Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

Cornelia de Vogel: ΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ (11)

Συνεχίζεται από Κυριακή, 29 Απριλίου 2012

VI. Η θετική επιρροή τής φιλοσοφίας στή χριστιανική σκέψη καί τής χριστιανικής πίστης στόν Πλατωνισμό.

1.Πλατωνισμός καί υπόταξις

Ο Heinrich Dorrie oλοκληρώνει τήν μεγάλη του έκθεση τών σχέσεων ανάμεσα στόν πλατωνισμό καί τόν χριστιανισμό μέ τέσσερις αρνητικές κρίσεις. Η πρώτη είναι η ακόλουθη :

«Μέ τήν παρατηρημένη πολύ συχνά, προτίμηση πολλών θεολόγων τών πρώτων αιώνων, πρός τόν πλατωνισμό, δέν προκλήθηκε παρ’όλα αυτά καμμιά αλλαγή ή παραμόρφωση τού χριστιανισμού στήν ουσία του. Τό χριστιανικό δόγμα ανεπτύχθη σύμφωνα μέ τούς εσωτερικούς του νόμους».
Μέχρις εδώ έχει δίκαιο αλλά συνεχίζει!

«Ο πλατωνισμός δέν αφορούσε τούς παράγοντες εκείνους πού ενήργησαν απ’ έξω στόν χριστιανισμό. Αυτό αναδύεται καθαρά από τήν διαμάχη γύρω από τήν ουσία καί τή φύση τού Χριστού. Αυτή η διαμάχη θά είχε οδηγήσει σέ πολύ διαφορετικά αποτελέσματα στήν περίπτωση κατά τήν οποία ο πλατωνισμός, ή στό εσωτερικό ή στό εξωτερικό τής εκκλησίας, θά είχε κατορθώσει νά εξασκήσει κάποια άξια επιρροή τού ονόματος. Ούτε δέ ποτέ ο πλατωνισμός κατόρθωσε νά φτάσει στήν ουσία τής χριστιανικής σκέψης».

Ξανά, αυτή η τελευταία δήλωση είναι εντελώς σωστή. Όσον αφορά όμως τό προηγηθέν επιχείρημα πρέπει νά κρατήσουμε κάποιες επιφυλάξεις. Γιά τόν Dorrie ο πλατωνισμός ήταν ένα θρησκευτικό κύκλωμα θρησκευτικής φύσεως, μιά ομολογία, ασυμβίβαστη μέ τόν χριστιανισμό. Διότι ακριβώς εκείνα τά πράγματα πού είναι στό κέντρο τής χριστιανικής πίστης – ότι ο Λόγος σάρξ εγένετο καί ότι ο Υϊός είναι ομοούσιος τώ Πατρί – ήταν αδιανόητα γιά τόν Πλατωνισμό. Γι' αυτό οι χριστιανοί έπρεπε νά διατρέξουν τό δικό τους δρόμο καί αυτό έκαναν τελικώς.

Καί αυτό επίσης κατά κάποιο τρόπο είναι αληθινό. H πίστη ζούσε από τήν δική της παράδοση. Καί οι Πατέρες τής Νίκαιας καί τής Χαλκηδόνος έπρεπε νά εκφράσουν αυτή τήν πίστη μέ τόν καθαρότερο τρόπο, μέ όρους οι οποίοι θά απέκλειαν τά λάθη τής εποχής.

Αυτά τά λάθη ταυτιζόταν μέ τόν πλατωνισμό, πιθανώς ούτε ο Dorrie δέν θά τολμούσε νά βεβαιώσει κάτι τέτοιο. Παρ’όλα αυτά ισχυρίζεται πώς ο Αρειανισμός συσχετιζόταν μέ ουσιαστικό τρόπο μέ τόν Πλατωνισμό, μέ έναν τέτοιο τρόπο ώστε μέ τήν απόρριψη αυτής τής χριστιανικής αιρέσεως, καταδικαζόταν μαζί καί ο πλατωνισμός. Οι θέσεις όμως τού Άρειου στόν Υϊό τού Θεού, ο οποίος κατά τήν γνώμη του δέν ήταν ούτε αιώνιος, ούτε όμοιος τού Πατρός, ούτε ίσος, καί δέν ήταν κάν σέ θέση νά τόν γνωρίση, αποτελούν κατά βάθος μία ανεξάρτητη ανάπτυξη, ο χαρακτήρας τής οποίας πολύ δύσκολα θά χαρακτηριζόταν πλατωνικός. O Fr. Ricken, περιγράφοντας τίς τρείς διαφορετικές αναπτύξεις πού απορρέουν από τήν αποδοχή τής πλατωνικής οντολογίας, ορίζει τήν θέση τού Ευσέβιου, ο οποίος θά μπορούσε νά υπολογιστεί πολύ κοντά στόν Άρειο μέ τήν υπόταξη τού Υϊού πού πρέσβευε. Καί όμως παρ’ όλα αυτά καί ο Ευσέβιος επεξεργάζεται αυτή τήν αντίληψη μέ έναν πολύ διαφορετικό τρόπο, πιό ευθυγραμμισμένο μέ τήν σκέψη τού Πλάτωνος καί μέ τήν μαρτυρία τής Γραφής.

Η Τρίτη «δυνατή» ανάπτυξη στήν βάση τής πλατωνικής οντολογίας ήταν η θεολογία τού Μ.Αθανασίου. Αντί νά χωρίσει τίς υποστάσεις, τίς μέν από τίς άλλες, ο Μ.Αθανάσιος τονίζει τόν ουσιώδη τους δεσμό. Χωρίς τόν Υϊό η ουσία τού Πατρός δέν είναι πλήρης. Όπως ακριβώς τό φώς δέν μπορεί νά υπάρξει χωρίς ακτινοβολία καί μιά πηγή χωρίς ένα ποτάμι νά πηγάζει από αυτή, έτσι καί ο Θεός δέν μπορεί νά ξεχωρίσει από τόν Λόγο του, από τήν Σοφία του καί από τήν αλήθεια του (ενάντια στούς Αρειανούς Ι 29).

Μέσω τού Υϊού του εδημιούργησε τόν κόσμο, καί μιά «εικόνα τού Λόγου» έχει τυπωθεί στά κτιστά πράγματα (Κατά Αρειανών ΙΙ 79). Βρίσκαμε επίσης στόν Φίλωνα, τήν αγαπημένη εικόνα τού Φίλωνος, εκείνη τής σφραγίδος, καί τόν τρόπο τού Φίλωνος όταν μιλά γιά τόν Λόγο σάν Δημιουργό τού κόσμου ο οποίος δέν είναι ποτέ ξεχωριστός από τόν Πατέρα, αλλά είναι πάντοτε σέ σχέση μαζί του. Οι θεολόγοι μιλούν πολύ συχνά γιά ενύπαρξη αναφορικώς μέ τόν Υϊό γιά τόν ενυπάρχοντα Λόγο, αλλά θά ήταν προτιμότερο νά μήν εκφραζόμαστε μέ αυτόν τόν τρόπο. Διότι ο θείος Λόγος παραμένει στόν εαυτό του υπερβατικός παρότι ενεργεί στόν κόσμο καί στήν ιστορία.

O Fr. Ricken έχει απόλυτο δίκηο κάι στήν παρατήρησή του ότι η οντολογία τού Πλάτωνος είναι στήν βάση τής θεολογίας τού Αθανασίου. Καί μ’αυτή τήν έννοια – καταλήγει – πρέπει νά μιλήσουμε γιά μιά Ελληνοποίηση τού χριστιανικού μηνύματος. Αλλά βιάζεται αμέσως μετά νά προσθέσει πώς στίς τρείς περιπτώσεις πού εξέτασε η πρόσληψη έπαιξε πάντοτε καί ένα ρόλο κριτικής απέναντι στήν αρχαία κατανόηση τού Είναι καί τού κόσμου. Όσον αφορά δέ τόν Αθανάσιο, μάς εξηγεί : «Ο Αθανάσιος προσπαθεί νά εξουδετερώσει, μέσω τής πλατωνικής οντολογίας, τήν έννοια τού Θεού τής Πλατωνικο-Αριστοτελικής παραδόσεως, ξεκινώντας από τήν ιστορική έλευση τού Χριστού στή Γή».

Ασφαλώς μείναμε λίγο έκπληκτοι μ’αυτόν τόν έντονα θεωρητικό τρόπο μέ τόν οποίο εξηγείται τό έργο τού Μ.Αθανασίου. Προσπάθησε στ’αλήθεια άραγε, ο συγκεκριμένος Πατέρας τής εκκλησίας τού 4ου αιώνος νά διορθώσει τήν φιλοσοφική έννοια τού Θεού; Μπορούμε νά παρατηρήσουμε έτσι πρόχειρα πώς, μιλώντας γιά τόν Θεό σάν ο όντως ών, ο Αθανάσιος χρησιμοποιούσε μία πλατωνική έκφραση ελαφρώς τροποποιημένη καί άρχιζε τίς σκέψεις του πράγματι από μιά μεταφυσική τού υπερβατικού είναι η οποία ήταν αυθεντικά πλατωνική. (Ο Αθανάσιος στό κατά Αρειανών ΙΙ 43, δέν μιλά γιά το όντως όν, αλλά χρησιμοποιεί τό όντος όντα δίπλα στό αληθινόν, σάν ιδιότητες τού Θεού).

Ότι όμως κατανοώντας τόν Θεό σάν ουσιωδώς «μαζί με» τόν Λόγο του, διαφορετικά πώς ήταν δυνατόν νά τόν σκεφτεί ξεχωριστό από αυτό, από τον Λόγο καί τήν Σοφία, ο Μ.Αθανάσιος συνδύασε τήν αριστοτελική έννοια τής θείας νοήσεως (νόησις νοήσεως) μέ τό όντος όν τού Πλάτωνος, μπορεί νόμιμα νά αμφισβητηθεί. Δέν πιστεύω πώς τά πράγματα είναι καθόλου τοιουτοτρόπως.

Είναι δυνατόν ο Μ.Αθανάσιος νά προσπάθησε νά διορθώσει κάποια φιλοσοφική έννοια τού Θεού; Όχι μέ σιγουριά. Δέν ενδιαφερόταν γιά ένα τέτοιο ακαδημαϊκό θέμα. Ο Αθανάσιος προσπάθησε απλώς νά εκφράσει μέ τόν πιό απλό καθαρό τρόπο καί μέ ακρίβεια τήν πίστη τήν οποία ζούσε η εκκλησία από αιώνες, διατηρημένη μέ μεγάλη προσοχή από τήν μετάδοσή της από γενεά σέ γενεά, έχοντας συνείδηση πώς επρόκειτο γιά τό πιό πολύτιμο απόθεμα πού είχε προέλθει από τούς Αποστόλους.

Στό δοκίμιό του ο Ricken ασχολείται ιδιαιτέρως μέ τόν Ευσέβιο τής Καισαρείας. Αυτός λοιπόν ο συγγραφεύς εφαρμόζει στόν Υϊό τού Θεού τό ίδιο γένος εικόνων πού βρίσκαμε στόν Φίλωνα, ο οποίος αναπαριστά τόν Λόγο σάν τόν οδηγό τών ουρανίων δυνάμεων, μιά εικόνα πού προέρχεται από τήν Ελληνιστική πραγματεία De mundo καί η οποία είχε χρησιμοποιηθεί καί από τούς πλατωνιστές, τόν Μάξιμο τής Τύρου καί τόν Νουμένιο. Οι εικόνες τού στρατηγού ενός στρατού σέ τέλεια τάξη καί τού τιμονιέρη ενός πλοίου, πού αποδίδει ο Ευσέβιος στόν Λόγο τού Θεού, προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από τόν διάσημο διάλογο τού Αριστοτέλη περί φιλοσοφίας. Ο Ευσέβιος μπορούσε νά αντλήσει αυτές τίς εικόνες από τήν Αλεξανδρινή παράδοση.

Φτάνοντας στόν Αθανάσιο, ο Ricken συμπεραίνει : ο Αθανάσιος δέν εγκαταλείπει τήν κοσμολογική έννοια τού Λόγου καί τή θεολογική της αξία, απλώς προσπαθεί νά τήν συμπεριλάβει.

Εδώ, έχουμε ξανά τόν γερμανό ερευνητή νά μιλά! Ο πατήρ τής εκκλησίας Αθανάσιος δέν προσπάθησε τίποτε άλλο από τό νά εκφράσει τήν πίστη του, πού γνώριζε πώς είναι η ζωντανή πίστη τής εκκλησίας.

Πολύ σωστά λοιπόν ο Ricken τελικώς παρατηρεί πώς στόν Αθανάσιο, παρότι η πλατωνική οντολογία τού αιωνίου καί τελείου Είναι βρίσκεται στήν βάση τής θεολογίας του, τό πνευματικό κλίμα δέν είναι πλέον εκείνο τού Ελληνικού πλατωνισμού. Επήλθε μιά μεταμόρφωση. «Τό αληθινό Είναι ο όντως ών, καί ο αληθινός Θέος είναι ο Πατήρ τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού», καί στό κέντρο τού ενδιαφέροντος δέν είναι πλέον η σχέση τού Θεού απέναντι στόν κόσμο, αλλά η γειτνίασή του μέ τόν άνθρωπο στόν Ιησού Χριστό. Ο Ricken μιλά γιά αλλαγή τών οντολογικών κατηγοριών –από τό δόγμα τών υποστάσεων μέχρι ενός ουσιώδους συσχετισμού– καί αυτό προέρχεται από τήν έννοια τού Θεού τής Καινής Διαθήκης. Δέν είναι το αποτέλεσμα ενός φιλοσοφικού διαλόγου.

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου