτ (( … Πρβλ. για το πρόβλημα της αυτοσυνείδησης
στη σχέση της με την Τριάδα: M. Schmaus, Die psychologische Trinitätslehre (διδασκαλία
περί Τριάδος…) des heiligen Augustinus, Münster 1927 (1967) 253 κ.ε., 264 κ.ε., 347 κ.ε. )) .
Με το όνομα ‘ipsum esse’ (‘εγώ ειμι’…) αυτονομάζεται ο Αιώνιος στον Εφήμερο. Το όνομα δεν έχει
ειπωθή εντούτοις για τον ίδιον τον Εφήμερο, αλλά παραπέμπει μάλλον στον
Χαρακτηριζόμενο απ’ αυτό. Ο Χαρακτηριζόμενος, το ‘magnum Est’ (‘μέγα Είναι’…), θα μπορούσε να γίνη αντιληπτός απ’ τον εν κόσμω και
χρόνω, και προσβεβλημένο γι’ αυτό απ’ το Τίποτα άνθρωπο, ως ασυμβίβαστη προς το
ανθρώπινο ‘Είναι’ αντίθεση. Ο Αυγουστίνος διαφοροποιεί γι’ αυτό, ακολουθώντας
το κείμενο και το νόημα της Εξόδου, το όνομα Είναι σε δυό απόψεις: απ’ τη μια,
ονομάζεται το όνομα για το ίδιο το ενυπάρχον σ’ αυτό Είναι: ‘nomen aeternum’ (‘αιώνιο όνομα’…) ή ‘in se’, ‘apud me’
(‘καθ’ εαυτό’, ‘περί εμού’…)· κι απ’ την άλλη, γι’ αυτούς στους οποίους μιλά: ‘nomen temporale’ (‘χρονικό όνομα’…), ‘ad nos’, ‘propter te’,
‘nomen misericordiae’ (‘για εμάς’, ‘περί εσού’, ‘όνομα ελεημοσύνης ή
ελέους’…). Μ’ αυτό το χρονικό, εφήμερο όνομα της ευσπλαγχνίας αποτείνεται ο
Θεός ως το Είναι, στον χρόνο και την ιστορία, και άρα στον άνθρωπο: το ΕΙΝΑΙ
δεν μένει αποκλειστικά στραμμένο στον εαυτό του, αλλά στρέφεται, μένοντας το
ίδιο, συγκατατιθέμενο στον άνθρωπο· τον απομακρύνει έτσι απ’ την απελπισία και
τον παρηγορεί με την ελπίδα προς ΑΥΤΟΝ, ο οποίος ΕΙΝΑΙ. Αυτή η στροφή προς τον χρόνο
φαίνεται στην ονομασία του ονόματος ήδη στο ότι, αυτός Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ
γνωστοποιείται εξίσου ως ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ: Qui est misit me ad vos. Ego sum Deus Abraham et Deus Isaac et Deus Jacob. Η ελπίδα που δίνει αυτή η σωτηριολογική άποψη
του ονόματος Είναι, μεταβαίνει στα «μένοντα έτη», στη μετοχή στο ΙΔΙΟ ΤΟ ΙΔΙΟ,
στο ελεύθερο άρα χρόνου ΕΙΝΑΙ του Θεού – ώστε να είναι τα έτη του Θεού σε μας,
με το να είμαστε εμείς σ’ αυτά. Η ελπίδα της μετοχής στο ίδιο το Είναι κινεί
γι’ αυτό την ανθρώπινη μεταφυσική. Κι αυτό σημαίνει επιστροφή απ’ τη χρονική
ύπαρξη (λύτρωση απ’ την εμπλοκή στον χρόνο) και μεταστροφή στο Εντός, για να
γνωρίσουμε στην αυτοσυνείδηση την αιτία του
δικού μας Ταυτού, και να υπερβούμε, προς αυτό, τον εαυτό μας. «Μια υπερπήδηση»
δηλ. τελικά, «σ’ αυτό που μένει».
Η σωτηριώδης ιστορική θεμελίωση αυτής της
ελπίδας είναι ο Χριστός· σ’ αυτόν πληρούται η αρχική υπόσχεση του Θεού, με το
‘όνομα του ελέους’ του. «Σ’ αυτόν (τον Θεό του Αβραάμ) ελπίζουμε. Είμαστε
δούλοι· αλλά για μας προσέλαβε ο Κύριός μας τη μορφή ενός δούλου· για μας του
θνητούς θέλησε να πεθάνη ο Αθάνατος, για μας φανέρωσε αυτό το παράδειγμα της
Ανάστασης. Ας ελπίσουμε λοιπόν, ότι θα φτάσουμε σ’ αυτά τα μένοντα έτη, όπου
δεν παρέρχονται με την πορεία του ήλιου οι μέρες, αλλά στα οποία μένει μάλλον
αυτό, το οποίο είναι, όπως είναι, γιατί μόνον αυτό είναι με την αληθινήν έννοια
(( … Παλαιός Τόπος, πρβλ. σ’
αυτό, το παράρτημα περί ομοιώσεως θεώ και
θεοποιήσεως, στο: W. Beierwaltes, Proklos
385 κ.ε )) . Ο Χριστός γίνεται με την
Ενανθρώπησή του Μεσάζων μεταξύ χρόνου ή ιστορίας και αχρόνου Είναι, κατήργησε
άρα διαπαντός με μιαν ιστορική πράξη τη φαινομενικά ασυμβίβαστη διαφορά Είναι
και Μη-Είναι (Δημιουργημένου δηλ. Είναι) – και έχουμε εξέλθει, στο μέτρο αυτό, όλοι
ήδη απ’ τη χώρα της Αιγύπτου. Αυτή η παραδειγματική κατάργηση της διαφοράς
πρέπει να μετεπιτελεστή εντούτοις, εκ νέου κάθε φορά στην ιστορία της ζωής μας
με τη μεταφυσική. Μ’ αυτό γίνεται ο Χριστός ως ‘magister interior’ (‘εσωτερικός δάσκαλος’…), η εσωτερική αφ’ ενός δυνατότητα της βασικής
ανθρώπινης πράξης (( Πρβλ. W. Beierwaltes, Zu Augustins Metaphysik der Sprache – Για τη μεταφυσική της γλώσσας στον
Αυγουστίνο, Augustinian Studies II
(1972) )) , και η ιστορική ή σωτηριώδης αφ’ ετέρου εγγύηση για τη συναίσθηση
της μεσολαβούσης υπερπήδησης. Το αμετάβλητο Είναι είναι ο σκοπός του δρόμου της
σκέψης και της ζωής· είναι η ‘πατρίδα’ (‘patria’) (( …
‘patria’ είναι και μια μεταφορά για τον Θεό ως την
οντολογική βάση-σκοπό όλων των Όντων, ο τόπος, στον οποίον τείνουν όλα, και που
είναι η ίδια η «ανάπαυση»: πρβλ. W. Beierwaltes, Augustins Iterpretation von Sapientia – Η ερμηνεία του Αυγουστίνου για τη Σοφία,
11, 21, Rev. Έt.
Aug. 15 (1969) 59 κ.ε. )) . Ανάμεσα σε μας και σ’ αυτήν, την
πατρίδα, βρίσκεται η «θάλασσα αυτού του κόσμου», η «περιοχή της ανομοιότητας» ή
αντίθεσης. «Για να υπάρξη μια οδός, πάνω στην οποία θα μπορούσαμε να
περπατήσουμε, ήρθε από εκεί αυτός, στον οποίον θέλαμε να πάμε. Και τί έκανε;
Εγκατέστησε ένα Ξύλο, για να μπορέσουμε να πάμε σ’ αυτόν πάνω απ’ τη θάλασσα.
Κανένας δεν μπορεί να διαβή τη θάλασσα αυτού του κόσμου, παρά μόνο φερόμενος
απ’ τον Σταυρό του Χριστού».
Η πρώτη άποψη του ονόματος ΕΙΝΑΙ (‘nomen aeternum’ ή η ‘essentia vera’
– το ‘αιώνιο όνομα’ ή η ‘αληθινή ουσία’…) αντιστοιχεί, στην ερμηνεία του
Αυγουστίνου, σε ουσιαστικά χαρακτηριστικά της νεοπλατωνικής έννοιας του Είναι.
Η δεύτερη άποψη (‘nomen temporale’ ή ‘misericordiae’ – ‘χρονικό’ ή ‘ελεήμον όνομα’…) είναι αντίθετα βιβλική:
προσεγγίζει ξανά την παλαιοδιαθηκική έννοια του Ego sum qui sum («Θα είμαι εκεί – για Εσάς – ως αυτός που θα είμαι εκεί») ως μιας
ιστορικής έκφρασης· ο Θεός συγκατατίθεται ελεύθερα σ’ έναν δεσμό, του οποίου η
υπόσταση θεμελιώνεται ακριβώς στο αμετάβλητο Είναι του Θεού, γιατί είναι αυτό
το Είναι, «Είναι για» τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ ταυτόχρονα.
Σωτηριολογικά τελειούται αυτή η συγκατάθεση ή υπόσχεση στην Ενσάρκωση του
Χριστού. Laudemus ergo ineffabiliter
eius (Dei) essentiam, et amemus misericordiam.
( συνεχίζεται )
Aμέθυστος
Τριάς ομοούσιος και αχώριστος και αχώρητος:το μόνον ακίνητον κινούν,η ανέκφραστος αγαθότης,η δημιουργός του χωροχρόνου προ πάντων των αιώνων.Ας ευχαριστήσουμε και ας ευγνωμονούμε εσαεί τον Κύριον του Αιώνος 'στους αιώνες του Απατεώνος και Αρχεκάκου Όφεως για τη δωρεά Του για την Ανάστασή μας.
ΑπάντησηΔιαγραφή