Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

Η λογική δομή του "Παρμενίδη" του Πλάτωνος (7)



Enrico Berti

α) οι πρώτες τέσσερις υποθέσεις (συνέχεια)

Στην διαπραγμάτευση της τρίτης και τέταρτης υποθέσεως ο Πλάτων περνά στην εξέταση των συνεπειών που προέρχονται, από την αποδοχή πως το Ένα είναι, όχι πλέον στο Ένα, αλλά στα άλλα, δηλαδή στο πλήθος, εφαρμόζοντας με πιστότητα το σχήμα που εικονίζεται σε εκείνο που ονομάσαμε μεσοδιάστημα. Και εδώ διακρίνονται οι δύο σημασίες με τις οποίες μπορούν να γίνουν κατανοητά τα άλλα, η απόλυτη σημασία, κατά την οποία είναι σε σχέση μόνον με τον εαυτό τους, και η σχετική, κατά την οποία είναι σε σχέση με το Ένα, είναι όροι δηλαδή μιας σχέσεως συμμετοχής ή σχέσεως κατηγορηματικής. Φυσικά η σημασία με την οποία κατανοούνται τα άλλα μας αναγκάζει να κατανοήσουμε με την ίδια σημασία το Ένα, δηλαδή εάν τα άλλα κατανοούνται σε σχέση με το Ένα, το Ένα με την σειρά του θα κατανοηθεί σε σχέση με τα άλλα, και έτσι λοιπόν τόσο το Ένα όσο και τα άλλα όντα θα γίνουν κατανοητά με σχετική σημασία, ενώ εάν τα άλλα κατανοηθούν σε σχέση με τον εαυτό τους, το Ένα με την σειρά του θα ήταν κατανοητό μόνον σε σχέση με τον εαυτό του, και έτσι λοιπόν τόσο το Ένα όσο και τα άλλα θα κατανοηθούν με απόλυτη σημασία.

Στην τρίτη υπόθεση ιδιαιτέρως, εξετάζονται οι συνέπειες που προκύπτουν στα άλλα από την αποδοχή πως το Ένα είναι, όταν τα άλλα είναι με σχετική σημασία, όταν δηλαδή λέει το κείμενο: «τα άλλα δεν είναι εντελώς χωρίς το Ένα, αλλά κατά κάποιο τρόπο συμμετέχουν»(Παρμ. 157b-c). Στην τέταρτη εξετάζονται οι συνέπειες που προέρχονται, στα άλλα, από την αποδοχή πως το Ένα είναι, όταν τα άλλα κατανοούνται με απόλυτη έννοια, όταν δηλαδή «το Ένα είναι χωριστό (χωρίς) από τα άλλα και τα άλλα είναι χωριστά (χωρίς) το Ένα»(Παρμ. 159b). Αυτές οι συνέπειες είναι τελείως ανάλογες με εκείνες που προέρχονται από το Ένα στις πρώτες δύο υποθέσεις: δηλαδή, εάν τα άλλα κατανοηθούν σε σχετική σημασία, είναι ολόκληρα και χωρίζονται σε μέρη, είναι όμοια και ανόμοια, ταυτόσημα και διαφορετικά, κινούνται και στέκονται, δηλαδή έχουν όλα τα δυνατά κατηγορήματα, ακόμη και τα αντίθετα μεταξύ τους (159α). Εάν αντιθέτως τα άλλα κατανοηθούν με απόλυτη σημασία, δεν είναι ολόκληρα, ούτε χωρίζουν σε μέρη, δεν είναι όμοια ούτε ανόμοια, ούτε ταυτόσημα ούτε διαφορετικά, δεν κινούνται ούτε στέκονται, δηλαδή δεν έχουν κανένα κατηγόρημα (160α).

Όπως λοιπόν οι συνέπειες οι οποίες προήρχοντο στο Ένα, όταν το Ένα γινόταν κατανοητό με σχετική έννοια, δεν ήταν αντιφατικές, έτσι δεν είναι και εκείνες που καταλήγουν στα πολλά, όταν είναι εξίσου κατανοητά με αυτή την σημασία. Ενώ όπως ήταν αντιφατικές εκείνες που καταλήγουν στο Ένα, όταν αυτό ήταν κατανοητό με απόλυτη σημασία, έτσι είναι και εκείνες που προ-έρχονται στα πολλά, όταν αυτά γίνονται κατανοητά με αυτή την σημασία. Η φράση «έτσι εάν το ένα είναι, το ένα είναι όλα τα πράγματα και δεν είναι ούτε ένα (δηλαδή δεν είναι κανένα πράγμα) σε σχέση με τον εαυτό του και με τον ίδιο τρόπο σε σχέση με τα άλλα (απέναντι στα άλλα)»(Παρμ. 160b), με την οποία ολοκληρώνονται οι πρώτες τέσσερις υποθέσεις, δεν δείχνει ένα συμπέρασμα καθολικώς αντιφατικό, αλλά σημαίνει ότι τόσο του ενός όσο και των άλλων μπορούμε να πούμε ή ότι έχουν όλα τα κατηγορήματα ή ότι δεν έχουν σε κανένα, αναλόγως του υπολογισμού τους ή με σχετική σημασία ή με απόλυτη.

Το γεγονός πως ούτε για τα πολλά μπορούμε να πούμε τίποτα, εάν κατανοηθούν με απόλυτη σημασία, σημαίνει πως, μια φορά που ετέθη ο αμοιβαίος συσχετισμός ανάμεσα στο ένα και τα πολλά, και τα πολλά επίσης, όπως το ένα, αγκαλιάζουν ολόκληρη την πραγματικότητα και υπάρχει συναγωνισμός με το ένα για τον προσδιορισμό της υπερβατικής δομής. Η θαυμαστή ενέργεια, την οποία ευχόταν ο Σωκράτης από τον Ζήνωνα στο τέλος του πρώτου μέρους, τοιουτοτρόπως ολοκληρώνεται. Μάλιστα δε μπορούμε να πούμε πως με αυτή ολοκληρώθηκε και η άλλη θαυμαστή ενέργεια την οποία περίμενε ο Παρμενίδης στο τέλος του δευτέρου μέρους, φανερώθηκε δηλαδή πως πρέπει να είναι οι ιδέες για να είναι απαλλαγμένες από τις δυσκολίες που καθιστούν δύσκολη την αποδοχή τους (135α-b). Όπως το ένα και τα πολλά συναντούν απαράδεκτες συνέπειες εάν κατανοηθούν με απόλυτη σημασία, δηλαδή με τρόπο τέτοιο ώστε να είναι ολοκληρωτικώς ξεχωριστά (χωρίς) το ένα από τα πολλά, έτσι συναντούσαν απαράδεκτες συνέπειες οι ιδέες και τα πράγματα εάν κατανοούντο ξεχωριστά οι μεν από τα δε. Και όπως, αντιθέτως, το ένα και τα πολλά συναντούν συνέπειες ολοκληρωτικώς αποδεκτές εάν κατανοηθούν όχι ξεχωριστά οι μεν από τα δε, αλλά σαν παρόντα τα μεν στα άλλα!

Με αυτά, ο Πλάτων, απέδειξε, έστω και σιωπηρά, δηλαδή αναλόγως, μέσω ενός παραδείγματος, πως το λάθος της πρώτης διατυπώσεως της θεωρίας των ιδεών συνίστατο αποκλειστικά στον διαχωρισμό τους από τα πράγματα και πως ο μοναδικός τρόπος για να σωθούν οι ιδέες, εξάλλου αναγκαίο στην σκέψη και στον διάλογο, είναι το ξεπέρασμα αυτού του διαχωρισμού και ο υπολογισμός των ιδεών σαν ενυπάρχουσες στα πράγματα. Αυτή είναι η λύση που θα προσπαθήσει να πετύχει, κατά κάποιο τρόπο, με την θεωρία των ιδεών-αριθμών και η οποία θα ολοκληρωθεί, όπως είναι γνωστό, από τον Αριστοτέλη και μόνον. Αυτή η θεωρία επιτρέπει να μιλήσουμε περί μετοχής, όπως κάνει ο Πλάτων στην δεύτερη και στην τρίτη υπόθεση σχετικώς με το ένα και τα πολλά, χωρίς να διατρέξουμε τις δυσκολίες που φανέρωσε ο Παρμενίδης σχετικώς με την μετοχή ανάμεσα στις ιδέες και τα πράγματα.

Διότι, αφού αποκλείσουμε τον χωρισμό, και η μετοχή αποκτά την ακριβή της σημασία της κατηγορηματικής σχέσεως. Και η μετοχή, δηλαδή είναι αντιφατική όταν τοποθετείται ανάμεσα σε χωριστές οντότητες, ενώ δεν είναι όταν τοποθετείται ανάμεσα σε οντότητες που ενυπάρχουν οι μεν στις δε.

b) To πρόβλημα της στιγμής (εξαίφνης)

Πριν εξετάσουμε την σημασία των τελευταίων τεσσάρων υποθέσεων, είναι αναγκαία μια αναφορά σε εκείνη που πολλοί ερμηνευτές θεωρούν μια υπόθεση καθ’ εαυτή, και άλλοι ένα συμπλήρωμα στην δεύτερη υπόθεση, δηλαδή η συζήτηση της στιγμής. Βρίσκεται αμέσως μετά την δεύτερη υπόθεση και κατά την γνώμη μας, αποτελεί ένα της συμπλήρωμα, διότι εξετάζει μια επιπλέον συνέπεια που προέρχεται από το ένα «που είναι ένα και πολλά και δεν είναι ούτε ένα ούτε πολλά» (155e), δηλαδή ακριβώς στο ένα με την σχετική σημασία. Αυτό το ένα, όπως ελέχθη στην δεύτερη υπόθεση, υπάρχει και στον χρόνο, δηλαδή αλλάζει, γίνεται, και γι’ αυτό σε μερικές στιγμές είναι και σε μερικές στιγμές δεν είναι. Προκειμένου αυτό να είναι δυνατόν, δηλαδή προκειμένου να είναι δυνατό το γίγνεσθαι, είναι αναγκαίο οι στιγμές, δηλαδή ο χρόνος, στον οποίο το ένα είναι, να είναι διαφορετικές από τις στιγμές, δηλαδή από τον χρόνο, που το ένα δεν είναι!

Αυτή η ξεκάθαρη προαγγελία αυτής που θα είναι μία από τις συνθήκες που δείχνονται από τον Αριστοτέλη για να αποφευχθεί η αντίφαση, δηλαδή η μη-συγχρονότης του Είναι, δείχνει πως ο Πλάτων, πραγματευόμενος το Είναι στην σχετική σημασία, ενδιαφέρεται να δείξει την έλλειψη αντιφάσεως. Αυτή η ίδια ανησυχία, η μέριμνα, αποκαλύπτεται αμέσως μετά, όταν δηλώνει πως το Ένα στο γίγνεσθαι, γεννιέται και πεθαίνει, αλλά γέννηση και θάνατος δεν πρέπει να ληφθούν απολύτως υπόψη, δηλαδή σαν μια εμφάνιση από το μηδέν και μια επιστροφή στο μηδέν, αλλά όταν το Ένα έρχεται να είναι Ένα, πεθαίνει σαν πολλαπλότης και όταν γίνεται πλήθος, πεθαίνει σαν Ένα (156b). Η γέννηση και ο θάνατος δηλαδή δεν είναι ποτέ ένα πέρασμα από το καθαρό τίποτα, το καθαρό Μηδέν στο καθαρό Είναι ή από το Είναι στο μηδέν, πράγμα που θα ήταν αντιφατικό, διότι θα υπονοούσε μια ισότητα ανάμεσα στο Είναι και στο μηδέν, αλλά είναι πάντοτε ένα πέρασμα από έναν συγκεκριμένο τρόπο του Είναι σε ένα άλλο τρόπο του Είναι, καθορισμένο με την αντίθετη σημασία.

Παρ’ όλα αυτά το γίγνεσθαι θέτει ένα πρόβλημα. Αυτό, όπως είδαμε, είναι πέρασμα από μια κατάσταση σε μια άλλη και αυτό που γίγνεται βρίσκεται στο ένα ή στο άλλο επίπεδο σε διαφορετικούς χρόνους. Σε ποιον χρόνο όμως συμβαίνει το πέρασμα; Δεν συμβαίνει στον χρόνο στον οποίο αυτό που γίγνεται βρίσκεται στο πρώτο επίπεδο, διότι σε αυτόν τον χρόνο το πέρασμα πρέπει ακόμη να συμβεί, ούτε σε κείνον στον οποίο αυτό που γίγνεται βρίσκεται στο δεύτερο επίπεδο, διότι σε αυτόν τον δεύτερο χρόνο το πέρασμα έχει ήδη γίνει. Εκτός αυτού ανάμεσα στους δύο χρόνους δεν υπάρχει κανένα διάλειμμα, δηλαδή δεν υπάρχει ένας χρόνος στον οποίο αυτό που γίγνεται δεν υπάρχει ούτε στο πρώτο ούτε στο δεύτερο επίπεδο. Επομένως, συμπεραίνει ο Πλάτων, πρέπει να δεχθούμε μια στιγμή που δεν είναι σε κανένα χρόνο, δηλαδή κάτι περίεργο (άτοπον), το οποίο ονομάζεται «ακαριαίο», «άμεσο» (εξαίφνης) 156c-d.

Αυτός ο λόγος ερμηνεύθηκε ποικιλοτρόπως: σύμφωνα με μερικούς μελετητές το εξαίφνης είναι παράλογο, μια αντίφαση και επομένως η ανάγκη να το δεχθούμε για να εξηγήσουμε το γίγνεσθαι δείχνει τον αντιφατικό χαρακτήρα αυτού του ίδιου του γίγνεσθαι και του Ενός που γίγνεται, επιβεβαιώνοντας την αντιφατικότητα των συμπερασμάτων που καταλήγει η δεύτερη υπόθεση. Νομίζουμε όμως πως η αντίφαση δεν υφίσταται: πρώτα απ’ όλα, ο Πλάτων δέχεται και αλλού το εξαίφνης, χωρίς να το θεωρεί αντιφατικό (Γράμμα VII, 3Μ1 cd, όπου το εξαίφνης είναι η στιγμή κατά την οποία, μετά πολλές συζητήσεις και κοινή ζωή, γεννιέται στην ψυχή η υπέρτατη επιστήμη).
Επιπλέον στο πρόβλημα που ενσκήπτει, σαν στιγμή που δεν ανήκει σε κανένα χρόνο, μπορούν να δοθούν διάφορες λύσεις, ικανές να εξαφανίσουν κάθε μορφή αντιφάσεως. Για παράδειγμα μια λύση θα μπορούσε να είναι πως ο χρόνος δεν είναι μια ποσότης διακεκριμένη, η οποία μπορεί να χωριστεί σε μέρη ξεχωριστά το ένα από το άλλο, αλλά μια συνεχής ποσότης και έτσι ο λόγος πάνω στο εξαίφνης αποκτά την σημασία μιας ανασκευής, πραγματοποιημένης από τον Πλάτωνα, των διάσημων επιχειρημάτων του Ζήνωνος εναντίον του γίγνεσθαι. Ή επίσης, η λύση θα μπορούσε να είναι πως το γίγνεσθαι εμπλέκει αναγκαίως κάτι που δεν γίγνεται, σε σχέση με το οποίο αυτό χαρακτηρίζεται σαν χρόνος: π.χ. ο αμετάβλητος κόσμος των ιδεών, ή γενικώς, μια αμετάβλητη αρχή της υπάρξεως. Τέλος η λύση του προβλήματος του εξαίφνης μπορεί να είναι πως ο χρόνος, καθότι απαραίτητη συνθήκη για την αναπαράσταση του γίγνεσθαι, προϋποθέτει αναγκαίως ένα υποκείμενο αυτής της αναπαραστάσεως, δηλαδή την ψυχή, την συνείδηση, η οποία με κάποιο τρόπο είναι έξω από τον χρόνο. Δεν είναι σημαντικό τώρα να ορίσουμε ποια είναι η λύση την οποία σκέπτεται ο Πλάτων, μάλιστα είναι πιθανόν να μην σκέπτεται καμμία λύση: το σημαντικό είναι να κατανοήσουμε πως δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μία αντίφαση, δηλαδή μπρος σε κάτι που είναι αδύνατον, και επομένως ανύπαρκτο, και πως η ύπαρξίς του αποτελεί ένα πρόβλημα, δηλαδή είναι αιτία θαυμασμού, ακριβώς όπως το Ένα που είναι πολλά και τα πολλά που είναι Ένα.


Αμέθυστος 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου