Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Δομή καί σημασία του "Παρμενίδη" του Πλάτωνος

του Enrico Berti

1ον. Τά μέρη τού διαλόγου καί η επιμέρους δομή τους



Εάν αφήσουμε κατά μέρος τον πρόλογο, ο οποίος έχει ίσως μιαν αλληγορική σημασία, μπορούμε να πούμε πως το πρώτο μέρος του διαλόγου συνίσταται από τον διάλογο ανάμεσα στον Σωκράτη και τον Ζήνωνα, δηλαδή από την ανάγνωση του λόγου τού Ζήνωνος και από τις αντιρρήσεις σ' αυτόν του Σωκράτη. Το δεύτερο μέρος από την συζήτηση ανάμεσα στον Σωκράτη και τον Παρμενίδη, δηλαδή από τις αντιρρήσεις του Παρμενίδη στην θεωρία των ιδεών και από την τελική δήλωση της αναγκαιότητός των. Ενώ το τρίτο και τελευταίο μέρος συνίσταται από την συζήτηση ανάμεσα στον Παρμενίδη και στον νεαρό Αριστοτέλη, δηλαδή από την εξέταση των συνεπειών που συνεπάγονται από την αποδοχή ή την άρνηση του ΕΝΟΣ.

Η λογική δομή καθενός από αυτά τα μέρη είναι αυτή που δείχνεται στο πρώτο. Δηλαδή το ξεδίπλωμα των συνεπειών των δύο αντιθετικών υποθέσεων, οι οποίες διαιρούνται σύμφωνα με ένα διχοτομικό σχήμα, που είναι χαρακτηριστικό όλης τής αρχαίας διαλεκτικής. Ο λόγος του Ζήνωνος ξετυλίγει τις συνέπειες της υποθέσεως «εάν τα όντα είναι πολλά» (εί πολλά έστι τα όντα) και φανερώνει πως αυτές είναι αδύνατες, πράγμα που συνεπάγεται πως είναι αδύνατη και αστήρικτη η ίδια η υπόθεση της αρχής (αδύνατον δη και πολλά είναι). Αλλά όπως εξηγεί και ο Ζήνων, αυτός ο λόγος δεν είναι παρά ο αντίστοιχος μιας αντιθέτου επιχειρηματολογίας, η οποία αναπτύσσεται από τους αντιπάλους του Παρμενίδη και η οποία συνίσταται στην τοποθέτηση της υποθέσεως «εάν τα όντα είναι Ένα» (εί εν έστι) και στην αποκομιδή γελοίων και αντιθετικών, ως προς την υπόθεση της αρχής, συμπερασμάτων (γελοία... και εναντία αυτώ).

Έχουμε λοιπόν δύο υποθέσεις, «εάν τα όντα είναι Ένα» και «εάν τα όντα είναι πολλά»: η πρώτη εκφράζει τον Παρμενίδη, η δεύτερη την θεωρία των Πυθαγορείων. Παρατηρούμε ότι η δεύτερη υπόθεση είναι ακριβώς η άρνηση της πρώτης: το να πούμε πως «εάν τα όντα είναι πολλά» ισοδυναμεί με το να πούμε «εάν τα όντα δεν είναι Ένα». Οι δύο υποθέσεις έχουν εξάλλου το ίδιο θέμα: δηλαδή το Ένα, το οποίο κατ' αρχάς βεβαιώνεται και στην συνέχεια αναιρείται. Και από τις δύο υποθέσεις οι συνέπειες είναι γελοίες, δηλαδή αστήρικτες, αλλά επειδή εκείνες που προέρχονται από την δεύτερη είναι περισσότερο γελοίες (έτι γελοιότερα - τα συμπεράσματα) από εκείνες της πρώτης, το συνολικό αποτέλεσμα μπορεί να θεωρηθεί μια βοήθεια της πρώτης υπόθεσης. Έτσι λοιπόν, εάν η πρώτη υπόθεση θεωρηθεί ισχύουσα, πρέπει να υποθέσουμε πως οι συνέπειές της θα αφαιρεθούν μέσω ενός πιο συνεπούς ορισμού, τέτοιου ώστε να τονίζεται καλύτερα η σημασία τους. Ο τρόπος με τον οποίον αναπτύσσεται ο Ζήνων, αποδεικνύοντας την εγκυρότητα μιας υποθέσεως όχι μέσω μιας απευθείας ή θετικής αποδείξεως, όπως είναι επί παραδείγματι οι αποδείξεις της γεωμετρίας, αλλά μέσω της ανασκευής τής υποθέσεως τής αντίθετης σ' αυτήν, ονομάστηκε «διαλεκτική» και γι' αυτό ο Ζήνων θεωρήθηκε στην αρχαιότητα ο ευρετής της διαλεκτικής.

Οι αντιρρήσεις του Σωκράτη στον λόγο του Ζήνωνος δεν αποτελούν μια περαιτέρω πρόοδο στη λογική δομή του πρώτου μέρους, αλλά επαναπροσδιορίζονται στην πρόταση μιας νέας υποθέσεως, ή καλύτερα σε μια νέα μορφοποίηση της υποθέσεως που ανασκευάστηκε από τον Ζήνωνα, τέτοια ώστε να αποφύγει τις αστήρικτες συνέπειες στις οποίες είχε καταλήξει. Με αυτό ο Σωκράτης τοποθετείται με το μέρος των αντιπάλων τού Παρμενίδη και αντιθέτως προς τον επαναπροσδιορισμό τής υποθέσεως του Παρμενίδη, η οποία εκφράστηκε από την ομιλία του Ζήνωνος, ξαναπροτείνει με νέα μορφοποίηση την αντι-παρμενιδική υπόθεση, επαναφέροντας την διαμάχη στο σημείο που βρισκόταν πριν από την παρεμβολή του Ζήνωνος.

Η νέα υπόθεση είναι η θεωρία των Ιδεών, η οποία δέχεται την πολλαπλότητα των όντων, αλλά την δικαιολογεί μέσω τής συμμετοχής τους (μεταλαμβάνειν) σε μια πολλαπλότητα Ιδεών (Παρμ. 128e-192a). Δεν πρόκειται για ανασκευή ακριβώς τής θεωρίας του Παρμενίδη και του Ζήνωνος, αλλά για μια επανατοποθέτηση της αντίθετης υπόθεσης, η οποία δεν περιλαμβάνεται στην ανασκευή που πραγματοποίησε ήδη ο Ζήνων, και προτείνει κατά κάποιον τρόπο μια νέα ανασκευή, η οποία περιέχεται στο δεύτερο μέρος του διαλόγου και συνίσταται στην κριτική του Παρμενίδη στην θεωρία των Ιδεών. Αυτή η θεωρία, όπως είδαμε, δεν είναι παρά η υπόθεση «εάν τα όντα είναι πολλά». Η κριτική του Παρμενίδη συνίσταται στο να κάνει σε αυτή την υπόθεση ακριβώς αυτό που οι αντίπαλοι του Ιστορικού Παρμενίδη είχαν κάνει στην υπόθεση «εάν τα όντα είναι Ένα», δηλαδή στο να συμπεράνει από αυτή μια σειρά συνεπειών οι οποίες θα είναι αστήρικτες, τόσο πολύ μάλιστα, ώστε να υπάρχει δυσκολία (απορείν) στο να γίνει αποδεκτή, και να απαντήσει στο τέλος πως οι Ιδέες δεν υπάρχουν, καταστρέφοντας μ' αυτόν τον τρόπο την αναγκαία συνθήκη για να μπορεί κάποιος να ισχυρισθεί πως τα όντα είναι πολλά.

Αυτή την κριτική ακολουθεί όμως, ακριβώς όπως και στο πρώτο μέρος του διαλόγου, μια διαλεκτική υπεράσπιση της υποθέσεως που είχε ανασκευασθεί μ' αυτόν τον τρόπο, δηλαδή μια επιχειρηματολογία η οποία λαμβάνει σαν υπόθεση το αντίθετο της πρώτης και βγάζει τις συνέπειες ακόμη πιο αστήρικτες από εκείνες που προήλθαν από την πρώτη. Η αντίθετη υπόθεση από την πρώτη είναι: «Εάν κάποιος δεν επιτρέψει να υπάρχουν Ιδέες των όντων» (εἴ γέ τις δή, ... αὖ μὴ ἐάσει εἴδη τῶν ὄντων εἶναι), που σημαίνει «εάν οι Ιδέες δεν υπάρχουν», και επομένως, καθώς οι Ιδέες είναι συνθήκη της πολλαπλότητος των όντων, «εάν τα όντα δεν είναι πολλά», ενώ οι συνέπειες που ακολουθούν είναι: «αυτός δεν θα έχει ούτε πού να κατευθύνει την σκέψη» (οὐδὲ ὅποι τρέψει τὴν διάνοιαν ἕξει)  και «μ' αυτόν τον τρόπο θα καταστρέψει ολοκληρωτικώς την δυνατότητα διαλόγου» (οὕτως τὴν τοῦ διαλέγεσθαι δύναμιν παντάπασι διαφθερεῖ) {Παρμ.135b-c}, συνέπειες οι οποίες είναι οπωσδήποτε πιο σοβαρές από εκείνες που προέρχονται από την αντίθετη υπόθεση.

Αυτή η δεύτερη επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται από τον Παρμενίδη στο δεύτερο μέρος αντιστοιχεί λοιπόν, από την άποψη της λογικής δομής, ακριβέστατα με εκείνη που ανέπτυξε ο Ζήνων στο πρώτο μέρος εναντίον των αντιπάλων του Παρμενίδη και  προϋποθέτει κατά τον ίδιον τρόπο μιαν επιβεβαίωση της πρώτης υποθέσεως, δηλαδή της θεωρίας των Ιδεών, αλλά ταυτοχρόνως και την ανάγκη μιας πιο συνεπούς μορφοποιήσεως ή ορισμού, τέτοιου δηλαδή ώστε να την ελευθερώσει από τις απαράδεκτες συνέπειες στις οποίες και οδηγεί με την πρωταρχική της έκφραση ή διατύπωση.

Η φανέρωση του τρόπου με τον οποίον πρέπει να επαναορισθεί η θεωρία των Ιδεών, για να μην διατρέξει πια τις δυσκολίες που έδειξε ο Παρμενίδης, δίνεται, όπως θα δούμε, κατ' αναλογίαν από τον ίδιο τον Παρμενίδη, στο τρίτο μέρος του διαλόγου, δηλαδή στην συζήτηση με τον νεαρό Αριστοτέλη. Δεχόμενος την πρόσκληση από τον Σωκράτη, να προσφέρει ένα παράδειγμα διαλεκτικής ακολουθίας αναγκαίο για την άμυνα της θεωρίας των Ιδεών, ο Παρμενίδης το προσφέρει επιστρέφοντας ξανά στην υπόθεσή του «εάν τα όντα είναι Ένα» (είτε εν έστιν), και αναπτύσσοντας μια σειρά από συνέπειες, και αναλαμβάνοντας στην συνέχεια την αντίθετη υπόθεση, «εάν τα όντα δεν είναι Ένα» (είτε μη εν), και αναπτύσσοντας εκ νέου τις συνέπειες (Παρμ. 137b).

Έχουμε λοιπόν ξανά το διχοτομικό σχήμα, δηλαδή δύο αντίθετες υποθέσεις, και την ανάπτυξη των συνεπειών και των δύο, ακριβώς όπως στο πρώτο και στο δεύτερο μέρος. Αναλόγως με αυτά, πρέπει να υποθέσουμε πως το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, δηλαδή πως και με την αποδοχή και με την άρνηση, πως τα όντα είναι Ένα, ή καλύτερα, όπως λέει το κείμενο, πως το ΕΝΑ υπάρχει, είναι, οι συνέπειες που λαμβάνονται είναι απαράδεκτες και αστήρικτες. Αλλά οι συνέπειες της αρνήσεως είναι πιο αστήρικτες από εκείνες της αποδοχής, και γι' αυτό η ενότης των όντων, δηλαδή το Ένα, πρέπει να βεβαιωθεί, ακόμη και αν χρειάζονται μερικές διευκρινίσεις, ώστε να εξαφανιστούν οι απαράδεκτες συνέπειες της βεβαιώσεώς της.

Έτσι λοιπόν, εάν το πρώτο και το δεύτερο μέρος του διαλόγου βρίσκονταν σε αντιπαράθεση μεταξύ τους, αποδεικνύοντας μέσω της ίδιας λογικής διχοτομικο-διαλεκτικής δομής, αντιστοίχως την ενότητα και την πολλαπλότητα των όντων, το τρίτο μέρος συστήνει την σύνθεση των πρώτων δύο, αποδεικνύοντας, πάντοτε μέσω της ίδιας λογικής διχοτομικο-διαλεκτικής δομής, την ενότητα και την πολλαπλότητα μαζί.

Συνεχίζεται

Σχολιο : Είναι η καλύτερη ίσως ανάλυση τού "Παρμενίδη" τού Πλάτωνος, η παρερμηνεία τού οποίου γέννησε τόν νεοπλατωνισμό καί τό δυτικό πνεύμα πού στηρίχθηκε στόν Πλωτίνο, μέχρι τόν Χέγκελ καί τόν Χάϊντεγκερ. Θά μπορέσουμε νά δούμε επίσης καί τήν φιλοσοφική αξία τών νεοελλήνων ερμηνευτών τού Πλωτίνου, τύπου Ράμφου.
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου