Σάββατο 19 Μαΐου 2012

Η λογική δομή του "Παρμενίδη" του Πλάτωνος (2)

Συνέχεια από Δευτέρα, 14 Μαΐου 2012
του Enrico Berti
Η σημασία του πρώτου μέρους

Το πρώτο μέρος, όσον αφορά την ερμηνεία είναι η λιγότερο αμφισβητούμενη. Ομόφωνα έχει γίνει δεκτό πως περιέχει την ανασκευή εκ μέρους του Ζήνωνος, της θέσεως των αντιπάλων του Παρμενίδη, δηλαδή της αρνήσεως της ενότητος του Είναι και την επαναδιατύπωση, εκ μέρους του Σωκράτη, αυτής της αρνήσεως, δηλαδή της πολλαπλότητος, του πλήθους, μέσω του δόγματος των Ιδεών. Μπορούμε όμως να κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις που θα μας φανούν χρήσιμες στην ερμηνεία των δύο επόμενων τμημάτων.
Πρέπει να παρατηρήσουμε κατ' αρχάς  πως στην διατύπωση των διαφόρων υποθέσεων οι όροι εν και πολλά ενέχουν πάντοτε θέση κατηγορήματος. Αυτό είναι φανερό στην πρώτη διατύπωση της υποθέσεως της πολλαπλότητος, «εάν τα όντα είναι πολλά» όπως και στην πρώτη διατύπωση της υποθέσεως της ενότητος «το όλον είναι ένα», που ισοδυναμεί με το «εάν τα όντα είναι ένα». Ακόμη και στις επόμενες διατυπώσεις όμως, παρότι το υποκείμενο, δηλαδή «τα όντα» ή το «όλον», υπονοούνται, οι όροι  «ένα» και «πολλά» συνεχίζουν να είναι κατηγορήματα. Ενώ στο δεύτερο μέρος του διαλόγου τα πολλά, δηλαδή οι Ιδέες, δεν χρησιμοποιούνται πλέον σαν κατηγορούμενο των υποθέσεων, αλλά σαν υποκείμενο. Η διατύπωση της καταφατικής υποθέσεως είναι: «εάν οι Ιδέες των όντων υπάρχουν» και της αρνητικής είναι «εάν κάποιος δεν επιτρέψει τις Ιδέες των όντων να υπάρχουν». Αναλογικά στο τρίτο μέρος το ένα δεν χρησιμοποιείται πλέον σαν κατηγορούμενο των υποθέσεων, αλλά σαν υποκείμενο: οι καταφατικές υποθέσεις είναι «εάν το ένα υπάρχει» και οι αρνητικές «εάν το ένα δεν υπάρχει»!
Αυτό σημαίνει πως για τον Πλάτωνα είναι εντελώς αδιάφορο το ένα και τα πολλά να είναι υποκείμενα ή κατηγορούμενο, όπως επιβεβαιώνεται και από το σχήμα της διαλεκτικής προόδου που περιγράφει  ο Παρμενίδης στο τέλος του δεύτερου μέρους. Σε αυτό λοιπόν πρώτα λέγεται πως πρέπει να εξετάσουμε τις συνέπειες της υποθέσεως κατά την οποία, «κάθε πράγμα για το οποίο μιλάμε υπάρχει» και της υποθέσεως «το ίδιο πράγμα δεν υπάρχει», όπου είναι φανερό πως ο όρος αντικείμενο των υποθέσεων έχει θέση υποκειμένου (Παρμ. 135e, 136α). Στην συνέχεια χρησιμοποιούνται σαν παραδείγματα οι υποθέσεις του Ζήνωνος, δηλαδή «εάν τα όντα είναι πολλά», και «εάν τα όντα δεν είναι πολλά», οπού είναι φανερό πως ο όρος αντικείμενο των υποθέσεων παίζει ρόλο κατηγορούμενου. Τέλος αναφέρεται μόνον σαν παράδειγμα, σε μια ολόκληρη σειρά άλλων υποθέσεων, όπου όροι σαν ομοιότης και διαφορά, κίνηση και στάση, γέννηση και φθορά λαμβάνονται σαν υποκείμενο αντιστοίχως της υπάρξεως και της ανυπαρξίας. Αυτή η διαφορά, όπως θα δούμε, από το ένα μέρος θα είναι πηγή με διφορούμενα και δυσκολίες, αλλά από το άλλο μέρος θα αποκαλυφθεί πολύτιμη, καθώς θα επιτρέψει το ξεπέρασμα άλλων δυσκολιών, πιο σοβαρών των προηγούμενων.
Η δεύτερη παρατήρηση που μπορεί να γίνει στο πρώτο μέρος αφορά την δομή του λόγου του Ζήνωνος, δηλαδή γενικώς την διαλεκτική επιχειρηματολογία.  Ο Λόγος του λοιπόν ξεκινά από την υπόθεση «εάν τα όντα είναι πολλά» και βγάζει το συμπέρασμα πως αυτά είναι όμοια και ανόμοια μαζί, για να ολοκληρώσει πως καθώς αυτό είναι αδύνατον, είναι αδύνατον επίσης και τα όντα να είναι πολλά (παρμ. 127e). Αυτή η ανάπτυξη, πολύ συχνά συγχέεται με την λεγόμενη reductio ad impossibile, η απόδειξη δια παραδόξου, που χρησιμοποιείται στην γεωμετρία. Αλλά η σύγχυση είναι λανθασμένη!, διότι στην  απόδειξη δια παραδοξότητας που χρησιμοποιείται στην γεωμετρία, η συνέπεια που εξάγεται από την αντίθετη υπόθεση από εκείνη που θέλουμε να αποδείξουμε κρίνεται παράδοξη ή αδύνατη, λόγω του γεγονότος πως αντιφάσκει με ένα αξίωμα που έχουμε θέσει πριν, το οποίο όμως δεν μετέχει στην συζήτηση, είναι δηλαδή προϋπόθεση αυτής. Ενώ στην διαλεκτική επιχειρηματολογία του Ζήνωνος η συνέπεια της αντίθετης υποθέσεως από αυτή που θέλουμε να αποδείξουμε, κρίνεται αδύνατη επειδή αντιφάσκει τον εαυτό της, δηλαδή περιέχει την αντίφαση στο εσωτερικό της, και επομένως η απόρριψή της δεν εξαρτάται από την αποδοχή οποιασδήποτε προϋποθέσεως εξωτερικής στην συζήτηση. Ο λόγος για τον οποίο, λοιπόν, τα όντα δεν μπορούν να είναι πολλά, δεν είναι το γεγονός πως αν ήταν θα είχαν κάποιους προσδιορισμούς που είχαν αποκλειστεί εκ προϋποθέσεως από την αρχή, αλλά το γεγονός πως αυτά θα είχαν κάποιους προσδιορισμούς και ταυτοχρόνως τους αντίθετους προσδιορισμούς, δηλαδή θα είχαν και δεν θα είχαν τους ίδιους προσδιορισμούς.
Από αυτό συμπεραίνεται πως η μοναδική αρχή, την οποία χρησιμοποιεί η διαλεκτική επιχειρηματολογία, είναι η αρχή της μη-αντιφάσεως, η οποία δεν είναι αδικαιολόγητη προϋπόθεση, καθότι, όπως θα αποδείξει ο Αριστοτέλης, η άρνησή της είναι αδύνατη, ενώ οι αποδείξεις δια παραδόξων που χρησιμοποιεί η γεωμετρία, πρέπει να κάνουν χρήση και άλλων αρχών, των αξιωμάτων, τα οποία είναι αδικαιολόγητες προϋποθέσεις. Γι' αυτόν τον λόγο η διαλεκτική επιχειρηματολογία είναι ένας έλεγχος. Η διαλεκτική που επινοήθηκε από τον Ζήνωνα είναι μια λογική ανάπτυξη αυτόνομου τύπου, διακεκριμένου από εκείνους των μαθηματικών. Αυτός ο τύπος προσελήφθη από των Πλάτωνα σαν ιδιαίτερη ανάπτυξη, σαν πρόοδος της φιλοσοφίας.
Γιατί όμως από την υπόθεση πως τα όντα είναι πολλά πρέπει αναγκαίως να βγει το συμπέρασμα πως αυτά είναι ταυτοχρόνως όμοια και ανόμοια; Το κείμενο δεν το εξηγεί, αλλά δεν είναι δύσκολο να το εννοήσομε και αυτή είναι η τρίτη μας παρατήρηση. Προφανέστατα είναι ανόμοια ακριβώς επειδή είναι πολλά, και σαν τέτοια πρέπει να διακριθούν το ένα από το άλλο. Είναι όμως και όμοια διότι έχουν όλα την ίδια ιδιότητα κοινή, δηλαδή το γεγονός πως είναι όλα ανόμοια. Με τον ίδιο τρόπο δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πως αν αυτή είναι η σημασία του κειμένου, της επιχειρηματολογίας του Ζήνωνος, αυτή βασίζεται σε μια ασάφεια, δηλαδή στην σύγχυση ανάμεσα σε κατηγορήματα που εκφράζουν τον τυχαίο καθορισμό του υποκειμένου, προερχόμενο από την σχέση του με τα άλλα, και κατηγορούμενα που εκφράζουν την ουσία του υποκειμένου, δηλαδή αυτό που είναι το υποκείμενο εις εαυτόν. Είναι η ίδια σύγχυση που πραγματοποιήθηκε ιστορικά από τον Παρμενίδη, ο οποίος είχε ανταλλάξει κάθε θετική κατηγοριοποίηση για μια ουσιαστική, είχε δηλαδή ταυτίσει τα θετικά κατηγορήματα με το Είναι, αναγκαζόμενος στην συνέχεια να ταυτίσει τα αρνητικά με το μη-Είναι, καθιστώντας τα τοιουτοτρόπως αδύνατα! Είναι επίσης η ίδια σύγχυση που θα κάνουν στην συνέχεια όσοι, όπως π.χ. ο Σπινόζα και ο Έγελος, θα ανταλλάξουν την ουσία, δηλαδή την ουσιώδη διαβεβαίωση, των όντων, που είναι μια θετική αξία, με την διαφορά τους από τα άλλα, που είναι μια αρνητική αξία, δηλώνοντας πως omnis determinatio est negatio, ή πως το καθορισμένο, καθότι καθορισμένο, αναιρείται!
Αυτή ακριβώς η σύγχυση υπερβαίνεται από τον Σωκράτη, και περνούμε στην τέταρτη παρατήρηση, μέσω της αναμορφώσεως της υποθέσεως της πολλαπλότητος διαμέσου της θεωρίας των Ιδεών. Ο Σωκράτης τονίζει πως τα όντα μπορούν να είναι όμοια και ταυτόχρονα διαφορετικά διότι μετέχουν της Ιδέας (είδος) της ομοιότητος και μαζί και της ιδέας της ανομοιότητος. Σε αυτό δεν υπάρχει τίποτε θαυμαστό, δηλαδή δεν υπάρχει καμία αντίφαση. Να πούμε πως τα όντα είναι όμοια και ανόμοια επειδή μετέχουν των ιδεών του όμοιου και του ανόμοιου ισούται με το να δηλώσουμε πως το όμοιο και το ανόμοιο δεν αποτελούν την ουσία των όντων, δηλαδή δεν ταυτίζονται ολοκληρωτικώς με αυτά, αλλά είναι μόνον τυχαίοι καθορισμοί, που αναφέρονται σαν κατηγορήματα στα όντα, έχοντας όμως μια ουσία διαφορετική από εκείνη των όντων των οποίων γίνονται κατηγορήματα. Γι' αυτό ο Σωκράτης, με αυτή την θεωρία, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να φανερώσει την διαφορά ανάμεσα στον ουσιώδη καθορισμό και στον τυχαίο, δηλαδή ανάμεσα στην ουσία του υποκειμένου (π.χ. τα πράγματα είναι όμοια) και την ουσία του κατηγορήματος (π.χ. όμοιο), διαφορά που θα ονομάσουμε στο εξής, διαφορά ανάμεσα σε υποκείμενο και κατηγορούμενο.
Παρ' όλα αυτά όμως, την ίδια στιγμή που αποφεύγει την σύγχυση ανάμεσα σε υποκείμενο και κατηγορούμενο, ανακαλύπτοντας την αυθεντική σημασία του κατηγορήματος, ο Σωκράτης πέφτει σε μία άλλη σύγχυση, εκείνη μεταξύ κατηγορήματος και μετοχής. Μπερδεύει την διάκριση ανάμεσα σε υποκείμενο και κατηγορούμενο, που είναι η διαφορά ανάμεσα σε ουσία και συμβεβηκός, δηλαδή ανάμεσα σε αυτό που είναι εις εαυτόν και σε αυτό που είναι σε άλλο, με τον χωρισμό, δηλαδή με την διαφορά ανάμεσα σε δύο ουσίες, δηλαδή ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες εις εαυτές, και αναγκάζεται να συλλάβει τον σύνδεσμο ανάμεσα στο κατηγορούμενο με το υποκείμενο σαν ένα μεταλαμβάνειν, δηλαδή σαν ένα μετέχειν, του κατηγορήματος εκ μέρους του υποκειμένου. Γεννιέται τοιουτοτρόπως η έννοια της μετοχής, μια μεταφορά καθαρά υλιστικής καταγωγής και ποσοτικής σημασίας, που θα ήθελε να εκφράσει, χωρίς να το κατορθώνει με ξεκάθαρο τρόπο, την κατηγορηματική σχέση, εκείνη δηλαδή την σχέση για την οποία ένα πράγμα είναι σε ένα άλλο, όχι με την σημασία ότι είναι αναμεμειγμένη ή περιέχεται, αλλά με την σημασία πως δεν υπάρχει παρά μόνον σαν τρόπος υπάρξεως της πρώτης. Αυτό είναι μια συνέπεια του διαχωρισμού που ετέθη ανάμεσα στο υποκείμενο και στο κατηγορούμενο, λόγω της οποίας το κατηγορούμενο υπάρχει αυτό καθ' αυτό, ακριβώς όπως το υποκείμενο. Αυτός ο διαχωρισμός έχει σαν συνέπεια την κατανόηση του κατηγορήματος σαν ένα άλλο υποκείμενο, πράγμα που φανερώνει πως ο Σωκράτης δεν κατόρθωσε ακόμη να ξεπεράσει τελείως την σύγχυση ανάμεσα σε κατηγορούμενο και υποκείμενο, ή ανάμεσα σε τυχαίο καθορισμό και ουσιώδη, που είχαν παγιδευτεί ο Παρμενίδης και ο Ζήνων.
Μια άλλη παρατήρηση στο πρώτο μέρος του διαλόγου αφορά τις εκφράσεις του Σωκράτη, τις οποίες χρησιμοποιεί για να δείξει σε ποια περίπτωση ο λόγος του Ζήνωνος είχε παράγει ένα αποτέλεσμα ανώτερο από αυτό που είχε όντως επιτευχθεί. Αφού ξεκαθάρισε πως τα όντα μπορούν μια χαρά να είναι όμοια και μαζί ανόμοια, λόγω της μετοχής των στην ιδέα του όμοιου και του ανόμοιου, ο Σωκράτης προσθέτει πως εάν κάποιος κατόρθωνε να αποδείξει πως τα όμοια πράγματα, καθεαυτά, είναι επίσης και ανόμοια και αντιστρόφως, θα το θεωρούσε ένα θαύμα. Επιπλέον θα θαύμαζε, εάν κάποιος κατόρθωνε να αποδείξει πως αυτό που είναι ένα, καθεαυτό είναι και πολλά και αντιστρόφως πως η ιδέα του ενός καθεαυτή είναι επίσης και πολλαπλή ή ότι η ιδέα της πολλαπλότητος καθ' εαυτή είναι ένα. Τέλος, ολοκληρώνει ο Σωκράτης, εάν κάποιος αποδείκνυε πως οι Ιδέες του όμοιου και του ανόμοιου, του Ενός και του πλήθους, της στάσεως και της κινήσεως, και οι άλλες αυτού του γένους, είναι αναμεμειγμένες και ταυτοχρόνως χωρισμένες η μία από την άλλη, αυτός θα χαιρόταν θαυμαστώς δηλαδή πολύ περισσότερο από όσο χαίρεται με τις αποδείξεις του Ζήνωνος σχετικά με την πολλαπλότητα των αισθητών όντων (παρμ. 129b-130α)Οι όροι τους οποίους χρησιμοποιεί ο Σωκράτης, δείχνουν θαυμασμό και η νύξη στο μείγμα, στην ανάμειξη των γενών που δηλώνεται στον Σοφιστή (ταυτό και διάφορο, στάση και κίνηση), δείχνουν πως δεν θεωρεί αντιφατική και αδύνατη, την σύμπτωση αντιθέτων Ιδεών όπως οι προαναφερθείσες, αλλά την θεωρεί "προβληματική", δηλαδή γεμάτη δυσκολίες και αναγκαία εξηγήσεων. Θα δούμε όμως, πως στο τρίτο μέρος του διαλόγου φτάνει να αποδείξει ακριβώς αυτή την σύμπτωση, ικανοποιώντας με αυτόν τον τρόπο την επιθυμία που εξέφρασε ο Σωκράτης στον Ζήνωνα. 

Αμέθυστος       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου