Συνέχεια από Τρίτη, 26 Νοεμβρίου 2013
HENRI DE LUBAC
Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (6)
Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (6)
Το απόλυτο γεγονός είναι πως στην
πραγματικότητα η πρόνοια δεν είναι η Μοίρα. Αντιθέτως είναι η δύναμη που την
νίκησε. Υποταγή στην πρόνοια δεν σημαίνει εγκατάλειψη στο πεπρωμένο. Ο άνθρωπος
δεν τοποθετήθηκε στο σύμπαν σαν ένα πράγμα ανάμεσα σε άλλα πράγματα. Ούτε
τοποθετήθηκε για να το απολαύσει παθητικά, σαν να ‘χει συντελεσθεί το παν και
να ‘χει ολοκληρωθεί, χωρίς αυτόν. Εδημιουργήθη, μας λέει η Γένεση, κατ’ εικόνα
Θεού. Αυτή είναι η πρώτη διδασκαλία της Βίβλου αναφορικά με τον άνθρωπο. Και τί
μπορεί να σημαίνει κατ’ εικόνα Θεού, παρά μόνον και ιδιαιτέρως κατ’ εικόνα του
Δημιουργού; Θα πρέπει λοιπόν να τον μιμηθεί με τον τρόπο του για να κυριαρχήσει
στην Φύση. Αυτή η πλευρά δεν είναι οπωσδήποτε η μοναδική, ούτε και η πιο
σπουδαία. Αλλά είναι, κατά κάποιον τρόπο, η πιο άμεση και είναι μια πλευρά την
οποίαν οι Πατέρες της παραδόσεως της Αντιοχείας προτιμούσαν να αναπτύσσουν:
«Μόνον ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα του Θεού…». Και ο Θεόδωρος Μαψουεστίας
ανακαλύπτει αυτό το πλεονέκτημα στην ικανότητα του ανθρώπου να είναι και αυτός,
κατά κάποιον τρόπο, δημιουργός. Ανίκανος να φέρει στην ύπαρξη τα πράγματα,
μπορεί, μιμούμενος τον δημιουργό του, να τακτοποιήσει και να οργανώσει και να
συνδυάσει σύμφωνα με την ευχαρίστησή του τα στοιχεία που έχουν τεθεί στην
διάθεσή του, και να παράγει αντικείμενα μεγάλα ή μικρά (το σπίτι, το πλοίο, την
πόλη) τα οποία πριν δεν υπήρχαν.
Πρέπει – σχολιάζει με την σειρά του ο Κλωντέλ
– να αισθανθεί η Φύση μέχρι τα βάθη των σπλάχνων της αυτήν την οργάνωση που της
δίνουμε στο όνομα του Δημιουργού της. Αυτήν την ιδέα, που είναι αυθεντικά
βιβλική και χριστιανική, δεν είναι δυνατόν να την εκμεταλλευθεί πλήρως ο
άνθρωπος, μέχρις ότου απαιτήσει το εργαλείο που του έχει προσφέρει τώρα η
Επιστήμη. Αλλ’ όμως, σαν Αρχή, την γνώριζε ήδη. Με δυο λόγια: αφού έγιναν πολύ
πιο σημαντικά από όσο μάθαμε και γνωρίσαμε από το μακρυνό μας παρελθόν και τους
πρώτους σταθμούς της ιστορίας μας, ο Ακινάτης μάς ανοίγει σ’ αυτό το σημείο μια
μεγάλη προοπτική: Habet
homo rationem et manum (Θεολογική
Σούμα Ι, 9. 91, α. 3, 2). Νόηση και χέρι. Νόηση και πράξη. Εάν ο Δημιουργός μάς
προίκισε μ’ αυτό το διπλό εργαλείο, τόσο θαυμάσια συμπεπλεγμένο, το έκανε για
να μπορούμε να λύνουμε απλώς με μια κίνηση τα προβλήματα που η Φύση λύνει απ’
ευθείας με το ζώο; Για να υποκαταστήσουμε, για παράδειγμα, με την προστασία του
κατασκευασμένου ρούχου, την προστασία από το τριχωτό που μας λείπει; Το έκανε
έτσι απλά για να προικίσει ένα ανώτερο ζώο, εμάς, με μερικές ευκολίες; Με
μερικές βεβαιότητες, με μερικές παραπάνω ηδονές, κρατώντας μας παρ’ όλα αυτά
κλεισμένους στον ίδιο στενό κύκλο της υπάρξεως; Οπωσδήποτε όχι.
Μ’ αυτήν την απεριορίστως γόνιμη ενότητα, της
διάνοιας ή του εγκεφάλου και της χειρός, καλείται να συνεχίσει ο άνθρωπος το
έργο αυτού που τον δημιούργησε. Δεν είμαστε απλώς συνδεδεμένοι και πανευτυχείς
ή δυστυχείς, αναλόγως, σ’ έναν έτοιμον κόσμο: ο άνθρωπος συνεργάζεται στη
γέννησή του. Όταν ο Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπο, «την εβδόμη ημέρα
αναπαύθηκε» λέει η Γραφή, διότι είχε κάποιον που μπορούσε να αναλάβει πλέον τα
υπόλοιπα.
Εδώ ομιλούμε βεβαίως για τις μεταλλάξεις που
έχουν γίνει στην πρακτική μας συμπεριφορά απέναντι στο σύμπαν. Ανάλογες
παρατηρήσεις θα μπορούσαν να γίνουν και για τις μεταλλάξεις (αλλαγές
νοοτροπίας) στην αναπαράστασή του, μετά τις ανακαλύψεις του χώρου και του
χρόνου. Δεν έχει καμμία χρησιμότητα να προσκολλώμεθα σε όσα μπορούν ακόμη να
υφίστανται (αυτό σημαίνει νοοτροπία) στην φαντασία μας ή στις συναισθηματικές
μας αντιδράσεις, από τότε που το σύμπαν φάνταζε σαν μια τέλεια σφαίρα, με
αρμονικές διαστάσεις, με ιεραρχημένους κύκλους, σε μιαν αιώνια τάξη, όπου κάθε
ον είχε την θέση του και το σκαλί του σε έναν ιεραρχημένο κόσμο με αναβαθμούς,
και είχε το αξεπέραστο όριό του, του οποίου ο ουρανός σχημάτιζε την περιφέρεια
και στην οποία ο άνθρωπος κατείχε το κέντρο. Μια διαφορετική κίνηση από την
κυκλική εισήλθε σ’ αυτόν τον κόσμο και τον αποκέντρωσε, τον γκρέμισε,
κατέστρεψε την αρμονία του που από πολύ καιρό μάς νανούριζε. Μια παράξενη
κίνηση, της οποίας μάς διαφεύγει ο νόμος ακόμη: μια κίνηση που είναι ικανή να προκαλέσει
τον ίλιγγο, αλλά την οποία δεν μπορούμε να αρνηθούμε πλέον, όπως τον ήλιο.
Οπωσδήποτε όλα αυτά δεν συνεπιφέρουν, όπως πίστεψαν πολλοί, και μια μετάλλαξη
των νόμων του πνεύματος ή την ριζική καταστροφή των αρχαίων δογματικών
κατασκευών. Παρ’ όλα αυτά θα μας έλειπε παντελώς η διορατικότης εάν δεν
μπορέσουμε τελικώς να κατανοήσουμε τις βαθειές μεταμορφώσεις που προέρχονται
από την οικονομία της Επιστήμης μας: θα μας έλειπε η ζωτικότης εάν
καθυστερούσαμε, νοσταλγώντας με θλίψη και πικρία τις χαμένες εικόνες σαν να
επρόκειτο για τον χαμένο παράδεισο, θα μας έλειπε το σθένος εάν περιοριζόμαστε
να κατηγορούμε παθητικά τις αλλαγές αυτές, σχεδόν με βαρειά απογοητευμένη και
νικημένη καρδιά, χωρίς να δώσουμε την συνεργασία μας, και τέλος θα μας έλειπε η
πίστη εάν αφήναμε να μας κυριεύσει ο φόβος λόγω των νέων συνθηκών που απορρέουν
από τις μεταλλάξεις αυτές, για την συνείδηση των σχέσεών μας με τον Θεό.
Επί πλέον είναι σίγουρο πως θα υφίσταται
πάντοτε ένας φυσικός συμβολισμός, στηριγμένος στην αισθητή γνώση και την οποία
καμμιά Επιστήμη δεν μπορεί να αλλάξει. Όμως δεν θα μπορέσουμε ποτέ μας να
θρέψουμε και να αυξήσουμε την πίστη μας στο επίπεδο της Επιστήμης, προσπαθώντας
να πετύχουμε την επιβίωση ενός παρελθόντος το οποίο δεν μπορεί να αναγεννηθεί
πλέον και το οποίο, εκτός των άλλων, δεν ήταν δεμένο με κανέναν τρόπο, από την
καταγωγή του, με την χριστιανική αποκάλυψη. Και αυτό είναι δυνατόν μόνο εάν
προσλάβουμε τις νέες καταστάσεις. Εάν πλησιάσουμε τις νέες συνθέσεις. Ακόμη και
στο Φυσικό πεδίο εφαρμόζεται η φράση του Παύλου: « λησμονώ τα παλαιά και
προχωρώντας προς εκείνα που είναι εμπρός, τρέχω προς το τέρμα, προς το βραβείον
της άνω κλήσεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού» (Φιλιπ. 3, 13).
Μιλάμε
για μια παράβαση των νόμων της φύσεως, για μια διεστραμμένη Βούληση που θέλει
να χωρίσει τον άνθρωπο από τον ρυθμό της Φύσεως, για μιαν «αποφυσιοκρατία», που
είναι το κατεξοχήν κακό. Αυτές οι κριτικές μας πάνε πολύ μακριά. Για να είμαστε
επαρκείς σε εκείνο που σωστά λένε, αυτές θα έπρεπε να ξεκινήσουν αποδεχόμενες
το γεγονός πως δεν πρέπει να υποτιμούμε συστηματικά οτιδήποτε είναι τεχνητό,
διότι αυτό δεν είναι απαραιτήτως μια βεβήλωση του έργου του Δημιουργού, εκ
μέρους τού δημιουργήματος. Με την ίδιαν έννοια που έχει γραφεί, πως «η Φύση του
ανθρώπου είναι η τέχνη, η τεχνολογία». Και αν η υλική πρόοδος οδηγεί πολύ συχνά
στο κακό, εάν φτάνουμε και στο κακό, εάν πολλές φορές προωθείται αυτή η πρόοδος
με ένα πνεύμα που δεν είναι το πνεύμα του καλού, είναι απαραιτήτως και μόνον
γι’ αυτό κακή; Ο στοχασμός δεν μας έχει δοθεί για να αποσυνδέσουμε ορισμένες
συνθέσεις, ορισμένες συμμαχίες, οι οποίες δεν στηρίζονται στο δίκαιο; Και θα
καταδικάσουμε, για παράδειγμα, την προσπάθεια της νοήσεως της πίστεως, διότι
οδήγησε πραγματικά και σχεδόν πάντοτε, κατ’ αρχάς στην αίρεση; Καταδικάζει με τον
ίδιον τρόπο η κακή χρήση της Επιστήμης την Επιστημονική προσπάθεια; Ακόμη και
στην κοινωνική της εφαρμογή; Και οι δύο αυτές προσπάθειες είναι εξάλλου
μοιραίες. Καθοδηγούμαστε περισσότερο από έναν νόμο της φύσεως και από την
ανάγκη να βγούμε από καινούρια προβλήματα, παρά από την δική μας ελεύθερη
πρωτοβουλία. Ο άνθρωπος, «ο οποίος δεν είναι δυνατόν να μην σκέπτεται», δεν
μπορεί, ακόμη περισσότερο, να διακόψει την πρόοδο της τεχνολογίας του από δική
του ευχαρίστηση.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου