Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Η ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΝΟΪΚΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΥ «ΙΝΑ ΩΣΙΝ ΕΝ».

ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ ΣΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ

του Raniero Cantalamessa

Χωρίς αμφιβολία είναι μια στιγμή ηλεκτρισμένη, εκείνη του Ευαγγελίου, όπου αφού έχουμε ακούσει να γίνεται πολύ συχνά λόγος (από την γέννηση του Ιησού κιόλας) για τον Αύγουστο, τον Καίσαρα, του Ρωμαίους και την αυτοκρατορία τους από το ένα μέρος και για μια Βασιλεία των Ουρανών από το άλλο, βρίσκουμε επιτέλους μαζί, τον έναν απέναντι από τον άλλον, τους αντιπροσώπους(;) αυτών των δύο Βασιλείων: τον Ιησού και τον Πιλάτο. Είναι μια συνάντηση στην οποία ο Ευαγγελιστής Ιωάννης προσέδωσε μια συμπαντική διάσταση και σημασία. Η Εσχατολογία συναντιέται με την Ιστορία, το βασίλειο του τέλους με την εν τω μεταξύ βασιλεία.

Η παρουσίαση εκ μέρους του Ιησού της Βασιλείας κλείνεται όλη σε μια φράση, και μάλιστα αρνητική: «Η δική μου βασιλεία δεν είναι από τον κόσμον τούτον… η βασιλεία μου δεν είναι από εδώ»(Ιωαν. 18, 36). Ήδη όμως ο Αυγουστίνος σημείωνε, σχολιάζοντας το χωρίο, πως η φράση του Ιησού υπονοεί και μία κατάφαση: Η βασιλεία μου είναι “μέσα” σε αυτόν τον κόσμο. Αυτό συμπεραίνεται από αυτό που λίγο πριν είχε πει ο Ιησούς για τους μαθητές του: «Δεν θα είμαι πλεόν εις τον κόσμον, ενώ αυτοί θα είναι εις τον κόσμον, και εγώ έρχομαι σε εσένα… Δεν σε παρακαλώ να τους πάρεις από τον κόσμο, αλλά να τους φυλάξεις από τον πονηρόν. Δεν είναι από τον κόσμον, καθώς εγώ δεν είμαι από τον κόσμον»(Ιωαν. 17, 11, 16).

«Να γιατί, σχολιάζει ο Αυγουστίνος, ακόμη και εδώ δεν λέει: Το βασίλειο μου δεν είναι σε αυτόν τον κόσμο, αλλά λέει: το βασίλειό μου δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Δεν λέει: το βασίλειο μου δεν βρίσκεται εδώ κάτω(;) αλλά λέει: το βασίλειό μου δεν είναι από εδώ κάτω μέχρι το τέλος των αιώνων, μεταφέροντας στον κόλπο του τα ζιζάνια, μέχρι την στιγμή του αλωνίσματος που θα γίνει στο τέλος των χρόνων. Και αυτό βεβαίως δεν θα μπορούσε να συμβεί, εάν το βασίλειο του δεν υπήρχε εδώ στην γη. Παρόλα αυτά όμως δεν είναι από εδώ κάτω, διότι ταξιδεύει στον κόσμο»(Αυγουστίνος, Σχόλιο στο κατά Ιωάννην, δοκίμιο 115, 2).

Αυτό το «είναι μέσα στον κόσμο» από την πιο πραγματική και συγκεκριμένη άποψη δηλαδή από την οπτική γωνία της πολιτικής, σήμαινε και οι χριστιανοί το κατάλαβαν αμέσως – ένα «είναι μέσα στον Ρωμαϊκό κόσμο», δηλαδή μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο, το δικαστικό, το πολιτικό, δηλαδή το πλαίσιο του κόσμου που υπήρξε η αυτοκρατορία της Ρώμης. Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν είναι μια σιωπηλή παρουσία, κρυμμένη, στην Κ.Δ. Εισέρχεται στο προσκήνιο με όλο το βάρος της σημασίας της εκεί, για παράδειγμα, μπροστά σε ένα δικαστήριο, ένας απόστολος του Χριστού φωνάζει: «Είμαι Ρωμαίος πολίτης, επικαλούμαι τον Καίσαρα» (Πράξεις 22,27 /25,11).

Οι Χριστιανοί λοιπόν, από την πρώτη στιγμή, αισθάνονται να περιέχονται πολιτικά μέσα στην μεγάλη μήτρα (matrix) της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Μάλιστα δε, σαν απόδειξη, δείχνουν να μην έχουν καμμία επιθυμία να ξεφύγουν με δική τους πρωτοβουλία. Όταν, λίγο πριν τα 70, ο Ιουδαϊσμός, παρασυρμένος από το κίνημα των ζηλωτών, θα οργανώσει την τελευταία του επανάσταση για να πετάξει από πάνω του την Ρωμαϊκή κυριαρχία, οι χριστιανοί δεν θα συμμαχήσουν με την επανάσταση και ενθυμούμενοι την συμβουλή του Δασκάλου, θα φύγουν από την Ιουδαία (Ματθ. 24,16/Λουκ. 21,21). Γινόμενοι αποστάτες, πολιτικώς, από τον Ιουδαϊσμό παρά από τους Ρωμαίους. Και με αυτόν τον τρόπο ξεκινούν οι σχέσεις ανάμεσα στον Χριστιανισμό και την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.

Η Ιστορία αυτών των σχέσεων ανήκει εξίσου στον Ιστορικό της Εκκλησίας με τον Ιστορικό της Ρώμης. Το ενδιαφέρον σε αυτή την Ιστορία συγκεντρώνεται συνήθως στους διωγμούς, στον μεγάλο τους αριθμό και στις αιτίες τους, από το θεμέλιο του δικαίου που τους στήριξε και από τον αριθμό των μαρτύρων. Ας εξετάσουμε όμως εδώ τα πράγματα από την όχθη της Εκκλησίας, διότι η Ιστορία έχει αφηγηθεί ήδη τα πάντα, από την καρδιά και από την συνείδηση.

Προτίθεμαι να ανασυνθέσω την συνείδηση που απέκτησε και ανέπτυξε η Εκκλησία για τον εαυτό της (αυτονομημένη ήδη από τον Κύριο) στην σκληρή της αντιπαράθεση με το βασίλειο του Καίσαρος. Όπως βιώθηκε και κατανοήθηκε στην οθόνη της πολιτικής πραγματικότητος.

Στην πρωτότυπη στιγμή του, μπροστά στον Πιλάτο, αυτή η εμβληματική αντιπαράθεση, μας παρουσιάστηκε και μας φανερώθηκε, σαν μια συνάντηση της εσχατολογίας -η βασιλεία του θεού- με την Ιστορία -το βασίλειο του Καίσαρος-, σαν να είναι μέσα στο βασίλειο του Καίσαρος αλλά να μην είναι το βασίλειο του Καίσαρος. Ας δούμε λοιπόν σιγά-σιγά αυτό το απλό σημείο: ας δούμε πως προόδευσε αυτή η συνάντηση στο πέρασμα από τον Ιησού στην Εκκλησία, πως κατέβηκε η Εσχατολογία στην Ιστορία και μάλιστα στην συγκεκριμένη Ιστορία των σχέσεων ανάμεσα στον Χριστιανισμό και την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Πρόκειται δηλαδή να απαντήσουμε σε μια διπλή έρευνα, με δύο ερωτήματα.

Πρώτον: πώς οργανώθηκαν οι σχέσεις ανάμεσα στον Χριστιανισμό και την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία στο απολογητικό ή πολιτικό επίπεδο; Δηλαδή πώς κατανόησε και σχεδίασε το δικό της «Είναι στον κόσμο» η Εκκλησία στην επαφή της με την πολιτική πραγματικότητα της Ρώμης;

Δεύτερον: πώς οργανώθηκαν οι σχέσεις ανάμεσα στον Χριστιανισμό και την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία στο θεολογικό ή στο εσχατολογικό επίπεδο; Που σημαίνει σαν να λέμε: πώς κατανόησε η Εκκλησία το δικό της «δεν είναι εκ του κόσμου, δεν είναι του κόσμου», στην διάρκεια των σχέσεών της με την αυτοκρατορία;

Εάν η έρευνά μας πρέπει να βοηθήσει να διαφωτιστεί και η σημασία της λεγόμενης «Κωνσταντίνειας στροφής», και η κατάσταση της σημερινής Χριστιανοσύνης, κατά ένα μέρος, τότε είναι καλύτερα να ξεκινήσουμε από την κατάσταση που δημιουργήθηκε από εκείνη ακριβώς την στροφή, για να δούμε, από την αντιπαράθεση, εάν και κατά πόσον μπορούμε να μιλήσουμε για μια στροφή όχι μόνον στην στάση της αυτοκρατορίας αλλά και στην στάση της Εκκλησίας.

Συνεχίζεται

Αμέθυστος  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου