Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

ΟΙ ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΓΙΟΥΓΚΙΑΝΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (9)

Συνέχεια από Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Αντανακλάσεις της ψυχής
Marie–Louise von Franz
Ε. Ψυχή και Ύλη
Στα πιο σημαντικά ίσως έργα του, το «Ψυχολογία και Αλχημεία» και το «Mysterium  Coniunctionis» (Μυστήριο της Συνένωσης), ο Jung έδειξε πόσο σπουδαία ήταν τα ψυχικά περιεχόμενα που προβάλλονταν στην ύλη, στις πρώιμες περιόδους της Χημείας και της Φυσικής. Επειδή η ύλη – το υλικό που ο ερευνητής εκείνου του καιρού μελετούσε- ήταν, σε αντίθεση με όλους τους πρακτικούς του σκοπούς, εντελώς άγνωστη σε αυτόν, του ήταν εξαιρετικά εύκολο να προβάλη το ασυνείδητό του στο σκοτάδι της. ⁸³ Αυτό ήταν φυσικά κάτι που συνέβαινε εντελώς αθέλητα. «Για την ακρίβεια, η προβολή δεν δημιουργείται ποτέ· συμβαίνει, βρίσκεται απλώς εκεί. Στο σκοτάδι από ο,τιδήποτε εξωτερικό προς εμένα βρίσκω, χωρίς να την αναγνωρίζω σαν τέτοια, μιαν εσωτερική ή ψυχική ζωή που είναι δική μου». ⁸⁴ Κατά τη διάρκεια της πορείας των πειραμάτων του ο ερευνητής μπορεί να είχε ορισμένες ψυχικές εμπειρίες, που τις ερμήνευσε σαν τη συγκεκριμένη συμπεριφορά της ψυχικής διαδικασίας. «Αφού επρόκειτο για προβολή, φυσικά δεν είχε συνείδηση του γεγονότος ότι η εμπειρία δεν είχε καμμία σχέση με την ύλη καθεαυτή (δηλαδή με την ύλη όπως την γνωρίζουμε σήμερα). Βίωνε την εμπειρία του σαν μιαν ιδιότητα της ύλης· αλλά αυτό που βίωνε στην πραγματικότητα ήταν το ασυνείδητό του». ⁸⁵ Όμως, κάθε τι το ασυνείδητο προβαλόταν, στον βαθμό που ενεργοποιούνταν, στην ύλη· προσέγγιζε δηλαδή τον ερευνητή από τα έξω. Ο αλχημιστής «α ν α κ ε φ α λ α ί ω ν ε» μ’ αυτόν τον τρόπο « τ η ν  ι σ τ ο ρ ί α  τ η ς  α ν θ ρ ώ π ι ν η ς  γ ν ώ σ η ς  γ ι α  τ η   φ ύ σ η». « Όπως γνωρίζουμε, η επιστήμη άρχισε με τα άστρα, και οι άνθρωποι ανακάλυψαν σε αυτά τους παράγοντες που κυριαρχούν πάνω στο ασυνείδητο, τους «θεούς», καθώς και τις περίεργες ψυχολογικές ιδιότητες του ζωδιακού κύκλου: μιαν ολοκληρωμένη θεωρία προβολής για τον ανθρώπινο χαρακτήρα. Η αστρολογία είναι μια αρχέγονη εμπειρία παρόμοια με την αλχημεία. Τέτοιες προβολές επαναλαμβάνονται όποτε ο άνθρωπος προσπαθεί να εξερευνήση το σκοτάδι του κενού, και αθέλητα τού δίνει ζωντανή μορφή». ⁸⁶ Σύμφωνα με τον Jung, η γνώση μπορεί να λεχθή ότι υπάρχει, σε τελευταία ανάλυση, όταν οι αντιδράσεις του ψυχικού συστήματος που συρρέουν μέσα στη συνείδηση (αντιλήψεις που  προκαλούνται από εξωτερικούς παράγοντες ή ενδογενείς ψυχικές ορμές) τακτοποιούνται με τρόπο που αντιστοιχεί στη συμπεριφορά μεταψυχικών δεδομένων (εσωτερικών ή εξωτερικών ¨πραγματικοτήτων»). Όταν μια τάξη που δημιουργείται με αυτόν τον τρόπο δεν αντιστοιχεί πια στον τρόπο που συμπεριφέρονται τα πράγματα, αναγνωρίζεται τότε σαν προβολή, αλλά μέχρι τη στιγμή που συμβαίνει αυτό, μας εμφανίζεται απλώς σαν αληθινή γνώση».
Από τις παλαιότερες εποχές η Αλχημεία είχε πάντα δύο πρόσωπα, «από τη μια μεριά το πρακτικό χημικό έργο στο εργαστήριο, από την άλλη μια ψυχολογική διαδικασία, κατά ένα μέρος συνειδητά ψυχική, και κατά ένα μέρος μια ασυνείδητη προβολή, ιδωμένη στις ποικίλες μεταμορφώσεις της ύλης». ⁸⁷ Πολλοί αλχημιστές μισοϋποψιάσθηκαν κάποια σύνδεση, και επομένως προσπάθησαν, μέσω του διαλογισμού και της καλλιέργειας της εσωτερικής τους ζωής με τη βοήθεια του έργου της φαντασίας, να επηρεάσουν το εξωτερικό χημικό πείραμα, ⁸⁸ επειδή γι’ αυτούς η εικόνα της φαντασίας δεν ήταν κάτι σκιώδες και χωρίς ουσία, αλλά είχε  κ ά τ ι  μ ι σ ο – υ λ ι κ ό, μ ι σ ο – π ν ε υ μ α τ ι κ ό, που συνεπώς μπορούσε να επηρεάση τα συγκεκριμένα υλικά στοιχεία του εξωτερικού κόσμου. «Αλλά», συνεχίζει ο Jung, «ακριβώς εξ αιτίας αυτής της ανάμειξης του υλικού και του ψυχικού, παραμένει πάντα ένα σκοτεινό σημείο το εάν οι τελικές μεταμορφώσεις στην αλχημιστική διαδικασία πρέπει να αναζητηθούν περισσότερο στον υλικό ή περισσότερο στον πνευματικό χώρο. Στην πραγματικότητα, πάντως, το ερώτημα τίθεται λανθασμένα: δεν υπήρχε αυτό το «ή» εκείνη την εποχή, αλλά υπήρχε πράγματι ένας  ε ν δ ι ά μ ε σ ο ς  χ ώ ρ ο ς ανάμεσα στο πνεύμα και την ύλη, δηλαδή ένας ψυχικός χώρος από άυλα σώματα, που χαρακτηριστικό τους είναι να εκδηλώνονται με πνευματική καθώς και με υλική μορφή. Αυτή είναι η μόνη άποψη σύμφωνα με την οποία βγαίνει νόημα από τους αλχημιστικούς τρόπους σκέψης, που αλλοιώς φαίνονται χωρίς σημασία. Προφανώς, η ύπαρξη αυτού του ενδιάμεσου χώρου σταματάει ξαφνικά τη στιγμή που προσπαθούμε να ερευνήσουμε την ύλη καθ’ εαυτή, απαλλαγμένη από κάθε προβολή, και παραμένει μη υπαρκτός όσο πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε κάτι το αναμφισβήτητο σχετικά με την ύλη ή την ψυχή. Αλλά τη στιγμή που η φυσική αγγίζει τις «απάτητες, απροσπέλαστες περιοχές» και όταν η ψυχολογία την ίδια στιγμή αναγκάζεται να παραδεχθή ότι υπάρχουν άλλες μορφές ψυχικής ζωής, πέρα από τα όρια της προσωπικής συνείδησης – με άλλα λόγια, όταν και η ψυχολογία αγγίζη ένα αδιαπέραστο σκοτάδι –, τότε ο ενδιάμεσος χώρος των άυλων σωμάτων έρχεται ξανά στην ζωή, και το υλικό με το ψυχικό συγχωνεύονται και πάλι σε μιαν αδιάλυτη ενότητα. Έχουμε έρθει πολύ κοντά σε αυτό το σημείο σήμερα».⁸⁹
Από την εποχή που ο Jung έγραφε τα παραπάνω μέχρι σήμερα, αυτή η τάση έχει γίνει πολύ περισσότερο ορατή, καθώς οι ερευνητές στις φυσικές επιστήμες, και ιδιαίτερα στην Φυσική, συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο τον βαθμό στον οποίον οι ψυχολογικές συνθήκες, κάτω από τις οποίες ο φυσικός κάνει ένα πείραμα, επηρεάζουν το αποτέλεσμα. ⁹⁰ Αυτό έχει οδηγήσει σε μιαν ανανέωση του ενδιαφέροντος για τη βασική έρευνα σε αυτούς τους τομείς, για εξέταση των μοντέλων σκέψης και της προέλευσής τους, αν και κατά τη γνώμη μου, η έρευνα σχετικά με την ψυχολογική προέλευση των μαθηματικών προτύπων έχει μέχρι στιγμής σε μεγάλο βαθμό παραμεληθή, παρ’ όλο που η έρευνα ακριβώς σε αυτήν την περιοχή θα ήταν εξαιρετικά σημαντική. ⁹¹ Η έρευνα σχετικά με τις προσυνειδητές δημιουργικές διαδικασίες στο ασυνείδητο του ερευνητή έχει επίσης σε μεγάλο ποσοστό παραβλεφθή. Σε αντίθεση με αυτήν την παραμέληση, το ενδιαφέρον για τα παραψυχολογικά φαινόμενα έχει ζωντανέψει σημαντικά (ακόμη και στη Σοβιετική Ένωση)· το αντικείμενο αυτού του ενδιαφέροντος και της έρευνας είναι και πάλι εκείνος ο «ενδιάμεσος χώρος με τα άυλα σώματα», στον οποίον το ψυχολογικό και το υλικό δεν μπορούν πλέον να διαφοροποιηθούν.
Για να εμποδίση μιαν ακόμα αφελή προβολή ψυχικών περιεχομένων σε εξωτερικά φαινόμενα, χωρίς συγχρόνως να αρνηθή την αποτελεσματικότητα και τη σημασία τέτοιων περιεχομένων, ο Jung δημιούργησε την ιδέα του  σ υ λ λ ο γ ι κ ο ύ  α σ υ ν ε ι δ ή τ ο υ, που δίνε τη δυνατότητα σε μιαν εμπειρική ψυχολογία να ερευνήση από πιο κοντά αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο της μοναδικής πραγματικότητας ή  u n u s  m u n d u s (ενιαίου κόσμου). Αυτό το γεγονός καταστρέφει την ψευδαίσθηση των θετικιστών φυσικών επιστημόνων, ότι μπορούμε να αποκτήσουμε απόλυτη γνώση της ύλης, ⁹² και επίσης την ψευδαίσθηση εκείνων των ψυχολόγων που θέλουν να επιμένουν στο ότι η ψυχή δεν αποτελείται από τίποτε περισσότερο από τα περιεχόμενα της υποκειμενικής μας συνείδησης. ⁹³ Γιατί η αντίληψη σχετικά με το συλλογικό ασυνείδητο ορίζει αυτόν τον «ενδιάμεσο χώρο των άυλων σωμάτων», χωρίς φυσικά να ισχυρίζεται ότι λέει ό,τιδήποτε συγκεκριμένο όσον αφορά στην ουσία του. ⁹⁴ Είναι μια απλή υπόθεση. Ο Jung δεν λέει τίποτε για τα περιεχόμενα του συλλογικού ασυνειδήτου, που ανήκουν στην περιοχή της εμπειρίας και μόνο.
4.Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΥ ΑΣΥΝΕΙΔΉΤΟΥ
Α. Το πρότυπο
Με μιαν προσοχή χαρακτηριστική για ευφυΐα, ο Jung στην περιγραφή του για το «συλλογικό ασυνείδητο» έφερε στο προσκήνιο μιαν αντίληψη, στη οποία θα μπορούσαν να ενωθούν οι παραδόσεις που επικράτησαν σχετικά με αυτήν την ιδέα στην πολιτιστική ιστορία, με τις εμπειρικές ανακαλύψεις της σύγχρονης φυσικής επιστήμης, και μέσω της οποίας αντίληψης ο δυαλισμός ανάμεσα στην ύλη και το πνεύμα/ψυχή θα μπορούσε ίσως συγχρόνως να ξεπερασθή.
Από την άποψη της πολιτιστικής ιστορίας, η ιδέα του συλλογικού ασυνειδήτου είναι, όπως ήδη αναφέραμε, μια νέα διατύπωσης της αρχετυπικής σύλληψης ενός «κόσμου-πνεύματοςς», όπως την εισήγαγαν οι Στωικοί, ή ενός «κόσμου-ψυχής» που εμψυχώνει το σύμπαν και ρέει  εξ αιτίας των θεϊκών ή δαιμονικών επιρ-ροών (in-fluences: in-flowings) μέσα στο ανθρώπινο υποκείμενο. Η Γνωστική ιδέα της  π ρ ο σ φ υ ο ύ ς   ψ υ χ ή ς  (μιας ψυχής που «επιφύεται») ήταν ο πρόδρομος, με τη μορφή ενός διαισθητικού προσφύματος, αυτού που σήμερα θα ονομάζαμε συλλογικό ασυνείδητο. Η έκφραση «προσφυής» είναι ιδιαιτέρως επιτυχημένη, επειδή μπορεί πραγματικά να δείξη ότι η συνειδητοποίηση της αντικειμενικής ψυχής έχει την αρχή της στη διαδικασία που περιγράψαμε εδώ, της σταδιακής απόσυρσης των προβολών. (Σ. τ. μ.: on grown, δηλ. «επιφυόμενη» ψυχή, με την έννοια του πρόσθετου, που αναπτύσσεται σταδιακά).  Στην πραγματικότητα, όπως τόνισε ο Jung, τίποτε δεν «απορρίφθηκε» από την ψυχή αρχικά, αλλά η ανθρώπινη ψυχή όπως την ξέρουμε σήμερα αναπτύχθηκε μέσω μιας μακράς σειράς  π ρ ά ξ ε ω ν  ε ν δ ο β ο λ ή ς. ¹ Μόνον αργότερα, και αφού ένα κομμάτι της ψυχής βιώθηκε και αναγνωρίσθηκε σαν ένας εσωτερικός παράγοντας, μπορεί κανείς να μιλήση σε παρωχημένο χρόνο για την προβολή, για τη μεταφορά εσωτερικών στοιχείων σε εξωτερικά πράγματα. Το συλλογικό ασυνείδητο, όπως το καταλαβαίνουμε σήμερα, δεν ήταν ποτέ ένα ζήτημα «ψυχολογικό», επειδή πριν από την ύπαρξη της Χριστιανικής Εκκλησίας υπήρχαν τα αρχαία μυστήρια, και αυτά φθάνουν ως τη γκρίζα ομίχλη της νεολιθικής προϊστορίας. Το ανθρώπινο γένος ποτέ δεν είχε έλλειψη από ισχυρές εικόνες που έδιναν μαγική βοήθεια απέναντι σε όλα τα μυστηριώδη πράγματα που ζουν στα βάθη της ψυχής. Πάντοτε οι μορφές του ασυνείδητου εκφράζονταν με προστατευτικές και θεραπευτικές εικόνες, και με αυτόν τον τρόπο ξαποστέλλονταν από την ψυχή στο διάστημα, ² σε ένα μεταφυσικό «Υπερπέραν», ή σε συμβάντα στο φυσικό περιβάλλον του ανθρώπου.
Σε αντίθεση με τους προκατόχους του πάντως, ο Jung έθεσε την υπόθεση του συλλογικού ασυνειδήτου επάνω στο στέρεο έδαφος της πραγματικότητας, δείχνοντας το πώς θα μπορούσε αυτή η υπόθεση να διευρυνθή εμπειρικά, δηλαδή στα όνειρα σύγχρονων ανδρών και γυναικών. Ο Adolf Bastian είχε ήδη ανοίξει μια δυνατότητα εμπειρικής έρευνας, αυτή της συγκριτικής μυθολογίας. Αλλά οι σύγχρονοί του πολύ λίγο πρόσεξαν το έργο του. Κ α ι   ό μ ω ς, ε ί ν α ι  α κ ρ ι β ώ ς  ο ι  μ ύ θ ο ι  κ α ι  τ α  μ υ θ ι κ ά   θ ρ η σ κ ε υ τ ι κ ά  σ υ σ τ ή μ α τ α  π ο υ  α π ο τ ε λ ο ύ ν  τ η ν  π ρ ώ τ η  κ α ι    κ ύ ρ ι α  έ κ φ ρ α σ η  τ ω ν  α ν τ ι κ ε ι μ ε ν ι κ ώ  ψ υ χ ι κ ώ ν  δ ι ε ρ γ α σ ι ώ ν.
«Ο πρωτόγονος άνθρωπος μάς εντυπωσιάζει τόσο ισχυρά με την υποκειμενικότητά του, ώστε θα έπρεπε πραγματικά να έχουμε μαντέψει από πολύν καιρό, ότι οι μύθοι αναφέρονται σε κάτι ψυχικό. Η γνώση του για τη φύση είναι στην ουσία η γλώσσα και το εξωτερικό ένδυμα μιας ασυνείδητης ψυχικής διαδικασίας. Αλλά ακριβώς το γεγονός ότι αυτή η διαδικασία είναι ασυνείδητη εξηγε,ί γιατί ο άνθρωπος σκέφθηκε ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την ψυχή στην προσπάθειά του να ερμηνεύση τους μύθους. Απλούστατα δεν ήξερε ότι η ψυχή περιέχει όλες τις εικόνες που ανέκαθεν προκάλεσαν τους μύθους, και ότι το ασυνείδητό μας είναι ένα υποκείμενο που ενεργεί και πάσχει σε ένα εσωτερικό δράμα, που ο πρωτόγονος άνθρωπος ξαναβρίσκει, μέσω της αναλογίας, στις διαδικασίες της φύσης, είτε μεγάλης είτε μικρής κλίμακας». ³
Για ένα διάστημα οι σπουδαστές της μυθολογίας προσπαθούσαν να αποδώσουν την πρόβλεψη των μυθολογικών εικόνων των πρωτόγονων πολιτισμών σε εξωτερικούς παράγοντες, στη δεδομένη παρουσία του ήλιου, της σελήνης, της βλάστησης, και τα λοιπά. Ο Jung αντέκρουσε αυτήν την άποψη, υποδεικνύοντας ότι όταν αναφέρη κανείς μια φανταστική εικόνα, ή στοιχεία της, σε εξωτερικά αντικείμενα, αυτό είναι, τελικά,  μ ι α  α ν τ α π ό κ ρ ι σ η  π ο υ  γ ί ν ε τ α ι  α π ό  τ η ν  ψ υ χ ή  σε κάτι το εξωτερικό, και ποτέ μια ακριβής, καθαρά φωτογραφική αναπαράσταση. Οι μύθοι δημιουργούνται από το ασυνείδητο σε πολύ  ε λ ε ύ θ ε ρ η  σχέση με τις κατ’ αίσθησιν εμπειρίες. ⁴  
Χάρη στον Jung, έχουμε σήμερα, εκτός από την πρώιμη προσπάθεια του Bastian  για μιαν ψυχική εξήγηση των μύθων, την παραπέρα δυνατότητα εμπειρικής διερεύνησης των ονείρων, μέσω της οποίας η  ε π ί δ ρ α σ η  των αρχετύπων, ιδιαίτερα σε κάθε άτομο χωριστά, μπορεί να παρατηρηθή με μεγαλύτερη ακρίβεια.
Μια εντύπωση για το τί είναι στην πραγματικότητα το συλλογικό ασυνείδητο μπορεί ίσως με καλύτερο τρόπο να περιγραφή ως εξής: Αμέσως κάτω από το επίπεδο της συνείδησης κάθε ατομικού εγώ υπάρχει ένα στρώμα ασυνείδητων ψυχικών περιεχομένων, που έχουν αποκτηθή από την εμπειρία της ζωής του ατόμου: απωθημένο και ξεχασμένο υλικό που, όταν παρουσιάζεται στα όνειρα, μπορεί να γίνη κατανοητό μόνο μετά από ακριβείς ερωτήσεις στον ονειρευόμενο. Έπειτα, κάτω από αυτό το στρώμα βρίσκονται τα περιεχόμενα που μπορεί να είναι κοινά σε μιαν ολόκληρη ομάδα (για παράδειγμα, ένα άτομο σε μιαν ομάδα από στρατιώτες φαίνεται πως είναι ο «αποδιοπομπαίος τράγος», σύμβολο της ομαδικής σκιάς, ή όταν ο καθένας μέσα σε ολόκληρη την ομάδα ασυνείδητα βλέπει τη δική του «σκιά» σε αυτόν). Το ίδιο ισχύει και για μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού. Έπειτα έρχονται τα περιεχόμενα που είναι κοινά σε μια χώρα, ή πιο συχνά σε μια γεωγραφική περιοχή, όπως για παράδειγμα, όταν κανείς βλέπη ότι μερικού μύθοι ή διηγήσεις εμφανίζονται μόνο σε ορισμένες περιοχές, ⁵ ή ότι περιεχόμενα, όπως οι μύθοι για την εξασθένηση του ήλιου, που εμφανίζονται να ανήκουν σε μεγάλα έθνη ή μεγάλες περιοχές της γης, μπορούν να βρεθούν σε όλη την Ανατολή, αλλά όχι στο δικό μας μέρος του κόσμου. ⁶ Μετά έρχονται τα περιεχόμενα που είναι γνωστό ότι ανήκουν σε όλα τα ανθρώπινα όντα, όπως οι ηρωικοί μύθοι, οι ιδέες για τον Παράδεισο ή για το Υπερπέραν, η πίστη στα πνεύματα, και ούτω καθεξής. Αυτό το στρώμα της ψυχής, από το οποίο προέρχονται οι περισσότεροι παγκόσμιοι μύθοι, περιέχει συγχρόνως τη βασική δομή της ανθρώπινης ψυχής. Και, τελικά, υπάρχει ένα ακόμη επίπεδο, στο οποίο τα πολλαπλά αρχέτυπα εμφανίζονται ενωμένα ή αφομοιωμένα σε ένα  ε ν ι α ί ο  κέντρο.
Προφανώς, η μετάβαση από το ένα στρώμα στο άλλο είναι εξαιρετικά ρευστή. Στα όνειρα, για παράδειγμα, βρίσκει κανείς συχνά παγκόσμια μυθολογικά σύμβολα ανάμεικτα με περιεχόμενα που προέρχονται από την προσωπική εμπειρία.
Στο πλαίσιο του έργου του επάνω στην υπόθεση του συλλογικού ασυνειδήτου, η λέξη  σ ύ μ β ο λ ο  πήρε για τον Jung ένα εντελώς καινούργιο νόημα. ⁷ Σ υ μ β ο λ ι κ ό ς  στην αρχαιότητα σήμαινε «εικονικός, όχι κυριολεκτικός». Η έκφραση ήταν σχεδόν συνώνυμη τότε με τη μεταφορά ή την αλληγορία και χρησιμοποιήθηκε με αυτήν την έννοια τον πρώτο καιρό του Χριστιανισμού, όταν η συγκεκριμένη εικόνα χρησίμευε στο να δείχνη την «πραγματική» πνευματική-ψυχική σημασία. Ο Jung χρησιμοποιεί τις έννοιες «σύμβολο», «αλληγορία» και «σημείο» με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Ένα σημείο, γι’ αυτόν, είναι σημάδι ή ένδειξη για κάτι που έχει συγκεκριμένο ή ψυχικό χαρακτήρα, και που είναι γενικά γνωστό· αυτό ισχύει επίσης για την αλληγορία, με τη διαφορά ότι ημι-ασυνείδητοι μυθικοί συσχετισμοί συχνά περιβάλλουν και προσκολλώνται στις αλληγορικές εικόνες. Και η αλληγορία και το σημείο σε μεγάλο βαθμό δημιουργούνται ή αναπτύσσονται συνειδητά. (Ένα μεγάλο κομμάτι από ό,τι είναι αλληγορικό, πάντως, είναι ακόμη εν μέρει ασυνείδητο, και είναι μια εικόνα που ο ερμηνευτής πιστεύει πως γνωρίζει συνειδητά και πως έχει εξαντλητικά περιγράψει, αλλά που εντούτοις περιέχει άλλες πλευρές που του είναι ακόμη άγνωστες. Το όριο, επομένως, ανάμεσα στην αλληγορία και το σύμβολο είναι συχνά ρευστό).
«Το σύμβολο είναι μια εικόνα που  ε κ φ ρ ά ζ ε ι  έ ν α ν  ο υ σ ι α σ τ ι κ ά         α σ υ ν ε ί δ η τ ο   π α ρ ά γ ο ν τ α, και επομένως αναφέρεται σε κάτι ουσιαστικά ασυνείδητο, άγνωστο, στην πραγματικότητα σε κάτι που ποτέ δεν μπορεί να γίνη  ε ν τ ε λ ώ ς  γνωστό. ⁸ Είναι η αισθητά αντιληπτή έ κ φ ρ α σ η  μ ι α ς  ε σ ω τ ε ρ ι κ ή ς  ε μ π ε ι ρ ί α ς». ⁹ Κατά δεύτερον λόγο γίνεται ορατό μέσω του γεγονότος ότι ενεργοποιεί και συγκεντρώνει το υλικό που είναι διαθέσιμο για αναπαράσταση. Το αρχέτυπο, που δεν είναι δυνατόν καθ’ εαυτό να γίνη γνωστό, ντύνεται, ας πούμε, αυτό το υλικό, ακριβώς όπως ένας πρωτόγονος χορευτής ντύνεται με δέρματα από ζώα και μάσκες. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται ένα σύμβολο, που πυρήνας του είναι μια αρχετυπική βασική δομή που δεν μπορεί να παρασταθή, που υπερβαίνει τη συνείδηση, που αναδύεται από το ασυνείδητο σε διαφορετικούς χρόνους και σε διαφορετικούς τόπους σαν ένα δομικό σύμπλεγμα εικόνων, και που οδηγεί στον σχηματισμό θρησκευτικών και μυθολογικών συστημάτων, ιδεών και παραστάσεων. «Στον βαθμό που το σύμβολο είναι κάτι ζωντανό, είναι μια έκφραση για κάτι που δεν μπορεί να χαρακτηρισθή με οποιονδήποτε άλλον καλύτερον τρόπο. Το σύμβολο είναι ζωντανό όσο κυοφορεί κάποιο νόημα. Αλλά μόλις το νόημά του γεννηθή, μόλις βρεθή η έκφραση που διατυπώνει αυτό το πράγμα που αναζητείται, αναμένεται ή εικάζεται καλύτερα από το μέχρι τότε αποδεκτό σύμβολο, τότε το σύμβολο είναι  ν ε κ ρ ό, δηλαδή έχει μόνον ιστορική σημασία». ¹⁰ Ένα σύμβολο ζη πραγματικά μόνον όταν είναι η καλύτερη κα υψηλότερη έκφραση για κάτι που εικάζεται αλλά που δεν είναι ακόμη γνωστό στον παρατηρητή. Τότε απαιτεί την ασυνείδητη συμμετοχή του και η επίδρασή του πλουτίζει και εξυψώνει την ζωή». ¹¹
Το διαφοροποιημένο και το πρωτόγονο, το συνειδητό και το ασυνείδητο στοιχείο ενώνονται στο σύμβολο, ¹² όπως και όλα τα άλλα ψυχικά αντίθετα. Όποτε ένα τέτοιο σύμβολο έρχεται αυθόρμητα στο φως από το ασυνείδητο, είναι ένα περιεχόμενο που κυριεύει όλην την προσωπικότητα, «διοχετεύοντας την ενέργεια των αντιθέτων σε ένα κοινό κανάλι», «έτσι ώστε η ζωή να μπορή να κυλίση προς τα εμπρός, προς νέους στόχους». ¹³ Ο Jung ονόμασε αυτή την άγνωστη δραστηριότητα του ασυνειδήτου που παράγει τα πραγματικά, ζωοποιά σύμβολα  υ π ε ρ β α τ ι κ ή  λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α, επειδή αυτή η διαδικασία διευκολύνει τη μετάβαση από τη μια στάση σε μιαν άλλη. ¹⁴ Έτσι, ένα ακόμη ζωντανό, αυθεντικό σύμβολο δεν μπορεί ποτέ να «διαλυθή» (δηλαδή να αναλυθή, να κατανοηθή) με μια λογική ερμηνεία, αλλά μπορεί μόνο να περιγραφή σχηματικά και να εμπλουτισθή με συνειδητούς συσχετισμούς· ο πυρήνας του, που κυοφορεί το νόημα, παραμένει άγνωστος όσο είναι ζωντανό, και μπορεί μόνο να μαντευθή. Εάν κανείς το εξηγήση διανοητικά, «σκοτώνει» το σύμβολο, εμποδίζοντας έτσι οποιοδήποτε παραπέρα ξεδίπλωμα του περιεχομένου του. Οι επιστημονικές υποθέσεις είναι επίσης πάντοτε σύμβολα κατ’ αρχήν, στον βαθμό που αναφέρονται σε ένα σύνολο γεγονότων, από τα οποία ένας αριθμός μάς είναι ακόμη  άγνωστος· όταν, όμως, αυτό το σύνολο σταδιακά γίνεται επιστημονικά γνωστό, η συμβολική πλευρά της υπόθεσης έχει απλώς ιστορική σημασία. Με όσο περισσότερη πληρότητα νοήματος ένα σύμβολο εκφράζει ένα ασυνείδητο στοιχείο που είναι κοινό σε έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων, τόσο μεγαλύτερη είναι η επίδρασή του επάνω στην κοινωνία.
Όταν κανείς διαλογίζεται επάνω σε αυτές τις διαπιστώσεις του Jung, είναι αρκετά εύκολο να κατανοήση την αντίσταση των εκκλησιών στις ψυχολογικές ερμηνείες των συμβόλων τους που εισχωρούν πολύ βαθειά· ο φόβος ότι τα σύμβολα θα μπορούσαν έτσι να καταστραφούν είχε γερή βάση. Εντούτοις, η επιμονή να γίνουν πιστευτά σαν συγκεκριμένα δεδομένα ήταν ένας ατυχής τρόπος αντιμετώπισης του διλλήματος, επειδή απλώς έτρεφε τις ανακύπτουσες αμφιβολίες. Ο μόνος τρόπος εξόδου από αυτό το αδιέξοδο, ο μόνος τρόπος που εγγυάται ότι ο ζωντανός χαρακτήρα των θρησκευτικών συμβόλων δεν θα εξαφανισθή πρόωρα, είναι η συνειδητοποίηση ότι τα θρησκευτικά σύμβολα δεν αναφέρονται σε υλικά και συγκεκριμένα δεδομένα, αλλά σε μια συλλογική-ψυχική ασυνείδητη  π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
83. Βλέπε: Άπαντα, Τόμος 13, παράγραφος 88.
84.Jung: Άπαντα, Τόμος 12, παράγραφος 346.
85. Ό. π.
86. Ό. π. (Οι υπογραμμίσεις προστέθηκαν).
87. Ο. π., παράγραφος 380.
88. Ο. π., παράγραφος 394.
89. Ο. π., παράγραφος 394 (Οι υπογραμμίσεις προστέθηκαν). Σύγκρινε το σύγχρονο έργο του R. Ruyer: «Η Γνώση του Princeton”, με συχνές αναφορές στα παραπάνω.
90. Βλέπε: Capra: «Το Ταό της φυσικής», συχνές αναφορές.
91. Βλέπε von Franz: «Αριθμός και Χρόνος».
92. Ο Max Jammer, στο έργο του «Η ιδέα της μάζας στη φυσική» και στο «Αντιλήψεις του χώρου» έχει περιγράψει πολύ ωραία πόσο δύσκολες στην κατανόηση, ακόμη και για τους σύγχρονους φυσικούς, μπορεί να είναι έννοιες όπως του χωρο-χρόνου και της μάζας, καθώς και της ύλης.
93. Jung: Άπαντα, Τόμος 9, μέρος 1, παράγραφοι 151 κ. ε.
94. Jung: Άπαντα, Τόμος 11, παράγραφος 375.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ 4Ο
1.Jung: Άπαντα, Τόμος 9, μέρος 1, παράγραφος 54.
2. Ό. π., παράγραφος 21.
3. Ό. π., παράγραφος 8.
4. Jung: «Επιστολές», Ι, σ.σ. 199 κ.ε.
5. G. Isler: «Η κούκλα», συχνές αναφορές.
6. Jung: άπαντα, Τόμος 11, παράγραφος 944.
7. Η λέξη σύμβολο προέρχεται, όπως ξέρουμε, από το αρχαίο ελληνικό  σ υ μ β ά λ λ ε ι ν = «συγκεντρώνω, συνδέω, συνενώνω, ενώνω», και χρησίμευε στην αρχή σαν ένα σημάδι αναγνώρισης. Όταν οι φιλοξενούμενοι χωρίζονταν ο ένας από τον άλλον, έσπαζαν ένα δαχτυλίδι ή ένα πήλινο αγγείο στα δύο, έτσι ώστε όποιος είχε το ένα «σύμβολο», μπορούσε, ενώνοντάς το με το άλλο, να δείξη ότι ήταν γνωστός του άλλου «φιλοξενούμενου».
8. Το ασυνείδητο δεν είναι ένα επιφαινόμενο της συνείδησης· είναι μια  π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α  ψυχικής δυναμικότητας και ένας φορέας νοήματος, που δεν μπορεί να υποβιβασθή σε τίποτε άλλο. Βλέπε: Jung: Άπαντα, Τόμος 5, παράγραφος 670, και Τόμος 9, μέρος 1, παράγραφος 78.
9. Jung: «Επιστολές», Ι, σ. 59. Ένα είδωλο, από την άλλη μεριά, είναι ένα απολιθωμένο σύμβολο, που προκαλεί μιαν «υποβάθμιση της συνειδητότητας» (σ.σ. 59 κ.ε.).
10. Jung: Άπαντα, Τόμος 6, παράγραφος 816.
11. Ό. π., παράγραφος 819.
12. Βλέπε: ο. π., παράγραφος 823, 824.
13. Ό. π., παράγραφος 827.
14. Ό. π., παράγραφος 828.

(συνεχίζεται)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου