Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΌ ΤΟ «ΠΕΡΙ ΤΡΙΑΔΟΣ» ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ (4)

Συνέχεια από Πέμπτη, 13 Φεβρουαρίου 2014

De Trinitate, V 16. 17. 

Οι θείες ιδιότητες που χαράχτηκαν στον χρόνο δεν είναι τυχαίες, προϋποθέτουν την μετάλλαξη στα δημιουργήματα, όχι στον Θεό

 

16.17. Δεν πρέπει να μας δημιουργήσει δυσκολία ούτε το γεγονός πως παρότι το Άγιο Πνεύμα είναι συναΐδιο και συναιώνιο με τον Πατέρα και τον Υιό, του αποδίδεται και κάποια ονομασία η οποία εξαρτάται από τον χρόνο, όπως ακριβώς το όνομα «δωρεά», δωρεά του Θεού, όπως στον Ιωάν. 4, 10 ή στην Ρωμ. 5, 5, όπου βρίσκουμε να ονομάζεται «δοθέντος ημίν» από τον Παύλο. Διότι το Πνεύμα είναι αιωνίως δώρο, αλλά χρονικώς δοθέν.
Εάν κάποιος δεν ονομάζεται Κύριος, Δεσπότης, παρά από την στιγμή που αποκτά έναν δούλο, ακόμη και αυτό το σχετικό όνομα του Κυρίου εφαρμόζεται στον Θεό στο επίπεδο του χρόνου, διότι η κτίση της οποίας ο Θεός είναι Κύριος δεν είναι αιώνια. [Απίστευτες σοφιστείες ο Αυγουστίνος. Απορούμε γιατί δεν συμπεριλαμβάνεται στην λίστα των μεγάλων Σοφιστών, δίπλα στον Γοργία και στον Πρωταγόρα. Η κτίση τής οποίας ο Θεός είναι Κύριος είναι η μεταμορφωμένη και λυτρωμένη από τον θάνατο και την αμαρτία. Αντιθέτως η κτίση που είναι δούλη του χρόνου έχει σαν Κύριό της τον Εωσφόρο. Ο Θεός του Αυγουστίνου πλησιάζει μάλλον το ένδυμα φωτός του Εωσφόρου, με τις απλοποιήσεις που προσπάθησε να επιβάλλει στο Εκκλησιαστικό μυστήριο, για να γίνει κατανοητό]. Τότε λοιπόν, πώς θα αποδείξουμε πως ούτε και αυτές οι σχετικές ιδιότητες είναι τυχαίες, καθότι τίποτε χρονικό δεν μπορεί να υπάρξει στον Θεό, ο οποίος δεν είναι τρεπτός! Έ, λοιπόν ο Θεός δεν είναι αιωνίως Κύριος, διαφορετικά θα είμαστε υποχρεωμένοι να δεχθούμε και την αιωνιότητα της δημιουργίας [Εδώ φαίνεται καθαρά η έλλειψη της θεωρίας των ακτίστων ενεργειών, που οδηγεί σε λογικά αδιέξοδα. Διότι ο θαυμασμός δεν είναι ήδη ίχνος της παρουσίας του Θεού;], διότι Αυτός δεν θα είχε την κυριότητά της εάν αυτή (η κτίση) δεν θα τον υπηρετούσε. Ακριβώς όπως δεν υπάρχει δούλος χωρίς Κύριο, έτσι δεν υπάρχει και αφέντης χωρίς δούλο.
Κάποιος θα μπορούσε να πει πως χωρίς αμφιβολία μόνον ο Θεός είναι αιώνιος, πως οι χρόνοι δεν είναι αιώνιοι λόγω της αστάθειας και της τρεπτότητός των, αλλά ο χρόνος δεν άρχισε μέσα στον χρόνο, διότι δεν υπήρχε χρόνος πριν αρχίσουν οι χρόνοι. Επομένως δεν συνέβη στον χρόνο το γεγονός ότι έγινε Κύριος, διότι ήταν Κύριος των χρόνων, οι οποίοι δεν άρχισαν μέσα στον χρόνο.
Αλλά τί θα απαντήσουμε σχετικά με τον άνθρωπο;
Διότι ο άνθρωπος εδημιουργήθη μέσα στον χρόνο και ο Θεός, όπως είναι αυτονόητο, δεν ήταν ο Κύριός του πριν υπάρξει ακριβώς ο άνθρωπος τού οποίου ο Θεός θα ήταν Κύριος. [Απίστευτο; Αυτή είναι η σκοτεινή ρίζα της θεολογίας της Δύσεως. Ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε ανθρωπολογία. Μιλά για έναν αδύναμο Θεό, από το ξεκίνημά της. Ο άνθρωπος είναι δυνατός διότι μπορεί να αρνηθεί τον Θεό ή τον άνθρωπο. Ο Θεός είναι αγάπη και δεν μπορεί να αρνηθεί και κατά συνέπεια είναι αδύναμος ως προς την ελευθερία του ανθρώπου. Η ελευθερία είναι το σημείο υπεροχής μας ως προς τον Θεό. Και στην ελευθερία ακριβώς στηρίζεται ο Οικουμενισμός και η Νεορθοδοξία, όχι στην πίστη. Αυτή η υπεροχή του ανθρώπου ονομάζεται σήμερα αυθυπέρβαση].
Βεβαίως το γεγονός ότι ο Θεός είναι ο Κύριος του ανθρώπου συνέβη μέσα στον χρόνο, και για να σταματήσουμε κάθε αντίρρηση, συνέβη στον Θεό μέσα στον χρόνο να γίνει ο Κύριός σου ή ο δικός μου, διότι εμείς υπάρχουμε τελευταίως, Αλλά αν σας φαίνεται και αυτό αμφίβολο, λόγω της δυσκολίας του προβλήματος της ψυχής, τότε τί να πούμε για τον Θεό σαν Κύριο του λαού του Ισραήλ; [Εδώ στηρίζεται ο υπαρξισμός. Η απόρριψη της μεταφυσικής και η μετάλλαξή της σε ανθρωπολογία. Ο Αυγουστίνος χωρίζει την ύπαρξη από το Είναι και καθιστά την ύπαρξη δεύτερη, όπως είναι ο Κύριος δεύτερος στην Αγία Τριάδα. Και όπως στον μύθο του Αριστοφάνη, στο Συμπόσιο, το μισό ψάχνει απελπισμένα το άλλο μισό, έτσι και ο Θεός σαν Είναι, σαν μανικός εραστής ψάχνει το άλλο του μισό, την ύπαρξη, που στον νοητό κόσμο είναι επέκεινα. Γι’ αυτό και ο Ζηζιούλας δηλώνει πως ο Χριστός θα υπάρχει και στο επέκεινα, και η Θεολογία του θα κριθεί στον χρόνο, δηλ. στα έσχατα].
[Οι Έλληνες Πατέρες δεν απέρριψαν την Μεταφυσική διάσταση, τον νοητό κόσμο, λόγω της Ενσαρκώσεως, αλλά οι Ρωμαίοι πρακτικά απαλλάχτηκαν, με την μεγάλη ευκαιρία που τους δόθηκε, από τον βραχνά των Ελλήνων. Και ο άνθρωπος, η Εκκλησία, ο Θεός, έγιναν όλα τρισδιάστατα, και παίζονται στον θίασο της Ιστορίας! «Ναι μεν εστίν ο θεόθεν κατά φύσιν κινούμενος και πηγάζων τα νοήματα, ὣς γε και τεχνίτου λόγου επέχει εἲ γε ὡς προσήκει προάγεται. Διάνοια δε αυτή του Νοός η Ενέργεια δι’ ἧς νοούνται τα νοούμενα ως αν εἴπεί τις τέχνη οὒσα τεχνίτου»].
Υποθέτοντας λοιπόν πως ακόμη και η πραγματικότης της ψυχής προϋπήρχε ήδη, ψυχή που διέθετε εκείνος ο λαός – ας αφήσουμε όμως κατά μέρος αυτό το θέμα –, στα σίγουρα εκείνος ο λαός δεν υπήρχε ακόμη, και γνωρίζουμε καλά από ποια στιγμή και έπειτα άρχισε να υπάρχει. Τέλος, συνέβη στον Θεό μέσα στον Χρόνο να είναι ο Κύριος αυτού του δέντρου ή του άλλου, τα οποία άρχισαν να υπάρχουν πριν λίγο. Διότι, παρότι η ίδια η ύλη υπήρχε ήδη, ένα πράγμα είναι να είμαστε Κύριοι της ύλης, ένα άλλο να είμαστε Κύριοι της μορφοποιημένης ύλης. Και ο άνθρωπος εξάλλου είναι ιδιοκτήτης του ξύλου σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή, και σε κάποιαν άλλη είναι κάτοχος της ντουλάπας, παρότι έχει κατασκευαστεί από εκείνο το ξύλο, και έτσι αποκτά μιαν ιδιότητα (ο άνθρωπος) που δεν είχε όταν ήταν μόνον ο δεσπότης του ξύλου. Πώς θα αποδείξουμε λοιπόν πως τίποτε τυχαίο (συμβεβηκόν) δεν αποδίδεται στον Θεό; Δηλώνοντας απλά πως η Φύση του ξεφεύγει από οτιδήποτε θα μπορούσε να την τροποποιήσει, να την αλλάξει. Ενώ τα σχετικά συμβεβηκότα, οι τυχαιότητες, εμπλέκουν μια μετάλλαξη στο πράγμα του οποίου είναι κατηγορούμενα. Έτσι φίλος είναι μια σχετική ονοματοδοσία. Δεν ξεκινούμε να είμαστε φίλοι, παρά μόνον όταν ξεκινούμε να αγαπούμε. Έτσι λοιπόν μπορούμε να πούμε πως δημιουργείται μια μετάλλαξη της θελήσεως, για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για φιλία. [Μετάλλαξη ή εμφάνιση της θελήσεως;]
Αλλά ένα νόμισμα δείχνει σχέση όταν το ονομάζουμε τιμή. Αλλά δεν άλλαξε, γινόμενο τιμή! Ούτε μεταλλάσσεται όταν ονομάζεται ενέχυρο ή κάτι άλλο παρόμοιο. Έτσι λοιπόν, εάν ένα νόμισμα χωρίς να αλλάξει καθόλου μπορεί να προσλάβει τόσες φορές μια σχετική ονομασία χωρίς, δεχόμενο ή παίρνοντας την ονομασία, να τροποποιείται η μορφή του ή το Είναι του, με πόση μεγαλύτερη ευκολία δεν πρέπει να δηλώνουμε αναφορικά με την αναλλοίωτη Ουσία του Θεού, πως αυτή μπορεί να δεχθεί ένα όνομα σχετικό με την δημιουργία χωρίς μ’ αυτό να εννοείται πως υπήρξε οποιαδήποτε αλλοίωση στην Ουσία του Θεού, αλλά πως αντιθέτως υπήρξε στο κτίσμα, στο δημιούργημα που είναι και ο όρος αυτής της σχέσεως. [Η σχέση προῡποθέτει λοιπόν, εκτός των άλλων, και την ύπαρξη της Ουσίας του Θεού στην κτίση].

Συνεχίζεται

Αμέθυστος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου