Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

Χρ. Σμύρνης, "Θεωρία κλάδων", Β΄ Βατικανή, νεωτεριστές ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ (4):

Πηγή: Πατερική Παράδοση

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΦΛΟΓΕΡΟΣ ΚΗΡΥΚΑΣ
ΤΗΣ ΠΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
Δ΄ ΜΕΡΟΣ



Χρυσόστομος Σμύρνης ἐπίστευε στήν προτεσταντική κακοδοξία τῆς «θεωρία τῶν κλάδων», ὅπως φαίνεται καθαρά ἀπὸ τὰ παρακάτω κείμενά του· κακοδοξία ποὺ οἰκειοποιήθηκαν καὶ διδάσκουν καὶ οἱ σύγχρονοι Οἰκουμενιστές, μὲ πρεξάρχοντας τὸν Πατρ. Βαρθολομαῖο καὶ τὸν μητρ. Περγάμου Ἰω. Ζηζιούλα. Πιθανὸν μάλιστα, νὰ μὴν διατυπώθηκε ποτέ τόσο «αὐθόρμητα» καὶ ξεκάθαρα ἡ «θεωρία τῶν κλάδων», ἀπό χείλη ὀρθόδοξου Ἀρχιερέως, ὅπως διατυπώθηκε ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο Σμύρνης!

Συνεχίζουμε, λοιπόν, τὴν ἀνάρτηση ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ. Στὸ Δ΄ μέρος παρατίθενται οἱ σελ. 147-165.





ναφέρουμε ἐν συνεχείᾳ ἀπό τόν Χρ. Σολομωνίδη ἕνα τμῆμα ἀπό τό σχέδιο τῆς Μικρασιατικῆς ἀμύνης, τό ὁποῖο εἶναι ἔργο τοῦ Χρυσοστόμου καί τό ἔγραψε ἰδιοχείρως:

«Τό Ἐθνικόν μας Κέντρον τῆς Κων/πόλεως θά κάμη ὑστάτην ἔκκλησιν πρός τήν παγκόσμιον Χριστιανικήν συνείδησιν καί πρός τάς Ὑπάτας ἐκκλησιαστικάς Κορυφάς τῶν διαφόρων μεγάλων τοῦ κορμοῦ τῆς Χριστιανοσύνης δένδρου κλάδων, ἀπό τοῦ Πάπα καί τοῦ Κανταβρυγίας ἤ τοῦ Πριμάτου τῆς Ἀμερικῆς ἤ τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Σκωτικῆς Πρεσβυτεριανῆς Ἐκκλησίας τῆς Σουηδίας, τῆς Ἑλβετίας καί αὐτῆς τῆς Λουθηριανῆς Γερμανίας· πρός τούς Ὀρθοδόξους Βασιλεῖς καί τοῦ Ἀρχιεπισκόπους τῆς Ρουμανίας, τῆς Σερβίας, τούς Προέδρους καί τούς Ὀρθοδόξους Μητροπολίτας τῆς Τσεχοσλοβακίας, τῆς Πολωνίας καί πρός αὐτούς ἔτι τούς μπολσεβικίζοντας Ρώσους, Πατριάρχην καί Μητροπολίτας, ἐν ὀνόματι τῆς Χριστιανικῆς ἀλληλεγγύης, ἡ ὁποία φαίνεται ὅτι ἐχρεωκόπησε καθ' ἥν στιγμήν οἱ Μουσουλμᾶνοι τῶν Ἰνδιῶν, τοῦ Μαρόκου καί τῆς Αἰγύπτου τόσην ἀδελφικήν προστασίαν ἐπιδαψιλεύωσι πρός τούς Μουσουλμάνους τῆς Τουρκίας» (Β' τόμος, σελ. 71).

Ἀπό αὐτό τό κομμάτι τοῦ σχεδίου τοῦ Χρυσοστόμου φαίνεται καθαρά ὅτι ἐπίστευε στήν προτεσταντική θεωρία τῶν κλάδων, ἡ ὁποία γιά πρώτη φορά διατυπώθηκε στό συνέδριο τοῦ Lambeth. Σύμφωνα μέ τή θεωρία αὐτή καμμία ἀπό τίς ὑπάρχουσες ἐκκλησίες, οὔτε ἡ Ὀρθόδοξη, δέν δικαιοῦται νά διεκδικήση τήν ἀποκλειστικότητα στή διαδοχή τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, πού τήν συναποτελοῦν ὡς ἐνιαῖο δένδρο ὅλες οἱ διεσπασμένες ἐκκλησίες, ὡς κλάδοι αὐτοῦ τοῦ δένδρου. Αὐτή δηλαδή ἡ θεωρία λέγει μέ ἁπλά λόγια, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία, ὁ Παπισμός, ὁ Προτεσταντισμός κλπ. εἶναι κλαδιά τοῦ δένδρου τῆς Ἐκκλησίας καί ὅλα μαζί ἑνωμένα ἀποτελοῦν τό δένδρο δηλαδή, τήν Ἐκκλησία. Ἀρνεῖται συνεπῶς τήν μοναδικότητα καί τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἴσως μάλιστα ποτέ δέν διατυπώθηκε τόσο ξεκάθαρα αὐτή ἡ θεωρία, ἀπό «ὀρθόδοξα χείλη».

Ἀναφέρει ὁ Χρυσόστομος χαρακτηριστικά: «τῶν διαφόρων μεγάλων τοῦ κορμοῦ τῆς Χριστιανοσύνης δένδρου κλάδων». Καί ἐν συνεχείᾳ ἀπαριθμεῖ αὐτά τά κλαδιά τοῦ δένδρου τῆς Χριστιανοσύνης, ἀρχίζοντας ἀπό τούς αἱρετικούς καί καταλήγοντας στούς ὀρθοδόξους Ρουμάνους, Σέρβους, Ρώσους κλπ. Προφανῶς οἱ μονοφυσῖτες, οἱ Ἀρμένιοι κλπ. δέν ἀναφέρονται ὡς κλαδιά τοῦ δένδρου, ἐπειδή καί αὐτοί ἀνῆκαν στούς «φτωχούς ἀδελφούς», οἱ ὁποῖοι δέν μποροῦσαν νά προσφέρουν βοήθεια στήν Σμύρνη, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἐζητοῦσε εἰς τό ὑπόμνημά του ὁ Χρυσόστομος.

Σέ ἐπιστολή του πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Μελέτιο, ὁ Χρυσόστομος λέγει περίπου τά ἴδια πράγματα, διατυπώνοντας πάλι τή θεωρία τῶν κλάδων: «Ἔπειτα τό Ἐθνικόν μας τοῦτο Κέντρον διά τοῦ Πατριάρχου θά κάμη ὑστάτην ἔκκλησιν πρός τήν παγκόσμιον χριστιανικήν συνείδησιν καί πρός τάς Ὑπάτας χριστιανικάς Κορυφάς τῶν διαφόρων μεγάλων τοῦ κορμοῦ τοῦ χριστιανικοῦ δένδρου κλάδων, ἀπό τοῦ Πάπα καί τοῦ Κανταβρυγίας, τοῦ Πριμάτου καί τῶν Ἐπισκόπων τῶν διαφόρων Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀμερικῆς, τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Σκωτικῆς Πρεσβυτεριανῆς Ἐκκλησίας, τῆς Σουηδίας, τῆς Ἑλβετίας καί αὐτῆς τῆς Λουθηριανῆς Γερμανίας, πρός τούς Ὀρθοδόξους Βασιλεῖς...» (Χρ. Σολομωνίδη, Χρυσόστομος Σμύρνης, Β' τόμος, σελ. 77).

ναφέρουμε στή συνέχεια ἀπό τό ἴδιο βιβλίο τοῦ Χρ. Σολομωνίδη τήν ἐπιστολή τοῦ Χρυσοστόμου πρός τόν Πάπα τῆς Ρώμης, πρός τόν ὁποῖο πάλι ἀπευθύνεται ὡς σέ Ὀρθόδοξο ἀρχιερέα, τόν προσφωνεῖ στό τέλος ἐν Χριστῷ ἀδελφῷ κλπ.:

«...Ὁ Χρυσόστομος θεωρεῖ τήν προτεινομένη ἀπό τούς Συμμάχους λύση “τερατώδη” καί ἀπαράδεκτη. Ἀπευθύνει δραματικές ἐκκλήσεις πρός τούς Συμμάχους. Δέν διστάζει ν' ἀποστείλει καί πρός τόν Πάπα Ρώμης, Πῖον τόν 11ο, προσωπική ἐπιστολή. Εἶναι πρώτη φορά, ἀπό τήν Ἅλωση τῆς Πόλης, πού Ἕλλην Ὀρθόδοξος Ἀρχιερεύς ἐπικοινωνεῖ ἐπίσημα μέ τόν Ἀρχηγό τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας καί ζητᾶ τή συμπαράστασή του:

«Mακαριώτατε, Ἐν μέσῳ τῆς ἑορτασίου ἀγαλιάσεως, ἥν σύμπας ὁ Χριστιανικός κόσμος τῆς Δύσεως αἰσθάνεται ἐπί τῳ κοσμοχαρμοσύνῳ Πάσχᾳ, ἐπιτρέψατε εἰς τόν ταπεινόν ἐμέ Ἀρχιεπίσκοπον τῆς μαρτυρικῆς Ἐκκλησίας Σμύρνης ἐξ ὀνόματος καί τῶν Ἀγγέλων τῶν Ἑπτά Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀποκαλύψεως τῶν χρυσῶν τούτων ἑπτά λυχνιῶν, ἐν μέσῳ τῶν ὁποίων περιπατεῖ ὁ Κύριος (Ἀποκάλυψις 2) νά προσκομίσω εἰς τούς πόδας τοῦ Ὑμετέρου Κραταιοῦ καί παγκοσμίου ἐπιβολῆς Παπικοῦ Θρόνου τάς οἰμωγάς τῶν πεπελεκισμένων διά τήν μαρτυρίαν τοῦ Ἰησοῦ (Ἀποκ. 20,41) τῶν ἐρχομένων ἐκ τῆς μεγάλης θλίψεως Χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς, ὅσοι ἔπλυναν τά ἱμάτια αὐτῶν ἐν τῷ αἵματι τοῦ ἀρνίου (Ἀποκ. 7,14) καί κράζουσι μεγάλῃ τῇ φωνῇ ἕως πότε Δέσποτα, οὐ κρίνεις καί ἐκδικεῖς τό αἷμα ἡμῶν (Ἀποκ. 6,10) καί νά ἐπικαλεσθῶ τήν πατρικήν Αὐτῆς προστασίαν.

»Μακαριώτατε: Ὠσεί μή ἤρκουν τά δεινά μαρτύρια τῶν Χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς ...δεινοί μᾶς ταράττουσι φόβοι, ὅτι νέον μέγα παρασκευάζεται ἀνοσιούργημα κατά τῆς Ἱστορίας καί τοῦ Χριστιανισμοῦ...

»Μή ἀνεχθεῖτε, Μακαριώτατε, ἐν ταῖς μεγάλαις ἡμέραις τῆς Ὑπάτης Ἀρχιερατίας ἐν τῷ μέσῳ τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου νά διαπραχθῇ τηλικοῦτον βδελυρόν κατά τῶν ἐλευθερωθέντων ἅπαξ τέκνων τοῦ Χριστοῦ ἀνοσιούργημα ἀνασταυρώσεως καί παντελοῦς αὐτῶν ἀφανισμοῦ. Ὑψώσατε τήν πατρικήν φωνήν Σας. Λαλήσατε εἰς τάς καρδίας τῶν Ἰσχυρῶν. Διδάξατε εἰς τούς ἐνοικοῦντας ἄρχειν τῶν Ἐθνῶν στοιχειώδη δικαιοσύνην καί σεβασμόν πρός τάς ἐλευθερίας τῶν λαῶν καί τά ἀνθρώπινά των δίκαια...

Εὐγνώμων ἐν Χῷ ἀδελφός + Ὁ Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος». (Β' τόμος , σελ. 46).

Καί ἐδῶ σχολιάζοντας αὐτή τήν ἐπιστολή τοῦ Χρυσοστόμου ἀναφέρουμε ὅτι ὁ Χρυσόστομος προσφωνεῖ τόν Πάπα ὡς ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο, προσκομίζει στά πόδια του τά βάσανα τῶν χριστιανῶν, ἐπικαλεῖται τήν πατρική του προστασία, παρακαλεῖ νά ὑψώση τήν πατρική του φωνή, ὑπογράφει ὡς ἐν Χριστῷ ἀδελφός κλπ. Τό σημαντικώτερο ὅμως εἶναι ὅτι ἀναφέρει ἐπί λέξει: «Μή ἀνεχθεῖτε Μακαριώτατε ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς ὑπάτης ἀρχιερατείας»! Ἡ λέξις «ὑπάτης» στό λεξικό ἔχει τίς ἑξῆς ἔννοιες: «ὕψιστος, ἀνώτατος, ὑπέρτατος, πρῶτος»· πρᾶγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι ὁ Χρυσόστομος ἀναγνωρίζει στόν μεγαλύτερο αἱρεσιάρχη ὅλων τῶν αἰώνων ὄχι μόνον τήν ἀρχιερωσύνη, τήν ὁποία δέν ἔχουν οἱ αἱρετικοί, ἀλλά τήν ἀρχιερωσύνη ὅπως τήν ὀνειρεύτηκε ὁ Πάπας, δηλαδή ὡς τοῦ μόνου ἀντιπροσώπου τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς. Βέβαια ἡ ἀπάντησις τοῦ Πάπα δέν ἐστάλη στόν Χρυσόστομο ἀλλά λίγο ἀργότερα στόν Κεμάλ Ἀτατούρκ, ὡς συγχαρητήριο τηλεγράφημα διά τήν γενοκτονία τῶν Τούρκων εἰς βάρος τῶν Ἑλλήνων. Σ' αὐτόν τόν Πάπα προσεκόμισε ὁ Χρυσόστομος τάς «οἰμωγάς τῶν πεπελεκισμένων» καί ἀπό αὐτόν ἐζήτησε νά ὑψώση τήν πατρική του φωνή, ἀναγνωρίζοντας ὡς ἀντάλλαγμα σ' αὐτόν τήν ὑπάτη ἀρχιερωσύνη! Εἶναι γεγονός ὅτι ὅσο πλούσια ἦταν μέσα στήν καρδιά τοῦ Χρυσοστόμου τά πατριωτικά του αἰσθήματα, τόσον ἀνύπαρκτα ἦσαν τά τῆς πίστεως καί τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἡ πίστις τοῦ Χρυσοστόμου εἶχε βαθύτατα ἐπηρεασθῆ ἀπό τή Δύσι. Θεωρεῖ πρότυπό του τήν δυτική ἐκκλησιαστική νοοτροπία, κηρύσσει τόν ἐκσυγχρονισμό τῆς ἐκκλησίας σύμφωνα μέ τά δυτικά πρότυπα καί τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ ὅλους τούς αἱρετικούς. Ἐπιθυμεῖ νά μή μείνη ἡ Ἐκκλησία πίσω ὡς πρός τίς ἐπιστημονικές ἀνακαλύψεις, ἀλλά νά προσαρμόζη τήν διδασκαλία της σύμφωνα μέ αὐτές. Διά νά δείξωμε ὅλο αὐτό τό νεωτεριστικό πνεῦμα τοῦ Χρυσοστόμου σταχυολογοῦμε κομμάτια ἀπό τό ὑπόμνημά του, τό ὁποῖο ὀνομάζει:

«”Ο ΜΥΧΙΟΣ ΜΟΥ ΠΟΘΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΥΜΕΝΟΝ ΠΑΡ' ΕΜΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ, ἤτοι τά χρήζοντα ἐπειγούσης διαρρυθμίσεως καί σοφῆς λύσεως σοβαρά θρησκευτικά καί ἐκκλησιαστικά προβλήματα”:

»...Ἀνάγκη οἱ παρ' ἡμῖν ἐκκλησιαστικοί θεσμοί καί ὅλος ὁ θρησκευτικός μας, καί ὁ μετ' αὐτοῦ ἀρρήκτως συνδεδεμένος ἐθνικός μας βίος, νά ἐναρμονισθῆ συμφώνως πρός τό ὑγιές πνεῦμα καί τάς ζωτικάς ἀνάγκας τοῦ αἰῶνος, τῆς σημερινῆς ἐπιστήμης καί τῆς κοινωνιολογίας, διότι μόνον οὕτω δύναται ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία καί τό Γένος μας νά προσδοκῶσιν ἔντιμον καί ἄξιον παρόν καί μέλλον, ὁποῖον ἦτό ποτε τό παρελθόν μας, καί διότι περιπλέον ἀδυσώπητος ἀνάγκη ἐπί ποινῇ ζωῆς ἤ θανάτου καλεῖ ἡμᾶς νά τεθῶμεν ἐν τῇ πρωτοπορείᾳ πάσης προοδευτικῆς κινήσεως, συμφώνως πρός τήν ἀνέλιξιν παντός συγχρόνου ἐπιστημονικοῦ, κοινωνικοῦ, μορφωτικοῦ, ἐθνικοῦ καί πολιτειακοῦ θεσμοῦ καί σκοποῦ... λαμβάνουσα πάντοτε ὑπ' ὄψιν τούς νέους ὁρίζοντας τῆς γνώσεως, τούς ὁποίους τό ἐξερευνητικόν πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ὁσημέραι εὐρυτέρους διανοίγει, καί οὕτω νά παρέχῃ ἑκάστοτε νέαν ὤθησιν πρός τελειοτέραν ἀνάπτυξιν τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ καί ἐθνικοῦ μας βίου, καί πληρεστέραν κατ' ἔκτασιν καί ἔντασιν διεύρυνσιν καί ἀπόλαυσιν τῆς ἀληθοῦς ἀνθρωπίνης ζωῆς (σελ. 4,5).

»...Ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν σταθερά, ἄκαμπτος, ἀμετάβλητος ἐν τῇ ἐσωτερικῇ ζωῇ της, ἥτις εἶνε τό δόγμα, ὀφείλει ἐν τῇ ἐξωτερικῇ μορφῇ τῆς ὑπάρξεώς της νά εὑρίσκεται ἀείποτε ἐν κινήσει ἐν μέσῳ τῆς παγκοσμίου κινήσεως καί τῆς ἀεννάου δίνης τοῦ ρεύματος τοῦ χρόνου, κινήσεως καί ρεύματος, ἥτις παρασύρει καί ἀλλοιοῖ ἑκάστοτε τούς κοινωνικούς, πολιτειακούς καί ἐκκλησιαστικούς ἐν τῷ κόσμῳ θεσμούς· καί ὀφείλει ἀείποτε νά εὑρίσκηται ἐν ἁρμονίᾳ πρός τάς προόδους τοῦ αἰῶνος καί τάς ἑκάστοτε ἀνάγκας τῆς ἐποχῆς, καί ἰδίᾳ πρός τό νέον πνεῦμα τῶν φιλελευθέρων ἐπιστημονικῶν, κοινωνικῶν καί πολιτειακῶν θεσμῶν, χωρίς ἐν τούτοις νά παύσῃ ἀνταποκρινομένη πρός τούς ἀρχαίους εὐρεῖς καί διαυγεῖς ἐκκλησιαστικούς αὐτῆς ὁρίζοντας, οἵτινες εἶνε ἀπαύγασμα καί ἀπόρροια τῶν αἰωνίου κύρους ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (σελ. 7).

»(...) διά τῆς ὑπ΄ Αὐτῆς ἐπιμόνου καλλιεργείας φιλικῶν καί ἀδελφικῶν δεσμῶν καί πνευματικῆς ἐπικοινωνίας μετά τῶν λοιπῶν ὄχι μόνον αὐτοκεφάλων καί αὐτονόμων ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, οἱ μετά τῶν ὁποίων πνευματικοί δεσμοί τόσον ἐχαλαρώθησαν, ὥστε ἐμποιοῦσι τήν ἐντύπωσιν ὅτι οὐδαμῶς κἄν ὑφίστανται οὗτοι, ἀλλά καί μετά πασῶν τῶν λοιπῶν μή Ὀρθοδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί ἰδίᾳ τῆς Παλαιοκαθολικῆς, τῆς Καθολικῆς, τῆς Ἀγγλικανῆς, τῆς Προτεσταντικῆς, τῆς Ἀρμενικῆς καί τῶν λοιπῶν ἰδίᾳ κατά Ἀνατολάς Χριστιανικῶν παραφυάδων καί ἀποχρώσεων, καί ταῦτα πάντα πρός πληρεστέραν καί τελειοτέραν ἐξυπηρέτησιν τῶν μεγάλων ἀναγκῶν καί ἀπαιτήσεων τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου.

»(...) τό πρόγραμμα ἐν γενικαῖς γραμμαῖς ἔχει ὡς ἑξῆς:


Β. ΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ

1. Συντόμευσις ἱερῶν ἀκολουθιῶν.

2. Ἀναθεώρησις καί ἀνακάθαρσις τῶν χρηζόντων τοιαύτης ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων.

3. Γενίκευσις, συστηματοποίησις καί ἀποτελεσματικότης τοῦ κηρύγματος.

4. Βελτίωσις ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς καί ζωγραφικῆς...



ΣΤ. ΜΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΙ

1. Σκέψεις πρός συνεννόησιν ἤ προσέγγισιν ἤ ἕνωσιν, εἴ δυνατόν μετά τινων ἐξ αὐτῶν (σελ. 8, 9,10).



»... Καί ἐπειδή παρ' ἡμῖν Ἔθνος καί Ἐκκλησία εἶνε ἀρρήκτως συνδεδεμένα, τό ἔθνος ἡμῶν τότε μόνον δύναται νά ἐλπίζῃ καί προσδοκᾷ ἔντιμον καί ἄξιον μέλλον, μέλλον οἶον ἦτο ποτε τό παρελθόν του, ὅταν ἡ Ἐκκλησία του εὑρίσκεται ἐν τῇ πρωτοπορείᾳ πάσης προοδευτικῆς κινήσεως καί παρακολουθῇ τήν ἐξέλιξιν παντός συγχρόνου κοινωνικοῦ, μορφωτικοῦ καί ἐθνικοῦ θεσμοῦ... (σελ. 16).

»Ἔπειτα, αὐταί αἱ ἐνιαύσιοι Σύνοδοι τῶν ἀρχηγῶν τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν, τῶν Ἐπισκόπων καί ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν, ἔχουσαι, ὡς ἀνωτέρω ἐλέχθη, ἀποστολήν νά μελετῶσιν ὅλα τά διάφορα προβλήματα, τά ὁποῖα ἐξεγείρει ἡ πρόοδος τοῦ αἰῶνος ἐν σχέσει πρός τό Εὐαγγέλιον καί νά θέτωσιν ἐν ἁρμονίᾳ τάς ἀρχάς τοῦ Εὐαγγελίου καί τάς παραδόσεις καί διατάξεις τῆς χριστιανικῆς μας πίστεως πρός τάς ἀνάγκας τῆς ἐποχῆς καί τάς ἀπαιτήσεις τῶν χρόνων καί τῶν ἀνθρώπων, θά διαρρυθμιζωσι τά χρῄζοντα διαρρυθμίσεως ἐν τῷ πρακτικῷ βίῳ τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν ἑκάστοτε τάσεων τῆς ἐπιστήμης, ἄλλο τόσον καί ἔναντι τῶν ἑκάστοτε μορφῶν τοῦ πολιτεύματος τοῦ Κράτους, ἐν ᾧ ζῇ ἡ Ἐκκλησία... (σελ. 26).

»Λοιπόν αὐταί αἱ ἐνιαύσιοι Σύνοδοι θά ἐπενέγκωσι τάς συμφώνως πρός τούς καιρούς διαρρυθμίσεις ἐν τῇ δημοσίᾳ ἡμῶν λατρείᾳ. Θά μελετήσωσι μετά προσοχῆς καί εὐλαβείας τά ἐν ἄλλαις Ἐκκλησίαις συμβαίνοντα ὡς πρός τήν διάρκειαν τῆς δημοσίου προσευχῆς καί τήν σταθερότητα τῆς ἐνάρξεως καί ἀπολύσεως τῶν ἱερῶν μας ἀκολουθιῶν, ὡς πρός τήν τοποθέτησιν καθισμάτων, ὡς πρός τούς τρόπους τῆς Μουσικῆς καί μελῳδίας, οἵτινες πρέπει ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ νά προτιμηθῶσιν, ὡς πρός τήν διαρρύθμισιν τῶν τελετουργικῶν καί ὑμνογραφικῶν βιβλίων μας, ὡς πρός τό ζήτημα ζωντανοῦ καί καρποφόρου κηρύγματος, ὡς πρός τό ζήτημα τῶν πολυαρίθμων ἑορτῶν καί νηστειῶν, καί τοῦ τρόπου τῆς τηρήσεως αὐτῶν, δι' ἅς ὡρισμένως ἔχει πολλά νά ὠφεληθῇ ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία καί ἀπ΄ Αὐτῆς τῆς Ἀρμενικῆς Ἐκκλησίας, ἥτις ἐτακτοποίησε κάλλιον ἡμῶν τάς ἑορτάς καί τάς νηστείας της.

»Αὗται αἱ Σύνοδοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θά θεσμοθετήσωσι συμφώνως πρός τούς καιρούς καί τάς ἀνάγκας «oὐκ ἐπ' ἀθετήσει τῆς παρά τῶν ἁγίων παραδεδομένης ἡμῖν πίστεως καί τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως», ὡς λέγει ρητῶς ὁ κανών τῆς Πανθέκτης, ἀλλά συμφώνως καί πρός τάς ἀποστολικάς παραγγελίας καί τό πνεῦμα τῶν Κανόνων καί τό ζήτημα τοῦ γάμου τῶν Ἐπισκόπων, καταργουμένης τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀγαμίας τοῦ κλήρου.

»...Θά καλλιεργήσωσι τούς δεσμούς τῆς ἑνότητος, ἄν ὄχι τό γε νῦν (ἄν ὄχι τουλάχιστον τώρα) τοῦ δόγματος καί τῆς κοινῆς πίστεως, ἀλλά πάντως τῆς ἀγάπης καί τῆς Χριστιανικῆς ἐλπίδος μετά πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν καί ἰδίᾳ τῆς Καθολικῆς, τῆς Παλαιοκαθολικῆς τῆς Ἀγγλικανῆς, Ἐπισκοπιανῆς τε καί Πρεσβυτεριανῆς, ἀλλά καί μετ' αὐτῶν τῶν Προτεσταντικῶν, τῶν μή πάμπαν πρός τόν ὀρθολογισμόν ἀποκλινουσῶν Ἐκκλησιῶν, διά τῆς συχνῆς ἐπικοινωνίας ἤ τῶν ἀντιπροσώπων τῶν ἐν λόγῳ Ἐκκλησιῶν ἐν ταῖς χώραις τῆς Ἀνατολῆς, ἤ τῶν ἡμετέρων ἀπεσταλμένων ἐν ταῖς χώραις τῆς Δύσεως καί Ἀμερικῆς, καί δι' ἀλληλογραφίας ἀναμέσον καί αὐτῶν τούτων τῶν Ἀνωτάτων Ἀρχηγῶν τῶν Ἐκκλησιῶν ἅπαξ καί δίς τοῦ ἑνιαυτοῦ διά κοινήν μελέτην καί σύσκεψιν ζητημάτων ἐνδιαφερόντων τόν ὅλον Χριστιανισμόν καί τήν καθόλου Ἐκκλησίαν... (σελ. 34, 35).

» (...) καί τρίτην διά τήν προπαρασκευήν τῶν μελλόντων ἐπιστημόνων θεολόγων, ὅσοι καταρτιζόμενοι ἀναλόγως θά συνεχίσωσι τάς ἐπιστημονικάς των σπουδάς ἐν Εὐρώπῃ· ἵνα ἐπανερχόμενοι καταλάβωσι, τάς καθηγητικάς ἐν τῇ Σχολῇ ἕδρας... (σελ. 40).

»Ἐν τῇ Θεολογικῇ ταύτῃ Σχολῇ (Χάλκης) ἐν συναφείᾳ πρός τάς τρεῖς ταύτας Σχολάς θά συνυπάρχῃ καί εἶδος βιοτεχνικῶν μαθημάτων καί ἰδίως πρακτικῆς Ἰατρικῆς, ἐφηρμοσμένης χημείας, γεωπονίας, φωτογραφίας, κηπουρικῆς, γυμναστικῆς, χημείας... γνώσεις δέ διδασκόμεναι, ἔσονται ἐκτός τῆς Θεολογίας, κατά πλάτος καί βάθος, καί ἡ ἀνατομία καί ἡ φυσιολογία, καί ἡ γεωλογία καί τά φυσικομαθηματικά, καί ἡ ἰχνογραφία, ἵνα οἱ τρόφιμοι τῆς Σχολῆς ἔχωσι συγχρονισμόν καί εἶνε ἐνήμεροι τῶν μεγάλων προβλημάτων, τά ὁποῖα ἡ σύγχρονος ἐπιστήμη προβάλλει εἰς ἑαυτήν πρός μελέτην καί λύσιν... (σελ. 41).

»Ἐκ τῆς τοιαύτης Σχολῆς, μέ τά ἄριστα προγράμματα καί Θεολογικά καί Ἐκκλησιαστικά Περιοδικά της, ὀργανωμένης κατά τρόπον καί τύπον ὅσον τό δυνατόν τελειότερον, κατά τά ὑποδείγματα παρεμφερῶν Σχολῶν, ὑφισταμένων ἐν Ἀγγλίᾳ καί Ἀμερικῇ, ἐν Γερμανίᾳ, ἐν Γαλλίᾳ, ἐν Ἑλβετίᾳ, ἐν Ρωσσίᾳ, ἐν Ἰταλίᾳ καί ὁπουδήποτε ἀλλαχοῦ πρός μόρφωσιν τοῦ κλήρου καί ἀνάδειξιν τῶν ἀνωτέρων καί κατωτέρων διοικητικῶν ὀργάνων τῆς Ἐκκλησίας, ἐκ τῆς τοιαύτης Σχολῆς θά πνέῃ τό νέον πνεῦμα, τό ἐπιστημονικόν καί Θεολογικόν, καί τό πρακτικόν ἐκκλησιαστικόν συμφώνως πρός τό ὁποῖον ἡ κατ' Ἀνατολάς Ὀρθόδοξος τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία θά διέπῃ τά κατ΄ Αὐτήν, καί τό ὁποῖον πνεῦμα ἔσται ἀπαράλλακτον τό αὐτό, ὑπ' ἄλλην μορφήν, πρός τάς γνησίως ὀρθοδόξους ἀρχαίας παραδόσεις τῆς λατρευτῆς ἡμῶν Ἐκκλησίας, αἱ ὁποῖαι εὑρίσκονται εἰς τόσην ἁρμονίαν πρός τό ἀνατέλλον νέον πνεῦμα Χριστιανικοῦ σοσιαλισμοῦ, ἀδελφοσύνης, ἀλληλεγγύης καί παγκοσμίου καθολικότητος, καί τοῦ ὁποίου βάσις θεμελιώδης εἶνε ἡ κατάργησις τῶν φραγμῶν, ὅσοι χωρίζουσιν ἔθνος ἀπό ἔθνους καί ἄνθρωπον ἀπό ἀνθρώπου, καί τό ὁποῖον καί οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοι ἡμῶν ἐξέφραζον ἄριστα ὡς ἑξῆς «πάντας ἀνθρώπους ἀγώμεθα δημότας καί πολίτας καί μή ἕκαστος ἰδίοις διωρισμένοι ὦμεν δικαίοις, ἀλλ΄ εἷς βίος ἦ καί κόσμος».

» (...) ἀρκεῖ νά μορφωθῇ ἡ πρώτη καθαρά ζύμη, ἥτις προώρισται νά ζυμώσῃ ὅλον τό φύραμα τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὀργάνων καί ἀρχόντων...» (σελ. 42, 43).

Δέν πρέπει νά περάση ἀπαρατήρητη ἡ γραμμή τήν ὁποία υἱοθετεῖ ὁ Χρυσόστομος ὅσον ἀφορᾶ τήν μόρφωσι τῶν Καθηγητῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, διδάσκοντας ὅτι αὐτοί πρέπει νά μορφωθοῦν σπουδάζοντας στά Πανεπιστήμια τῆς Εὐρώπης καί ἐπανερχόμενοι νά καταλάβουν τίς καθηγητικές ἕδρες τῆς Σχολῆς. Αὐτό εἶναι τό καθαρό δυτικό πνεῦμα, τό ὁποῖο καταντᾶ τήν Θεολογία ἀπό ἐμπειρία σέ κοσμική ἐπιστήμη μέ ὅλα τά ἐπακόλουθα αὐτῆς τῆς καταπτώσεως, τά ὁποῖα σήμερα βλέπουμε στίς Θεολογικές μας Σχολές καί διαπιστώνουμε πόσο ὀλέθρια εἶναι.

Ἔχει πολλές φορές τονισθῆ ὅτι ἡ Ἑλληνική Ἀκαδημαϊκή Θεολογία παραμένει δυστυχῶς μέχρι σήμερα, «προσηλωμένη στά πρότυπα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ἐπιστημονισμοῦ», ἀγνοήσασα, «τόσο τά κριτήρια τῆς ὀρθόδοξης πατερικῆς καί λειτουργικῆς παραδόσεως, ὅσο καί κάθε ἀνάγκη ἀναφορᾶς τῆς Θεολογίας στή ζωή καί τήν πνευματικότητα τῆς Ἐκκλησίας», μέ ἀποτέλεσμα νά διδάσκεται στά Πανεπιστήμια, ἐκτός μεμονωμένων περιπτώσεων, μία Θεολογία ἡ ὁποία πόρρω ἀπέχει ἀπό αὐτήν πού ἐδίδαξαν καί ἐβίωσαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Διότι ὁ ἀληθινός θεολόγος δέν εἶναι αὐτός πού ἐσπούδασε στήν Εὐρώπη ἀλλά ὁ προσευχόμενος νοερῶς, σύμφωνα μέ τό χωρίο τοῦ Ἁγ. Νείλου, ὁ ὁποῖος ἑρμηνεύοντας τόν Ἅγ. Γρηγόριο τόν Θεολόγο λέγει τά ἑξῆς: «Ἄν εἶσαι θεολόγος, θά προσευχηθεῖς ἀληθινά. Καί ἄν προσεύχεσαι ἀληθινά, εἶσαι πράγματι θεολόγος» (Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν – Τόμος Α' – Περί προσευχῆς 153 κεφάλαια, σελ. 225). Συνεπῶς ὁ σημερινός ξεπεσμός καί ἐξαθλίωσις τῆς Πανεπιστημιακῆς μας Θεολογίας ἀποτελοῦσε τό ὅραμα καί τό ἰδανικό τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης γιά τήν πρόοδο καί τόν ἐκσυγχρονισμό τῆς Ἐκκλησίας!

Ὅλα λοιπόν αὐτά τά προγράμματα τοῦ Χρυσοστόμου δείχνουν τόν ἐπηρεασμό του ἀπό τό δυτικό πνεῦμα, τόν θαυμασμό του πρός ὅ,τι καινούριο ἐκ δύσεως, ὅ,τι ἐπιστημονικό, ὅ,τι κοσμικό καί τήν παντελή ἔλλειψι τῆς πατερικῆς ἐμπειρίας ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τούς ἀληθινούς ἁγίους.

Αὐτό τό νεωτεριστικό πνεῦμα τό ἐπισημαίνει καί ὁ Χρῆστος Σολομωνίδης γράφοντας στό βιβλίο του «Xρυσόστομος Σμύρνης» τά ἑξῆς γιά τόν Χρυσόστομο:

«Ἐπιδιώκει ἀκόμη ὁ Χρυσόστομος τό συγχρονισμό τῆς Ἐκκλησίας, καί τήν προσαρμογή της πρός τίς οὐσιαστικές ἀνάγκες κι ἀξιώσεις τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς τῶν Χριστιανῶν. Ἀπό τό 1918 εἶχε δημοσιεύσει, σέ ἰδιαίτερο τεῦχος, μελέτη στήν ὁποία ἐξεδήλωνε τό μύχιο πόθο του «διά τά χρήζοντα ἐπειγούσης διαρρυθμίσεως καί σοφῆς λύσεως σοβαρά θρησκευτικά κάι ἐκκλησιαστικά προβλήματα ἐν τῷ κλίματι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί ἐν ἁπάσῃ κατ' ἀνατολάς Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ».

Ἀποτελοῦσε ἡ μελέτη του αὐτή πρόγραμμα, μέ πολλές καινοτομίες, πού τίς θεωροῦσε ἀπαραίτητες γιά νά συμβαδίσει ἡ Ἐκκλησία πρός τίς νέες ἀντιλήψεις καί τίς ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς, «ἐν ἁρμονίᾳ πάντοτε μέ τάς ἀρχάς τοῦ Εὐαγγελίου». Κατέκρινε τό θεσμό τῆς ἐνδημούσης Συνόδου, γιατί κατέλυε τήν αὐτονομία τῶν Ἐπισκόπων τῶν Ἐπαρχιῶν, καί ἤθελε νά κατισχύσει ὁ θεσμός τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχείας. Ζητοῦσε τή συντόμευση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, τήν ὕπαρξη στούς ναούς καθισμάτων γιά ὅλους τούς πιστούς, καθώς καί βιβλιάρια μέ ἑρμηνεία παράπλευρα τῶν ὕμνων καί τῶν ἀναγνωσμάτων, ὥστε νά εἶναι προσιτά ὅλα ὅσα θά ἤκουαν. Ἤθελε τό κήρυγμα νἆναι ἁπλό καί ζωντανό, ἀνεφέρθη στήν κατάργηση τῆς κόμης τῶν κληρικῶν κι ἐπάνοδο στήν παλαιά ἐξωτερική περιβολή των, χωρίς ράσο, καί ζήτησε ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς νά εἶναι «ὑπηρέται τοῦ λαοῦ καί ὄχι δεσπόται» (Α' τόμος, σελ. 96).

Ἀφήσαμε στό τέλος νά ἀναφέρουμε ἕνα ἀκόμη κομμάτι ἀπό τό ἐκκλησιαστικό αὐτό πρόγραμμα, τό ὁποῖο δείχνει τήν ἀπέχθεια τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης πρός τόν μοναχισμό καί τό πόσο δέν κατενόησε τόν σκοπό του:

«Ὡς γνωστόν ἡ Ρώμη εἶχεν ἐξαπολύσει καί ἐξαπλώσει τήν ἀκολασίαν· καί ἐντεῦθεν ἐγεννήθη ἡ ἀντίδρασις διά τῆς ἀγαμίας. Ἀλλ' ὅσον κακόν εἶνε ἡ ἀκολασία, ἄλλο τόσον κακόν εἶνε καί ἡ ἀγαμία, ὡς ὑφίσταται παρ' ἡμῖν δι' ἀσκητισμόν. Ἡμεῖς οἱ Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, πρέπει νά ἐπανέλθωμεν εἰς τήν ἀγάπην τοῦ κάλλους, ὅπως ἦτο αὕτη παρά τοῖς ἀρχαίοις ἡμῶν προγόνοις, καί εἰς τόν σεβασμόν τῆς ἀνθρωπίνης ἀξίας, ὅπως τόν διδάσκει ὁ Χριστιανισμός. Καί τότε οὔτε ἀκολασία, οὔτε ἀγαμία θά ὑπάρχῃ. Τό σῶμα ἡμῶν κατά τόν Ἀπόστολον Παῦλον εἶνε Ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ὁ αἰσχυνόμενος διά τήν ἀγάπην τοῦ σώματος καί φεύγων αὐτήν διά ἀσκητισμόν ὁμοιάζει πρός τόν αἰσχυνόμενον διά τήν ἀγάπην τῶν ὡραίων ἀνθέων, ὧν ἀποφεύγει καί φοβεῖται τήν γλυκεῖαν εὐωδίαν διά νά μή ἁμαρτήσῃ. («Ὁ μύχιός μου πόθος καί τό Ὀνειροπολούμενον παρ΄ ἐμοῦ ἐκκλησιαστικόν πρόγραμμα», σελ. 33).

Στό σημεῖο αὐτό ὁ Χρυσόστομος προτείνει στό πρόγραμμά του νά καταργηθῆ στήν ἐκκλησία ἡ δυνατότης τῆς ἀγαμίας καί νά προσηλωθῆ ὁ ἄνθρωπος στήν ἀγάπη τοῦ σώματος μέ πρότυπο τούς ἀρχαίους Ἕλληνας. Αὐτό δείχνει τό πόσο κατενόησε τήν ἀσκητική γραμμή τῆς ἐκκλησίας, τόν μοναχισμό, ὡς ἔκφρασι τῆς γραμμῆς αὐτῆς καί τήν βλάβη τῆς ψυχῆς, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀσχολῆται καί προσηλώνεται στό σῶμα. Λέγει ὅμως καί κάτι φοβερώτερο: ὅτι ἡ ἀσκητική καί μοναχική ζωῆ καί παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ἐδημιουργήθη ὡς ἀντίδρασις στήν ἀκολασία τῆς ἀρχαίας Ρώμης καί ὡς ἐκ τούτου δέν ἔχει τίς ρίζες της στήν Ἁγ. Γραφή καί στήν Ἀποστολική Παράδοσι. Ἡ θεολογική αὐτή θέσις τοῦ Χρυσοστόμου ἀποτελεῖ βλασφημία καί αἵρεσι διότι κατά τόν συλλογισμό τοῦ Χρυσοστόμου (Σμύρνης) ἡ Ἐκκλησία ἐπλανήθη, δημιουργώντας ἐξ ἀντιδράσεως μιά ψεύτικη παράδοσι, τήν ὁποία ἀκολουθοῦν καί βιώνουν ἀνά τούς αἰώνας πλήθη χριστιανῶν. Περιττό δέ νά ποῦμε ὅτι ἐδῶ ἐξυπακούεται ὅτι ἐπλανήθησαν καί οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἐθέσπισαν τήν ἀσκητική παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ ὁποῖοι πρῶτοι τήν ἐβίωσαν καί ἡγιάσθησαν μέσα σ' αὐτήν. Ἔτσι ὁ Χρυσόστομος στηρίζοντας θεολογικά καί θεωρητικά τήν ἀπέχθειά του στήν ἀσκητική καί μοναχική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ξεπερνᾶ στήν πλάνη καί διαστροφή καί αὐτή τή Δύσι, στήν ὁποία, ἔστω καί μέ λανθασμένο τρόπο, ἐξακολουθεῖ νά ὑφίσταται ἡ μοναχική ζωή.

Μελετώντας ὅμως τή θεολογία τῶν ἁγίων διαπιστώνουμε ὅτι, ὅσο ὁ ἄνθρωπος στρέφει τήν προσοχή του καί προσηλώνεται στό σῶμα καί ἱκανοποιεῖ τίς αἰσθήσεις τοῦ σώματος, τόσο ἀτονοῦν, ἀτροφοῦν καί νεκρώνονται οἱ αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς καί κατ' ἐπέκτασιν ἡ ἴδια ἡ ψυχή. Ἡ ἀσκητική ζωή τῆς ἐκκλησίας ἔχει ὡς σκοπό νά χαλιναγωγήση καί νά νεκρώση τίς ἀπαιτήσεις αὐτές τῶν αἰσθήσεων τοῦ σώματος, οἱ ὁποῖες καλλιεργοῦν ὅλα τά σωματικά πάθη, καί νά ζωοποιήση, δυναμώση καί καθαρίση τίς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς, διά τῶν ὁποίων ὁ ἄνθρωπος σέ τελική ἀνάλυσι βλέπει τό Θεό. Ὁ Χρυσόστομος ὅμως, ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπό τούς Ἁγίους καί ἐναρμονισμένος, ὅπως γράφει, μέ τό πνεῦμα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων διδάσκει καί προτείνει στό πρόγραμμά του τά ἐντελῶς ἀντίθετα, δηλαδή διδάσκει προσήλωσι καί ἱκανοποίησι τῶν αἰσθήσεων τοῦ σώματος, ἀγάπη στό ἴδιο τό σῶμα, ἀγάπη στό κάλλος, ὅπως τό διδάσκουν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες κλπ. Τό ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι αἱρετικά φρονήματα καί διαστροφή τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως μόλις εἶναι ἀνάγκη νά τό ἀναφέρωμε.

Ἡ ὀρθόδοξος θέσις τῆς Ἐκκλησίας ὅσον ἀφορᾶ στήν ἄσκησι τοῦ σώματος καί τήν γυμναστική καί ἡ σχέσις της καί ἡ ὑπηρεσία της στήν ὅλη πνευματική ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἀντικατοπτρίζεται μέ σαφήνεια στίς θέσεις τοῦ συγχρόνου ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ ἁγίου τοῦ αἰῶνα μας, τοῦ Μητροπολίτου Πενταπόλεως Νεκταρίου, ὁ ὁποῖος ἦτο καί σύγχρονος τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης καί μᾶς λέγει ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ τά ἑξῆς:

«Ὅθεν διά τῆς γυμναστικῆς δέν ἐπιζητεῖται ἡ ἐπίτευξις τῆς ἀθλητικῆς ρώμης, οὐδέ ἡ ἀκατάβλητος καί ἀδάμαστος τῶν μυώνων δύναμις, ἀλλ' ἡ ἐνίσχυσις τῶν σωματικῶν δυνάμεων πρός πρόθυμον ἱκανοποίησιν τῶν ἀπαιτήσεων τοῦ πνεύματος καί πλήρωσιν τῶν ἐπιβεβλημένων αὐτῷ καθηκόντων· διότι σκοπόν προτίθεται ἡ γυμναστική νά ἀναδείξῃ οὐχί ἀθλητάς τῶν γυμναστικῶν ἀγώνων, ἀλλ' ἄνδρας τελείως μεμορφωμένους, ἱκανούς πρός πᾶσαν ἐπιχείρησιν· γνωστόν δέ ὅτι ἡ ἄσκησις προθυμοτέρους πρός τούς ἀγῶνας καθιστᾷ διά τήν ἕξιν, καί φιλοπονωτέρους διά τήν πρός τούς πόνους οἰκείωσιν.

Μεσότης ἄρα ἐν τῇ γυμνασίᾳ πρός διάσωσιν τῆς σωφροσύνης· ἤτοι ἁρμονική ἀνάπτυξις τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος· τῆς μέν ὅπως κυριαρχῇ τοῦ σώματος, τοῦ δέ ὅπως προθύμως ἐκπληροῖ τά κελεύσματα...» («Ὁ Ἁγ. Νεκτάριος ὡς διδάσκαλος», - Μελέτη περί τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς ἀληθοῦς καί ψευδοῦς μορφώσεως - Ὁμιλία περί γυμναστικῆς, σελ. 143, π. Θεοδ. Ζήση).

Ἐνῶ δηλαδή ὁ ἅγιος Νεκτάριος θέτει τήν ἄσκησι τοῦ σώματος στήν ὑπηρεσία τῆς ψυχῆς καί τῆς ἐν γένει σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Χρυσόστομος ἀντιθέτως τοποθετεῖ αὐτοτελῶς καί ἀνεξαρτήτως τῆς ψυχῆς τήν ἄσκησι τοῦ σώματος προσηλωμένος ἐμπαθῶς στό κάλλος καί στήν ἀγάπη αὐτοῦ. Δηλαδή κατά τόν Χρυσόστομο Σμύρνης ἡ ἄσκησις πρέπει νά γίνεται χάριν τοῦ σώματος καί ὄχι χάριν τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς.

Ἕνας ἄλλος καταξιωμένος σύγχρονος πατέρας, ὁμολογητής τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἀναγνωρισμένος πανορθοδόξως στή συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας, ὁ σέρβος καθηγητής π. Ἰουστίνος Πόποβιτς μᾶς λέγει χαρακτηριστικά σχετικά μέ τήν ἄσκησι ὡς βίωμα μέσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας:

«...Τήν ἄσκησιν εἰς τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά ἀντιτάξωμεν εἰς τόν πολιτιστικόν ἀσκητισμόν, ὁ ὁποῖος γίνεται εἰς τό ὄνομα τοῦ σαπισμένου καί παραμορφωμένου εὐρωπαϊκοῦ ἀνθρώπου, εἰς τό ὄνομα τοῦ ἀθεϊσμοῦ, τοῦ πολιτισμοῦ, τοῦ ἀντιχρίστου. Διά τούτο τό κύριον χρέος τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι νά δημιουργῆ τούς χριστοφόρους ἀσκητάς. Ἡ φωνή πού πρέπει νά ἀκούεται μέσα της σήμερα εἶναι: ὀπίσω πρός τούς χριστοφόρους ἀσκητάς, πρός τούς Ἁγίους Πατέρας! ...Διότι αὐταί αἱ θεανθρώπιναι ἀσκήσεις-ἀρεταί ἐδημιούργησαν τόν ἅγιον Ἀντώνιον, τόν ἅγιον Γρηγόριον, τόν ἅγιον Σάββα. Καί σήμερον, μόνον αἱ ὀρθόδοξοι ἀσκήσεις -ἀρεταί ἠμποροῦν νά κάνουν ἁ γ ί α ν τήν κάθε ψυχήν καί τήν ψυχήν ὁλοκλήρου τοῦ λαοῦ μας. Ἐφ' ὅσον ὁ θεανθρώπινος σκοπός εἶναι αἰώνιος καί ἀναλλοίωτος, καί τά μέσα του εἶναι ἐπίσης αἰώνια καί ἀναλλοίωτα, διότι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας (Ἑβρ. 13,8).

»Ἐδῶ εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ τοῦ ἀνθρωπίνου κόσμου καί τοῦ κόσμου τοῦ Χριστοῦ: τό ἀνθρώπινον εἶναι πεπερασμένον καί χρονικόν, τό τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀναλλοίωτον καί αἰώνιον. Ἡ Ὀρθοδοξία ὡς μοναδικός φορεύς καί φύλαξ τοῦ τελείου καί παμφώτου Προσώπου τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ πραγματοποιεῖται ἀποκλειστικῶς μέ τά θεανθρώπινα -ὀρθόδοξα μέσα, τάς ἀσκητικάς ἐν χάριτι ἀρετάς, ὄχι μέ μέσα δανεισμένα ἀπό τόν Ρωμαιοκαθολικισμόν ἤ τόν Προτεσταντισμόν, διότι αὐτοί εἶναι χριστιανισμοί κατά τήν ἔκδοσιν τοῦ ὑπερηφάνου εὐρωπαίου ἀνθρώπου, καί ὄχι τοῦ ταπεινού Θεανθρώπου... Ἡ ὀρθόδοξος ψυχή τοῦ λαοῦ μας τείνει πρός τούς Ἁγίους Πατέρας, πρός τούς Ὀρθοδόξους Ἀσκητάς... Ἡ Ὀρθοδοξία πάντοτε δημιουργεῖ ἀσκητικάς ἀναγεννήσεις, καί ἄλλας ἀναγεννήσεις ἡ Ὀρθοδοξία δέν ἀναγνωρίζει.

»Οἱ ἀσκηταί εἶναι οἱ μόνοι ἱεραπόστολοι τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ ἀσκητισμός εἶναι ἡ μόνη ἱεραποστολική σχολή τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἄσκησις καί ζωή, διά τοῦτο μόνον μέ τήν ἄσκησιν καί τήν ζωήν κηρύττει καί πραγματοποιεῖ τήν ἱεραποστολήν της. Νά ἀναπτυχθῆ ὁ ἀσκητισμός, ὁ προσωπικός καί ἐκκλησιαστικός, -αὐτός πρέπει νά εἶναι ἡ ἐσωτερική ἱεραποστολή τῆς Ἐκκλησίας μας μέσα εἰς τόν λαόν μας. Ἡ ἐνορία πρέπει νά γίνη ἀσκητικόν κέντρον. Ἀλλά αὐτό ἠμπορεῖ νά τό κάμῃ μόνον ἐφημέριος - ἀσκητής... Ἀλλ' ὅλα αὐτά ἀπαιτοῦν ὡς προϋπόθεσιν: τό νά γίνουν οἱ ἴδιοι οἱ ἀρχιερεῖς μας, οἱ ἱερεῖς μας καί οἱ μοναχοί μας ἀσκηταί, καί δι΄ Αὐτό: Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν» («Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος», σελ. 59-61).

Τό πόσο ἐναρμονισμένες εἶναι οἱ θέσεις τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου καί τοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς μέ τήν ὅλη Ὀρθόδοξη Παράδοσι καί τό πόσο ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες εἶναι οἱ θέσεις τοῦ Χρυσοστόμου Σμύρνης δέν εἶναι δύσκολο καί στόν πιό ἁπλό χριστιανό νά τό καταλάβη. Κατ' αὐτόν λοιπόν τόν τρόπο, θέτοντας μέσα στούς Ἁγίους τόν Χρυσόστομο (Σμύρνης), ἡ ἁγιοποιήσασα αὐτόν Σύνοδος, ἐδημιούργησε μία σύγχυσι στή διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί μία σύγχυσι στούς ἴδιους τούς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι πλέον θά παίρνουν ὡς πρότυπο τόν «ἅγιο» πού τούς βολεύει στά πάθη τους.

(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου