Η αγιότητα είναι βασική ιδιότητα της ενέργειας και της
φύσεως του Θεού. Σημαίνει απουσία κάθε
ίχνους κακίας, στην οποιαδήποτε μορφή της, από την πανακήρατη φύση. Ο Θεός είναι οντολογικά άγιος,
διότι η ουσία του είναι «φύσει αγαθή». Η κακία αφ’ έτερου είναι οντολογικά
ανύπαρκτη. Δεν ανήκει στην κλίμακα των υπαρκτών όντων, αλλά είναι επιφαινόμενο.
Φαίνεται, δεν είναι, και λαμβάνει την υπόστασή της εκεί, όπου τα λογικά όντα
απομακρύνονται ελεύθερα από το Θεό. Όπου απουσιάζει το αγαθό, εκεί εμφανίζεται η
αμαρτία, η όποια εξαφανίζεται, όταν εμφανιστεί πάλιν εκείνο (το αγαθό). Έτσι και
το φως, όταν αναχωρεί, παραχωρεί τη θέση του στο σκοτάδι, το οποίο με τη σειρά
του αφανίζεται, όταν επανεμφανιστεί εκείνο.
Στο στάδιο της θείας οικονομίας, η αγιότητα του Θεού
είναι η θεία του ενέργεια στην πολλαπλή σχέση της προς τις ελεύθερες πράξεις των
λογικών κτισμάτων. Από τη θεία ενέργεια απορρέει και προς αυτήν αναφέρεται κάθε
ιδέα κτιστής αγιότητας. Ο Θεός, ως δημιουργός, έθεσε στα όντα την ηθική τάξη και
τους ηθικούς νόμους του την τήρηση των οποίων απαιτεί, τιμωρώντας τις όποιες
παραβάσεις τους. Από την άποψη αυτή ο Θεός είναι δίκαιος, και κατ’ επέκταση
κριτής των ηθικών ενεργειών των πλασμάτων του.
Στο μυαλό μας η αγιότητα του Θεού νοείται σε συνδυασμό
με την ηθική ποιότητα των ενεργειών του ανθρώπου. Ό,τι κακό παρατηρείται σ’
αυτόν, το απομακρύνουμε από την καθαρή και αμόλυντη θεία φύση. Ως γνωστόν, με
τον τρόπο αυτό δουλεύει η άποφατική θεολογία, η όποια αφαιρεί από την ουσία του
Θεού κάθε τι το κακό, ατελές και άναγνο, που παρατηρείται στην ηθική περιοχή του
όντος. Διά των αφαιρέσεων φθάνουμε στην απόλυτη τελειότητα του Θεού. Η
αγιότητα είναι έκφραση της τελειότητας αυτής.
Ο Θεός είναι άγιος. Έτσι τον είδαν και τον έψαλλαν οι
άγγελοι σύμφωνα με το όραμα
του Ησαΐα: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης
αυτού». Και επειδή ο Θεός δεν αρέσκεται σε υπερβολές (προς τί άλλωστε;), η
αγιότητα του είναι εκφρασμένη απλά σε θετικό βαθμό. Όπως είναι εκφρασμένη και η
αγιότητα του Χριστού: «άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί» (Α΄ Πέτρου α’, 16
[για τις παραπομπές στην Καινή Διαθήκη, μπορείς να μπεις εδώ]), και όπως και
του Πνεύματος του Θεού, το οποίο προσωνυμείται απλά «άγιον» («Πνεύμα άγιον»),
τόσο στη σειρά της Αγ. Τριάδος, όσο και στις πολλές μαρτυρίες της θείας Γραφής.
Βέβαια υπάρχουν και προσωνυμίες σε βαθμό υπερθετικό: την Τριάδα αποκαλούμε
«Παναγίαν» («Παναγία Τριάς ελέησον ήμας…»), όπως «Παναγία» προσαγορεύεται
και η Μητέρα του Χριστού. Τα επισημαίνω αυτά, γιατί εδώ στη γη συμβαίνουν
άλλα πράγματα…
Η Παναγία και οι γονείς της (στο κάτω μέρος, ο δίκαιος Ιεσσαί, πατέρας του Δαβίδ, από τη "ρίζα" του οποίου καταγεται η Παναγία) |
Το ιερό Σύμβολο της Πίστεως αποκαλεί την Εκκλησία
«αγίαν»: «Εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν». Την αγιότητά
της η Εκκλησία αντλεί από την αόρατη και μυστική της κεφαλή, το Χριστό: «καθώς
και ο Χριστός ηγάπησε την εκκλησίαν και εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής, ίνα αυτήν
αγιάση…, ίνα παραστήση αυτήν εαυτώ ένδοξον την εκκλησίαν, μη εχουσαν σπίλον ή
ρυτίδα ή τι των τοιούτων, αλλ’ ίνα η αγία και άμωμος» (Εφεσίους ε’ 26, 27).
Περαιτέρω είναι αγία η Εκκλησία, γιατί και η χάρη του Αγ. Πνεύματος, που την
εμπνέει και την οδηγεί είναι αγία, όπως άγιος είναι και ο σκοπός της, δηλαδή η
αγιοποίηση των αμαρτωλών μελών της. Τη μεταφυσική αγιότητα της Εκκλησίας δεν
μειώνει το γεγονός, ότι τα μέλη της, άνθρωποι ατελείς και έμπερίστατοι, είναι
αμαρτωλά. Γι’ αυτό ακριβώς υπάρχει η Εκκλησία, για ν’ αγιάζει τα ασθενή μέλη
της και να τα οδηγεί στην ηθική και πνευματική τους τελειοποίηση.
Άγια, τέλος, είναι και άλλα μεγέθη πνευματικά και
υλικά. Άγιος είναι ο Νόμος του Θεού (Ρωμαίους ζ’, 12), ως συγκεκριμένη έκφραση
του αγίου του θελήματος, η τήρηση του οποίου δεσμεύει κάθε άνθρωπο. Άγιες είναι
οι θείες Γραφές (Ρωμ. α’ 2), στις οποίες είναι καταχωριμένη η αλήθεια, την οποία
φανέρωσε στον κόσμο ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού. Άγιος είναι και ο χριστιανικός
ναός μαζί με όσα υπάρχουν σ’ αυτόν, τα αφιερωμένα στη λατρεία του Θεού. Άγια
είναι και τα ιερά μυστήρια, και προ πάντων η θεία Ευχαριστία, διά των οποίων
αναγεννάται και τρέφεται πνευματικά ο άνθρωπος, και άλλα πολλά.
Στο ηθικοπνευματικό πεδίο η αγιότητα εκφράζεται ως
κατάσταση, στην οποία φτάνει ο άγιος, ως τέλειος και ολοκληρωμένος χριστιανός.
Είναι αγιότητα σχετική, συγκρινόμενη με την απόλυτη αγιότητα του Χριστού, τον
οποίο δεν εσπίλωσε κανένα ίχνος αμαρτίας (Α΄ Πέτρ, β’ 22), και ο οποίος δεν είχε
καν τη δυνατότητα ν’ αμαρτήσει, λόγω της συνθέσεως του θεανδρικού προσώπου
του.
Όπως εύκολα νοείται, η αγιότητα δεν είναι τέλεια από
την αρχή και στατική, φυτευμένη στη φύση του ανθρώπου, αλλά κατάσταση δυναμική
και εξιλεωτική. Δεν γεννιέται κανείς άγιος, αλλά γίνεται. Το πρώτο αποτελεί
αντίφαση. Αρετή και στάση είναι πράγματα αντιφατικά Για να γίνεις άγιος πρέπει
να διανύσεις πολύ δρόμο να δουλέψεις επίμονα κι εντατικά, φυσικά πάντοτε με τα
όπλα του φωτός (Ρωμ. ιγ’ 12) και με τη χάρη του Θεού να πολεμήσεις την
ευπερίστατη αμαρτία (Εβραίους ιβ’ 1) και τις μεθοδείες του διαβόλου (Εφεσίους ζ’
11)· να καθαρίσεις επιμελώς το σώμα και τη ψυχή σου από πάθη αμαρτωλά (Α’
Κορινθίους ζ’ 1), από επιθυμίες και σκέψεις και λογισμούς πονηρούς, από τη
φιληδονία της σάρκας και την κακία στην όποια μορφή της, που κουβαλάει μέσα
του κάθε άνθρωπος, για να φθάσεις «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του
Χριστού» (Εφεσίους δ’ 13). Παράλληλα πρέπει να κοσμήσεις τη ψυχή σου με τις
ουρανοδρόμες αρετές, την ταπείνωση, την πίστη και την αγάπη. Όταν φτάσει κανείς
ν’ αγαπά σωστά το Θεό (Ματθ. κβ’ 37), τότε αγγίζει τα όρια της σχετικής
αγιότητας.
Με άλλα λόγια, η θεία «εικών», που υπάρχει στην πλάση
κάθε ανθρώπου (Γένεσις, α’ 27) και εντοπίζεται στο λογικό, το νοερό και το
αυτεξούσιο της ψυχής του στη θετική της φορά στο αγαθό και το Θεό, πρέπει να
γίνει «ομοίωσις», που σημαίνει να μοιάσει κανείς, σε μια πορεία εξελικτική, μ’
εκείνο που είναι ο Θεός, το οποίο απηχείται στη ψυχή του και δημιουργεί
πνευματική συγγένεια με τον πλαστουργό του. Αυτό ισοδυναμεί με τη χαρισματική
θέωση του πιστού. Ο άγιος είναι ο θεωμένος άνθρωπος, ο θείας φύσεως κοινωνός (Β΄
Πέτρ. α’ 4), ο οικείος Θεού (Εφεσίους β’ 20). Η θέωση είναι το όριο στο οποίο
εξαντλείται, και με το οποίο ταυτίζεται η αγιότητα του ηθικού όντος. Το
μέγεθος αυτό, αρχόμενο από την παρούσα ζωή, θα ολοκληρωθεί μελλοντικά στην
αιώνια θεία βασιλεία.
Στο ζήτημα της θεώσεως των αγίων είναι πολύ ευαίσθητη η
ορθόδοξη ψυχή. Πώς όμως νοούμε τη θέωση; Εδώ πρέπει να κάνουμε μια πολύ
σημαντική διασάφηση. Η θέωση δεν σημαίνει αφομοίωση της ουσίας του ανθρώπου με
την ουσία του Θεού, πράγμα που πολλοί νομίζουν, ότι διαβλέπουν στο ορθόδοξο
δόγμα. Η κτιστή ανθρώπινη φύση σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί ν’ αφομοιωθεί με
την άκτιστη θεία. Δεν μπορούν να χαθούν οι κτιστοί χαρακτήρες της, που την
προσδιορίζουν ως πεπερασμένο δημιούργημα. Η μετάπτωση της ανθρώπινης φύσεως στη
θεία είναι αδύνατο να γίνει, δεδομένης της απειρίας και της απόλυτης
υπερβατικότητος της ουσίας του Θεού, η όποια είναι απρόσιτη, ακοινώνητη και
αμέθεκτη. Η θέωση δεν σημαίνει πανθεϊστική ανάχυση και απορρόφηση του κτιστού
από το άκτιστο (παράδειγμα: μια σταγόνα ξύδι στον απέραντο ωκεανό), ένα είδος
μονοφυσιτικής ουσιώσεως στο πέλαγος της θείας απειρίας. Ο άνθρωπος σ’ αυτήν
παραμένει άνθρωπος και ο Θεός, Θεός. Το πράγμα είναι τόσο σαφές, ώστε να μην
επιδέχεται αμφισβήτηση. Κι όμως η θέωση, για την οποία μιλάμε, δεν είναι απλό
σχήμα λόγου, ιδέα διάκενη ή ψιλός συμβολισμός της ηθικής τελειώσεως του
ανθρώπου, αλλά θέωση πραγματική, μεταφέρουσα όλο το σημαινόμενο της λέξεως. Ο
άνθρωπος γίνεται θεός (με μικρό βέβαια θ). Και φυσικά δεν πρόκειται περί
παραδοξολογήματος, ούτε περί αντιφάσεως προς όσα σημειώσαμε πιο
πάνω.
Κατά την ορθόδοξη πίστη, η θέωση είναι ουσιώδης μετοχή
στη θεότητα, όχι βέβαια στην υπερβατική και αμέθεκτη ουσία του Θεού, αλλά στην
άκτιστη θεία του ενέργεια, η οποία πηγάζει αϊδίως από τη θεία ουσία, ως ο
άφθαρτος και εγγενής πλούτος της, είναι θεοπρεπής διάκριση, όπως είναι και οι
τριαδικές υποστάσεις στη θεότητα, χωρίς να επιφέρει σύνθεση στην απλότητα
εκείνης. Η θεία ενέργεια είναι αληθινός Θεός, εκφράζει την απρόσιτη και
ανέκφραστη θεία φύση και είναι εξωτερικά κοινωνητή και μεταδότη. Δι’ αυτής
φανερώνεται ο Θεός στον κόσμο, αγιάζονται οι λογικές φύσεις και συνάπτεται ο
άνθρωπος με το Θεό. Άκτιστη χάρη και άκτιστη θεία ενέργεια είναι ταυτόσημες. Ο
άνθρωπος, μετά από μακρά κάθαρση από την αμαρτία και την κόσμηση της ψυχής του
διά των ουρανοδρόμων αρετών, ενούται με τη φωτεινή ακτίνα της θείας ενέργειας,
με τη χάρη δηλαδή, λαμπρύνεται και θεοποιείται. Η ένωση αυτή του κτιστού με το
άκτιστο δεν είναι απλή ηθική επαφή (αυτό στη χριστολογία έλεγε ο
Νεστοριανισμός), αλλ’ ανάκραση πραγματική, περιχώρηση της ανθρώπινης
ουσίας από τη φωτεινή ενέργεια του Θεού. Με αυτή την έννοια θα λάμψουν οι
δίκαιοι στη βασιλεία των ουρανών, όπως ο ήλιος (Ματθ. ιγ’ 43). Είναι θέωση
κυριολεκτική, χωρίς αυτό να σημαίνει και πανθεϊστική ανάχυση των φύσεων. Έχουμε
και παράδειγμα διασαφητικό, το οποίο χρησιμοποιούμε και στο πεδίο της
χριστολογίας. Όπως στον πυρακτωμένο σίδηρο η φύση του μετάλλου με τη φύση της
φωτιάς ενώνονται τόσο στενά μεταξύ τους, ώστε να μη μπορείς να τα διαχωρίσεις,
και ωστόσο παραμένουν καθ’ εαυτές αλώβητες (ο σίδηρος παραμένει σίδηρος και η
φωτιά, φωτιά), έτσι κι εδώ το κτιστό πλάσμα ενώνεται βαθιά με την άκτιστη θεία
ενέργεια, χωρίς να αποβάλει τη φύση του, προσλαμβάνοντας τη φωτιά του Θεού, στην
οποία και θεοποιείται. Ο άνθρωπος γίνεται «χάριτι» θεός, αποκτά «κατά χάριν»
εκείνο, που είναι «φύσει» ο Θεός.
Η θέωση είναι το τέρμα της πνευματικής εξελίξεως και
τελειώσεως του άνθρωπου. Αρχομένη από την παρούσα ζωή, θα τελειωθεί στα έσχατα,
στο χώρο της θείας βασιλείας, στον οποίο ολόλαμπρες κι αστραφτερές στήλες
θεώσεως θα είναι οι καταξιωμένες μορφές των αγίων. Όχι βέβαια κι οι φύσεις των
αγγέλων, γιατί η θέωση άφορα μόνο τους ανθρώπους, για τους οποίους ο Χριστός
απέθανε (Ρωμ. ε’ 8). Οι άγγελοι
βρίσκονται ήδη στο στάδιο της αφθορης θείας δόξας.
Οι άνθρωποι, θείας φύσεως κοινωνοί (Β΄ Πετρ. α’ 4), και
οι άγγελοι, τα λειτουργικά πνεύματα του Θεού (Εβρ. α’ 14), είναι το πνευματικό
επιτελείο της θείας βασιλείας. Οι πρώτοι, οι άγιοι, είναι σεπτά σκηνώματα της
χάριτος. Τα λείψανα τους είναι ιερά, άξια ευλαβικής προσκυνήσεως και τιμής από
μέρους των πιστών. Σ’ αυτά παραμένει η χάρη (=ενέργεια) του Θεού, η οποία τα
κάνει άφθαρτα και θαυματουργά. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ιερές εικόνες των
αγίων, που κοσμούν τους χώρους της θείας λατρείας. Οι άγιοι είναι αποδέκτες της
προσευχής της Εκκλησίας, που μεταφέρουν τα αιτήματα των πιστών στο Θεό,
προσευχόμενοι συγχρόνως και οι ίδιοι για τους επί γης αδελφούς τους, που
αποτελούν τα μέλη της στρατευόμενης του Χριστού
Εκκλησίας.
+Ανδρέα Θεοδώρου, Καθηγητή Πανεπιστημίου
Πηγή : iereasanatolikisekklisias+Ανδρέα Θεοδώρου, Καθηγητή Πανεπιστημίου
ΣΧΟΛΙΟ : Τό απώγειο τής ακαδημαϊκής θεολογίας. Αγαπητή στόν κληρικαλισμό, διότι έχουν ένα κοινό σημείο, στερούνται τής πνευματικής εμπειρίας τής πίστεως. Ο σκοπός τους είναι νά ενσωματώσουν στόν γραπτό λόγο, τόν Θείο λόγο. Στό παραπάνω κείμενο απουσιάζει απολύτως η ενσάρκωση τού Κυρίου. Τού είναι περιττή : "Κατά την ορθόδοξη πίστη, η θέωση είναι ουσιώδης μετοχή στη θεότητα, όχι βέβαια στην υπερβατική και αμέθεκτη ουσία του Θεού, αλλά στην άκτιστη θεία του ενέργεια, η οποία πηγάζει αϊδίως από τη θεία ουσία, ως ο άφθαρτος και εγγενής πλούτος της, είναι θεοπρεπής διάκριση, όπως είναι και οι τριαδικές υποστάσεις στη θεότητα, χωρίς να επιφέρει σύνθεση στην απλότητα εκείνης"
ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΕΝΣΑΡΚΩΘΕΙ ΑΡΑΓΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ; ΑΦΟΥ ΟΛΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ; ΔΕΝ ΚΑΤΟΡΘΩΣΑΝ ΝΑ ΤΟ ΣΚΕΦΤΟΥΝ ΟΙ ΜΟΡΦΟΝΙΟΙ ΤΩΝ ΠΑΝ/ΜΙΩΝ.
Αμέθυστος
Συμπλήρωσε (ή διόρθωσε όπου και αν χρειάζεται)το κείμενο εξηγώντας και σε εμάς το λόγο της ενσαρκώσεως του Κυρίου. Δεν είναι η ένωση του κτιστού με το Άκτιστο; Μέσω της ενσαρκώσεως του Κυρίου δεν γίνονται όλα όσα αναφέρει αυτό το κείμενο;
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο κτιστό και το άκτιστο είναι αντίθετα. Η Εκκλησία δέν ασχολείται με την ένωση των αντιθέτων. Τίποτε δέν γίνεται απο όσα λέει το κείμενο. Μπορούμε να διαβάσουμε περί ενσαρκώσεως. Του Μεγάλου Αθανασίου π.χ. Η ενσάρκωση του Κυρίου δέν είναι μέσον για τίποτε και για κανέναν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι η ένωση με τον Θεό που λέμε δεν είναι ένωση του κτιστού ανθρώπου με τον Άκτιστο Θεό;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑμέθυστε εγώ δεν είμαι θεολόγος και δεν καταλαβαίνω αυτά που λες. Μπορείς να τα εξηγήσεις πιο αναλυτικά και πιο απλά ώστε να φαίνεται η διαφοροποίηση με το κείμενο που λες ότι τίποτα από όσα αναφέρει δεν ισχύουν;
Η κοινή άκτιστη ενέργεια τών προσωπων τής Αγίας Τριάδος είναι τής ουσίας και ζωοποιεί, συντηρεί διατηρεί, εκλογικεύει τόν άνθρωπο καί ολοκληρώνει τήν εικόνα σέ ομοίωση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜέ τήν ενσάρκωση τού Κυρίου η άκτιστη ενέργεια είναι πλέον ενυπόστατος ενώ η κοινή δέν είναι καί ο άνθρωπος δέν ενώνεται μέ τήν ουσία τού Θεού αλλά μέ τήν υπόσταση. Υιοθετείται.
Οι "θεολόγοι" καταργούν εντελώς τήν ενσάρκωση καί αυτή η κατάργηση είναι ο κληρικαλισμός :
"Περαιτέρω είναι αγία η Εκκλησία, γιατί και η χάρη του Αγ. Πνεύματος, που την εμπνέει και την οδηγεί είναι αγία, όπως άγιος είναι και ο σκοπός της, δηλαδή η αγιοποίηση των αμαρτωλών μελών της. Τη μεταφυσική αγιότητα της Εκκλησίας δεν μειώνει το γεγονός, ότι τα μέλη της, άνθρωποι ατελείς και έμπερίστατοι, είναι αμαρτωλά. Γι’ αυτό ακριβώς υπάρχει η Εκκλησία, για ν’ αγιάζει τα ασθενή μέλη της και να τα οδηγεί στην ηθική και πνευματική τους τελειοποίηση".
Δέν υπάρχει τέταρτος θεός. Η εκκλησία δέν είναι ο Θεός. Γιά νά πετύχει τήν θεοποίησή της η εκκλησία κατήργησε τόν Κύριο.
Δηλαδή η άκτιστη ενέργεια κάνει τη θέωση του ανθρώπου αλλά ο άνθρωπος ενώνεται με την υπόσταση του Υιού;
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ κατάργηση του κληρικαλισμού είναι το ότι οι Επίσκοποι παρουσιάζονται ως αντιπρόσωποι του Θεού επειδή όπου Επίσκοπος εκεί Εκκλησία ανεξάρτητα αν είναι αιρετικοί ή με αγιάτρευτα πάθη;
Η ακτιστη ενέργεια τού Κυρίου καί μόνον ευθύνεται γιά τήν θέωση.Καί όχι η άκτιστη ενέργεια,η κοινή τής Αγίας Τριάδος η οποία έρχεται από τήν ουσία.Δέν ουσιώνει η κοινή ενέργεια διότι η ουσία τού θεού είναι υπερούσιος,δηλ.ακοινώνητος,αμέτοχος. Ο Κύριος δέν έχει αντιπροσώπους, δέν υφίσταται οποιοδήποτε αντί στόν Θεό.Αντί είναι ο γνωστός καί ο μόνος πού διαθέτει αντιπροσώπους, τούς ομοίους του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ για τις απαντήσεις που μου έδωσες!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ/Η amethystos είπε...
ΑπάντησηΔιαγραφή"Η άκτιστη ενέργεια τού Κυρίου καί μόνον ευθύνεται γιά τήν θέωση.Καί όχι η άκτιστη ενέργεια,η κοινή τής Αγίας Τριάδος η οποία έρχεται από τήν ουσία"
- Πόσες άκτιστες ενέργειες υπάρχουν;
- Δεν έχω καταλάβει γιατί είπε ο Κύριος ότι αν δεν αναληφθεί δεν θα ερχόταν ο Παράκλητος και πως γίνεται αυτό που λες με την θέωση όταν στα Μυστήρια καλούμε το Άγιο Πνεύμα. Με άλλα λόγια δεν είναι το Άγιο Πνεύμα χορηγός άκτιστης χάρης;
Στόν Αγιο Γρ. Παλαμά,Περί εκπορεύσεως τού Αγίου Πνεύματος,λόγοι δύο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕδώ(http://www.oodegr.com/oode/orthod/eortes/pentikosti_1.htm),περί τίνος πρόκειται;
ΑπάντησηΔιαγραφήΡε παιδιά μην δίνετε σημασία στις μαλακίες του κάθε αμέθυστου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠηγαίνετε σε αξιολογες σελίδες οπως η Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας και εκεί θα δείτε σωστες και αξιες απαντήσεις.
Εκεί γράφουν με λεπτομέρειες και με σαφήνεια για την Θεια Φυση του Θεού και για την σωστη εξηγηση της διάκρισης Θείας Ουσίας και Ακτιστης Θείας ενέργειας.
Τις πληροφορίες θα τις βρείτε όπως είπα και πιο επάνω στον τίτλο Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Ερευνας.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ Η ΥΠΟΣΤΑΣΗ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ ΟΟΔΕ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΗΝ ΑΙΡΕΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΔΗΛΩΝΟΝΤΑΣ ΟΤΙ Ο ΠΑΤΗΡ ΕΙΝΑΙ Η ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ.
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΟΙΝΑ ΚΑΙ ΑΚΟΙΝΩΝΗΤΑ;
ΤΟ ΙΔΙΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΟ ΑΣΥΓΧΥΤΩΣ ΚΑΙ ΑΔΙΑΙΡΕΤΩΣ ΣΤΗΝ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ.
ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.
"Η Εκκλησία δέν ασχολείται με την ένωση των αντιθέτων": Εδώ τα λες όλα, Αμέθυστε, μπράβο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλήθεια, αυτός ο Ζισκάρ ντ' Εστέν πού εξαφανίστηκε; Όχι τίποτ' άλλο, αλλά για να μάθει ότι ο Αγαμέμνονας και ο Αχιλλέας αφ' ότου κατάλαβαν πως είναι αδέλφια, δεν μαλώνουν ξανά και τους Τρώες λένε να τους υιοθετήσουν...
Α, και η Ελένη χωρίζει επισήμως και ξαναπαντρεύεται, κάπου στην Κατερίνη...
Φιλική συμβουλή, αν διαβάζει και
μιας και τα πράγματα έχουν δυσκολέψει, να πάει όσο ακόμη περνά η μπογιά του, να κάνει πιάτσα...
:)))