ΣΧΕΣΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑΣ
Τα εσχατολογικά προβλήματα και το ίδιο το θέμα της
Εσχατολογίας ανήκουν καθ' ολοκληρίαν στις γερμανικές σχολές της θεολογίας. Στην
εξέλιξή του ο εσχατολογικός προβληματισμός, αποκάλυψε το θεμέλιό του, την
Ιστορία, η οποία ανήκει στα περιεχόμενα, ή είναι το μοναδικό περιεχόμενο της
Λατινικής θεολογίας, του καθολικισμού, και σήμερα πλέον οι δύο αυτές θεολογίες
με την συνεργασία της ορθοδόξου θεολογίας, δια της εκκλησιολογίας της, εκτόπισαν
απολύτως την Βυζαντινή λεγόμενη πίστη, η οποία κατά την γνώμη τους στηρίχθηκε
στην Ελληνική φιλοσοφία, στο μισητό ελληνικό πνεύμα. Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ,
αφού ολοκληρώθηκε και στο πνεύμα της ορθοδοξίας, τελειώνει στις μέρες μας με
την κυριαρχία τους στην πολιτική και με το ιστορικό τέλος κάθε ίχνους γης που
στήριξε την οικοδομή του θαυμαστού ελληνικού πολιτισμού και της ορθοδόξου
πίστεως.
Ας ξεκινήσουμε με την Ιστορία! Η Ελλάδα απέφυγε επιμελώς να
δώσει αξία στον χρόνο και να μεταβάλλει την Ιστορία στον μοναδικό και ιδιαίτερο
τρόπο ύπαρξης του ανθρώπου. Δεν αναγνώρισε καμία αξία στην έννοια της προόδου,
καλυπτόμενη από την έννοια του Γίγνεσθαι. Δεν δέχθηκε ποτέ της να τοποθετήσει
την αληθινή μοίρα του ανθρώπου μέσα στον Ιστορικό κόσμο και να την αφαιρέσει
από την σοφία.
Κάτι που πραγματοποίησε ο Αυγουστίνος. Ο οποίος προσπαθώντας
να απαντήσει στις αντιρρήσεις των εχθρών του συνειδητοποίησε εντελώς ιστορικά
τον εαυτό του, βάζοντας για πάντα το Εγώ, στην θέση του Νου. Ρωτούσε ο
Μαρκελλίνος λοιπόν, τον Αυγουστίνο!
«Γιατί θα έπρεπε να βελτιωθεί ο Νόμος τον οποίο έδωσε ο Θεός
στον Μωυσή; Μια αποκάλυψη η οποία έχει ανάγκη βελτιώσεως σημαίνει ότι ήταν
ατελής και ότι μπορεί να παραμένει τέτοια. Γιατί, ρωτούσαν ο Κέλσος και ο
Πορφύριος, ο θεός άφησε να περάσει ένα τέτοιο χρονικό διάστημα πριν θελήσει να
λυτρώσει τους ανθρώπους;»
Για να απαντήσει ο Αυγουστίνος θεώρησε το ανθρώπινο γένος
σαν ένα μοναδικό άτομο, το οποίο στις διάφορες ηλικίες του βίου,
διαπαιδαγωγείται από τον θεό, προοδεύοντας στην γνώση «κατά βαθμούς τελειότητας»
στο μέτρο που διανύει τα στάδια της ίδιας του της ανάπτυξης.
Η ιστορία λοιπόν γίνεται αντιληπτή ως μια προοδευτική
αποκάλυψη όπου το αποτέλεσμα μιας εποχής τοποθετείται ως η πρωταρχική κινητήρια
δύναμη ή η πρώτη αληθινή αρχή της συνέχειας.
Αυτή η καινούρια εμπειρία της ιστορικότητος της ύπαρξης
αναδείκνυε μια αντίληψη του χρόνου ως παιδαγωγικής ωρίμανσης, οπού οι
πνευματικές εμπειρίες του παρελθόντος εμφανίζονται σαν ανολοκλήρωτες, ανώριμες
μορφές, υποκείμενες σε έναν μελλοντικό προορισμό που τις ξεπερνά.
Έτσι η απάντηση στον Πορφύριο και τον Κέλσο, ήταν πως η
ενσάρκωση καθυστέρησε επειδή ο άνθρωπος έπρεπε να αποκτήσει μια πολυσύνθετη
εμπειρία ώστε να αισθανθεί την ανάγκη ενός Σωτήρα. Διότι ο άνθρωπος έπρεπε να
θητεύσει μέσα στον χρόνο την θεία μαθητεία, που θα τον έκανε μια μέρα ικανό να
δεχθεί το θείο. Και ο Αυγουστίνος θα απαντήσει στον Μαρκελλίνο ότι η
αποκαλυφθείσα θρησκεία δεν είναι μια ολοκληρωμένη αλήθεια, δεδομένη στον αιώνα,
αλλά προϋποθέτει μια Ιστορία, μια σειρά διαβαθμίσεων όπου το κάθε επίπεδο
αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση του επομένου.
Ο Χέγκελ ολοκλήρωσε αυτή την ιδέα: στο σύστημά του η
Χριστιανική πίστη εμφανίζεται σαν μια ακόμη ατελής έκφραση της τελικής Αλήθειας
- μια στιγμή της παιδαγωγικής προόδου προς την φιλοσοφία, ένα στάδιο, που προετοιμάζει
τα πνεύματα για να δεχθούν στην εποχή του την απόλυτη Γνώση, την απόλυτη γνώση
του (του Χέγκελ).
Η υπέρβαση αυτή της χριστιανικής θρησκείας προϋποθέτει την
ιδέα του «πληρώματος του χρόνου». Μια ιδέα που συμφιλιώνει την ιστορική
συνείδηση με την βεβαιότητα ότι κατέχει μια απόλυτη και άχρονη αλήθεια.
Από το πλήρωμα του χρόνου λοιπόν ξεκινά ο αγώνας της
εσχατολογίας. Η βιβλική θεολογία εστράφη προς τα εσχατολογικά θέματα και
ανανέωσε κυριολεκτικά την θεολογία, διότι καμία πλέον διδασκαλία της βιβλικής
θεολογίας (χριστολογία, σωτηριολογία, λατρεία, ηθική, ο ευαγγελισμός του κόσμου
δια της ιεραποστολής) δεν μπορεί να θεωρηθεί χωρίς την αναφορά της στην
εσχατολογία. ΜΙΑ ΤΙΤΑΝΕΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑΝ ΑΚΟΜΗ ΔΙΑ ΤΩΝ ΓΡΑΦΩΝ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ
ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ.
Αυτός ο απίστευτος Γερμανικός εσχατολογικός διάλογος
κατέληξε στον σημερινό διάλογο των Εκκλησιών και στην ένωσή τους, με την άμεση
και αποφασιστική συμβολή της ορθοδόξου θεολογίας. Δια της ορθοδόξου εκκλησιολογίας,
η οποία από τα χέρια των Ρώσων, τελειοποιηθείσα δια του Ζηζιούλα, καθιστά
δυνατή την ένωση όλων των δογμάτων στην Εκκλησιαστική εσχατολογία.
Ο Φλωρόφσκι μάλιστα επινόησε την εγκαινιασθείσα εσχατολογία,
η οποία ολοκληρώνει την πραγματοποιηθείσα εσχατολογία, στο γεγονός της
πεντηκοστής (C. H. Dodd).
Έτσι το έργο του θεού θα πληρωθεί αποκλειστικώς στο μέλλον.
Μάλιστα δε ακόμη και ο ίδιος ο Ιησούς περίμενε την ολοκλήρωση αυτή.
Ακόμη και ο κίνδυνος να καταργηθεί η διάκρισις της Βασιλεία
του Θεού και της Εκκλησίας, αποφεύγεται με έναν ευκίνητο επαναπροσδιορισμό της
Εκκλησίας. Διότι η Εκκλησία, ως γνωστόν, δεν είναι εκ του κόσμου τούτου, αλλά η
ζωή και το έργο της συσχετίζονται και απευθύνονται προς τον κόσμο. Η Εκκλησία
στον κόσμο είναι αυτόνομος, αλλά η ύπαρξίς της και οι λειτουργίες της
συσχετίζονται και αναφέρονται πάντοτε προς τον κόσμο.
Σε αυτή την ιστορική και εσχατολογική Εκκλησία, το προσδοκώμενο
τέλος έχει ήδη έλθει και το σχέδιο του θεού για την σωτηρία του κόσμου έχει ήδη
φτάσει στην πληρότητά του. Η εσχατολογική όμως πράξη του θεού, δεν πρέπει να
θεωρείται ως τελική αλλά ως μια νέα απαρχή (ιστορική). Έτσι η Βασιλεία του θεού
που εγκαινιάσθη στον παρόντα αιώνα, περιμένει την πληρότητά της στο μέλλον. Η
ιστορία της σωτηρίας δεν έκλεισε, βρίσκεται εν εξελίξει, σε πορεία πληρώσεως.
Η Εκκλησία λοιπόν, σαν εσχατολογική κοινότης στον κόσμο,
πρέπει να κατανοείται παράλληλα και με την ιστορική της πραγματικότητα και με
την εσχατολογική της διάσταση και προοπτική.
Η Εκκλησία λοιπόν βρίσκεται σε δυναμική και δημιουργική
κίνηση, διαγράφουσα την σωτηριολογική της πορεία στην Ιστορία, με τον σκοπό να
ενσωματώσει σε αυτή τα πάντα, ακόμη και την δευτέρα παρουσία του Κυρίου και την
ένδοξο παλιγγενεσία.
Και τέλος η Ορθόδοξος Εκκλησία, η Εκκλησιολογία της, δια των
μεταρρυθμίσεων του κ. Ζηζιούλα, προσφέρει τον χώρον, όπου συντελείται το
πλήρωμα του χρόνου, για να ολοκληρωθεί και
εκκλησιαστικώς η απελευθέρωση της θεολογίας από το Ησυχαστικό πνεύμα, για να
ολοκληρωθεί και επαληθευθεί η αντικατάσταση του Νου με τα a priori του
χρόνου και του χώρου, του νέου πατέρα της Εκκλησίας, του σταθερού Κάντ.
Οι ορθόδοξοι θεολόγοι μας σήμερα, αποδεικνύουν την
εσχατολογική αυτή διάσταση της Εκκλησίας, φανερώνοντας καθημερινώς την έσχατη
α-νοησία τους!
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου