Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Cornelia de Vogel: ΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ (12)

 Συνεχίζεται από Παρασκευή, 8 Ιουνίου 2012

VI. Η θετική επιρροή τής φιλοσοφίας στή χριστιανική σκέψη καί τής χριστιανικής πίστης στόν Πλατωνισμό.

Cornelia De Vogel

2. «απο-Ελληνικοποίηση;»
Υπάρχει σήμερα ένα αίτημα αποελληνικοποίησης και ο Ricken έδωσε την απάντησι του. Απέδειξε πώς στην θεολογική σκέψη, ανάμεσα στους άλλους, του Αθανάσιου, πραγματοποίηθηκε επαρκώς μία αποελληνικοποίηση της Πλατωνικής Μεταφυσικής. Εμείς όμως μπορούμε να μείνουμε χωρίς εκείνη την μορφή της Ελληνικής φιλοσοφίας;; Δέν είναι μήπως απαραίτητη, αυτή η μεταφυσική, για να εκφράσουμε την συνεπή υπερβατικότητα του Θεού έναντι όλων των δημιουργημένων πραγμάτων και ταυτοχρόνως την αξεπέραστη γειτνίαση του στον άνθρωπο;; Μήπως κατέχουμε κάποια καλύτερη μορφή σκέψης ή τουλάχιστον ίση μ’αυτή; Όχι δέν κατέχουμε. Εάν είχαμε εκφράσει την σχέση ανάμεσα στον Θεό και στον Χριστό με όρους καθαρά λειτουργικούς θα είχαμε χάσει αυτό που ο Αθανάσιος στην διαμάχη του με τον αρειανισμό, κατέκτησε για την Εκκλησία!
Αυτή είναι η κρίση ενός ανθρώπου που έχει συνειδητοποιήσει ότι η πίστη στον Θεό έχει μερικές οντολογικές διασυνδέσεις και γνωρίζει πώς αυτό το γεγονός έχει ορισμένες θεολογικές συνέπειες οι οποίες συνδέονται με την φιλοσοφία.
Παρ’όλα αυτά ο Dorrie, ο οποίος επέστρεψε στο θέμα αφού είχε ανοίξει μία μεγάλη συζήτηση γύρω απο αυτό, δέν εγκαταλείπει την θέση του:
1 ) Ο πλατωνισμός είναι μία συστηματική ενότης σκέψεως που είναι απολύτως ασυμβίβαστη με τον Χριστιανισμό.
2 ) Γι’αυτό και δέν μπορούσε να προσφέρει τίποτε στην Χριστιανική πίστη.
3 ) Και προφανώς δέν προσέφερε, διότι διαφορετικά αυτό θα αναφερόταν κάπου στα κείμενα της ιστορίας του δόγματος της Εκκλησίας ενώ δέν είναι έτσι.
Και στην συνέχεια προσθέτει: είναι λάθος να ισχυριζόμαστε πώς οι λεγόμενοι Πλατωνίζοντες θεολόγοι των πρώτων αιώνων θα μπορούσαν να είχαν την πρόθεση να ψάξουν στον Πλατωνισμό κάποια βοήθεια για να λύσουν τα προβλήματα της πίστεως των.
Σ’αυτό το σημείο ο Dorrie έχει δίκαιο. Αυτό σημαίνει όμως, πώς το θέμα δέν θα’πρεπε να είχε τεθεί μ’ αυτούς τους όρους. Οι Θεολόγοι του τετάρτου ή πέμπτου αιώνος δέν κύτταζαν στον Πλατωνισμό για να βρούν βοήθεια στην λύση των προβλημάτων τους. Παρ’όλα αυτά απο την στιγμή που η πλατωνική οντολογία ήταν στη βάση της σκέψης τους και είχε συγχωνευθεί στις αντιλήψεις τους στον Θεό και στον Θείο Λόγο, εκφράστηκαν με τους όρους που τους ήταν οικείοι. Αυτό όμως δέν ήταν κάτι εξωτερικό ή τυχαίο. Δέν εμπρόκειτο για μία μέθοδο ή για μία στρατηγική που σκοπό είχε να φτάσει τους ευρύτερους κύκλους αναγνωστών, όπως υποθέτει ο Dorrie. Έχει δίκαιο όταν ορίζει σαν αναχρονισμό την εικόνα των θεολόγων του πρώτου Χριστιανισμού σαν πρόσωπα που προσπαθούσαν να φτάσουν σε μία καθαρότητα στα προβλήματα της πίστεως τους, συμβουλευόμενοι τους Πλατωνικούς φιλοσόφους. Αυτό όμως είναι αυτό που κάνουν οι μοντέρνοι θεολόγοι, αλλά δέν αφορά την στάση των αρχαίων. Δέν είχαν μία τέτοια διανοητική στάση, αλλά επιθυμούσαν απλώς να διδάξουν, να πείσουν, να μεταστρέψουν.
Ισχυριζόμενος όμως κάτι τέτοιο ο Dorrie, βάζει σε πράξη έναν άλλον αναχρονισμό, καθώς αποδίδει συνεχώς στους αρχαίους συγγραφείς, απο τον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα μέχρι τους Χριστιανούς Θεολόγους του Τετάρτου αιώνος, μία διανοητική στάση που θα μπορούσε να είναι η στάση ενός Λουθηρανού ή ενός οπαδού του Μπαρτ, ο οποίος αρνείται πώς η «Αθήνα και η Ιερουσαλήμ» μπορούν να έχουν κάτι κοινο. Η «πίστη» είναι απο την φύση της ολοκληρωτικώς διαφορετική απο την φιλοσοφία. Γι’αυτό και ο Dorrie  ισχυρίζεται πώς αυτοί οι συγγραφείς πραγματοποίησαν κάτι απλώς εξωτερικώς, χρησιμοποιώντας τις λέξεις και τις εικόνες που ήταν οικείες στους αναγνώστες τους με τον σκοπό να τους κατακτήσουν σε εκείνη την θρησκευτική πίστη που στην πραγματικότητα ανήκει σε μία άλλη τάξη. Και γι’αυτό ο Φίλων, μιλούσε στους Ελληνοποιημένους Εβραίους της εποχής του στην φιλοσοφική γλώσσα, όχι για να εμβαθύνουν την φιλοσοφικό-θρησκευτική τους κατανόηση, αλλά για να πάψουν κατά κάποιο τρόπο να «φιλοσοφούν» και να επιστρέψουν στον «Μωυσή». Και με ανάλογο τρόπο, οι θεολόγοι και οι Χριστιανοί συγγραφείς των πρώτων αιώνων χρησιμοποιούσαν την γλώσσα του Πλατωνισμού όχι για να αυξήσουν την φιλοσοφική κατανόηση των αναγνωστών τους, χρησιμοποιούσαν αυτό το λεξιλόγιο απλώς σαν ένα επαρκές μέσον για να μεταστρέψουν τους Πλατωνίζοντες διανοουμένους εκείνων των χρόνων στην πίστη του Ιησού Χριστού, ο οποίος ήταν, στην πραγματικότητα, «κάτι ολοκληρωτικώς όχι ελληνικό».
Η νοοτροπία αυτών των συγγραφέων ήταν στην πραγματικότητα πολύ διαφορετική. Ούτε για τον Φίλωνα, ούτε για τους Θεολόγους του πρώτου Χριστιανισμού, η φιλοσοφία ήταν μία μορφή σκέψης καθαρά εξωτερικής, ένα δίκτυο ιδεών κατάλληλο να μεταστρέψει μία συγκεκριμένη τάξη μορφωμένων ανθρώπων, ένα αποτελεσματικό μέσο που μπορούσε να εγκαταλειφθή μετά την ολοκλήρωση της λειτουργίας του. Αυτή είναι η θέση του Dorrie, αλλά δέν είναι καθόλου η στάση που είχαν οι αρχαίοι απέναντι στην φιλοσοφία.
Ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς έτρεφε μεγάλη αγάπη γι’αυτή. Και το ίδιο βεβαίως ισχύει και για τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα. Και ότι είχε κάνει ο Φίλων με τον Μωϋσή, έτσι και ο Κλήμης πίστευε σε μία βαθειά διείσδυση των μυστηρίων της Χριστιανικώς πίστεως μέσω της κατανοήσεως και του φιλοσοφικού στοχασμού. Άλλοι βεβαίως τηρούσαν τις αποστάσεις και πολύ συχνά ο Πλάτων δέχθηκε άδικες επιθέσεις και κριτικές γύρω απο μερικές λεπτομέρειες λόγω έλλειψης κατανοήσεως. Πρέπει όμως να ομολογήσουμε πώς απο τον δεύτερο αιώνα κι έπειτα, η Πλατωνική μεταφυσική του τελείου είναι και του υπερβατικού, απο το οποίο εξαρτώνται όλα τα ορατά πράγματα, γίνεται ένα ουσιώδες και θεμελιώδες μέρος της Χριστιανικής πίστης. Και αυτό το πράγμα δέν μπορούσε να χαθεί.
Όταν στην διάρκεια της συζητήσεως τους με τον Dorrie, άλλοι μελετητές επικαλέστηκαν το Corpus areopagiticum σαν ένα παράδειγμα χριστιανικού πλατωνισμού που εξάσκησε μία μεγάλη επιρροή πάνω στην Χριστιανική θεολογία και ιδιαιτέρως στον Ακινάτη, αναφερόντουσαν στο γεγονός πώς ο Ακινάτης είχε διαβάσει το «περί θείων ονομάτων» του ψευδο-Διονυσίου, είχε σχολιάσει το Liber de causis αναγνωρίζοντας την καταγωγή του απο τον Πρόκλο, στην μετάφραση της εποχής του, η οποία έγινε απο τον Moerbeke (1268), μία μελέτη μάλιστα τόσο σημαντική που βρίσκουμε ίχνη της καθαρώς ορατά στο Δόγμα του Θεού, όπως εκφράζεται στο πρώτο βιβλίο του «Κατά των Ελλήνων» γραπτού, απο το κεφάλαιο 65 και στην συνέχεια του. Σ’αυτές τις αναφορές ο Dorrie απάντησε με μία καθαρή διάκριση ανάμεσα στην Πατριστική περίοδο και τον Μεσαίωνα. Τονίζοντας τα πιό κάτω χαρακτηριστικά!
1 ) Στον 13ο αιώνα ο Πρόκλος κατόρθωσε να προσφέρει μία πραγματική συμμετοχή στην ανάπτυξη μίας φιλοσοφικό-θεολογικής οντολογίας. Ενώ στον τέταρτο αιώνα αντιθέτως, ο Πλωτίνος και ο Πορφύριος δέν άσκησαν καμμία επιρροή, τέτοιου βαθμού τουλάχιστον, στην Χριστιανική σκέψη.
2 ) Στον 13ο αιώνα έλαβε μέρος ένας διάλογος ανάμεσα σε επαγγελματίες μελετητές, κάτι που δέν συνέβη ποτέ στην πατριστική περίοδο.
3 ) Μόνον τώρα εμπλέκεται η λογική του Αριστοτέλη στις συζητήσεις, καταλήγοντας η βάση της σχολαστικής οντολογίας. Μέσω του Πλατωνισμού που προέρχονταν απο τον Πρόκλο, το χριστιανικό δόγμα εμπλουτίζεται. Αλλ’ όμως αυτό ισχύει, εξηγεί ο Dorrie με μία εκπληκτική δήλωση στ’αλήθεια, μόνον για την Λατινική Δύση.
Πρέπει να υπολογίσουμε αυτό το πλαίσιο που σχεδίασε ο Dorrie με μία κάποια καλωσύνη, σαν μία αντίδραση, λίγο πολύ αυτοσχεδιασμού, που βασίζεται σε πληροφορίες μάλλον τυχαίες και μονοφερείς. Ας παραβλέψουμε για μία στιγμή το γεγονός πώς ο κόσμος της Ανατολικής Μεσογείου χαρακτηρίζεται απο μία αδιάκοπη Χριστιανική παράδοση με Πλατωνικά στοιχεία ιδιαιτέρως δυνατά, που εκτείνεται απο τον Ωριγένη και τους Καππαδόκες μέχρι την Θεολογία και την Ορθόδοξη Πνευματικότητα των ημερών μας. Μία παράδοση η οποία ξεκινώντας απο τους Αλεξανδρινούς σχολιαστές του τετάρτου και πέμπτου αιώνος (πρίν τον Πρόκλο), συνδύασε τις μελέτες του Πλάτωνος με μία γερή οικοδομή στην αριστοτελική λογική, η οποία πάει απο την Εισαγωγή του Πορφύριου και απο τις κατηγορίες του μέχρι την τέλεια σχολαστική του Ιωάννη Δαμασκηνού, ο οποίος εισήγαγε το μεγάλο του εγκυκλοπαιδικό έργο με μία πραγματεία στη λογική του Αριστοτέλη.
Ας επιστρέψουμε όμως στην Λατινική Δύση, αλλά όχι απευθείας στον 13ο αιώνα όπως μας συμβουλεύει ο Dorri.e Διότι η Αριστοτελική λογική είχε διδαχθεί πολύ νωρίτερα, και η εφαρμογή της σε θεολογικά προβλήματα είχε γίνει πρώτα απο τον Βοήθιο, λίγες δεκαετίες νωρίτερα απο την εμφάνιση των έργων του ψευδο-Διονυσίου. Μέσω της μεταφράσεως του Βοήθιου, ο Πορφύριος έγινε ο μεγάλος δάσκαλος της λογικής στην Λατινική Δύση. Αυτό το καινούργιο που εμφανίστηκε στον 13ο αιώνα στην Δύση, δέν υπήρξε η λογική του Αριστοτέλη και η χρήση της στην θεολογία, αλλά η μελέτη όλων των μεγάλων έργων της σχολής του, της Φυσικής και της μεταφυσικής, της ηθικής και της ψυχολογίας. Αυτά τα γραπτά που μεταφράστηκαν τότε για πρώτη φορά στα Λατινικά σχολιάστηκαν απο τον Ακινάτη, ο οποίος χρησιμοποίησε τα σχόλια του Αβερρόη,  τα οποία ήταν στα σίγουρα πολύ λιγότερο επηρεασμένα απο τον Πλάτωνα απο τα προηγηθέντα σχόλια του Αβικένα. Παρ’όλα αυτά, δεδομένου του μεγάλου ενδιαφέροντος που καλύπτει το θέμα ας μου επιτραπεί να ακολουθήσω την γραμμή που διέτρεξε η Ευρωπαϊκο-Ελληνική-Ανατολική σκέψη κατά την διάρκεια της ίδιας περιόδου και να κάνω μερικές παρατηρήσεις.
Συνεχίζεται

ΣΧΟΛΙΟ :  Ολόκληρη η Ρωσική θεολογική σχολή, ο υπαρξισμός, ακόμη και η ένωση τών εκκλησιών ανήκουν στήν προσπάθεια απο-Ελληνικοποιήσεως τού ανθρωπίνου πνεύματος καί τήν τοποθέτηση στήν θέση του τού γερμανικού ιδεαλισμού.
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου