Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

ΣΕΡΓΙΟΥ ΜΠΟΥΛΓΚΑΚΟΦ, «Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ» (32)


Συνέχεια από: Τρίτη, 13 Αυγούστου 2013
ΙΙΙ.  ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΙΧΤΕ
2.  ΚΡΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ‘ΦΙΧΤΙΑΝΗ’ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ

Ενώ όμως η σφαίρα τού προσδιορισμού (του «θέτειν»…) περιορίζεται (‘κανονικά’…) σ’ αυτόν τον αυτο-βεβαιούμενον ‘εγωτισμό’ ή ‘εγωισμό’, επιτρέπει ο Φίχτε να θέτη το Εγώ ακόμα και το Μη-Εγώ, την ώρα που το Εγώ υπάρχει, ζη και αυτο-αποκαλύπτεται στο αληθινό Μη-Εγώ, δηλ. στη φύση του και στο κατηγορούμενό του, χωρίς να τίθεται όμως μέσα απ’ τον εαυτό του. Και αποκτά μέσα απ’ αυτόν τον «προσδιορισμό» τού Μη-Εγώ στο Εγώ έναν εντελώς διαστροφικό χαρακτήρα το σύστημα του Φίχτε, με τον οποίον και ανοίγεται αναπόφευκτα ένα χάσμα, ως αναγκαίο ωστόσο ταυτόχρονα ‘συστατικό’ τού όλου συστήματος: Πρόκειται για την ‘εφαρμογή’ ενός ποσοτικού προσδιορισμού στη σχέση μεταξύ Εγώ και Μη-Εγώ. Αφού αντιπαρέθεσε ο Φίχτε το Εγώ και το Μη-Εγώ το ένα στο άλλο, έπρεπε τώρα και να τα φέρη σε ‘σχέση’, να τα ‘συμφιλιώση’. Και εξαιτίας τής ανεπάρκειας των βασικών αρχών τού συστήματος του, όπου συναντάται δηλ. το Εγώ και μόνο, δεν του απέμενε παρά να ερμηνεύση το Μη-Εγώ, όχι ως τη φύση τού Εγώ, αλλά ως ένα έλλειμμα στο Εγώ ή ως ένα (αποκλειστικά…) Μη-Εγώ, ‘διατηρώντας’ μόνον το Εγώ ως ένα απόλυτο μέγεθος. Το οποίο Εγώ δεν αποτελεί ωστόσο ακόμα  προσωπικότητα. – Η προσωπική αρχή είναι, στο πλήρωμά της, ένα πραγματοποιούμενο στη φύση Εγώ, ενώ το απλό Εγώ δεν είναι ακόμα πρόσωπο: η προσωπικότητα εκφράζεται στο αντικείμενο της πρότασης (στο υποκείμενο) και στο κατηγορούμενο και στο ότι υπάρχουν το ένα για το άλλο. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και στον Φίχτε, όπου και εκφράζονται το Εγώ και το πρόσωπο, το Απόλυτο αλλά και ο κόσμος, όλα, ποσοτικά,  στο μέτρο τού Εγώ. – Πώς είναι όμως δυνατό, να πραγματοποιήση (να υλοποιήση, να εφαρμόση…) ο φιλόσοφος τού Εγώ αυτήν την ‘τρελλήν’ ιδέα τής ποσότητας στο Εγώ; Δεν του απέμενε ωστόσο, λόγω τής σχολαστικής επιμονής του στο απολύτως ιδιόγνωμο σύστημά του, παρά μόνον αυτή η διέξοδος, να αντιληφθή δηλ. το Μη-Εγώ ως μιαν ποσότητα του Εγώ. Και για να  μπορέση να μετρήση αυτές τις ποσότητες, έπρεπε να ‘διαθέτη’ μιαν έκταση ή μιαν ‘επιφάνεια’ – το απόλυτο δηλ. Εγώ  (( ! )) . Στο οποίο και σχηματίζονται, όπως μέσα σ’ έναν μεγάλον κύκλο, δυό εναλλασσόμενοι αναμεταξύ τους μικρότεροι κύκλοι, το Εγώ και το Μη-Εγώ. Τί παριστάνει ωστόσο στην πραγματικότητα αυτό το μεγάλο Εγώ; Το απόλυτο, ας πούμε, Εγώ, το οποίο και είναι παρόν ωστόσο σε κάθε καινούργιο Εγώ, ή μήπως τη θεότητα, όπως ανακοίνωσε περισσότερες από μια φορά ο Φίχτε; Πόσες όμως τέτοιες απολυτότητες και πόσοι τέτοιοι θεοί υπάρχουν άραγες, και πώς μπορούν να συνυπάρχουν μόνιμα η μοναδικότητα και η πολλαπλότητά τους; Πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να ομολογήσουμε, ότι αυτό το καινούργιο Εγώ, που είναι άλλωστε και το μοναδικό, πραγματικό και γνωστό σε εμάς Εγώ, δε έχει τίποτα το κοινό με το απόλυτο (λεγόμενο…) Εγώ, στο οποίο και γεννιούνται τόσο το Εγώ όσο και το Μη-Εγώ. Και εδώ είναι που προκύπτει ένα ολότελα μεταφυσικό, αλλά και λογικό άλμα, ή ένα εντελώς ανεπίτρεπτο για ένα «παντοδύναμο» και «απόλυτο» σύστημα θαύμα. Η φιλοσοφία του Φίχτε μάς εξαπατά, γιατί δεν κρατά την υπόσχεσή της: ξεκινά δηλ. με το συνειδητό και νοήμον Εγώ, οδηγώντας μας όμως μετά πέρα απ’ αυτό επινοώντας ένα Εγώ, το οποίο και είναι ασυνείδητο, υπερσυνειδητό και απόλυτο· και παρ’ όλο που αποτελεί και ο ίδιος ο Φίχτε ένα εμπειρικό και μόνον Εγώ, και γνωρίζει αυτό και μόνον το Εγώ, μιλά ωστόσο (ταυτόχρονα…) για ένα απόλυτο Εγώ και το ανάγει σε (απόλυτην…) αξία, χωρίς να έχη όμως το παραμικρό γνωσιολογικό δικαίωμα γι’ αυτό. Περιέχει δηλ. το σύστημα του Φίχτε, και μάλιστα στον εσώτατο πυρήνα του, ένα χάσμα, με το οποίο και παύει πραγματικά να είναι μια φιλοσοφία τού Εγώ. Η βασική αντίληψη (αυτού τού συστήματος…) αποτυγχάνει, και
όλα τα Salto mortale τού Εγώ και τού Μη-Εγώ που παρουσιάζονται κατόπιν, δεν αποτελούν παρά μιαν, υψίστως ενδιαφέρουσα, υπόθεση.


Η τρίτη τελικά σημασία τού Μη-Εγώ, στην οποίαν όμως – κι αυτό είναι το βασικό μειονέκτημα του συστήματός του – δεν υπεισέρχεται καθόλου ο Φίχτε, δεν είναι καν ένα Μη-Εγώ, το οποίο και τίθεται στο Εγώ, αλλά ένα ξένο Εγώ, ένα Εσύ. Το ‘φιχτιανό’ Εγώ δεν έχει, όπως και η Μονάδα (Monade) του Λάιμπνιτς, κανένα παράθυρο, είναι αποκλεισμένο και αδιαπέραστο. Και μιλάει βέβαια με πάθος ο Φίχτε για την αξία (την αξιοπρέπεια…) του ανθρώπου, που μπορεί να πη για τον εαυτό του: Εγώ είμαι, παραμένει ωστόσο αυτή η ρητορεία στη φιλοσοφία τού Φίχτε εντελώς ανεδαφική, και δεν ασχολείται πουθενά, σ’ ολόκληρην τη ‘Διδασκαλία τής επιστήμης’, πιο σοβαρά μαζί της. Κι ακόμα περισσότερο, δεν διαθέτει η ‘Διδασκαλία τής επιστήμης’ κανένα μέσο για την αντίληψη του Εσύ, αφού το απόλυτο Εγώ, το οποίο αποτελεί βέβαια και τη μοναδική πηγή τής πραγματικότητας, το Εγώ δηλ. ως ουσία στον ενικό, δεν επιτρέπει παρά να τοποθετηθή (να τεθή…) το Μη-Εγώ και να τεθή το Εγώ, ενώ η τοποθέτηση ενός Εμείς, ενός ξένου δηλ. Εγώ, που θα αποτελή ταυτόχρονα και το ίδιο μου το Μη-Εγώ, είναι αδύνατη και αντιφατική. Και είναι σ’ αυτό το πρόβλημα του Εσύ που αποτυγχάνει πράγματι η φιλοσοφία τού Εγώ. Γιατί ενώ η πολυ-υποσταστικότητα του Εγώ συνιστά μιαν απαραίτητην προϋπόθεση της πρακτικής φιλοσοφίας τού Φίχτε, και ιδίως τής φιλοσοφίας του τού δικαίου, δεν βρίσκει στη ‘Διδασκαλία της επιστήμης’ κανέναν απολύτως χώρο. Η ιδιαιτερότητα του Εσύ ως ενός Εγώ και Μη-Εγώ ταυτόχρονα, απαιτεί μιαν άλλην ‘έξοδο’ (ή: υπέρβαση…) πέρα απ’ το Εγώ, εκτός από εκείνην τής ‘τοποθέτησής’ του στο Μη-εγώ, καθώς το Εσύ τίθεται εξίσου στο ξένο Εγώ, όπως ακριβώς το θέτει και το ίδιο (το Εσύ και τίθεται και θέτει δηλ. το ξένο Εγώ…). Το Εσύ δεν ταιριάζει λοιπόν στην ‘αφύσικη’ (δίχως φύση…) φιλοσοφία τού Εγώ, για την οποίαν ο κόσμος δεν συνιστά παρά ένα Μη-Εγώ ή ένα φράγμα, ένα υλικό ακριβώς για το Εγώ, με το οποίο και ασκείται το Εγώ τείνοντας προς το άπειρο  (( ! )) .

Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο τού ‘συστήματος’ εκδηλώνεται και η γενική ανεπάρκεια της φιλοσοφίας τού Εγώ, που δεν γνωρίζει, πέρα απ’ το Εγώ, παρά έναν και μοναδικόν, και προσέτι αρνητικόν προσδιορισμό, το Μη-Εγώ, στο οποίο και είναι «όλες οι γάτες γκρίζες», όπως λέμε, αλλά και όπου δεν υφίσταται, το κυριώτερο, καμμιά διαφορά ανάμεσα στη φύση, ως το γενικό κατηγορούμενο, και στο ξένο Εγώ, δηλ. στο Εσύ. Καθώς σημαίνουν και τα δυό φραγμό ή ώθηση εν σχέσει προς το Εγώ, αφύπνιση του εγωισμού του και λύτρωσή του απ’ την ‘αναισθησία’ (παύει να είναι ‘λιπόθυμο’ το Εγώ…). Και παράγονται έτσι οι κατηγορίες (Kategorien) απ’ το Εγώ, η «αίσθηση» και η «πρώτη ώθηση», και οι πιο διαφορετικές γενικά δυνατότητες του Μη-Εγώ, τίποτα ωστόσο που να είναι συγκεκριμένο και να αναπνέη ζωντανό. Δεν μπορεί να παραχθή ούτε ένας ασήμαντος ψύλλος ή ένα ισχνό καλάμι απ’ το Μη-Εγώ. Και δεν είναι, παρ’ όλ’ αυτά, αυτό ακόμα το παν! Γιατί, παρ’ όλο που αναφέρεται συχνά και εντελώς ‘συμπτωματικά’ στη θεότητα, χαρακτηρίζοντάς την ως το απόλυτο Εγώ χωρίς οιοδήποτε Μη-Εγώ, ο Φίχτε (μια θεότητα που δεν χρειάζεται, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, τη ‘Διδασκαλία τής επιστήμης’, η οποία και ισχύει μόνο για το σχετικό Εγώ), η αναφορά του αυτή σκοπεύει ωστόσο αποκλειστικά στο να προσδώση μια λογική ‘εμφάνιση’ ή ‘εικόνα’στις προτάσεις του τής εν λόγω ‘Διδασκαλίας’. Στην πραγματικότητα παραμένει όμως εντελώς ανοιχτό το ερώτημα, πώς μπορεί να υπάρχη μια πρόσβαση τέλος πάντων στη θεότητα και την αυτο-αποκάλυψή της στο Εγώ, το οποίο και δεν γνωρίζει τίποτα έξω απ’ τον εαυτό του, παρά τον εαυτό του στο Μη-Εγώ. Γιατί, κι αν ήταν προσβάσιμη η θεότητα, δεν θα σήμαινε εδώ παρά ένα Μη-Εγώ (ή, αντίστοιχα προς την πρώιμη διδασκαλία τής ‘Αθεϊστικής διαμάχης’, μιαν ηθικήν εγγύηση ή μιαν ηθικήν ‘παγκόσμιαν τάξη’). Εμφανίζεται λοιπόν γενικώς το Εγώ τού Φίχτε, και παρά τη θέλησή του (ακούσια…) ως το Μοναδικό τού Στίρνερ, και το Μη-Εγώ ως η ιδιοκτησία του, η περιουσία του, γιατί υπάρχει μόνον στον ενικόν αριθμό το Εγώ, χωρίς να γνωρίζη την αντωνυμία ούτε τού δευτέρου ούτε και τού τρίτου προσώπου. Δεν έχουν δηλ. ούτε ένα Εσύ ούτε ένα Αυτός ούτε ένα Εμείς ούτε ένα Εσείς θέση στην άκαμπτη, παγιωμένην και εντελώς ιδιώνυμην αυτο-βεβαίωσή του (του Εγώ…). Το οποίο και ‘συγκαλύπτεται’ ψυχολογικά με το να μιλά ο Φίχτε για την ‘ανθρώπινη φύση’, δίνοντας την εντύπωση ότι σκέπτεται (τάχα…) ανθρωπολογικά. Αυτός ο θεμελιωμένος στο τίποτα, και γι’ αυτό εντελώς ξένος προς το σύστημα ‘συμβιβασμός’ δεν είναι ωστόσο παρά μια ιδιοτροπία (ή: μια ψυχική διάθεση!...), την ώρα που την πραγματικήν ουσία τού συστήματος δεν την εκφράζει παρά το εωσφορικό, αποκλεισμένο, αθεϊστικό, απόκοσμο (άκοσμο – akosmisch…), απ-άνθρωπο (αποχωρισμένο δηλ. και από τον κόσμο και από τον άνθρωπο…) και αλαζονικό Εγώ, το Εγώ που αντικαθρεφτίζει τον εαυτό του, εκδιωκόμενο (στο θεωρητικό Εγώ), και διωκόμενο συνεχώς απ’ αυτόν (στο πρακτικό Εγώ). Η ‘Διδασκαλία τής επιστήμης’ δεν αποτελεί όμως κατά κανέναν τρόπο ανθρωπολογία, καθώς θα μπορούσε ίσως, λόγω κάποιων αποστροφών της, να θεωρηθή, και δεν αποτελεί επίσης μια γνωστικήν και μόνο θεωρία, αλλά είναι θεολογία και οντολογία (Ontologie) ταυτόχρονα: γιατί το όριο ανάμεσα στο Εγώ, το οποίο και δημιουργεί, ως απόλυτο υποκείμενο, όλην την πραγματικότητα με την ενέργειά του, και ‘εξυφαίνει’ απ’ τον εαυτό του τον κόσμο, μια Fata Morgana (έναν αντικατοπτρισμό…) τού Μη-Εγώ, απ’ τη μια, και στο ανθρώπινο, ατομικό Εγώ απ’ την άλλη, δεν μπορεί καθόλου, με βεβαιότητα να προσδιοριστή. Και ‘θεολογικά’, εξαφανίζεται εδώ το σύνορο ανάμεσα στη μορφή και την ‘πρώτη μορφή’, τη δημιουργία και τον Δημιουργό τόσο πολύ, ώστε ο άνθρωπος καθίσταται όμοιος με τον Θεό στη συνείδησή του. Μια εντελώς εωσφορική αυτο-συνείδηση! Και γι’ αυτό είναι και εντελώς χαρακτηριστικός ο τρόπος που παρουσιάζεται η διαφορά ανάμεσα στη μορφή και στο ομοίωμα του Θεού (χωρίς να αγγίζη βέβαια άμεσα αυτό το πρόβλημα ο Φίχτε, μιλώντας όμως κατά βάσιν και γι’ αυτό): μιλώντας δηλ. για τη σχέση ανάμεσα στο απόλυτο και στο συνδεδεμένο με το Μη-Εγώ Εγώ, όπου το εμπειρικό Εγώ κυνηγά το φάντασμα του απολύτου Εγώ, και κυνηγάται ταυτόχρονα απ’ αυτό· όμοιο με ένα φίδι, που προσπαθεί να συλλάβη την ίδιαν του την ουρά και δεν μπορεί να ησυχάση στον αιώνα. Πρόκειται για μιαν αδιάκοπην προσπάθεια και τάση τού εμπειρικού Εγώ, πέρα και έξω απ’ τον εαυτό του, προς το απόλυτο Εγώ, - για το πρακτικό δηλ. Εγώ ως μιαν αιώνιαν εργασία, ως Ιδέα και ως Δέον, Πρέπει. -  Και καθίσταται έτσι, καθώς το παρατηρούμε απ’ όλες του τις πλευρές, μια πραγματική αυτο-θέωση το σύστημα του Φίχτε, αλλά ταυτόχρονα και στον ίδιον βαθμό και ένας ανθρωπο-θεϊσμός, που αιωρείται ανάμεσα στον Φόυερμπαχ και τον Στίρνερ, ανάμεσα σ’ έναν καθολικό δηλ. ανθρωπο-θεϊσμό τού γένους στον πρώτο, και σ’ έναν ατομικόν στον δεύτερο. Ο Φίχτε ‘μαντάλωσε’ καλά όλα τα παράθυρα και δεν άφησε καμμιά διέξοδο απ’ το Εγώ. Πώς μπορεί όμως να μιλήση κανείς για την ανθρωπότητα, χωρίς να αναγνωρίση την οικεία σ’ αυτήν την ανθρωπότητα φύση; Και πώς μπορεί να μιλήση και για τη θεότητα, όταν έχει αποκλεισθή κάθε δρόμος προς τον ουρανό; - Είναι εντελώς αυτονόητο, ότι ο Φίχτε δεν αναφέρει καν, ούτε μια φορά, τη χριστιανική αποκάλυψη και το δόγμα (Dogma) τής Αγίας Τριάδος. Δεν υπάρχει δηλ. κανένας χώρος και κανένα περιθώριο για τη χριστιανική διδασκαλία τής Αγίας Τριάδος, όπου συνενώνονται η τριαδικότητα των υποστάσεων και η ενότητα της φύσεως, στη ‘θεωρία’ τού Φίχτε, που δεν γνωρίζει καμμιά φύση, παρά μόνον ένα Μη-Εγώ, και στην οποία δεν ‘χωρά’ ασφαλώς η τριαδικότητα των υποστάσεων, εφ’ όσον υπάρχει εκεί μόνον το Εγώ.

     
Η διδασκαλία τού Φίχτε αποτελεί κατόπιν όλων αυτών μια φιλοσοφικήν άρνηση του τρισυποστάτου (αληθινού Θεού…), και μπορεί άρα να χαρακτηρισθή ως ένας ενωτισμός (Unitarismus), ως μια διδασκαλία τού μονο-υποστάτου, ως ένα ιδεαλιστικό Ισλάμ: δεν υπάρχει κανένας Θεός εκτός απ’ τον Θεό, και ο Φίχτε είναι ο προφήτης του. Λείπουν τόσο πολύ ο άνθρωπος και η φύση στη ‘Διδασκαλία τής επιστήμης’, ώστε να μην αναφέρεται ούτε ακροθιγώς, ούτε με την πιο χαμηλόφωνη σκέψη το πρόβλημα της ανθρώπινης ιστορίας και η λύτρωση του ανθρωπίνου γένους, η ενσάρκωση ή ενανθρώπιση του Θεού (και πόσο παρανοϊκό θα ήταν πράγματι, να ήθελε να μιλήση κανείς για την ενσάρκωση του Εγώ στο Μη-Εγώ!). Αναζητώντας μια θεολογική διάγνωση (Diagnose) της λανθασμένης διδασκαλίας τού Φίχτε, μπορούμε να δούμε στον ενωτισμό της μιαν παραλλαγή τού Σαββελιανισμού, και μάλιστα καθώς εμφανίζεται σ’ αυτήν τη ‘Διδασκαλία’ μόνον η πρώτη υπόσταση ως απόλυτο Εγώ, ενώ κατανοείται ως «θέσεις» ή αυτο-προσδιορισμοί αυτού τού Εγώ το Μη-Εγώ, ως ένας καθρέφτης δηλ. και, μέχρις έναν ορισμένον βαθμό, ως μια αυτο-αποκάλυψή του (τού Εγώ…), και καθώς ερμηνεύεται ο συσχετισμός περαιτέρω τού θεωρητικού και τού πρακτικού Εγώ ως μια μόνιμη τάση ή ροπή και ως το πυρ τής ζωής. Πρόκειται, όπως το δείξαμε παραπάνω, για μια θεολογία τού Αιωνίου Θεού, για έναν φιλοσοφικόν ‘γιαχβεϊσμό’, και γι’ αυτό και παρανοείται πλήρως ο ‘φτωχικός’ «χριστιανισμός τού Ιωάννη» στον Φίχτε. Η απουσία τής φύσεως και τού ανθρώπου συμβαδίζουν σ’ αυτήν τη ‘φιχτιανή θελογία’ μ’ έναν εωσφορικόν ανθρωπο-θεϊσμό, στον οποίον και θεοποιείται το υποκείμενο, το αντικείμενο μιας πρότασης, το Εγώ – αντίθετα προς τη ‘θεολογία’ τού Φόυερμπαχ, που θεοποιεί το κατηγορούμενο, την ανθρώπινη δηλ. φύση. Η οποία ‘θεολογία’ τού Φόυερμπαχ αποδεικνύεται έτσι και ως ‘ευσεβέστερη’ απ’ τη ‘θεολογία’ τού Φίχτε. – Η πρώιμη ‘Διδασκαλία τής επιστήμης’ τού Φίχτε συνιστά συμπερασματικά μιαν, ‘τρελλήν’ υπό μιαν ορισμένην έννοια, αλλά και ριζοσπαστικήν ωστόσο προσπάθεια, να τοποθετηθή  ολόκληρη η ουσιαστικότητα στο Εγώ, το οποίο και να αποκαλυφθή (έτσι…) μέχρι την έσχατη δυνατότητά του. Και βρίσκεται σ’ αυτήν ακριβώς την ‘αποκάλυψη’ του Εγώ η βασική σημασία τού πειράματος του Φίχτε, «να προχωρήση με το κεφάλι» και να παρατηρήση απ’ αυτήν τη θέση ή τη στάση ζωής τον κόσμο. Σ’ αυτήν την ‘αποκάλυψη’ στηρίζεται και η δικαιολόγηση και η αλήθεια του ‘φιχτιανού’ συστήματος  ως μιας φιλοσοφίας τής καθαρής, αν και αφηρημένης δυστυχώς υποστατικότητας. Δεν μπορείς να ‘παραμερίσης’ τον Φίχτε, και η φιλοσοφία δεν θα τον λησμονήση ποτέ, γιατί εισήγαγε πραγματικά κάτι καινούργιο στην ιστορία της. Αποτελεί και ο ‘χεγκελιανισμός’ μια φιλοσοφία, επίσης, της μονο-υποστατικότητας. Δεν είναι όμως ως σύστημα και στην ολότητά του, παρά μια πλάνη απ’ την αρχή ως το τέλος, γιατί αντιλαμβάνεται τη δεύτερη υπόσταση ως πρώτη, ανατρέποντας την τάξη των υποστάσεων· τον ‘φιχτεανισμό’ μπορούμε να τον ‘διατηρήσουμε’ αντίθετα ως Όλον, συνδυάζοντάς τον ωστόσο με την άρνησή του, τον νατουραλισμό, στη μορφή π.χ. του ‘σπινοζισμού’ ή σε μιαν οποιανδήποτε άλλη μορφή. Ο Φίχτε μαζί με τον Σπινόζα – αυτή είναι η εργασία μας. Γιατί η σκέψη ότι η φύση είναι, υπό μιαν ορισμένην έννοια, ένα Μη-Εγώ, και ότι υπάρχει ή τίθεται στο Εγώ, είναι εξίσου σωστή με τη σκέψη, ότι το Εγώ υπάρχει στη φύση. Ο Φίχτε δεν μπορούσε φυσικά να ‘ολοκληρώση’ (να φέρη εις πέρας…) τον «μεταφυσισμό» του, στον οποίον και έδινε τόσο μεγάλην αξία, και ανήγαγε έτσι, μπροστά στον φόβο του για το «πράγμα καθ’ εαυτό», σε αξίωμα τη μη-συνείδηση (το ασυνείδητο…) της πιο βασικής απ’ όλες τις πράξεις τού Εγώ, της τοποποθέτησης δηλ. του Μη-Εγώ, που σημαίνει πως επέτρεψε κάτι το μεταφυσικό στο ίδιο το Εγώ, μετατρέποντάς το σ’ ένα καθ’ εαυτό πράγμα για τον εαυτό του. Με τον ίδιον τρόπο αποδείχθηκε και το απόλυτο Εγώ, στο οποίο και γεννώνται το Εγώ και το Μη-Εγώ, ως μεταφυσικό εν σχέσει προς το συνειδητό Εγώ. Ο Φίχτε δεν ήθελε μια φύση που να υπάρχη καθ’ εαυτή, ούτε να ανγνωρίση ένα πράγμα καθ’ εαυτό, συμπεριέλαβε ωστόσο αυτό το ‘πράγμα’ μέσα στο Εγώ. Και φανερώνονται έτσι όλα παραμορφωμένα: το Εγώ, το μοναδικό νοούμενο, το πράγμα καθ’ εαυτό, το οποίο είναι ταυτόχρονα μεταφυσικό στην ουσία του και ενυπάρχον (εμπειρικό…) στην αυτο-αποκάλυψή του, στη φύση, πρέπει να αναζητήση να προσδιοριστή στην υποστατικότητα και μόνον, αντί να εκφραστή και να εκδηλωθή στην πληρότητα της ουσίας του ή της ουσίας, μέσα απ’ το κατηγορούμενο και μέσα απ’ τον κόσμο. 



3.  ΦΙΧΤΕ ΚΑΙ ΧΕΓΚΕΛ


Ταιριάζει να επιχειρήσουμε να συγκρίνουμε και να αντιπαραθέσουμε τώρα αυτούς τους δυό στοχαστές. Για τον Φίχτε είναι το Εγώ τα Πάντα, ακριβώς όπως είναι και τα Πάντα Εγώ· ενώ στον Χέγκελ καταλαμβάνει η καθαρή σκέψη, η νόησις νοήσεως, τη θέση τού φιχτιανού Εγώ. Ο Φίχτε «συνάγει» τόσο τις μορφές τής σκέψης, τις κατηγορίες (Kategorien), όσο και τις μορφές τού Είναι, τον χώρο και τον χρόνο, απ’ το Εγώ, ενώ στον Χέγκελ συνάγεται το ίδιο το Εγώ απ’ τις κατηγορίες ή και παριστάνει, ακριβέστερα, μιαν προσωρινή δύναμη ή ροπή στη διαλεκτική τής έννοιας. Ο δρόμος απ’ το Εγώ προς τη σκέψη και αντίστροφα προχωρά έτσι στους δυό στοχαστές στην ακριβώς αντίθετην κατεύθυνση. Πρέπει ωστόσο να παρατηρήσουμε, ότι η σκέψη και οι μορφές τής σκέψης συνδέονται αναγκαστικά με το Μη-Εγώ στον Φίχτε, γιατί δεν θα υπήρχε χωρίς το Μη-Εγώ ούτε συνείδηση ούτε διάκριση στο Εγώ, έτσι ώστε να θεωρείται, με την αυστηρήν έννοια, απ’ την πλευρά τού Μη-Εγώ το ίδιο το Εγώ. Αλλά και γενικώς συνίσταται η γνωσιολογική ιδιομορφία, καθώς και η αδυναμία τού ‘φιχτιανού’ συστήματος, στο ότι δεν μπορεί παντελώς να δικαιολογήση την ίδιαν του τη γένεση: υποτίθεται περισσότερες από μια φορά στον Φίχτε, η παρουσία ενός παρατηρητή, ο οποίος και περιγράφει τί συμβαίνει στο Εγώ, μένοντας ωστόσο ο ίδιος εκτός του – και ‘παίζει’ αυτόν ακριβώς τον ρόλο ενός τέτοιου παρατηρητή η ‘Διδασκαλία τής επιστήμης’. Η οποία και μάς πληροφορεί για τέτοια μυστικά του πνεύματος, στα οποία δεν ήταν παρών ο ίδιος ο άνθρωπος, για ασυνείδητες δηλ. και προ-συνειδητές πράξεις τού Εγώ, οι οποίες όχι μόνον ανάγονται σε αξιώματα, αλλά περιγράφονται κιόλας με ακρίβεια. Ο συγγραφέας αυτής τής ‘Διδασκαλίας…’, της «πραγματικής (pragmatisch) δηλ. ιστορίας τού πνεύματος», πρέπει να είναι ο ίδιος ένας ‘εξωτερικός’ και μεταφυσικός παρατηρητής, που γνωρίζει  όλα τα μυστικά, ή εγείρει, με άλλα λόγια, την απαίτηση για την παντογνωσία τού Θεού, μπροστά στην οποίαν και είναι φανερό το κάθε δημιούργημα.


         Γι’ αυτό – και μόνο γι’ αυτό – απαιτεί το ‘φιχτιανό’ σύστημα, να εκληφθή και ως απόλυτη φιλοσοφία, χωρίς να είναι όμως μια φιλοσοφία τής αποκάλυψης. Ο Φίχτε αναγγέλλει τον μύθο τού Εγώ πριν ακόμα δημιουργηθή ο κόσμος, πριν δηλ. απ’ τη γένεση του Μη-Εγώ. Και είδαμε, πως και η φιλοσοφία τού Χέγκελ παρουσιάζει παρόμοια χαρακτηριστικά, καθώς θεωρεί τον εαυτό της ως ένα απόλυτο, επίσης, σύστημα, και εγείρει το αίτημα μιας θεϊκής λογικής. Το ‘φιχτιανό’ σύστημα, παρ’ όλο που έχει ως σημείο εκκίνησης το προ-λογικό ή μετα-λογικό Εγώ, παραμένει απολύτως εντός τής λογικής, και συνιστά μιαν ορθολογική φιλοσοφία· ενώ και το ‘χεγκελιανό’ σύστημα, που δεν γνωρίζει στην αφετηρία του καμμιάν υπόσταση, προσπαθεί  να συμπεριλάβη υποχρεωτικά στον εαυτό του την υποστατικότητα, και να καταστήση την Ιδέα υποκείμενο και Εγώ. Αλλά μόνον υπ’ αυτήν την έννοια αποτελούν και τα δυό συστήματα είδη και παραλλαγές τής φιλοσοφίας τής ταυτότητας,  που τη χαρακτηρίζει ακριβώς η αναίρεση της θεμελιακής και πρωταρχικής διαφοράς μεταξύ υπόστασης και ουσίας, προσώπου και φύσης, αντικειμένου της πρότασης (υποκειμένου…) και κατηγορουμένου, και η οποία τα θεωρεί όλα αυτά ως τρόπους μιας ουσιώδους δυνάμεως, που δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά «θέτει» για τον εαυτό της και στον εαυτό της, ανάλογα με τις ανάγκες της, είτε το ένα είτε το άλλο. Απ’ αυτήν την άποψη ανήκουν και τα δυό συστήματα στη μιαν και αδιάσπαστη σειρά τών φιλοσοφικών συστημάτων τής αρχαίας και τής σύγχρονης εποχής, που συνιστούν, καθ’ οσον θέλουν φυσικά να ανάγουν, μέσα στον ορθολογισμό και τον μονισμό (Monismus) τους, τα πάντα σε μιαν ορθολογικά ενιαία και συνενωτική (των πάντων…), καθώς και ελεύθερη απ’ την αντινομία (Antinomie) τού Είναι αρχή,  όλα μια σειρά χριστιανικών αιρέσεων (Hӓresien). Και παρ’ όλο που περιέχει κάθε φιλοσοφία και θρησκεία τη δύναμη της ταυτότητας ή της ενότητας των πάντων στα πάντα στον εαυτό της, είναι ωστόσο ταυτόχρονα , και απ’ την άποψη της αφετηρίας της, δυαλιστική ή και πλουραλιστική, χωρίς να θεμελιώνεται σε μιαν ταυτότητα, αλλά σ’ έναν μονο-δυαλισμό και (ή…) σ’ ένα τρισυπόστατο. Η φιλοσοφία τής ταυτότητας αντιλαμβάνεται δηλ. τη βασική της ακριβώς έννοια, απ’ την οποίαν και ‘εκκινεί’, συνειδητά λανθασμένα, απλουστευμένα και ‘μονιστικά’, και αυτο-καταδικάζεται να δηλώνη, ήδη εκ των προτέρων, ένα ψέμμα και έναν βιασμό απέναντι στην πραγματικότητα. Η ουσία (η ύλη…) είναι (όμως…) μια ζωντανή πρόταση, που περιέχει τόσο το αντικείμενο της πρότασης (το υποκείμενο…) όσο και το κατηγορούμενο και το συνδετικό ρήμα ‘είναι’ (Kopula) στον εαυτό της. 



                                                         Τ Ε Λ Ο Σ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου