ΠΗΓΗ: Το Χαμομηλάκι
του Παντελή Μπουκάλα
[…]
Η πολεμική κραυγή «ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;» -μια κραυγή που για την εκφορά
της αρκούν τα δόντια και περιττεύει η γλώσσα- δεν εκστομίζεται μόνο από τους
διάσημους, τους εξουσιούχους, τους κατέχοντες. Είναι
ένα εμβατήριο γραμμένο στη μαγνητοταινία που παίζει η μηχανική ψυχή όλων μας.
Με
την ευκολία που έχουμε να αναβαθμίζουμε σε μείζον το παντελώς ασήμαντο, το
τιποτένιο, μπορούμε να σφαχτούμε (κι όχι μόνο στα λόγια) για ο,τιδήποτε θα μας
φαινόταν καταγέλαστο αν δεν είχε θολώσει ο νους και το βλέμμα μας:
Για την
προτεραιότητα ή για μια θέση παρκαρίσματος (άλλωστε ο εγωισμός μας όταν
κυκλοφορεί εποχούμενος, όταν προστατεύεται από το τετράτροχο άρμα του, συντρίβει
όλα τα δεσμά του λεγόμενου πολιτισμού), για μια καρέκλα στην πολυσύχναστη
ταβέρνα που την πρόλαβε κάποιος άλλος, για τα νερά που τρέχουν από το μπαλκόνι
του γείτονα, για το μωρό που γκρινιάζει μεσημεριάτικα (θαρρείς κι είναι
μαγνητόφωνο και μπορείς να του πατήσεις το στοπ), για τη μπαλιά του πιτσιρικά
που λάθεψε στην αμμουδιά και πέτυχε κάποιον λουόμενο ή
ηλιοθεραπευόμενο (δεν γεννήθηκαν δα Ρονάλντο
όλοι οι μπόμπιρες), για την απύθμενη αναίδεια του προκαθημένου μας στον
θερινό κινηματογράφο που δεν λέει να σκύψει καίτοι ψηλέας η, ακόμη καλλίτερα να
φύγει, για την ουρά στο λεωφορείο, στο φερι-μποτ,
στα διόδια, στο σούπερ μάρκετ, στο φούρνο, στο
περίπτερο.
Πιστόλια ευτυχώς δεν κουβαλάμε ακόμη (ή μάλλον δεν κουβαλάμε όλοι
μας, γιατί με το πρόσχημα των κλοπών όλο και περισσότεροι φροντίζουν να
εξοπλίσουν την εκβιασμένη ανασφάλειά τους), αλλά και
τα χέρια αρκούν, κι ύστερα, φονικότερο όπλο από τη
γλώσσα και το βλέμμα δεν έχει ακόμη κατασκευαστεί, κι ούτε θα βρεθεί ποτέ.
Κι αλίμονο αν η αφέλειά σου ή η όψιμη, οικολογική σου ευαισθησία διανοηθεί να
συστήσει σε κάποιον, με τον κομψότερο (ή και δουλικότερο)
τρόπο, να μην πετάει με ανάλαφρη μαγκιά αναμμένο τσιγάρο από το παράθυρο του
αυτοκινήτου του, κυρίως όταν διασχίζει τον Παρνασσό ή τον Ταΰγετο, η την
αδειασμένη φιάλη του νερού, το οποίο έχει φτάσει να μας κοστίζει όσο σχεδόν και
η τροφή.
Αλίμονο αν παραπονεθείς για την καπνούρα που φεύγει από την εξάτμιση
του προπορευόμενου οχήματος, ή αν θυμίσεις ευγενικά σε κάποιον οδηγό ότι
είθισται να μην περνάμε με κόκκινο και να ανάβουμε το φλασάκι μας πριν στρίψουμε
αριστερά η δεξιά.
Τότε ο «θιγμένος ανδρισμός μας» (επιχείρημα που μάλλον έχει
αντίκρισμα και στα δικαστήρια) απαιτεί να πάρει το αίμα του πίσω, προπαντός αν η
«προσβολή» ετελέσθη παρουσία τρίτων. Και ξεθηκαρώνουμε τότε το φανατισμό μας,
κλειδαμπαρώνουμε την ψυχραιμία μας, στήνουμε μια γκιλοτίνα για το χιούμορ
μας, κι ορμάμε Ακάθεκτοι.
«Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε;»... Βεβαίως και ξέρω, και ξέρεις, και ξέρουμε. Ξέρω
πως είσαι όμοιος μου στα καλά και στα κακά ετοιμοπαράδοτος του θυμού, μονίμως με
την αίσθηση του «αδικημένου», άρα και μονίμως οργισμένος. Ξέρω, και ξέρεις, ότι
μοιάζουμε στο χαώδες βάθος μας, όσες όποιες πανοπλίες κι αν φρόντισε να φορτωθεί
ο καθένας μας για να ελέγξει την ευκολία του ενστίκτου. Όλοι μας είμαστε
κάτι, είμαστε κάποιοι, έστω κι αν ο χρόνος επιμένει αγέλαστος πως είμαστε κάτι
λιγότερο από το τίποτε. Μόνο που δεν μπορούμε να τα βολέψουμε αυτά τα
διαφορετικά «κάτι», να τα πείσουμε να συνυπάρξουν, να αλληλοαναγνωριστούν, να
αποδεχθεί το ένα τη μοναδικότητα του άλλου.
Εισερχόμαστε στην κοινωνία, (στο
σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στη δουλειά, στο «λειτούργημα», στο γήπεδο, ως και
στην εκκλησία την ώρα του «Δεύτε λάβετε φως!») σαν φορείς μιας παράδοσης
που τιμά την αντιπαράθεση, τη φιλυποψία, την ξινή
ψυχή, η οποία εγγράφεται πάραυτα και στα αναλόγως ξινισμένα μούτρα μας. Είμαστε
προετοιμασμένοι, εκπαιδευμένοι να βρίσκουμε παντού (και μόνο) εχθρούς,
διαβολείς, κακότροπους που μας φθονούν και συνωμοτούν εις βάρος μας.
Την
πραότητα, την όρεξη της κουβέντας, της παρέας ακόμη (της τόσο
μυθολογημένης), πρέπει να την επινοήσουμε με πολύ
κόπο (γιατί χρειάζεται να υπολογίσουμε σωστά τις βαθύτατες ανάγκες μας και
ταυτόχρονα να τιθασέψουμε τον έρωτά μας για την μονήρη διαδρομή της
εχθρευόμενης αυτάρκειας), ή πρέπει να μας έχουν ευλογήσει πλούσια οι
περιστάσεις, μια ήσυχη ακρογιαλιά ας πούμε, η θερινή χαλάρωση ώρα νυκτός κτλ.
Φυσικότερη μας φαίνεται η συμπεριφορά που (μάλλον άδικά κατά τους φυσιοδίφες)
αποδίδεται στον λύκο μονιά. Γιατί; Γιατί «μας πνίγει το δίκιο».
Κι επειδή όλους μάς πνίγει το δίκιο, επειδή δηλαδή έτσι αισθανόμαστε, ευκόλως τεκμαίρεται ότι η Ελλάδα είναι ένα απέραντο πέλαγος, το Εγαίον πέλαγος, με έψιλον κι όχι με άλφα γιώτα, γιατί βαφτίστηκε έτσι προς τιμήν του Εγώ, του θηριώδους Εγώ και όχι του Αιγέα, όπως ισχυρίζονταν οι μύθοι.
Κι επειδή όλους μάς πνίγει το δίκιο, επειδή δηλαδή έτσι αισθανόμαστε, ευκόλως τεκμαίρεται ότι η Ελλάδα είναι ένα απέραντο πέλαγος, το Εγαίον πέλαγος, με έψιλον κι όχι με άλφα γιώτα, γιατί βαφτίστηκε έτσι προς τιμήν του Εγώ, του θηριώδους Εγώ και όχι του Αιγέα, όπως ισχυρίζονταν οι μύθοι.
LIKE!
ΑπάντησηΔιαγραφήPOLY LIKE