Συνεχίζεται από : Τετάρτη 6 Νοεμβρίου
Hans Georg Gadamer
Ας εξετάσουμε λοιπόν την διαλεκτική στον Πλάτωνα. Έχει μια διπλή σημασία. Από μία άποψη είναι η τέχνη της συζητήσεως, της συμμετοχής σε έναν διάλογο, είναι η τέχνη με την οποία ο πλατωνικός Σωκράτης οδηγεί τον συνομιλητή προς ένα τελικό σημείο -ένα συμπέρασμα που είναι δυνατόν να επιτευχθεί ή όχι- γύρω από το θέμα της συζητήσεως. Αλλά υπάρχει και μία άλλη πλευρά στην διαλεκτική και είναι εκείνη που προέρχεται από την ελεατική φιλοσοφία. Χωρίς αμφιβολία ο τύπος της λογικής με την οποία ο Ζήνων υπερασπιζόταν την θέση του δασκάλου του, σύμφωνα με τον οποίον υπάρχει μόνον το ΕΝΑ και δεν υπάρχει το ΠΟΛΛΑΠΛΟ. Αυτή η επιχειρηματολογία η οποία αναπτύσσεται μέσω αντιθέτων θέσεων, μέσω του παιχνιδιού των αντιφάσεων, είναι παρόν και στην διαλεκτική του Πλάτωνος. Έχουμε μία άμεση απόδειξη στον Παρμενίδη, τόσο στο μέρος το οποίο ο Πλάτων αφήνει να μιλήσει ο Ζήνων, όσο και σε εκείνο στο οποίο μιλά ο ίδιος ο Παρμενίδης.
Στον Πλάτωνα, λοιπόν, η διαλεκτική έχει αυτή τη διπλή σημασία, και ίσως με κάποιο σύνδεσμο ανάμεσα στη μία και στην άλλη. Και πράγματι, η πρώτη πλατωνική έκθεση της διαλεκτικής, εκείνη που είναι γνωστή σαν διαίρεσις, είναι η πορεία που πρέπει να ακολουθήσουμε βήμα, βήμα, για να φτάσουμε σε ένα συμπέρασμα. Για να διατηρήσουμε τη σωστή κατεύθυνση, για να παρεκκλίνουμε, ενώ ο διάλογος αναπτύσσεται με διχοτομίες, πρέπει να γνωρίζουμε πως μία από τις δύο θέσεις πρέπει να απορριφθεί καθότι δεν υπεισέρχεται στον ειρμό της συλλογιστικής, στην πρόθεση που βρίσκεται στη βάση της διχοτομικής διαφοροποιήσεως. Αυτό είναι, συνθετικά, το νόημα της διαλεκτικής που βρίσκουμε στον Πλάτωνα.
Στον Αριστοτέλη το πράγμα παρουσιάζεται πιο απλό, διότι μιλά για την διαλεκτική με την σημασία μιας μεθόδου η οποία προετοιμάζει την εύρεση του σωστού ορισμού. Είναι ξεκάθαρο πως τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης είναι προσανατολισμένοι προς τον ίδιο σκοπό: τον ορισμό. Αλλά τι σημαίνει ορισμός; Τι πράγμα εννοούμε σαν ορισμό; Θα μπορούσαμε να πούμε στηριζόμενοι σε μία συγκεκριμένη παράδοση, πως ο ορισμός είναι το αποτέλεσμα της συζητήσεως, η πρόθεση του οποίου αποτελέσματος ενυπάρχει σ’ αυτή την ίδια την συζήτηση. Ο Αριστοτέλης κατά κάποια έννοια, εισάγει αυτή τη σημασία του ορισμού στο βιβλίο Μ της Μεταφυσικής. Ενθυμούμε, κάνοντας μία παρένθεση, πως αυτό το βιβλίο είναι από τα πιο συζητημένα, όσον αφορά το πρόβλημα της συνθέσεώς του. Είναι ξεκάθαρο πάντως, ακόμη και σε ένα πρωτοετή, πως αυτό δεν είναι μία οργανική σύνθεση, αλλά ένα συμμάζεμα, που δεν γνωρίζουμε εάν εγράφη από τον ίδιο τον Αριστοτέλη ή όχι. Στο βιβλίο Μ λοιπόν, βρίσκεται ένα χωρίο στο οποίο ο Αριστοτέλης, αφού υπενθυμίσει πως ήδη ο Δημόκριτός και ακόμη γρηγορότερα οι Πυθαγόρειοι είχαν προσπαθήσει να ορίσουν ορισμένα πράγματα, δηλώνει: «Εκείνος δ’ ευλόγως εζήτει το τι εστι»(1078b, 23), δηλαδή αυτός, ο Πλάτων, δικαίως ζητούσε την ουσία ή όπως εγώ το κατανοώ, «τί πράγμα είναι είναι η αποβλεπτικότης», η πρόθεση; «Ευλόγως εζήτει το τι εστιν, συλλογίζεσθαι γαρ εζήτει, αρχή δε των συλλογισμών το τι εστιν» (1078b, 24-25), που σημαίνει: Δεν είναι τυχαίο που ζητούσε το ουσιώδες. Ήθελε να κατασκευάσει συλλογισμούς, να καταλήξει δηλαδή σε συμπεράσματα που θα ήταν συμπαγή και με συνοχή και ειρμό. Η αρχή λοιπόν της συλλογιστικής απαγωγής είναι ακριβώς το τι εστί, η ουσία, το πράγμα στο οποίο αποβλέπεται. Ο καθορισμός των διαφορετικών μορφών του συλλογισμού, για να υπάρξουν συμπεράσματα λογικώς αποδεκτά, πραγματοποιήθηκε από τον Αριστοτέλη στα Αναλυτικά.
Ακολουθεί μία φράση πολύ σημαντική: «διαλεκτική γαρ ισχύς ούπω τοτ’ ην ώστε δύνασθαι και χωρίς του τι εστί ταναντία επισκοπείν και των εναντίων ει η αυτή επιστήμη» (1078b, 25-27). «Γιατί τότε δεν είχε φανεί ακόμη η διαλεκτική δύναμη ώστε να μπορεί κανείς και χωρίς το τι εστί να εξετάζει τα εναντία, αφού αυτή η επιστήμη και στα εναντία πράγματα έχει αρμοδιότητα».
Εκείνους τους χρόνους δηλαδή η διαλεκτική δεν ήταν τόσο δυνατή, ώστε να μπορέσει να αναπτύξει την έρευνα των αντιθέτων και ξεχωριστά ακόμη από τον ορισμό της ουσίας, και να αναζητήσει εάν και για τα αντίθετα ισχύει η ίδια επιστήμη. Με άλλα λόγια, η διαλεκτική ήταν ικανή να αναπτύξει με συνέπεια μόνον τη μία ή την άλλη από τις θέσεις που αντιτίθενται. Και αυτό είναι αλήθεια και αντιστοιχεί στον τρόπο που επιχειρηματολογεί ο Ζήνων, ο οποίος ανεπτύχθη στην συνέχεια με την χρήση των υποθέσεων, όπως συμβαίνει στα μαθηματικά ή στον Παρμενίδη του Πλάτωνος.
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι: «Δύο γαρ εστίν α τις αν αποδώη Σωκράτη δικαίως, τους τ’ επακτικούς λόγους και το ορίζεσθαι καθόλου» (1078b, 27-29). «Γιατί δύο είναι οι ανακαλύψεις που μπορεί κανείς, χωρίς να κάνει αδικία, να αποδώσει στον Σωκράτη: οι επακτικοί λόγοι και οι καθολικοί ορισμοί». Δύο είναι λοιπόν τα κατορθώματα που θα μπορούσαν να αποδοθούν δικαίως στον Σωκράτη: οι επαγωγικοί συλλογισμοί (η καθοδήγηση δηλαδή κάποιου προς ένα αποτέλεσμα) και ο καθολικός ορισμός (που είναι το αποτέλεσμα της επαγωγής).
Είναι σαφές πως εδώ ο Αριστοτέλης περιγράφει την τέχνη του σωκρατικού διαλόγου, τους επακτικούς λόγους, προσθέτοντας όμως, σε εκείνο που για τον Σωκράτη ήταν μόνον μια μορφή προβληματικής συζητήσεως, μια αξία παραπάνω, δηλαδή τον ορισμό μέσω των καθόλου. Και αυτό εξηγείται διότι εάν - όπως ο Αριστοτέλης μας είπε ήδη - ο Σωκράτης προσπαθούσε να δημιουργήσει συλλογισμούς, αυτό το πράγμα προϋποθέτει καθολικούς ορισμούς, από τους οποίους βγαίνουν συμπεράσματα.
Hans Georg Gadamer
Ας εξετάσουμε λοιπόν την διαλεκτική στον Πλάτωνα. Έχει μια διπλή σημασία. Από μία άποψη είναι η τέχνη της συζητήσεως, της συμμετοχής σε έναν διάλογο, είναι η τέχνη με την οποία ο πλατωνικός Σωκράτης οδηγεί τον συνομιλητή προς ένα τελικό σημείο -ένα συμπέρασμα που είναι δυνατόν να επιτευχθεί ή όχι- γύρω από το θέμα της συζητήσεως. Αλλά υπάρχει και μία άλλη πλευρά στην διαλεκτική και είναι εκείνη που προέρχεται από την ελεατική φιλοσοφία. Χωρίς αμφιβολία ο τύπος της λογικής με την οποία ο Ζήνων υπερασπιζόταν την θέση του δασκάλου του, σύμφωνα με τον οποίον υπάρχει μόνον το ΕΝΑ και δεν υπάρχει το ΠΟΛΛΑΠΛΟ. Αυτή η επιχειρηματολογία η οποία αναπτύσσεται μέσω αντιθέτων θέσεων, μέσω του παιχνιδιού των αντιφάσεων, είναι παρόν και στην διαλεκτική του Πλάτωνος. Έχουμε μία άμεση απόδειξη στον Παρμενίδη, τόσο στο μέρος το οποίο ο Πλάτων αφήνει να μιλήσει ο Ζήνων, όσο και σε εκείνο στο οποίο μιλά ο ίδιος ο Παρμενίδης.
Στον Πλάτωνα, λοιπόν, η διαλεκτική έχει αυτή τη διπλή σημασία, και ίσως με κάποιο σύνδεσμο ανάμεσα στη μία και στην άλλη. Και πράγματι, η πρώτη πλατωνική έκθεση της διαλεκτικής, εκείνη που είναι γνωστή σαν διαίρεσις, είναι η πορεία που πρέπει να ακολουθήσουμε βήμα, βήμα, για να φτάσουμε σε ένα συμπέρασμα. Για να διατηρήσουμε τη σωστή κατεύθυνση, για να παρεκκλίνουμε, ενώ ο διάλογος αναπτύσσεται με διχοτομίες, πρέπει να γνωρίζουμε πως μία από τις δύο θέσεις πρέπει να απορριφθεί καθότι δεν υπεισέρχεται στον ειρμό της συλλογιστικής, στην πρόθεση που βρίσκεται στη βάση της διχοτομικής διαφοροποιήσεως. Αυτό είναι, συνθετικά, το νόημα της διαλεκτικής που βρίσκουμε στον Πλάτωνα.
Στον Αριστοτέλη το πράγμα παρουσιάζεται πιο απλό, διότι μιλά για την διαλεκτική με την σημασία μιας μεθόδου η οποία προετοιμάζει την εύρεση του σωστού ορισμού. Είναι ξεκάθαρο πως τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης είναι προσανατολισμένοι προς τον ίδιο σκοπό: τον ορισμό. Αλλά τι σημαίνει ορισμός; Τι πράγμα εννοούμε σαν ορισμό; Θα μπορούσαμε να πούμε στηριζόμενοι σε μία συγκεκριμένη παράδοση, πως ο ορισμός είναι το αποτέλεσμα της συζητήσεως, η πρόθεση του οποίου αποτελέσματος ενυπάρχει σ’ αυτή την ίδια την συζήτηση. Ο Αριστοτέλης κατά κάποια έννοια, εισάγει αυτή τη σημασία του ορισμού στο βιβλίο Μ της Μεταφυσικής. Ενθυμούμε, κάνοντας μία παρένθεση, πως αυτό το βιβλίο είναι από τα πιο συζητημένα, όσον αφορά το πρόβλημα της συνθέσεώς του. Είναι ξεκάθαρο πάντως, ακόμη και σε ένα πρωτοετή, πως αυτό δεν είναι μία οργανική σύνθεση, αλλά ένα συμμάζεμα, που δεν γνωρίζουμε εάν εγράφη από τον ίδιο τον Αριστοτέλη ή όχι. Στο βιβλίο Μ λοιπόν, βρίσκεται ένα χωρίο στο οποίο ο Αριστοτέλης, αφού υπενθυμίσει πως ήδη ο Δημόκριτός και ακόμη γρηγορότερα οι Πυθαγόρειοι είχαν προσπαθήσει να ορίσουν ορισμένα πράγματα, δηλώνει: «Εκείνος δ’ ευλόγως εζήτει το τι εστι»(1078b, 23), δηλαδή αυτός, ο Πλάτων, δικαίως ζητούσε την ουσία ή όπως εγώ το κατανοώ, «τί πράγμα είναι είναι η αποβλεπτικότης», η πρόθεση; «Ευλόγως εζήτει το τι εστιν, συλλογίζεσθαι γαρ εζήτει, αρχή δε των συλλογισμών το τι εστιν» (1078b, 24-25), που σημαίνει: Δεν είναι τυχαίο που ζητούσε το ουσιώδες. Ήθελε να κατασκευάσει συλλογισμούς, να καταλήξει δηλαδή σε συμπεράσματα που θα ήταν συμπαγή και με συνοχή και ειρμό. Η αρχή λοιπόν της συλλογιστικής απαγωγής είναι ακριβώς το τι εστί, η ουσία, το πράγμα στο οποίο αποβλέπεται. Ο καθορισμός των διαφορετικών μορφών του συλλογισμού, για να υπάρξουν συμπεράσματα λογικώς αποδεκτά, πραγματοποιήθηκε από τον Αριστοτέλη στα Αναλυτικά.
Ακολουθεί μία φράση πολύ σημαντική: «διαλεκτική γαρ ισχύς ούπω τοτ’ ην ώστε δύνασθαι και χωρίς του τι εστί ταναντία επισκοπείν και των εναντίων ει η αυτή επιστήμη» (1078b, 25-27). «Γιατί τότε δεν είχε φανεί ακόμη η διαλεκτική δύναμη ώστε να μπορεί κανείς και χωρίς το τι εστί να εξετάζει τα εναντία, αφού αυτή η επιστήμη και στα εναντία πράγματα έχει αρμοδιότητα».
Εκείνους τους χρόνους δηλαδή η διαλεκτική δεν ήταν τόσο δυνατή, ώστε να μπορέσει να αναπτύξει την έρευνα των αντιθέτων και ξεχωριστά ακόμη από τον ορισμό της ουσίας, και να αναζητήσει εάν και για τα αντίθετα ισχύει η ίδια επιστήμη. Με άλλα λόγια, η διαλεκτική ήταν ικανή να αναπτύξει με συνέπεια μόνον τη μία ή την άλλη από τις θέσεις που αντιτίθενται. Και αυτό είναι αλήθεια και αντιστοιχεί στον τρόπο που επιχειρηματολογεί ο Ζήνων, ο οποίος ανεπτύχθη στην συνέχεια με την χρήση των υποθέσεων, όπως συμβαίνει στα μαθηματικά ή στον Παρμενίδη του Πλάτωνος.
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι: «Δύο γαρ εστίν α τις αν αποδώη Σωκράτη δικαίως, τους τ’ επακτικούς λόγους και το ορίζεσθαι καθόλου» (1078b, 27-29). «Γιατί δύο είναι οι ανακαλύψεις που μπορεί κανείς, χωρίς να κάνει αδικία, να αποδώσει στον Σωκράτη: οι επακτικοί λόγοι και οι καθολικοί ορισμοί». Δύο είναι λοιπόν τα κατορθώματα που θα μπορούσαν να αποδοθούν δικαίως στον Σωκράτη: οι επαγωγικοί συλλογισμοί (η καθοδήγηση δηλαδή κάποιου προς ένα αποτέλεσμα) και ο καθολικός ορισμός (που είναι το αποτέλεσμα της επαγωγής).
Είναι σαφές πως εδώ ο Αριστοτέλης περιγράφει την τέχνη του σωκρατικού διαλόγου, τους επακτικούς λόγους, προσθέτοντας όμως, σε εκείνο που για τον Σωκράτη ήταν μόνον μια μορφή προβληματικής συζητήσεως, μια αξία παραπάνω, δηλαδή τον ορισμό μέσω των καθόλου. Και αυτό εξηγείται διότι εάν - όπως ο Αριστοτέλης μας είπε ήδη - ο Σωκράτης προσπαθούσε να δημιουργήσει συλλογισμούς, αυτό το πράγμα προϋποθέτει καθολικούς ορισμούς, από τους οποίους βγαίνουν συμπεράσματα.
Όλα αυτά είναι σαφέστατα,
αλλά πρέπει να αναρωτηθούμε και σε ποια σχέση βρίσκονται με τα θέματα της
φιλοσοφίας του Αριστοτέλη. Και η απάντηση δίνεται στην δήλωση που ολοκληρώνει
το χωρίο που παρουσιάσαμε: «Ταύτα γαρ έστιν άμφω περί αρχήν επιστήμης»(1078b 29-30). «Και αυτά βέβαια και τα δύο σχετίζονται με
την αρχή της επιστήμης». Περιέχουν ή οδηγούν στην αρχή της φιλοσοφίας. Αυτό
σημαίνει πως εκείνο που είναι πρώτο δεν είναι αυτό το ίδιο το αποτέλεσμα μιας
συλλογιστικής αποδείξεως, αλλά το αποτέλεσμα της επαγωγής διαμέσου απόψεων και
διαφορετικών προοπτικών. Φυσικά αυτή η επαγωγή δεν σχετίζεται σε τίποτε με την
επαγωγική μέθοδο που ορίζεται σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες. Εδώ πρόκειται
για εκείνη την επαγωγή του Σωκράτη, που γνωρίζουμε από τους πλατωνικούς
διαλόγους, από τον τρόπο δηλαδή που ο συνομιλητής οδηγείται από τον Σωκράτη
προς ένα συμπέρασμα.
Πρέπει να υπογραμμίσουμε
αυτό το βασικό σημείο: για τον Αριστοτέλη η σωκρατική επαγωγή είναι η προϋπόθεση
κάθε μορφής γνώσεως, διότι χωρίς να έχουμε σταθεροποιήσει κατά έναν τρόπο, μια
αρχή, δεν είναι δυνατόν να βγάλουμε κανένα συμπέρασμα. Γι’ αυτό δεν μοιάζει
χρήσιμο να επιμείνουμε μόνον στο γεγονός πως σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο
ιδιαίτερος χαρακτήρας της Επιστήμης είναι η εξαγωγή συμπερασμάτων λογικώς
αναγκαίων. Όπως είναι και η πεποίθηση η οποία ενυπάρχει στον τρόπο που
επιχειρηματολογεί ο κοινός άνθρωπος. Βεβαίως ο Αριστοτέλης καθόρισε την δομή
του συλλογισμού που οδηγεί σε ισχύοντα συμπεράσματα, αλλά ομιλεί επίσης και για
κάτι άλλο, για την έρευνα δηλαδή των αρχών, των αρχών οι οποίες δεν μπορούν να
συναχθούν με τον συλλογισμό. Είναι αλήθεια επίσης πως μιλάει μόνον σε ένα είδος
παραρτήματος στο δεύτερο βιβλίο των Αναλυτικών ύστερων, στο κεφάλαιο 19, αλλά
αυτό το σημείο παραμένει θεμελιώδες για να κατανοήσουμε την λειτουργία της
διαλεκτικής στον Αριστοτέλη και τις αρχές της κινήσεώς της από τον Σωκράτη.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου