Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Η Λειτουργική Θεολογία του π.Αλεξάνδρου Σμέμαν

«Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ Π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ»
Του πρωτοπρ. ΜΙΧΑΗΛ ΠΟΜΑΖΑΝΚΣΥ († 1987)

Στοὺς περασµένους αἰῶνας ὁ µεγαλύτερος κίνδυνος γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ προῆλθε ἀπὸ ψευδοδιδασκάλους, οἱ ὁποῖοι ἀφωρίσθησαν καὶ κατεδικάσθησαν ἐξ αἰτίας τῶν δογµατικῶν τους πλανῶν. Τοιουτοτρόπως οἱ παλαιοὶ Πατέρες καὶ οἱ Σύνοδοι κατεδίκασαν τὸν Ἀρειανισµό, τὸν Νεστοριανισµό, τὸν Μονοφυσιτισµό, τὴν Εἰκονοµαχία κτλ. Ἀλλὰ ὁ ἐχθρὸς τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου δὲν καθεύδει, καὶ στὶς ἡµέρες µας ἔχει ἐµπνεύσει ποικίλα ρεύµατα «ἀνακαινισµοῦ» ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα προσβάλλουν κυρίως τὴν ζωὴ καὶ πρακτικὴ τῆς παραδοσιακῆς Ὀρθοδοξίας· ἀπὸ τὸν καθαρὸ Προτεσταντισµὸ τῆς «Ἀνακαινισµένης» ἢ «Ζώσης Ἐκκλησίας» στὴν Ρωσσία στὰ 1920, ἕως τοὺς πολυαρίθµους ἐπιδόξους µεταρρυθµιστάς, τοὺς ὁποίους µπορεῖ κανεὶς νὰ βρῇ σχεδὸν σὲ κάθε τοπικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήµερα.

Στὸ ἄρθρον αὐτὸ κρίνεται µὲ προσοχὴ καὶ ἐπισηµαίνεται ἡ «µεταρρυθµιστικὴ» τάσις τοῦ ἐπὶ τῆς λειτουργικῆς θεολογίας ἔργου ἑνὸς πολὺ γνωστοῦ καὶ εὑρύτατα σεβαστοῦ συγχρόνου Ρώσσου θεολόγου. Γιὰ νὰ εἴµεθα δίκαιοι θὰ πρέπῃ νὰ σηµειώσουµε ὅτι ὁ π. Ἀλέξανδρος Σµέµαν πιθανῶς δὲν βλέπει τὸν ἑαυτόν του ὡς ἕναν «µεταρρυθµιστή», καὶ ἐπαφίεται ἀναµφιβόλως σὲ ἄλλες, λιγότερο εὐαίσθητες ψυχές, σὲ µίαν ἄλλη γενεὰ ἀποστασιοποιηµένη ἀπὸ τὴν αὐθεντικὴ Ὀρθόδοξη ζωή, νὰ ἐξαγάγῃ τὰ ἀναπόφευκτα εἰκονοκλαστικὰ συµπεράσµατα ἀπὸ τὶς ἤδη Προτεσταντικὲς ἀπόψεις τοῦ π. Σµέµαν.

Ὁ συγγραφεὺς τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ, Πρωτοπρεσβύτερος Μιχαὴλ Ποµαζάνκσυ, ἕνας ἐκ τῶν τελευταίων ζώντων θεολόγων ποὺ ἀπεφοίτησαν ἀπὸ τὶς θεολογικὲς ἀκαδηµίες τῆς προ–Ἐπαναστατικῆς Ρωσσίας, ἐδίδαξε θεολογία σὲ γενεὲς Ὀρθοδόξων ἱερέων, καὶ τώρα διδάσκει καὶ διαµένει στὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος στὸ Τζόρντανβιλ τῆς Νέας Υόρκης.

π. Σεραφεὶµ Ρόουζ

Ἐνώπιόν μας ἔχουμε τὸ ἔργον τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Εἰσαγωγὴ στὴν Λειτουργικὴ Θεολογία. Τὸ βιβλίο παρουσιάζεται ὡς μία «εἰσαγωγὴ σὲ µιὰ προτεινοµένη πλήρη σειρὰ Λειτουργικῆς Θεολογίας» (σ. 243), σχεδιασμένη ὑπὸ τοῦ συγγραφέως. Σὲ αὐτὴν ὑποδεικνύονται οἱ βάσεις ἑνὸς προτεινομένου νέου θεολογικοῦ συστήματος, καὶ ἔπειτα δίδεται ἕνα ἱστορικὸ διάγραμμα τῆς ἀναπτύξεως τοῦ Κανόνος ἢ Τυπικοῦ τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν.

Τὸ κύριον μέρος τῆς Εἰσαγωγῆς στὴν Λειτουργικὴ Θεολογία – ἡ ἱστορία τοῦ Τυπικοῦ – βασίζεται πρωτίστως σὲ Δυτικὲς ἐπιστημονικὲς ἔρευνες στὴν γαλλική, ἀγγλική, καὶ γερμανική γλῶσσα, καὶ μερικῶς σὲ ρωσσικὲς πηγές. Ὁ συγγραφεὺς εἶναι πεπεισμένος ὅτι κατώρθωσε, καθὼς ὁ ἴδιος τὸ ἐκφράζει, νὰ διαφύγῃ τὴν «Δυτικὴ αἰχμαλωσία», ἐνῶ ἔκαμε χρῆσι μὴ Ὀρθοδόξων πηγῶν. Ἀποφεύγει τὶς ἀκραῖες ἐπιβεβαιώσεις τῶν Προτεσταντῶν ἱστορικῶν. Γράφει: «Ἐµεῖς ἀπορρίπτουµε κατηγορηµατικὰ τὴν ἀποδοχὴ τῆς εἰρήνης τοῦ Κωνσταντίνου [δηλ. τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Κωνσταντίνου] ὡς µιᾶς “ψευδονίκης” τοῦ χριστιανισµοῦ, µιᾶς νίκης ἀγορασµένης στὴν τιµὴ τοῦ συµβιβασµοῦ» (σ. 128). Ὅμως τέτοιες διαβεβαιώσεις δὲν ἀρκοῦν καθ’ ἑαυτάς, καὶ τὸ θεωροῦμε ὑποχρέωσί μας νὰ ἑστιάσουμε τὴν προσοχὴ στὰ περιεχόμενα τοῦ βιβλίου ὑπὸ μίαν ἔποψι: Ἔχει ὁ συγγραφεὺς πράγματι διαφύγει τὴν Δυτικὴ αἰχμαλωσία; Ὅπως βεβαιώνουν πολλὰ στοιχεῖα, δὲν τὴν ἔχει στὴν πραγματικότητα διαφύγει.

Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΤΑΞΙΣ: ΠΡΟΪΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΙΤΙΟΥ ΚΑΙ ΑΙΤΙΑΤΟΥ
Ἢ ΘΕΙΑ ΕΜΠΝΕΥΣΙΣ ΚΑΙ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΙΣ;

Ἐρευνώντας τὰ κύρια στάδια ἀναπτύξεως τοῦ Κανόνος τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, ἢ Τυπικοῦ, ὁ συγγραφεὺς τὰ βλέπει ὅπως θὰ ἔβλεπε μία συνήθη ἱστορικὴ ἐκδήλωσι, ποὺ διεμορφώθη συνεπείᾳ τῆς ἐπιδράσεως τῶν μεταβαλλομένων ἱστορικῶν συνθηκῶν. Γράφει: «Οἱ ὀρθόδοξοι συγγραφεῖς συνήθως “ἀπολυτοποιοῦν” τὴν ἱστορία τῆς λατρείας καὶ τὴ θεωροῦν στὸ σύνολό της σὰν κάτι ποὺ ἐγκαθίδρυσε ἡ ἴδια ἡ θεία πρόνοια» (σ. 106). Ὁ συγγραφεὺς ἀπορρίπτει μία τέτοια ἄποψι. Δὲν βλέπει τὴν «ἰσχὺν τῶν ἀρχῶν» στὴν ὁριστικὴ διαμόρφωσι τοῦ Τυπικοῦ· ἐν πάσῃ περιπτώσει τὶς παραδέ- χεται ὡς ἀμφίβολες. Ἀπορρίπτει ἢ ἀκόμη ἐπικρίνει τὴν «τυφλὴ “ἀπολυτοποίηση” τοῦ Τυπικοῦ» (σ. 243) ἐνῷ στὴν πράξι αὐτὸ συνδέεται, κατὰ τὴν παρατήρησί του, μὲ τὴν πραγματικὴ καταστρατήγησί του σὲ κάθε βῆμα. Ὁμολογεῖ ὅτι «καµιὰ “ἀναστήλωση” τῆς ἱστορίας δὲ στέφθηκε ποτὲ µὲ ἐπιτυχία» (σ. 243). Ἀνακαλύπτει ὅτι ἡ θεολογικὴ ἰδέα τοῦ καθημερινοῦ κύκλου τῶν ἀκολουθιῶν «ἐπισκιάστηκε ἀπὸ δευτερεύοντα στρώµατα τῆς Τάξης» (σ. 244), τὰ ὁποῖα ἐπεβλήθησαν στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες ἀπὸ τὸν Δ΄ αἰῶνα. Ἡ ἐκκλησιολογικὴ κλείδα γιὰ τὴν κατανόησι τῆς Λατρείας, σύμφωνα μὲ τὸν συγγραφέα, «χάθηκε» (σ. 249), καὶ ἀπομένει στὴν ἱστορικὴ ὁδὸ νὰ ἀναζητήσῃ καὶ νὰ εὕρῃ τὸ κλειδὶ τῆς λειτουργικῆς θεολογίας.

Μία τέτοια θεώρησις τοῦ Κανόνος μᾶς εἶναι καινοφανής. Τὸ Τυπικόν, μὲ τὴν μορφὴ ποὺ προσέλαβε μέχρι τὴν ἐποχή μας στὶς δύο βασικές του ἐκδοχές, εἶναι ἡ συνειδητοποιημένη ἀντίληψις τῆς Χριστιανικῆς λατρείας· ἡ λατρεία τοῦ πρώτου αἰῶνος ὑπῆρξε ὁ πυρῆνας, ποὺ ἔφθασε στὴν ὡρίμασι τῆς παρούσης καταστάσεως, ὁπότε καὶ ἔχει λάβει τὴν τελική του μορφή. Φυσικά, ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν ὄχι τὸ περιεχόµενον τῶν ἀκολουθιῶν, τοὺς ὕμνους καὶ τὶς εὐχὲς καθ’ ἑαυτά, τὰ ὁποῖα συχνὰ φέρουν τὴν σφραγίδα τοῦ φιλολογικοῦ εἴδους μιᾶς ἐποχῆς καὶ ἀντικαθιστᾷ τὸ ἕνα τὸ ἄλλο, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ σύστηµα τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, τὴν τάξι, τὴν συμφωνία, τὴν ἁρμονία, τὴν ἀλληλουχία τῶν ἀρχῶν τους καὶ τὴν πληρότητα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς κοινωνίας μετὰ τῆς Θριαμβευούσης Ἐκκλησίας ἀφ’ ἑνός, καὶ ἀφ’ ἑτέρου τὴν πληρότητα ἐκφράσεως τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς – ἀπὸ τοὺς Πασχαλίους ὕμνους ἕως τὸν θρῆνον τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς γιὰ τὶς ἠθικὲς πτώσεις. Ὁ σημερινὸς Κανὼν (Τυπικὸν) τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν ἤδη ἐμπεριείχετο στὴν ἀντίληψι τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν τῶν πρώτων Χριστιανῶν, καθ’ ὃν τρόπον στὸν σπόρο τοῦ φυτοῦ ἐμπεριέχονται ἤδη οἱ μορφὲς τῆς μελλοντικῆς του ἀναπτύξεως, ἕως τὴν στιγμὴ ποὺ ἀρχίζει νὰ καρποφορῇ, ἢ καθ’ ὃν τρόπον στὸν ἐμβρυακὸ ὀργανισμὸ ἑνὸς ζῶντος πλάσματος ἐγκρύπτεται ἤδη ἡ μελλοντική του μορφή.

Στὸν ἀλλότριο ὀφθαλμό, στὴν μὴ Ὀρθόδοξη Δύσι, τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κανὼν Λατρείας μας (Lex Orandi) προσέλαβε μία σταθερὰ μορφή παρουσιάζεται ὡς ἀπολίθωσις· γιὰ ἐμᾶς ὅμως αὐτὸ ἀντιπροσωπεύει τὴν ὁριστικὴ ἀνάπτυξί του, τὴν ἐπίτευξι τῆς μεγαλύτερης δυνατῆς πληρότητος καὶ ὁλοκληρώσεώς του· καὶ ἀνάλογη ὁλοκλήρωσι τῆς μορφῆς ἀναπτύξεως παρατηροῦμε ἐπίσης στὴν ἀνατολικὴ ἐκκλησιαστικὴ εἰκονογραφία, στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀρχιτεκτονική, στὴν ἐσωτερικὴ ὄψι τῶν καλυτέρων ἐκκλησιῶν, στὶς παραδοσιακὲς μελωδίες τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς· περαιτέρω προσπάθειες ἀναπτύξεως σὲ αὐτὲς τὶς σφαῖρες καταλήγουν τόσο συχνὰ σὲ «παρακμή», ὁδηγῶντας ὄχι σὲ ἄνοδο ἀλλὰ σὲ πτῶσι. Ἕνα μόνον συμπέρασμα μπορεῖ νὰ ἐξαχθῇ: Εἴμεθα ἐγγύτερα πρὸς τὸ τέλος τῆς ἱστορίας ἀπὸ ὅτι στὴν ἀρχή της... Καὶ φυσικά, ὅπως σὲ ἄλλες σφαῖρες τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, ἔτσι καὶ σὲ αὐτὴν θὰ πρέπῃ νὰ δοῦμε ἕνα «πεπρωμένον» θεμελιωμένο ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, κάτι τὸ θεόσταλτον, καὶ ὄχι μίαν ἁπλῆ λογικὴ αἰτίων καὶ αἰτιατῶν.

Ὁ συγγραφεὺς αὐτοῦ τοῦ βιβλίου προσεγγίζει τὴν ἱστορία τοῦ Τυπικοῦ ἀπὸ μίαν ἄλλη ὀπτικὴ γωνία· θὰ τὴν ὀνομάζαμε πραγματιστικὴ ὀπτικὴ γωνία. Κατὰ τὴν ἀνάλυσί του, ἡ βασικὴ ἀποστολική, πρώιμη χριστιανικὴ λειτουργικὴ τάξις ἔχει ἐπικαλυφθῇ ἀπὸ μία σειρὰ στρωμάτων, τὰ ὁποῖα ἐπίκειται τὸ ἕνα τοῦ ἄλλου καὶ μερικῶς ἐκτοπίζει τὸ ἕνα τὸ ἄλλο. Τὰ στρώματα αὐτὰ εἶναι: ἡ «μυστηριολογικὴ» λατρεία, ἡ ὁποία προέκυψε ὄχι χωρὶς τὴν ἔμμεση ἐπίδρασι τῶν παγανιστικῶν μυστηρίων τὸν Δ΄ αἰῶνα· ἔπειτα, ἡ λειτουργικὴ τάξις τοῦ μοναχισμοῦ τῆς ἐρήμου· καὶ τελικῶς, ἡ τελικὴ ἐπεξεργασία ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν μοναχισμὸ ποὺ εἶχε εἰσέλθει στὸν κόσμο. Τὸ ἐπιστημονικὸ σχῆμα τοῦ συγγραφέως ἔχει ὡς ἑξῆς: ἡ «θέσις» μιᾶς καθ’ ὑπερβολὴν ἐμπλοκῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς λατρείας του στὸν κόσμο, κατὰ τὴν Κωνσταντίνειο ἐποχή, προκάλεσε τὴν «ἀντίθεσι» τῆς μοναστικῆς ἀποστροφῆς πρὸς τὸν νέο τύπο «λειτουργικῆς εὐσεβείας», καὶ αὐτὴ ἡ διαδικασία κατέληξε στὴν «σύνθεσι» τῆς Βυζαντινῆς περιόδου. Μόνη καὶ χωρὶς καμμία ἐπιχειρηματολογία ἵσταται ἡ ἑξῆς φράσις ὡς περιγραφὴ τῆς θυελλώδους Κωνσταντινείου ἐποχῆς: «Ὅλα ἔχουν προπαρασκευαστεῖ κατὰ τὸν ἕναν ἢ ἄλλο τρόπο στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας τὴν προηγούµενη ἐποχή» (σ. 108).

Ὁ συγγραφεὺς πληρώνει φόρο στὴν μέθοδο ποὺ κυριαρχεῖ πλήρως στὴν σύγχρονη ἐπιστήμη: ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὴν ἀντίληψι περὶ μιᾶς ἐπισκιάσεως τῆς Θείας Χάριτος, τὴν ἔννοια τῆς ἁγιότητος αὐτῶν ποὺ ἐθεμελίωσαν τὴν λειτουργικὴ τάξι, αὐτοπεριορίζεται σὲ μία γυμνὴ ἀλυσίδα αἰτίων καὶ αἰτιατῶν. Ἔτσι παρεισάγεται ὁ θετικισμὸς σήμερα στὴν χριστιανικὴ ἐπιστήμη, στὴν σφαῖρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, σὲ ὅλες τὶς προεκτάσεις της. Ἐὰν ὅμως ἡ θετικὴ μέθοδος ἀναγνωρίζεται ὡς ἐπιστημονικὴ μεθοδολογικὴ ἀρχὴ στὴν ἐπιστήµη, στὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες, μὲ κανένα τρόπο δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴν ἐφαρμόζῃ στὴν ζῶσα θρησκεία, οὔτε σὲ κάθε σφαῖρα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, στὸν βαθμὸ ποὺ παραμένουμε πιστοί. Καὶ ὅταν ὁ συγγραφεὺς σὲ ἕνα σημεῖο σημειώνει σχετικῶς μὲ τὴν ἐποχὴ αὐτή: «Ἡ Ἐκκλησία βίωσε αὐτὴ τὴ συµφιλίωση καὶ τὴ νέα ἐλευθερία της ὡς κάτι θεόσταλτο γιὰ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ µέχρι τότε βρισκόταν “ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου”» (σ. 128), ἐπιθυμεῖ κανεὶς νὰ ἐρωτήσῃ: Καὶ γιατὶ ὁ συγγραφεὺς δὲν ἐκφράζει τὴν συμφωνία του μὲ τὴν Ἐκκλησία στὴν παραδοχὴ αὐτοῦ τοῦ θεοστάλτου;

Πηγή : Πατερική Θεολογία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου