Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΑΦΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ANIMUS (3)


Συνέχεια από Κυριακή16 Ιουνίου 2013

Barbara Hannah

3.ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΤOΥ ANIMUS (συνέχεια)
 
Μια γυναίκα που είχα συναντήσει πριν από μερικά χρόνια, είχε μια ιδιαίτερα βοηθητική μορφή animus που την ονόμαζε «Archibald». Δεν έκανε ποτέ τίποτε χωρίς να συμβουλευθή τον Archibald, και σε πρώτη ματιά, φαινόταν πως βρίσκεται σε πολύ αξιοζήλευτη θέση. Αυτός πάντα ήξερε τον σωστό δρόμο για να την βγάζη από τις πιο απελπιστικές καταστάσεις, και, όταν άκουσα κάποτε μια μακριά περιγραφή σχετικά με τα κατορθώματά του, ομολογώ ότι εντυπωσιάσθηκε πάρα πολύ. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούσε κανείς να αποφύγη το αίσθημα ακόμη και τότε, ότι η γυναίκα αυτή εξαρτιόταν όλο και περισσότερο από αυτήν την μορφή, και μερικοί από εμάς προσπάθησαν να την προειδοποιήσουν ότι θα έκανε καλά να βάλη ένα ερωτηματικό μπροστά στην παντοδυναμία του Archibald. Αλλά αυτός είχε ήδη κερδίσει περισσότερη επιρροή επάνω της από οποιαδήποτε ανθρώπινη φωνή, και αυτή συνέχισε να εμπιστεύεται ολοκληρωτικά τον εαυτό της στην καθοδήγηση του. Το πράγμα κατέληξε, όπως θα μπορούσε κανείς να περιμένη, στο να κυριεύεται όλο και περισσότερο η γυναίκα από αυτή την μορφή, που η προηγούμενη θετική της επίδραση έγινε προοδευτικά όλο και πιο αρνητική. Εάν είχε μπορέσει να διατηρήση μια πιο κριτική, δικιά της, οπτική γωνία, από την οποία θα ήταν δυνατόν να αναγνωρίση την διπλή φύση αυτής της μορφής, δεν θα είχε πέσει σε αυτήν την παγίδα.
Μπορεί να φαίνεται παράξενο στον αναγνώστη το ότι οποιαδήποτε ψυχικά υγιής γυναίκα θα μπορούσε να προσωποποίηση τον ασυνείδητο  νου ή το πνεύμα της σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τον συμβουλεύεται για την καθημερινή της ζωή, και να αναφέρεται σε αυτόν με το όνομα Archibald. Όπως θα δούμε αργότερα, είναι πραγματικά ανοιχτό το ερώτημα για το αν η γυναίκα αυτή έπραξε σοφά ανακατεύοντας τόσο πολύ τον animus με την εξωτερική καθημερινή της ζωή. Αλλά – όπως δείχνει τόσο καθαρά ο Jung στο κεφάλαιο σχετικά με την Anima και τον Animus («Δύο δοκίμια επάνω στην αναλυτική ψυχολογία», σ.σ. 202 κ.ε.) στο έργο του «Η σχέση ανάμεσα στο Εγώ και το Ασυνείδητο»    η anima και ο animus πραγματικά κάνουν την παρουσία τους αισθητή με τέτοιο τρόπο, ώστε μπορεί κανείς να κατανοήση καλύτερα τον πραγματικό τους χαρακτήρα εάν μεταχειρισθή αυτές τις μορφές σαν αυτόνομες προσωπικότητες, με δική τους ζωής και βούληση. Λέει ότι το να τις εκλαμβάνουμε με πολύ προσωπικό τρόπο μας βοηθάει στο να αναγνωρίσουμε την προσωπικότητα τους, και κάνει δυνατή την δημιουργία μιας σχέσης με αυτές τις μορφές (Οπ., σ. 218 ).
Η εμπειρία αυτών των ανθρώπων, όπως αναφέραμε πιο πριν, είναι συνήθως ανεπαρκής για να μας πείση αμέσως ότι έχουμε έναν προσωποποιημένο νου ή πνεύμα, που μας επηρεάζει χωρίς να το γνωρίζουμε. Επομένως πρέπει τώρα εξετάσουμε με συντομία πώς μπορούμε να συλλάβουμε τον animus «επί το έργον» μέσα μας, και έτσι να αποκτήσουμε εμπειρία του από πρώτο χέρι.
Ίσως ο πιο συνηθισμένος και λιγότερο δυσάρεστος τρόπος να κάνουμε την γνωριμία με τον animus μας είναι μέσω των ονείρων μας. Στα όνειρα εμφανίζεται συνήθως προσωποποιημένος, και εκεί ακριβώς μαθαίνουμε για πρώτη φορά να τον βλέπουμε σαν ένα πρόσωπο. Οι πολλές μορφές που μπορεί να πάρη είναι αρκετά γνωστές, και θετικές και αρνητικές, ανθρώπινες και δαιμονικές, ζωώδεις και θεϊκές. Πολύ συχνά εμφανίζεται σαν μια εξουσιαστική μορφή, σαν ιερέας ή μοναχός, σαν δάσκαλος ή κυβερνήτης. (Του αρέσει ιδιαίτερα να μας λέη τί θα πρέπει να κάνουμε, και να αντικαθιστά τα ένστικτά μας με ένα δίκτυο από γνώμες). Εμφανίζεται στα όνειρα πολύ συχνά με την μορφή πραγματικών ανδρών που γνωρίζουμε ή γνωρίσαμε, του πατέρα – που είναι ο πρώτος φορέας της εικόνας  του –   του αδελφού, του συζύγου, του αγαπημένου κ.ο.κ.
Ο animus επίσης πολύ συχνά εμφανίζεται σαν πολλαπλότητα. Ο Jung ανέφερε το έργο « Ο πατέρας της Christina Alberta», του M. G. Wells, πολλές φορές στα σεμινάριά του, σαν ένα εξαιρετικό παράδειγμα του τρόπου, με τον οποίο εργάζεται ο animus μέσα στην γυναίκα. Το κορίτσι κάνει κάθε είδους ανόητα πράγματα κατά την διάρκεια της ημέρας, αλλά το βράδυ συγκροτεί ένα είδος «δικαστηρίου της συνείδησης», το οποίο της λέει ακριβώς τί έπραξε. Αυτό είναι ένα είδος ανεξερεύνητης σκέψης από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγη, και το οποίο απεικονίζει επιτυχημένα την αυτόνομη λειτουργία του ασυνειδήτου νου της γυναίκας.
 Ο παπαγάλος, ο Old Nick (Σ.τ. Μ.: Γέρο Νικόλας. Έτσι ονομάζουν στα αγγλικά τον διάβολο), στην ¨Χώρα του πράσινου δελφινιού» της Elisabeth Goudge, παίζει παρόμοιο ρόλο. Συνεχώς καταστρέφει της φανταστικές γνώμες της Marianne για τον εαυτό της, και πάντοτε ξαναεμφανίζεται με κάποια συντριπτική παρατήρηση, ακριβώς την στιγμή που αυτή ελπίζει πως εξαφανίσθηκε σε κάποιο σεισμό, πόλεμο ή πυρκαγιά. 
Μια από τις τεχνικές που συνιστά ο Jung για να γνωρισθούμε με τον animus μας είναι να εξετάσουμε προσεκτικά τα λόγια μας, και περισσότερο ακόμη τις σκέψεις μας, και συνεχώς να τις ανακρίνουμε, καθώς περνούν μέσα από το μυαλό μας με τον εξής τρόπο: «Εγώ το σκέφθηκα αυτό; Από πού ήρθε αυτή η σκέψη; Ποιος την σκέφθηκε;» Αυτή είναι μια τεχνική πάρα πολύ δυσάρεστη, και πάντοτε βρίσκουμε εύλογες δικαιολογίες για να την αποφύγουμε, όπως ότι δεν έχουμε καιρό, και τα παρόμοια. Αλλά εάν μπορέσουμε και υποχρεώσουμε τον εαυτό μας να την εφαρμώση, και να καταγράψη το αποτέλεσμα – επειδή ξεχνάμε παρόμοιες σκέψεις σχεδόν πριν τις κάνουμε – αυτό που θα προέλθη θα είναι εξαιρετικά καθοδηγητικό.
Ο χώρος που συνήθως ο animus μάς κάνει περισσότερο δυστυχισμένους, είναι όταν παρενοχλεί τις σχέσεις μας. Όπως αναφέραμε πιο πριν, η κυρίαρχη αρχή για τις γυναίκες και την anima είναι ο Έρως, ενώ για του άνδρες και τον animus ο Λόγος. Ενώ ο Έρως θέλει να συνδέση και να συνενώση, ο Λόγος θέλει να διακρίνη, και γι’ αυτό να ξεχωρήση, Ο animus επομένως, μπορεί να έχη πολύ ισχυρή επίδραση στο να μας αποκόψη από τους άλλους. Εάν η σχέση μας – με τον σύζυγο, τον ψυχαναλυτή ή κάποιον άλλο – είναι αρκετά σημαντική για εμάς, θα υποφέρουμε πολύ από αυτήν την άποψη. Αλλά αυτό το γεγονός αποτελεί επίσης ένα πολύτιμο κίνητρο για να ερευνήσουμε και να ανακαλύψουμε την φύση του animus. Πραγματικά πολλές φορές σ’ αυτόν ακριβώς τον χώρο πειθόμαστε για την πραγματικότητα αυτής της μορφής, που προηγουμένως την δεχόμασταν μόνο θεωρητικά. Όταν διάφορες γνώμες – που πάντοτε τις δεχόμασταν σαν Ευαγγέλιο – μας χωρίζουν από κάποιον, που η παρουσία του είναι ζωτική για την συναισθηματική μας ζωή, έχουμε την δυνατότητα, για πρώτη φορά, να αναρωτηθούμε σχετικά με το κύρος τους, σε ένα χώρο όπου καμμιά λογική και κανένα επιχείρημα δεν θα είχε καμμία ισχύ.
Μπορούμε να βρούμε πολλά σχετικά με αυτήν την άποψη στο βιβλίο «Η ψυχολογία της μεταβίβασης», καθώς και σε ένα καινούργιο έργο του Jung σχετικά με τον συμβολισμό του Ταυτού, που έχει τον τίτλο «Αιών», και μόλις εκδόθηκε στα Γερμανικά (Rascher, Ζυρίχη, 1951 «Άπαντα, Τόμος 9, μέρος 2).
Στον ίδιο χώρο, των ζωτικής σημασίας σχέσεων με κάποιο πρόσωπο από το αντίθετο φύλο, ανακαλύπτουμε συνήθως για πρώτη φορά τον animus σε κατάσταση προβολής. Για όσο καιρό η προβολή ταιριάζει στον αποδέκτη, πραγματικά, έχουμε συνήθως πλήρη άγνοια ότι υπάρχει. Αλλά αργά ή γρήγορα, εάν η σχέση είναι αρκετά σημαντική, θα δοθή σίγουρα αφορμή για δημιουργία προβλημάτων. Αυτή η πλευρά του προβλήματος μας περιγράφεται με τέλειο τρόπο από την κ. Jung στο έξοχο άρθρο της: «Μια συμβολή στο πρόβλημα του animus», (στο έργο του C.G.Jung «Η πραγματικότητα της ψυχής» (Ζυρίχη, 1934, σ.σ. 296 κ.ε. Αγγλική έκδοση από το A.P.C. της Νέας Υόρκης το 1957: Animus και Anima» της Emma Jung).
Αν και υπάρχουν εξαιρέσεις, οι περισσότερες γυναίκες – όταν έχουν δοκιμάσει την πραγματικότητα του animus πέρα από κάθε αμφιβολία – έχουν εξαιρετικά αρνητικά συναισθήματα απέναντί του. Αυτός προφανώς πάντα ματαιώνει τα σχέδιά μας, καταστρέφει τις σχέσεις μας, αντικαθιστά τα υγιή ένστικτά και συναισθήματά μας με μια απλή συλλογή από γνώμες, και με λίγα λόγια μας εμποδίζει από το να ζούμε την ζωή μας φυσιολογικά σαν γυναίκες. Αυτό είναι μια υπερβολική αλήθεια για τον animus στην αρνητική του πλευρά, και εάν δοκιμάσουμε μόνο αυτήν την πλευρά, θα αναγκαστούμε αργά ή γρήγορα να αναρωτηθούμε: Γιατί ξέρω τόσο λίγα για τον ίδιο τον νου μου; Γιατί έχω τόσο κακές σχέσεις με τον animus μου; Τί κακό κάνω και πάντα με παρεμποδίζει; Προφανώς πρώιμες εμπειρίες σχετικές με τον animus σε προβολή – ένα αρνητικό πατρικό σύμπλεγμα, για παράδειγμα – παίζουν μεγάλο ρόλο σε αυτό το σημείο, και πρέπει πάντα να λαμβάνωνται υπ’ όψη. (Σημ: Δεν δίνω έμφαση στο πατρικό σύμπλεγμα σε αυτό το σύγγραμμα, επειδή οι επιδράσεις του είναι συγκριτικά αρκετά γνωστές, αλλά, δεδομένου ότι έχουν εξαιρετικά μεγάλη ακτίνα δράσεως, θα ήταν μεγάλο λάθος να τις υποτιμήσουμε). Αλλά, όπως λέει ο Jung στο έργο του «Ψυχολογία και Αλχημεία»: «Ο,τιδήποτε αμαρτίες έχουν διαπράξει οι γονείς και οι πρόγονοι σε βάρος του παιδιού, γίνονται δεκτές από τον  ε ν ή λ ι κ ο  σαν δική του έμφυτη κατάσταση, με την οποία πρέπει να συμφιλιωθή. Μόνο ένας ανόητος ενδιαφέρεται για την ενοχή άλλων ανθρώπων, την οποία δεν μπορεί να αλλάξη. Ο σοφός άνθρωπος θα αναρωτηθή: Ποιος είμαι εγώ που μου συμβαίνουν όλα αυτά; Για να βρη την απάντηση σε αυτό το μοιραίο ερώτημα, θα κοιτάξη στο βάθος του ίδιου του εαυτού του» («Ψυχολογία και Αλχημεία:: Rascher Ζυρίχη, 1944, σ. 169. «Άπαντα, τόμος 12, σ. 112.)
Εάν λοιπόν αποφασίσουμε να μεγαλώσουμε, να  ε ν η λ ι κ ι ω θ ο ύ μ ε, με την έννοια που δίνει εδώ ο Jung, και θελήσουμε να θέσουμε το «μοιραίο ερώτημα» για την απάντηση του οποίου θα πρέπει να κοιτάξουμε «στο βάθος του ίδιου του εαυτού μας», δεν θα είμαστε σε θέση να απαντήσουμε πριν αντιμετωπίσουμε την «Auseinandersetzung» (Σημ: Αυτή η αμετάφραστη γερμανική λέξη σημαίνει πλήρη διάλογο, ανάλυση, κατάληξη σε μια συμφωνία  ή συνδιαλλαγή. Ο Philip Metman προτείνει τον όρο «εξωτερίκευση») με τον ίδιο μας τον animus.
Όπως αναφέραμε πιο πριν, ο animus είναι πάντα διπλός: έχει μια αρνητική και μια θετική όψη. Εάν συναντάμε συνεχώς την αρνητική πλευρά του, μπορούμε να υποθέσουμε – όπως συνήθως συμβαίνει με τις ανθρώπινες σχέσεις – ότι δεν βλέπουμε την πραγματική του όψη.
4. ΔΙΑΛΟΓΟΣ  ΜΕ  ΤΟΝ  ANIMUS
Αυτό μας φέρνει σε κάποιο δρόμο συνδιαλλαγής με τον animus ο οποίος προτείνεται στο χωρίο που ήδη αναφέραμε από το έργο «Η σχέση ανάμεσα στο Εγώ και το Ασυνείδητο». Ο Jung λέει: «Ένας άνδρας είναι κατά περίεργο τρόπο δικαιολογημένος όταν μεταχειρίζεται την anima του σαν μια αυτόνομη προσωπικότητα, και της θέτει άμεσα, προσωπικά ερωτήματα»· και προσθέτει: «Τ ο  ε ν ο ώ  α υ τ ό  σ α ν  μ ι α  π ρ α κ τ ι κ ή ς φ ύ σ ε ω ς  τ ε χ ν ι κ ή» (Σημ.: «Δύο δοκίμια επάνω στην αναλυτική ψυχολογία», σ. 219. Οι υπογραμμίσεις δικές μου).
Αυτές οι συζητήσεις με την anima ή τον animus είναι μια μορφή της ονομαζόμενης «ενεργητικής φαντασίας», μιας τεχνικής που είναι αξεπέραστη στο να μας παρέχη ένα μεσαίο έδαφος, όπου θα μπορούν να συναντηθούν το συνειδητό και το ασυνείδητο. (Είναι εξ ολοκλήρου έξω από τα όρια αυτού του συγγράμματος να θίξη κάτι περισσότερο από το πλαίσιο αυτού του ζητήματος, αν και συνδέεται στενά με το θέμα μας). Αυτή είναι, πάντως, μια τεχνική που δεν απευθύνεται σε όλους, και δεν θα πρέπει να χρησιμοποιηθή επιπόλαια, επειδή έχει αποτελέσματα που δεν μπορεί να προβλέψη κανείς. Αυτό ισχύει στην πραγματικότητα για κάθε είδους διαλογισμό. Είναι πολύ γνωστό, για παράδειγμα, ότι οι πνευματικές ασκήσεις του Αγ. Ιγνατίου Λοϋόλα είναι τόσο εξαντλητικές, ώστε μερικοί άνθρωποι αποτρέπονται από αυτές, ή τους δίνονται οι ασκήσεις μόνο σε μετριασμένη μορφή. Μια άλλη όψη του ίδιου προβλήματος είναι πολύ φανερή στην ζωή των αδελφών Brontë (Βλέπε: Guild Lecture, No 68) που έδωσαν το μεγαλύτερο μέρος της ενεργητικότητάς τους στον εσωτερικό κόσμο, και κατά συνέπεια εξασθένησαν την ανταπόκρισή τους στον εξωτερικό κόσμο.
Είναι αλήθεια ότι μια σύγχρονη γυναίκα – η οποία αντιμετωπίζει το υποσυνείδητό της κινούμενη από το ότι η ζωή της παρουσιάζει προβλήματα εξ αιτίας του ότι γνωρίζει πολύ λίγα για τον ίδιο της τον νου ή τον animus – βρίσκεται σε πολύ διαφορετική θέση από ότι οι Brontë. Εν τούτοις, δεν είναι ποτέ υπερβολικό να τονίζουμε ότι η τεχνική της ενεργητικής φαντασίας θα πρέπει να χρησιμοποιείται με την μεγαλύτερη σοβαρότητα ή αλλοιώς να μην χρησιμοποιείται καθόλου. Εξ άλλου, μια σχέση με τον ψυχαναλυτή, ή με κάποιον άλλον, που θα δείξη κατανόηση και θα προσφέρη ένα σημείο επαφής με τον εσωτερικό κόσμο, είναι απαραίτητη. Ευτυχώς, ίσως, έχουμε, ή τουλάχιστον σχεδόν όλοι έχουμε, πολύ μεγάλες αντιστάσεις για την χρησιμοποίηση αυτής της τεχνικής. Πολύ λίγοι άνθρωποι την προσεγγίζουν, εκτός αν βρεθούν αναγκασμένοι να το κάνουν. Οι περισσότεροι νομίζουν ότι το όλο πράγμα είναι μια καθαρή εφεύρεση του μυαλού τους, ή αλλοιώς το φοβούνται από την αρχή. Μερικοί άνθρωποι, πραγματικά, φαίνονται να χρησιμοποιούν αυτή την τεχνική με κάποιου είδους μοιραία ευκολία, μπορούν να παράγουν ένα πλήθος από φανταστικές εικόνες, χωρίς αυτό – από όσο μπορεί να δη κανείς εξωτερικά – να έχη οποιοδήποτε άμεσο αποτέλεσμα επάνω τους. Αυτό συμβαίνει πιθανώς επειδή δεν δίνονται ενεργητικά σε αυτήν την ασχολία, και έτσι αυτή παραμένει χωρίς αποτέλεσμα, και από θετική και από αρνητική σκοπιά. Παραδείγματα παθητικής και ενεργητικής στάσης απέναντι στις φανταστικές εικόνες, βρίσκονται στο κεφάλαιο «Η τεχνική» του βιβλίου «Η σχέση ανάμεσα στο Εγώ και στο Ασυνείδητο» (σ.σ. 233 κ.ε.).
Η μορφή της ενεργητικής φαντασίας που αναφέρει ο Jung στην παράγραφο που αναφέραμε από τα «Δύο δοκίμια», είναι εκείνη της δημιουργίας διαλόγου με μια προσωποποιημένη anima ή animus. Μας λέει εδώ ότι η τέχνη βρίσκεται στο να παραχωρής στον αντίπαλό σου μια φωνή, να θέτης τα μέσα έκφρασης στην διάθεσή του ή της.
Αυτή η τεχνική χρειάζεται πολλή εξάσκηση. Πρέπει κανείς να μάθη, για παράδειγμα, να θέτη ένα ερώτημα ενεργητικά, και έπειτα να είναι τελείως παθητικός, μέχρι η απάντηση να έρθη από μόνη της. Έπειτα από λίγο καιρό οι απαντήσεις είναι συνήθως τόσο απομακρυσμένες από ό,τι θα μπορούσε να σκεφθή κανείς συνειδητά, ώστε η ιδέα ότι κανείς εφευρίσκει την απάντηση εξαφανίζεται αυτόματα. Αλλά, από την άλλη μεριά, είναι επικίνδυνο το να παίρνη κανείς τις απαντήσεις για Ευαγγέλιο. Πρέπει κανείς πάντοτε να προσπαθή να ανακαλύψη ποιος μιλάει, και, όταν η συζήτηση τελειώση, να την ζυγίζη πολύ προσεκτικά, σαν ένα διάλογο με έναν άνθρωπο πρόσωπο με πρόσωπο. Ανακάλυψα ότι μπορεί κανείς να μάθη πράγματα υψίστης αξίας για τον animus του, και φυσικά και για άλλες μορφές, εάν εμφανισθούν· επί πλέον, αυτή η μέθοδος είναι η καλύτερη που γνωρίζω για να έρθουμε πραγματικά σε μια συμφωνία με το ασυνείδητο. (Σημ: Λέγοντας «αυτή η μέθοδος» εννοώ την ενεργητική φαντασία γενικά. Η οπτική μορφή – στην οποία η γυναίκα παρακολουθεί τον animus της αντικειμενικά, και μαθαίνει να παίρνη και αυτή μέρος στο παιχνίδι – είναι τουλάχιστον εξ ίσου αποτελεσματική. Μερικές γυναίκες προτιμούν να διευθετούν τα πράγματα σιωπηλά με τον animus τους, απλώς αισθανόμενες την παρουσία του, και ούτω καθεξής. Το σπουδαίο εδώ είναι να βρη κανείς τον δρόμο που του ταιριάζει).
Μια μέρα, μια γυναίκα που συνήθιζε να ασκή πολύ την ενεργητική φαντασία ενώ μιλούσε στον animus της, , προς μεγάλη της έκπληξη αυτός παρατήρησε: «Εσύ και εγώ είμαστε σε μια φοβερά δύσκολη θέση. Είμαστε δεμένοι μαζί σαν Σιαμαίοι, και όμως ανήκουμε σε εντελώς διαφορετικές πραγματικότητες. Ξέρεις, η δική σου πραγματικότητα είναι ακριβώς τόσο αόρατη και φασματική για εμένα, όσο η δική μου για εσένα». Η γυναίκα παραδέχθηκε ότι αυτό δεν το είχε ξανασκευθή. Υπέθετε απλοϊκά ότι ο animus έβλεπε όλα όσα υπάρχουν στην δική μας πραγματικότητα όπως εμείς οι ίδιοι. Στην πραγματικότητα, μερικές από τις επεμβάσεις του της είχαν δώσει την εντύπωση ότι αυτός έβλεπε τα πράγματα με υπερβολική οξυδέρκεια, και γι’ αυτόν τον λόγο μπορούσε τόσο συχνά να μας ξεπερναή σε εξυπνάδα!
Η γυναίκα τότε τον ρώτησε: «Αλλά εάν η δική μας πραγματικότητα έχει τόσο λίγη ουσία για εσένα, γιατί ανακατεύεσαι σ’ αυτήν τόσο συχνά;» Αυτός απάντησε: «Εάν αφήσεις κάτι αγίνωτο, δημιουργεί ένα κενό, και είτε το θέλω είτε όχι, είμαι αναγκασμένος να επέμβω. Αλλά καταλαβαίνω αρκετά καλά ότι με τους όρους του δικού σας κόσμου, αυτό μπορεί να είναι συχνά έξω από τα επιτρεπτά όρια».
Ο Jung παρατήρησε συχνά ότι όταν επεμβαίνει ο animus στην καθημερινή μας ζωή, αυτό συνήθως συμβαίνει σε έναν χώρο , όπου δεν έχουμε δώσει στο ζήτημα ολόκληρη την συνειδητή μας προσοχή, ιδιαίτερα όπου έχουμε κάποιο αδύνατο σημείο στον χώρο του συναισθήματος. Αλλά μου φαίνεται πως η παρατήρηση σχετικά με τις δύο πραγματικότητες είναι πολύ διαφωτιστική. Μας δείχνει, για παράδειγμα, ότι ο animus έχει ακριβώς τόση ανάγκη από πληροφορίες από εμάς για την δική μας πραγματικότητα, όσο έχουμε κι’ εμείς από αυτόν για την δική του. Επί πλέον, ακριβώς όπως αυτός μπορεί να μας βοηθήση μέσα στον αόρατο κόσμο του συλλογικού ασυνειδήτου, έτσι, προφανώς κι’ εμείς μπορούμε να τον βοηθήσουμε μέσα στον χώρο της δικής μας πραγματικότητας. Βλέπουμε επίσης εδώ γιατί ήταν τόσο επικίνδυνο για την γυναίκα με τον animus που είχε το όνομα Archibald να τον συμβουλεύεται για όλες τις λεπτομέρειες την καθημερινής της ζωής.
 (συνεχίζεται)

Αμέθυστος 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου