Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΚΑΙ ΕΥΤΕΛΗΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΕΩΣ (3)

Συνέχεια από  Κυριακή, 10 Μαρτίου 2013

Ο ΠΛΩΤΙΝΟΣ ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟΥ.

Απο την στιγμή που η παρακολούθησις είναι μόνον ο τρόπος με τον οποίο η συνείδηση πραγματοποιείται στα κατώτερα επίπεδα τού είναι, υπάρχει ένα είδος συνειδήσεως που δέν είναι παρακολούθησις (V8,1)
Παρότι η αίσθηση του κακού και της ασθένειας παράγει μία εντύπωση (πληγή) πιό δυνατή, εμείς γνωρίζουμε καλύτερα την υγεία: «σημαίνει πώς η υγεία είναι κοντά στην γνώση και ενούται μαζί μας. Η ασθένεια αντιθέτως, είναι ένας επιδρομέας (αλλότρια), δέν είναι κάτι οικείο και γίνεται φανερή αμέσως διότι είναι διαφορετική απο εμάς (έτερον ημών). Εμείς δέν αισθανόμεθα αυτό που είναι δικό μας, αυτό που είμαστε εμείς (αναίσθητοι) : πάνω απ’όλα όμως είμαστε συνειδητοί του εαυτού μας (εμέν αυτοίς συνετοί) όσο περισσότερο κατορθώσουμε να ενοποιήσουμε τόσο τον εαυτό μας όσο και την γνώση που έχουμε για τον εαυτό μας (την επιστήμην ημών και ημάς έν πεποιηκότες)». Χωρίς να μετρήσουμε στα σοβαρά όλον τον λόγο, καθώς χρησιμοποιείται μόνον για ξεκίνημα, ας προσέξουμε την αρχή πώς αισθανόμαστε μόνον αυτό που είναι διαφορετικό απο εμάς και πώς εμείς κατανοούμε καλύτερα αυτό που είναι ένα μόνον πράγμα με εμάς (IV.4.4).
Κατέχουμε το καλύτερο, το μέγιστο, όταν είμαστε αυτό που κατέχουμε, όταν δέν διαφέρουμε απο αυτό σαν να ήταν ένα ξένο πράγμα, όταν δέν έχουμε πλέον «συνείδηση» (μη παρακολουθούντα). Και πράγματι όταν η ψυχή έχει συνείδηση (ειδώς) του γνωριζόμενου, το κατέχει σαν κάτι ξένο απο το οποίο διακρίνεται. Ενώ αντιθέτως, αγνοεί την κατοχή του, σημαίνει πώς έγινε αυτό που κατέχει (αγνοών δέ ότι έχεις, κινδυνείει είναι ό έχει).
            Το αντικείμενο γνωρίζεται τόσο καλύτερα, όσο πιό οικεία είναι ενωμένο με το υποκείμενο και αποτελεί ένα πράγμα μ’αυτό. Ας εξετάσουμε το θέμα αναφορικά με τον νού.
            Πώς μπορεί να γράφει άραγε ο A.Drews, πώς για τον Πλωτίνο «η δραστηριότης της σκέψεως αυτής καθ’αυτής είναι απολύτως ασυνείδητη;»
Αρκεί να διαβάσουμε τό V3, το οποίο διαπραγματεύεται ουσιαστικώς την νοητή γνώση, για να υποπτευθούμε πώς κατά τον Πλωτίνο πρέπει να εναρμονίσουμε στον νού την γνώση του εαυτού μας (κατανόησιν εαυτού, V3.1.13/γνώσιν....εαυτού V3.2.17, V3.4.9), και την δύναμη να αναγνωρίσουμε αυτό που είναι δικό του και αυτό που είναι σ’αυτόν (τα αυτού και τα εν αυτώ σκοπείσθαι, V3, 3,18). Και θα ήτο αδιανόητο να απορρίψουμε αυτό σ’αυτόν (παντάπασιν άτοπον, V3.1.18).
            Ο Λόγος είναι διότι ο νούς είναι ουσιώδης σκέψη (ουσιώδης νόησις). Για τον νού, το είναι και η νόηση είναι ένα μόνο πράγμα. «Εάν λοιπόν στον νού η νόηση είναι το ίδιο το νοητό και εάν το νοητό είναι αυτός ο ίδιος, συμπεραίνεται πώς ο Νούς σκέφτεται, νοεί τον εαυτό του. Έτσι η ζωή και η δραστηριότης του νού περιγράφεται σαν ένα φώς που λάμπει με το δικό του φώς (το πρώτον φώς εαυτό λαμπρόν), ταυτοχρόνως φωτίζον και φωτιζόμενο (νοητόν και νοούν και νοούμενον), Ικανό να βλέπει τον εαυτό του (εαυτώ ορώμενον), χωρίς να’χει ανάγκη για να δεί, απο τίποτε άλλο διότι είναι αυτό το ίδιο που θεωρεί (και γάρ ό ορά αυτό έστι. V3.8.36, V3.9.21). Σε όλες τις εννεάδες, σε όλες τις εποχές της διδασκαλίας του Πλωτίνου, βρίσκουμε το ίδιο δόγμα: ο νούς είναι ζωντανή θεωρία (θεωρία ζώσα ού θεώρημα, οίον το εν άλλω III 8.8-11).
            Ο νούς είναι αυτός ο ίδιος τα πράγματα που νοεί, απο την στιγμή που οι μορφές τους δέν του μεταφέρθηκαν απ’έξω : και πράγματι απο που θα μπορούσε να τις δεχθεί; (Μετά την επιδρομή του ακτίστου στο κτιστό υπάρχει τόπος απο όπου να μπορεί να τις δεχθεί). Είναι μ’αυτές, και μ’αυτές κάνει ένα μόνον πράγμα (V4.2) [Και το μεγαλειώδες θαύμα του Χριστιανού είναι πώς ο νούς δέχεται κάτι απ’έξω το οποίο είναι απο μέσα. Αυτός είναι ο Νούς Χριστού. Ο μεταμορφωμένος].
            Ο νούς γνωρίζει αληθινά, δηλαδή, όχι όπως τα αισθητήρια τα οποία δέχονται τις εντυπώσεις απο εξωτερικά αντικείμενα, καθότι διαθέτει τις ουσίες και αποτελεί ένα μόνον πράγμα μ’αυτές (V5,1,2).
            Στον νού η ψυχή χάνει την μνήμη του εαυτού της, διότι αυτή είναι ο εαυτός της μόνον εν δυνάμει αλλά η ψυχή γίνεται νούς ενεργεία και έχει συνείδηση του εαυτού της (IV 4.1.2).
            Να υποθέσουμε λοιπόν πώς στον αληθινό νού αυτός που νοεί είναι διαφορετικός απο αυτό που νοεί ή σκέπτεται πώς σκέπτεται, είναι ολότελα παράλογο (αλλά πάντως γέ ο αυτός έσται τώ όσπερ ενοεί ο νοών ότι νοεί).
            Είναι δυνατόν να σκεφθούμε ποτέ έναν νού ο οποίος νοεί μόνον χωρίς να’χει συνείδηση της νοήσεως του; (νούν νοούντα μόνον, μή παρακολουθούντα δε εαυτώ ότι νοεί;). Εάν βρεθούμε σ’αυτήν την κατάσταση σίγουρα θα θεωρηθούμε τρελλοί. Διότι ο αληθινός νούς, ο οποίος δέν δέχεται απ’έξω αυτό που νοεί «αλλά είναι αυτός ο ίδιος αυτό που νοεί, αναγκαίως, όταν νοεί κατέχει και θεωρεί τον εαυτό του και βλέπει τον εαυτό του όχι σαν κάτι α-νόητο,αλλά σαν κάτι νοήμον, καθότι στην νόησί του εμπλέκεται η νόηση η οποία νοεί, δύο πράγματα δηλαδή τα οποία συνιστούν μία ενότητα (ώστε εν τω πρώτως νοείν έχοι αν και το νοείν ότι νοεί ώς έν όν II 9.1). O Πλωτίνος δέν θα μπορούσε να είναι πιό σαφής.
Εάν είναι αλήθεια πώς η δεύτερη αρχή γίνεται νούς μόνον μετά απο έναν «στοχασμό» η δύναμις που ήταν ο νούς προηγουμένως καθορίζεται, όχι επειδή εναντιώνεται σε μία αντίθετη δύναμη, αλλά επιστρέφοντας στον εαυτό του, δηλαδή στο ΕΝΑ. Και πληρωμένος με το ΕΝΑ, στο μέτρο του δυνατού. Έτσι λοιπόν καθορίζεται και γίνεται ο νούς, κατέχοντας στον εαυτό του το αντικείμενο του, και κάνοντας ένα μόνον πράγμα μ’αυτό (V1, 4/V1,7/V6,6/V9,3). Δέν υπάρχει κανένα ίχνος στοχασμού μέσα στον Οργανισμό.
Ο Πλωτίνος υπερβαίνει την συνείδηση η οποία συνίσταται στο «είναι καθ’αυτή», εισάγοντας ακόμη και στην πρώτη Αρχή, μ’έναν πλάγιο τρόπο, ένα είδος συνειδήσεως. Και πραγματικά, το Ένα είναι ο ήλιος, το λαμπρό Φώς απ’αυτό και γι’αυτό(V5,7/VI 7,36). H ενότης η οποία αντικατοπτρίζεται στον εαυτό της, κατοχή του εαυτού της (III 9.,3) και όχι απόκτηση. Αυτή η ιδέα μάς φαίνεται σκοτεινή, μόνον λόγω της τελειότητος της. Διότι δέν κατανοούμε ούτε την απλότητα παρά μόνον διά της απορίας όπως ακριβώς η ζωή στην κίνηση. Όλο όμως αυτό το γεγονός οφείλεται στην μεταβλητότητα μας, στο ότι είμαστε βουτηγμένοι στην ύλη.
Έτσι, αποκαθιστώντας τις βεβαιώσεις του Drews, έχουμε :
1.      Ο όρος παρακολούθησις δέν εκφράζει για τον Πλωτίνο παρά μία κατώτερη μορφή της συνειδήσεως, εκείνη που υπάρχει σε μία ψυχή που είναι ενωμένη μ’ένα σώμα. Είναι παράνομο λοιπόν να τον βλέπουμε σαν να ανήκει σε κάθε συνείδηση.

2.      Ο πιό διαυγής τρόπος συνειδήσεως βρίσκεται στην νόηση (καλύτερα δέ μάλλον στο Ενα), η οποία καθ’εαυτή αναγνωρίζεται χωρίς δισταγμό και χωρις καμμία υποχώρηση (αμφιβολία). Δέν μπορούμε βεβαίως να ισχυρισθούμε πώς η συνείδηση για τον Πλωτίνο είναι ένα συνεχές γίγνεσθαι.

3.      Είναι αλήθεια πώς δέν έχουμε συνείδηση μιας παρόμοιας συνειδήσεως. Αυτό το καθαρό νοητό Φώς είναι για μας η νύχτα (το σκότος, θα πεί ο Αρεοπαγίτης). Και μ’αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε πώς είναι ασυνείδητη για τον εξωτερικό άνθρωπο, αλλά δέν είναι καθ’αυτή, δέν ισχύει για τον καθαρό νού.

4.      Υπάρχει μία βαθύτατη διαφορά ανάμεσα στην θεωρία του Πλωτίνου και την φιλοσοφία τού ασυνειδήτου. Οι εννεάδες αγνοούν τον εξελικτικό πανθεϊσμό που βρίσκεται στην βάση των θεωριών του Drews 

Τέλος η αναίρεση του Arnou.  

Συνεχίζεται.  

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου