Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Η λογική δομή του "Παρμενίδη" του Πλάτωνος (9)

Συνέχεια από Πέμπτη, 26 Ιουλίου 2012

Enrico Berti
Το νόημα του "Παρμενίδη" (Συμπεράσματα)

Σε αυτό το συμπέρασμα δεν είναι εμπόδιο ούτε το τελικό χωρίο του διαλόγου, που λέει: «Είτε το Ένα είναι, είτε δεν είναι, αυτό και τα άλλα, σε σχέση με τον εαυτό τους και σε σχέση μεταξύ τους, αμοιβαία, είναι και δεν είναι, και φαίνονται και δεν φαίνονται σαν όλον με όλους τους τρόπους»(Παρμ. 166c).

Εάν αυτό το χωρίο ερμηνευθεί μέσα στο φως των συμπερασμάτων καθεμιάς υποθέσεως, αυτό δεν σημαίνει πως σε καθεμιά από αυτές το Ένα και τα άλλα είναι τα πάντα, μπορούν δηλαδή να έχουν όλα τα δυνατά κατηγορήματα, και δεν είναι τα πάντα, δηλαδή δεν μπορούν να έχουν κανένα, αλλά πως σε μερικές υποθέσεις το Ένα και τα πολλά είναι τα πάντα, ενώ σε μερικές άλλες δεν είναι. Πιο συγκεκριμένα το Ένα είναι τα πάντα στην δεύτερη και στην πέμπτη, τα άλλα είναι τα πάντα στην τρίτη και θα μπορούσαμε να πούμε στην έβδομη, αλλά σχετικώς με αυτή πρέπει να πούμε, πως λόγω της ασυνέπειας που σημειώσαμε πιο πάνω, φαίνονται τα πάντα. Από το άλλο μέρος το Ένα δεν είναι τίποτα στην πρώτη και στην έκτη, τα άλλα δεν είναι τίποτα στην τέταρτη και στην όγδοη, για την ακρίβεια, οφειλόμενη στην αλλαγή που εισήχθη στην έβδομη, πως στην όγδοη αυτά όχι μόνο δεν είναι τίποτα, αλλά και δεν φαίνονται τίποτα.

Είναι φανερό πάντως πως το σύνθετο όλων των οκτώ υποθέσεων είναι αντιφατικό, όχι όμως με την έννοια πως καθεμιά από αυτές είναι αντιφατική, αλλά με την έννοια πως υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στην πρώτη (στην οποία το Ένα δεν είναι τίποτα) και την δεύτερη (στην οποία το Ένα είναι το όλον), ανάμεσα στην τρίτη (στην οποία τα άλλα είναι το όλον) και την τέταρτη (στην οποία τα άλλα δεν είναι τίποτα), ανάμεσα στην πέμπτη (στην οποία το Ένα είναι το όλον) και στην έκτη (στην οποία το Ένα δεν είναι τίποτα) και τέλος ανάμεσα στην έβδομη (στην οποία τα άλλα φαίνονται τα πάντα) και την όγδοη (στην οποία τα άλλα δεν φαίνονται τίποτα).

Τώρα λοιπόν, επειδή δύο αντιφατικές υποθέσεις η μία έναντι της άλλης, δεν μπορούν να είναι και οι δύο αληθινές, μία από τις δύο θα είναι αληθινή και η άλλη ψευδής (ψεύτικη). Εκείνες που ολοκληρώνονται με την διαβεβαίωση πως το Ένα και τα άλλα δεν είναι τίποτα, δηλαδή η πρώτη, η τέταρτη, η έκτη και η όγδοη, όπως είδαμε, δεν είναι μόνο σε αντίφαση με εκείνες που συμπεραίνουν βεβαιώνοντας πως το Ένα και τα πολλά είναι το παν, αλλά βρίσκονται σε αντίφαση και με τον εαυτό τους, και γι' αυτό πρέπει να θεωρηθούν ανασκευασμένες, δηλαδή ψευδείς. Επομένως εκείνες που τους είναι αντίθετες, δηλαδή εκείνες που συμπεραίνουν βεβαιώνοντας πως το Ένα και τα άλλα, δεν είναι το όλον (το παν), δηλαδή η δεύτερη, η τρίτη, η πέμπτη και η έβδομη, θα πρέπει να είναι αληθινές, και η αλήθεια τους προκύπτει ακριβώς από την αναίρεση των πρώτων.

Αυτή ακριβώς είναι και η διαλεκτική απόδειξη, η οποία αποδεικνύει την αλήθεια μιας υποθέσεως μέσω της αναιρέσεως, δηλαδή της μειώσεως σε εσωτερική αντίφαση, της αντίθετης υποθέσεως. Μια τέτοια διαλεκτική απόδειξη, αφαιρεί, θα μπορούσαμε να πούμε, όλες τις υποθέσεις, όχι με την έννοια πως τις καταστρέφει όλες με τον ίδιο τρόπο, αλλά με την έννοια πως αποδεικνύει το ψεύδος, την αντίφαση, μερικών, και με αυτό τις καταστρέφει ολοκληρωτικώς και κατά συνέπεια φανερώνει την αλήθεια, δηλαδή το αναντίρρητο, εκείνων που τους εναντιώνονται, αφαιρώντας τους τον χαρακτήρα απλών υποθέσεων, δηλαδή προτάσεων που δεν έχουν ακόμη επαληθευθεί, και μεταμορφώνοντάς τες σε αλήθεια (αυτή η ερμηνεία είναι σύμμορφη και με το χρέος του αναιρείν τις υποθέσεις, που αφιέρωσε ο Πλάτων στην διαλεκτική στην Πολιτεία VII, 533c).

Αυτό που διακρίνει λοιπόν τις υποθέσεις τις αληθινές από τις ψευδείς είναι, όπως είδαμε, το νόημα με το οποίο εννοείται το ΈΝΑ: εάν το εννοούμε με απόλυτη σημασία, δηλαδή σαν το Ένα που είναι μόνο Ένα, δηλαδή σαν το ΑΠΟΛΥΤΟ, το όλον, είμαστε στο ψεύδος. Εάν όμως το κατανοούμε με σχετική σημασία, δηλαδή σαν όρο ενός συλλογισμού, σαν το Ένα που είναι επίσης και πολλά, δηλαδή σαν την ενότητα της πολλαπλότητος, σαν την υπερβατική δομή της πραγματικότητος, είμαστε στην αλήθεια. Το τρίτο μέρος του Παρμενίδη λοιπόν είναι η ανακάλυψη του υπερβατικού ΕΝΟΣ, η οποία συνετελέσθη μέσω της αναιρέσεως του απολύτου ΕΙΝΑΙ του Ελεατισμού.

Αυτό το αποτέλεσμα αποτελεί την λύση του προβλήματος της σχέσεως ανάμεσα στις ιδέες και στα πράγματα. Διότι φανερώνει πως αυτή η σχέση δεν μπορεί να είναι του διαχωρισμού, αλλά πρέπει να είναι κατηγορηματική, δηλαδή στοχαστική, δηλαδή διακρίσεως και ενυπάρξεως ενός όρου μέσα στον άλλον. Με τον ίδιο τρόπο η θεωρία των ιδεών, η οποία εισήχθη στο τέλος του πρώτου μέρους, έλυνε το πρόβλημα της ενότητος και της πολλαπλότητος του εμπειρικού κόσμου, εισάγοντας την κατηγορηματική σχέση, δηλαδή την διάκριση ανάμεσα σε υποκείμενο και κατηγορούμενο. Ένα άλλο πρόβλημα όμως, παρ' όλα αυτά, παραμένει ανοιχτό, εκείνο δηλαδή της εξηγήσεως της δυνατότητος της πραγματικότητος, λαμβανόμενης στην υπερβατική της δομή, είναι μία και ταυτοχρόνως πολλαπλή!

Πρόκειται, όπως σημειώσαμε και πιο πάνω, για ένα πρόβλημα, όχι για μιαν αντίφαση, δηλαδή δεν πρόκειται για κάτι που ξυπνά τον θαυμασμό (θαυμαστόν) και γι' αυτό απαιτεί μια εξήγηση. Μια τέτοια εξήγηση μπορεί να ληφθεί με δύο τρόπους: ή αποδεικνύοντας πως το Ένα απαιτεί αναγκαίως τα πολλά, ή αποδεικνύοντας το αντίθετο δηλαδή πως τα πολλά απαιτούν αναγκαίως το Ένα. Η πρώτη λύση θα είναι εκείνη που υιοθετήθηκε από τον Πλάτωνα, στον ίδιο τον Παρμενίδη και την οποία ακολούθησε στην συνέχεια και ο νεοπλατωνισμός, δηλαδή της θεωρίας της γεννήσεως των αριθμών από το Ένα, η δεύτερη θα υιοθετηθεί από τον Αριστοτέλη, δηλαδή η απόδειξη πως ο κόσμος της εμπειρίας απαιτεί αναγκαίως μια υπερβατική αρχή.

Η γένεση των ιδεών-αριθμών

Στη διαπραγμάτευση της δευτέρας υποθέσεως, όπου, όπως είδαμε, ο Πλάτων εκθέτει την θετική του εννοιολόγηση του Ενός στην σχέση του με τα πολλά, περιέχεται μια σημαντική σελίδα πάνω στον τρόπο με τον οποίο από το Ένα γεννιούνται τα πολλά, στην οποία δεν μπορούν να μην αναγνωριστούν τα ίχνη από τα άγραφα δόγματα που διδασκόταν προφορικά στα μέλη της Ακαδημίας.

Το Ένα που είναι, δηλαδή μετέχει του Είναι, δηλώνει ο Πλάτων, εάν θεωρηθεί στην σκέψη μας μόνον καθ' εαυτό, για τον εαυτό του, δηλαδή χωρίς αυτό στο οποίο μετέχει, μας φαίνεται μόνον Ένα. Αλλά εάν υπολογιστεί επειδή, καθότι είναι, δηλαδή καθότι μετέχει του Είναι, αμέσως χωρίζεται στα δύο, από το ένα μέρος δηλαδή είναι Ένα και από το άλλο είναι ΕΙΝΑΙ, καθώς το να είναι ΕΝΑ και το να είναι ΔΥΟ είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Και εάν το Ένα και το ΕΙΝΑΙ  είναι διαφορετικά ανάμεσά τους, είναι καθότι μετέχουν και τα δυο του διαφορετικού, το οποίο φτάνει να γίνει μια τρίτη πραγματικότης δίπλα στο ΕΝΑ και στο ΕΙΝΑΙ. Όπως από το Ένα είχε γεννηθεί το δύο, από το δύο τώρα γεννιέται το τρία. Αλλά, συνεχίζει ο Πλάτων, εάν υπάρχει το δύο, θα υπάρχει και το δύο φορές και εάν υπάρχει το τρία, θα υπάρχει και το τρεις φορές: θα έχουμε έτσι το δύο φορές το δύο, δηλαδή το τέσσερα, το δύο φορές το τρία, δηλαδή το έξι, το τρεις φορές το δύο, δηλαδή ξανά το έξι, το τρεις φορές το τρία, δηλαδή το εννέα. Με αυτόν το τρόπο γεννιούνται όλοι οι αριθμοί, μάλιστα δε «δεν θα μείνει κανένας αριθμός που δεν θα είναι αναγκαίος να υπάρχει». Εάν λοιπόν -καταλήγει ο Πλάτων- το Ένα είναι, είναι ανάγκη να υπάρχει και ο αριθμός, δηλαδή από το Ένα γεννιούνται αναγκαίως οι αριθμοί (Παρμ. 143α - 144α)!

Ο Αριστοτέλης και τα άλλα μέλη της Ακαδημίας (ο Ερμόδωρος, ο Θεόφραστος), μαρτυρούν πως ο Πλάτων, στην προφορική του διδασκαλία είχε μειώσει τις ιδέες, οι οποίες ήταν με την σειρά τους οι αρχές των αισθητών πραγμάτων, σε αριθμούς, και είχε κάνει την καταγωγή των αριθμών από δύο αντίθετες αρχές, την πρώτη πανανθρωπίνως ονομασμένη σαν το ΕΝΑ, και την δεύτερη ονομαζόμενη τώρα αόριστη δυάδα, τώρα σαν μεγάλο και μικρό και τώρα σαν άπειρη πολλαπλότητα. Αυτή η καταγωγή η γένεση, θα είχε συμβεί, πάντοτε κατά τις πιο πάνω μαρτυρίες, μέσω της μετοχής της δυάδος στο Ένα, μετοχή η οποία εμπλέκει φανερά την διαίρεση, την διχοτόμηση του ΕΝΟΣ. Οι αναλογίες ανάμεσα σε αυτή την θεωρία και την γένεση των αριθμών στην δεύτερη υπόθεση του Παρμενίδη, είναι φανερές. Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε πως, την στιγμή που έγραφε τον διάλογο ο Πλάτων κατείχε ήδη μια θετική θεωρία ικανή να εξηγήσει την σχέση ανάμεσα στο Ένα και στα πολλά, μέσω της μειώσεως ολοκλήρου της πραγματικότητος σε αριθμούς και την απαγωγή των αριθμών από το Ένα.

Το ότι δεν πρόκειται για κάτι περιθωριακό σε σχέση με την συζήτηση γύρω από τον τρόπο που πρέπει να εννοήσουμε το Ένα, αποδεικνύεται από την ύπαρξη αυτής της ίδιας θεωρίας σε όλες τις οκτώ υποθέσεις, με αρνητικές διατυπώσεις στις υποθέσεις που κατέληγαν σε απαράδεκτες συνέπειες. Για παράδειγμα, στην τρίτη υπόθεση ξαναβρίσκουμε την ίδια θεωρία, εκτεθειμένη αυτή τη φορά όχι πλέον από την άποψη του Ενός, αλλά από την άποψη των πολλών, δεδομένου ότι αυτή η υπόθεση εξετάζει ακριβώς τι πράγμα προέρχεται, καταλήγει, συνεπάγεται για τα πολλά η κατάφαση του ΕΝΟΣ. Εάν υπολογίσουμε τα πολλά, λέει ο Πλάτων, καθεαυτά, θα είναι άπειρη πολλαπλότης, αλλά μόλις αποκτήσουν μετοχή στο Ένα, θα παραλάβουν στον εαυτό τους ένα όριο (πέρας) δηλαδή θα γίνουν πολλαπλότης πεπερασμένη, δηλαδή αριθμοί (Παρμ. 158 cd).


Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου