Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

WERNER BEIERWALTES - ΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ (PLATONISMUS UND IDEALISMUS) (23)

Συνέχεια από Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

WERNER BEIERWALTES
Ο ΠΛΩΤΙΝΟΣ ΣΤΟΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΝ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟ

β.  Ο θετικός τρόπος με τον οποίον αντιλαμβάνεται ο Χέγκελ την έννοια της τριπλότητας ή τριάδας ως μιας συγκεκριμένης ολότητας, αντιστοιχεί στη συγγένειά του προς την προκλικήν τριάδα μονή – πρόοδος – επιστροφή. Η οποία τριάδα είναι, προετοιμασμένη ήδη από τον Πλωτίνο και συστηματικά επεξηγημένη από τον Πρόκλο, ο βασικός νόμος που διέπει το Είναι (την ύπαρξη…) και τη σκέψη. Πρόκειται για την αιτία που κινεί κάθε μεμονωμένη τριάδα, αλλά και την ενότητα όλων τών στοιχείων τής ύπαρξης συνολικά: την αιτία τής κινητικότητας και ενότητας του κόσμου (Kosmos), την αρχή τής κυκλικής επιστροφής τού κόσμου στην αιτία του, και κυρίως τη δομική αρχή τού πνεύματος, που αποτελεί ουσιαστικά την ανάκλαση στον εαυτό του και άρα στη δική του και συστατική πηγή. Κι αυτό το τελευταίο είναι και το καθοριστικό για τον Χέγκελ. Γιατί η διαλεκτική λειτουργία τού Απολύτου προς τον εαυτόν του, και άρα η Λογική, μπορεί να κατανοηθή μέσα απ’ αυτήν την αρχή: την αρχικήν α-μεσότητα (μονή), που περιλαμβάνει ήδη το αυθύπαρκτον Όλον· την έξοδο ή απο-ξένωση της αρχής στην ετερότητα του πνεύματος, στη φύση (πρόοδος)· και τελικά την επιστροφή στον εαυτό, την ανάμνηση (Er-innerung, επαν-εσωτερίκευση /  επιστροφή) στην παραμένουσαν ταυτότητα. Όπου καθοριστικό στο πρώτο «σκέλος» είναι ήδη το τρίτο, εφ’ όσον ολόκληρη αυτή η κίνηση είναι μια αυτο-ανακλαστική πράξη, η αυτο-ανάκλαση του καθισταμένου όλο και πιο συνειδητού και άρα πλουσιωτέρου υποκειμένου, η αυτο-παροχή τού Απολύτου ως συνένωση της ίδιας του της αρχής με το ίδιο του το τέλος ή την τελειότητα. Η αφηρημένη αρχή, και η αρνητικότητα της α-μεσότητας έφτασε έτσι, μέσα και πέρα απ’ την απο-ξένωση, στο συγκεκριμένο της τέλος ή αποτέλεσμα. Κι αυτή η κίνηση συνιστά την κίνηση ενός κύκλου: γενάται το ίδιο, απ’ το οποίο και «όλα» ξεκίνησαν, διαμεσολαβημένο όμως τώρα ανακλαστικά (ή μέσα απ’ τη σκέψη…). «Επέστρεψε έτσι και η Λογική που υπάρχει στην απόλυτην Ιδέα, σ’ αυτήν την απλήν ενότητα, που είναι και η αρχή της· η αρχική α-μεσότητα του Είναι, όπου μοιάζει κατ’ αρχάς να εκλείπη, ή και να παραμερίζεται με την αφαίρεση, κάθε προσδιορισμός, είναι η αποκτώμενη με τη διαμεσολάβηση (ή παροχή…), με την αναίρεση δηλ. της διαμεσολάβησης στην ομοιότητα που της αναλογεί, Ιδέα. Και η μέθοδος για (όλο…) αυτό είναι η καθαρή έννοια, που σχετίζεται μόνον προς τον εαυτόν της· αποτελώντας γι’ αυτό την απλήν αυτο-αναφορά, που συνιστά και το Είναι. Το οποίο είναι όμως τώρα ένα πεπληρωμένο επίσης Είναι, η αυτο-εννοούμενη έννοια, το Είναι ως η συγκεκριμένη λοιπόν, και εξίσου εντατική ολότητα»   ((  Logik II, σ. 504  )) . Παρ’ όλο που η νεοπλατωνική οντολογία αποκλείει εντελώς την ιδέα ενός λειτουργικού γίγνεσθαι του Απολύτου προς τον εαυτόν του – ό,τι γίνεται, είναι πάντοτε αυτό και μόνον, το οποίο δεν είναι η αρχή – , δεν είναι ωστόσο καθόλου αξιοθαύμαστο, το ότι ανακαλύπτει ο Χέγκελ το βασικό του φιλοσόφημα, την ανακλαστική δηλ. επιστροφή ως το αυτο-παρεχόμενο υποκείμενο, ακριβώς στον νεοπλατωνισμό. Το νόμιμο, τηρουμένων τών αναλογιών, σημείο εκκίνησης είναι ο νους. Στον Πλωτίνο είναι ο νους – κατά τον Χέγκελ -  «η αυτο-ανεύρεση του εαυτού», «η αυτο-επανάκαμψη ως κυκλική κίνηση» γύρω απ’ την απόλυτην ενότητα   ((  ό.π., ΧΙΧ, σ. 50 κ.ε.  )) · «αυτός που στρέφει τον νοητόν κόσμο στον εαυτόν του», αναιρώντας εντός του, σκεπτόμενος τον εαυτόν του, τις διαφορές. Και όντας έτσι ένα ζωντανό σύμπαν. – Στον Πρόκλο είναι ο νους – κατά τον Χέγκελ πάντα – πρωταρχικά «αυτό που επιστρέφει»   ((  ό.π., ΧΙΧ, σ. 80, και “Nachschrift Hothos, 113b  )) . Και σ’ αυτό, στο ότι δεν ‘απορρέει’ δηλ. ο Πρόκλος, αντίθετα προς τον Πλωτίνο, άμεσα τον νου απ’ το Ένα, βλέπει ο Χέγκελ μιαν ‘πρόοδο’, καθώς συμπεριλαμβάνει ο νους όλες τις προϋπάρχουσες απ’ αυτόν διαφοροποιήσεις, μαζί του στην ανάκλασή του. Και γι’ αυτό και ονομάζει ο Χέγκελ τον Πρόκλο ως «πιο λογικό»· επειδή καθιστά, μέσα από μιαν «καθαρώτερη και πιο ανεπτυγμένη διάκριση των δυνάμεων», ‘πλουσιώτερο’, δηλ. πιο συγκεκριμένο, τον νου. Η διαλεκτική αρχή στον νου παραμένει ωστόσο η αναιρούσα την άρνηση (πρόοδος, ετερότης), και διαμεσολαβούσα τον νου με τον εαυτό του επιστροφή. Όλα στον νου και – σύμφωνα με την ιδεαλιστικήν αυτήν ‘αποτίμηση’ – όλα όσα υπάρχουν πριν απ’ αυτόν είναι «Μια Σκέψη, Μια Ιδέα: η παραμονή ή μονή, η πρόοδος και η επιστροφή»   ((  ό.π., ΧΙΧ, σ. 90. Η φράση αυτή είναι μια παράφραση (Paraphrase) απ’ τον Πρόκλο, Theol. Plat. III 14· 143, 35 κ.ε. …: καί έστιν ενοειδή πάντα ταύτα καί νοητά τό μένειν, τό προϊέναι, τό επιστρέφειν  )) . Επιστροφή σημαίνει όμως πάντα επιστροφή στην ενότητα, και συγκεκριμενοποίηση στην ολότητα.

       Η επιστροφή και η άρνηση, η διαμεσολάβηση του Άλλου στο Ίδιον, στο Δικό μου, είναι λοιπόν ουσιαστικές για τη διαλεκτική. Και με βάση αυτήν την έννοια κατανοεί ο Χέγκελ και τον Πρόκλο: η διαλεκτική είναι ενεργός στον Πρόκλο, όχι μόνο στη φιλοσοφική σκέψη, αλλά και στο ίδιο το Όν: όλοι οι προσδιορισμοί πρέπει να αναλυθούν, να αναχθούν στον εαυτό τους και να επιστρέψουν στην ενότητα. «Το αρνητικό είναι ακριβώς αυτό που διχάζει, που παράγει, που ενεργεί, αντιτιθέμενο στο απλό… μέσα απ’ τη διαλεκτική θέλει να επαναφέρη (ο Πρόκλος) όλες τις διαφορές στην ενότητα»   ((  ό.π., ΧΙΧ, σ. 77  )) . Μπορούμε ωστόσο να πούμε, και ανεξάρτητα απ’ την ερμηνεία τού Χέγκελ, πως και τα δυό, η οντολογική δηλ. διαλεκτική ως κινητικότητα (ή: ταραχή…) του Είναι, και η ιδεαλιστική διαλεκτική ως κίνηση του υποκειμένου, προσδιορίζονται απ’ αυτόν τον τριπλόν βηματισμό: πρόοδος ή έξοδος, διχασμός και αυτο-διαφοροποίηση μιας αρχής, που είναι ήδη ιδεωδώς ή κρυμμένα (κρυφίως) το Όλον, και η επιστροφή στον εαυτό της. Όπου παραμένει βέβαια μια θεμελιώδης διαφορά: η ιδεαλιστική αρχή γίνεται κατ’ αρχάς, αυτό που πρέπει να είναι, απόλυτο δηλ. υποκείμενο, το Πλουσιώτατο και πιο Συγκεκριμένο απ’ όλα· ενώ η οντολογική αρχή είναι πάντοτε ήδη το πιο Πλούσιο και Συγκεκριμένο, είναι πάντοτε ήδη, αυτό που είναι και που μπορεί να είναι, και η επιστροφή αυτού που προήλθε απ’ αυτήν δεν της προσθέτει τίποτα επιπλέον.

        Ο Χέγκελ εξήρε λοιπόν ως βασικό χαρακτηριστικό τής προκλικής φιλοσοφίας την τριαδικότητα. Η Τριάδα (Trias) είναι γι’ αυτόν μια συγκεκριμένη ταυτότητα, ή: κάθε τι το συγκεκριμένο είναι τριαδικό. Η Λογική του είναι στις λεπτομέρειές της, αλλά και ως ανάπτυξη του ίδιου τού  Όλου μια τριαδική διαλεκτική, ένας βασισμένος στην τριαδικότητα κύκλος από κύκλους. Και υφίσταται κι εδώ μια συγγένεια, που ξεπερνά αποφασιστικά το απλώς σχηματικό, του Χέγκελ προς τον Πρόκλο, την οποία δεν την πιστοποιεί μάλιστα ως τέτοια ο ίδιος ο Χέγκελ: Η Τριάδα μονή – πρόοδος – επιστροφή αποτελεί για τον Πρόκλο και μιαν υποδομή (έναν νόμο ή μια ‘νομιμότητα’) του κύκλου. Ενώ και για τους δυό είναι ο κύκλος η πιο συγκεκριμένη μορφή, που προσδιορίζει λογικά και οντολογικά τη δομή τού νού και του κόσμου, ή αποτελεί και το υποκείμενο: ο κύκλος συνιστά – ιδεαλιστικά – την πληρέστατη πραγματοποίηση (ή: συνειδητοποίηση…) της αυτο-εννοούμενης έννοιας.

        Η Τριάδα λοιπόν ως συγκεκριμένη ταυτότητα, αλλά ιδιαιτέρως ο δυναμικός και βασικός νόμος «τής παραμονής, της προόδου και της επιστροφής» στην κίνηση κάθε Τριάδος και στο Όλον, καθώς και ο συγκροτούμενος σ’ αυτήν την τριαδικήν και διαλεκτικήν κίνηση κύκλος, είναι οι νεοπλατωνικές προ-έννοιες της χεγκελιανής διαλεκτικής, που μετετράπηκαν – μέσα στη συνάφεια μιας καινούργιας βασικής σκέψης – σε χαρακτηριστικά ίδιες (του Χέγκελ…) έννοιες.

           Κι αυτή η κατανοημένη, ως να τείνη προς τον ιδεαλισμό, διαλεκτική δομή τής προκλικής φιλοσοφίας δίνει το δικαίωμα στον Χέγκελ, να τη χαρακτηρίζει και ως «θεωρητική». Ταυτοποιώντας βέβαια τον όρο «θεωρητικός» με τον νεοπλατωνικόν όρο «μυστικός»: «Μυστικός σημαίνει στην πραγματικότητα θεωρητικός»· «μυστικότητα είναι, το να αντιληφθής αυτές τις προσδιορισμένες ως ολότητες διαφορές, ως Ένα»   ((  ό.π., ΧΙΧ, σ. 91. Γράφει ο Χέγκελ στην υποσημείωση: «Η μυσταγωγία (Mystagogie) είναι ακριβώς αυτή η θεωρητική φιλοσοφία, αυτό το Είναι στη σκέψη, στην αυτο-απόλαυση, στη θεωρία»…  )) . Είναι συστατικό για τη θεωρητική σκέψη με την έννοια του Χέγκελ, ότι διατηρεί η σκέψη αυτή τον αντίλογο (την αντίφαση…), και μέσα εκεί τον εαυτό της. Που σημαίνει πως ο αντίλογος, η αντίθεση ή η άρνηση δεν επιτρέπεται να βρίσκονται έξω απ’ τη σκέψη, αλλά ούτε και να την κυριεύουν. Αποδεικνύει μάλιστα την ζωντάνια μιας σκέψης, το να έχη η σκέψη αυτή τη δύναμη, να αντέχη την άρνηση ως αντίφαση στον εαυτό της, να μπορή να «φθάνη» δηλ. ο θετικός της προσδιορισμός πέρα απ’ τον αρνητικό της, τον οποίον όμως διατηρεί και διαφυλάττει   ((  !!!  )) . Γι’ αυτό και ονομάζει ο Χέγκελ αυτό που είναι θεωρητικό και ως «θετικά λογικό». Το λογικό είναι όμως πάντα κάτι το συγκεκριμένο. Και η φιλοσοφία τού Πρόκλου είναι, σύμφωνα μ’ αυτήν την έννοια, θεωρητική, καθ’ όσον σκέπτεται το συγκεκριμένο: καθ’ όσον δεν ανέχεται δηλ. καμμιάν αφηρημένη, δίχως ολότητα πολλαπλότητα, αλλά να έχη αρθή αυτό που είναι αντιθετικό ή αντιφατικό μέσα στην πολλαπλότητα, πάντοτε ήδη στη σκεπτόμενη (νούς) ή την καθολικήν ενότητα ( Ένα). Στο οποίο Ένα και «περιέχεται ιδεατά το Όλον».

      γ.  Τον τρόπο που κατανοεί ο Χέγκελ τον Πρόκλο τον συμπληρώνει και τον διευκρινίζει έτι περαιτέρω η ιδιαίτερή του έμφαση στην ‘προκλικήν’ έννοια του ορίου, του απεριορίστου και της ζωής.
       Ο Χέγκελ αναγνωρίζει την τριάδα πέρας – άπειρον – μικτόν (το όριο, το ατελεύτητο ή απροσδιόριστο, το μεικτό) ως τη συνολικά πιο σημαντική για την ποιοτική δομή τού Είναι. Αυτή η πρώτη τριάδα «τα περιέχει» μάλιστα «όλα στον εαυτό της». Και κάθε επόμενη τριάδα δεν είναι παρά «το ίδιο, τοποθετημένο σε Μιαν απ’ τις τρεις μορφές, που συναποτελούν την πρώτην τριάδα»   ((  ό.π., ΧΙΧ, σ. 87  )) . Το Είναι (η υπόσταση, η ουσία, όπως λέει ο Χέγκελ) υπάρχει έτσι στην τριάδα Είναι – Ζωή – Σκέψη ως όριο, στο οποίο και περικλείονται, κατ’ αρχάς ανεξέλικτα, τα στοιχεία των επομένων διαστάσεων, «σε συστολή… το μη αποκεκαλυμμένο». Το όριο αποτελεί αρνητικήν ενότητα, υποκειμενικότητα γενικώς (ιδιαίτερη δηλ. ατομικότητα, «ιδιότητα»), είναι το Καθ’ εαυτόν, το αφηρημένο· κι αυτό, τόσο ως πρώτο μέλος τής ίδιας τής τριάδος, όσο και προσδιορίζοντας άλλα μέλη τριάδων, π.χ. το Είναι και το πνεύμα. Στη Λογική, είναι μάλιστα το ίδιο το όριο αρνητικό· αποτελώντας την «αυτο-ανακλώμενη άρνηση του Οτιδήποτε» προσδιορισμένου, που αποκλείει το Άλλο απ’ τον εαυτό του. Ενώ είναι ταυτόχρονα το Μη-Είναι αυτού τού Άλλου, αφού είναι το ίδιο, ακριβώς λόγω τού ορίου του, Κάτι   ((  Logik Ι, σ. 113 κ.ε.  )) . Η αρνητική σχέση τού ορίου προς τον εαυτό του είναι όμως, σύμφωνα με τη ‘διαλεκτικήν’ ιδέα τού Χέγκελ, και άρνηση, και αναίρεση άρα του εαυτού του, μια μετάβαση λοιπόν στο ά-πειρο. Το οποίο και σημαίνει, από  ‘χεγκελιανής’ πλευράς, για το ‘προκλικόν’ πέρας, ότι αν περιέχη το όριο (το πέρας…), συνεσταλμένα και μη αποκεκαλυμμένα, όλα τα επόμενα στοιχεία στον εαυτό του, τότε είναι η ίδια η οριακότητα ή περατότητα ως αρνητικότητα, η αιτία ακριβώς για την αυτο-ανάπτυξη του πέρατος σε άπειρον. Και εξηγεί έτσι η αυτο-«απώθηση» (η αυτο-άρνηση) του πέρατος, καθ’ εαυτό το πέρας. Το δε άπειρον, το διαλυμμένο και κατηργημένο όριο-πέρας, δεν μπορεί να παραμείνη απ’ τη μεριά του, ως στοιχείο ακριβώς μιας τριάδος, προσδιορισμένο (απολύτως και μόνον…) στον εαυτόν του, εφ’ όσον η τριάδα δεν πρέπει (!) να είναι αρνητική και αφηρημένη, αλλά μια συγκεκριμένη ενότητα, ταυτότητα ή ολότητα. Ο Χέγκελ κατανοεί έτσι το μικτόν ως την ενότητα της τριάδος με τον εαυτό της, ως συγκεκριμένην ενότητα των καθ’ εαυτά αντιθέτων σ’ αυτήν. Κι αυτή η πρώτη ενότητα των αντιθέτων δυνάμεων πέρας (όριο) και άπειρον (ατελεύτητο) είναι η ουσία: Είναι, ουσία, παραμονή και υπόσταση, αυτό που επέστρεψε στον εαυτόν του, το ατελεύτητο ή άπειρο που κατέστη συγκεκριμένο μέσω τού πεπερασμένου. Ως πρώτο μέλος τής τριάδος Είναι – Ζωή – Σκέψη είναι βέβαια αυτό το συγκεκριμένο, αμέσως πάλι ένα αφηρημένο όριο. Και καθίσταται έτσι η τριάδα πέρας – άπειρον – μικτόν, βασισμένη στην προϋπάρχουσαν αρνητικότητα, το ‘προκλικώς’ διατυπωμένο μοντέλλο τής χεγκελιανής διαλεκτικής, που προϋποθέτει την πράξη ή την ενέργεια της βασικής τριάδος μονή – πρόοδος – επιστροφή: στο μικτόν (το συγκεκριμένο) επιστρέφει η αρχή στον εαυτό της. Ξεκινώντας απ’ τη δική του έννοια της διαλεκτικής (Dialektik), κατανοεί γι’ αυτό ο Χέγκελ το πέρας και το άπειρον ως τις αρχές, που εγγυώνται τη «συνέχεια και αυτο-παραγωγή» τού Ενός. Και το ότι δεν παραμένει το όριο (το κατά τον Χέγκελ πεπερασμένο) αποκλεισμένο στον εαυτό του, αλλά γίνεται, αυτο-αρνούμενο, ‘από μόνο του’ άπειρο, το οποίο και συγκεκριμενοποιείται όμως μαζί με το πεπερασμένο σε Είναι, μπορεί να ισχύση έτσι ως ένας απ’ τους λόγους, για τους οποίους και  ‘συνέλαβε ξεκάθαρα’ ο Χέγκελ, μέσα απ’ την ίδια του τη ‘φιλοσοφία’, τη νεοπλατωνική φιλοσοφία ως έναν «υψηλόν ιδεαλισμό»: «Ο ιδεαλισμός τής φιλοσοφίας δεν συνίσταται σε τίποτα άλλο, παρά στο να μην αναγνωρίσουμε το Πεπερασμένο ως κάτι που πραγματικά υπάρχει»   ((  Logik I, Σ. 145  )) . Και δεν πρέπει να εννοήσουμε βέβαια εδώ, πως σχετίζεται η έννοια του Πεπερασμένου μόνο με το Αισθητό και Μεταβλητό, αλλά και με το «περιορισμένο» Νοητό, αν θέλουμε να μπορέσουμε να καταλάβουμε ιδεαλιστικά το προκλικό πέρας.  

       Αυτό που διακρίνει τον Χέγκελ απ’ τον Πρόκλο – καλυπτόμενο όμως απ’ την ‘προ-έννοια’ της διαλεκτικής - , είναι η ιδέα μιας, συστατικής για τη διαλεκτική, «δημιουργικής άρνησης». Το πέρας και το άπειρον είναι βέβαια και για τον Πρόκλο «αρνητικά», εφ’ όσον είναι «διαφορετικά», μια σκέψη που εξαρτάται ιστορικά απ’ την ταυτότητα μη όντος και θατέρου, που στοχάζεται για πρώτη φορά στον ‘Σοφιστή’ ο Πλάτων. Αυτή η αρνητικότητα ή ετερότητα μένει όμως, και παρ’ όλην την εσωτερικήν κινητικότητα της Τριάδος (Trias), απλώς και μόνο σχετική, σε σύγκριση μάλιστα με τον Χέγκελ «στατική», εφ’ όσον δεν γίνεται απ’ τον εαυτό της (αφ’ εαυτή…) κάτι το Άλλο, και άρα κάτι το καινούργιο ή νέο. Ενώ αυτό που δημιουργεί την ετερότητα σε κάθε, γενικώς, στοιχείο ή και περιοχή τής ύπαρξης και του όντος, είναι πάντοτε η ενεργητική και μόνο δύναμις του ίδιου τού Ενός.

         Η επιθυμία του Χέγκελ, να ξαναβρή τη δική του έννοια της δημιουργικής (δυναμικής) αρνήσεως στον Πρόκλο, δείχνει και την παρανόηση εκ μέρους του ενός χωρίου απ’ την προκλική Theologia platonis: ως ουκ εισί στερητικαί τών υποκειμένων, αλλά γεννητικαί τών οίον αντικειμένων. Τώ γάρ ου πολλά τό πρώτον υπάρχειν απ’ αυτού πολλά πρόεισι, καί τώ μή όλον η ολότης, καί επί τών άλλων ομοίως. Το οποίο και μεταφράζει ως εξής ο Χέγκελ: «… ότι δεν είναι (οι αρνήσεις) μια αναίρεση αυτού, για το οποίο και λέγονται (του περιεχομένου), αλλά γεννήσεις των προσδιορισμών σύμφωνα με τις αντιθέσεις τους. Όταν δείχνη λοιπόν ο Πλάτων, ότι το Πρώτο δεν είναι Πολλά, αυτό σημαίνει, ότι τα Πολλά προέρχονται απ’ το Πρώτο: Ότι δεν είναι (Το Πρώτο…) ένα Όλον – ότι προέρχεται απ’ αυτό η ολότης κ.τ.λ.». Ο Πρόκλος θέλει να πη, πως το Ένα είναι, ως απολύτως Μη-Πολλά, ακριβώς το Πρώτο απ’ όλα, και η θετική άρα δυνατότητα του Πολλαπλού, αλλά και η αιτία επίσης, ως μη θετικά και κατηγορηματικά κατονομαζόμενο ‘Τίποτα απ’ Όλα’, κάθε κατηγοριοποιούμενου Κάτι. Κατά βάσιν πρόκειται για το ότι το Πρώτο δεν μπορεί καν να δηλωθή επαρκώς με την άρνηση, αλλά πρέπει και να «αποσυρθή» απ’ αυτήν (με μιαν άρνηση δηλ. της αρνήσεως). – Ενώ ο Χέγκελ γενικεύει αντίθετα τη λειτουργία τής αρνήσεως και την κατανοεί ως το κινούν στοιχείο στην ανάπτυξη του Ενός, στο οποίο και ‘επιτρέπει’ να περιέχεται «ιδανικά» το Όλον. Και γι’ αυτό και αντιλαμβάνεται την προκλικήν ‘άρνηση της αρνήσεως’, όχι ως έναν τρόπο έκφρασης, αλλά ως παραγωγικήν πράξη τού ίδιου τού Ενός: «μιαν παραγωγικήν και καταφατικήν άρνηση»   ((  Nachschrift Hothos 113 b  )) . Και η απόσυρση απ’ την άρνηση σημαίνει τότε, πως οι αρνήσεις στο Ένα «δεν μπορούν να παραμείνουν απόλυτες», ότι δηλ. το Ένα τις αναιρεί στον ίδιον τον εαυτό του, «διχαζόμενο» έτσι το ίδιο και καθιστάμενο «ενεργητικό» και «παραγωγικό». Επειδή: «Η άρνηση είναι κι εδώ η πληρότητα, η έξοδος της ενότητας απ’ τον εαυτό της και η επιστροφή πάλι σ’ αυτόν»   ((  Nachschrift Hothos 113 b  )) . Η νεοπλατωνική ανάπτυξη του Ενός πρέπει να ξεκινάη λοιπόν ακριβώς όπως και η χεγκελιανή Λογική: με μιαν ενεργητικήν αυτο-άρνηση της αρχής ( με την ‘αρχή’ να αρνείται ενεργητικά τον εαυτό της…). Και το ότι το προκλικό Ένα δεν ‘οφείλει’ να εκπληρωθή μέσα από μια δημιουργικήν άρνηση, γιατί είναι πάντοτε ήδη αυτό το οποίο και είναι, αλλά ούτε και επιτρέπει να προέλθη κάτι το πληρέστερο, ως πιο διαφοροποιημένο, απ’ αυτό, αυτό δεν μπορεί ή δεν θέλει να το λάβη υπ’ όψιν του ο Χέγκελ.

        Στηριγμένος σ’ ένα κείμενο της προκλικής ‘Theologia Platonis’, ονομάζει ο Χέγκελ την ζωή ως αυτό, το οποίο «έχει γεννηθή μαζί με την ατελεύτητη δυνατότητα»  ((  ό.π., ΧΙΧ, σ. 85  )) . Η ζωή είναι η ίδια «η πλήρης ολότητα» (επειδή συνδέει το Είναι και το πνεύμα) «με τη μορφή τού ατελεύτητου, του απροσδιόριστου, έτσι ώστε να αποτελή μιαν πολλαπλότητα· περιέχει όμως και τη μεταστροφή, το όριο» (τη νοητική δηλ. λειτουργία, να αποτελή το κινητικό στοιχείο του πνεύματος), «μέσω του οποίου και συμφωνεί πάντοτε προς την αρχή, ή την ουσία (Ousia)».  
Η έννοια της ζωής, με την οποίαν και επιχειρεί εμφανώς να εννοήση ο Χέγκελ την προκλική μορφή τής ζωής, προσδιορίζεται απ’ την ιδεαλιστικά μετασχηματισμένη αριστοτελική θεολογία: η ζωή ως πράξη ή ενέργεια του πνεύματος, μια λογική άρα ζωή, διαφορετική, ως καθαρή ιδέα, απ’ τη φυσική ζωή. Ενώ η απόλυτη ιδέα ως λογική έννοια είναι ακριβώς η «επιστροφή στην ζωή»· κι αυτή η απόλυτη ιδέα «αποτελεί και μόνον το Είναι, την άφθαρτην ζωή, την αυτο-γνωριζόμενην αλήθεια, και ολόκληρην την αλήθεια»   (( Logik II, σ. 484  )) .
συνεχίζεται

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου