Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ. Η ουσία (η φύση) τής πλατωνικής σκέψης (15)

Συνέχεια από Σάββατο, 8 Μαρτίου 2014 
GERHARD KRȔGER
ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ
Η ουσία (η φύση) τής πλατωνικής σκέψης
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΣΤΟ «ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ»
                                           Η  επίδραση  του  Έρωτα
                                         ( Κεφ. 24 – 29 ,  204c – 212c )

Μίλησε μέχρι τώρα η Διοτίμα, σύμφωνα και με τη διάταξη του λόγου που προσδιόρισε ο Αγάθων, για το «ποιος είναι και πώς είναι πλασμένος ο Έρως (τίς εστιν ο Έρως καί ποίος τις)»· και ακολουθεί τώρα η παρουσίαση της επίδρασής του (τά έργα αυτού) (201e). Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: «ποια είναι η σημασία του για τους ανθρώπους; (τίνα χρείαν έχει τοίς ανθρώποις;)» (204c). Θα μπορέσουμε να σταθμίσουμε κι εμείς κατ’ αρχάς απ’ αυτήν την εκδήλωση της φύσης του εντελώς, τί έχει ειπωθή με τη μέχρι τώρα διδασκαλία για τον ‘δαίμονα’ (Dӓmon).

                                   Α.  Ο σκοπός : η ευδαιμονία  (Eudӓmonie)
                                                  ( Κεφ. 24 ,  204c – 206a )

Η αναίρεση του Σωκράτη απ’ τη Διοτίμα προϋπέθεσε ως «ορθή γνώμη» το ότι αποβλέπει στο ωραίο ο Έρως. Θα εξετασθή λοιπόν ακριβέστερα τώρα αυτός ο «ισχυρισμός» τού Σωκράτη (204d): «κατά πόσον αγαπά πραγματικά ο εραστής το ωραίο;» (204d). Φάνηκε στην αρχή, ότι ήταν το ίδιο το ωραίο ο πραγματικός σκοπός τού Έρωτα. Αλλά θα έπρεπε τότε να σταματά η επιθυμία που φτάνει σ’ αυτόν τον σκοπό   (( Σημ. τ. μετ.: Όπως ισχυρίζεται και ο Ακινάτης, και το αναιρεί βέβαια ως ανόητο αυτό ο Αγγελικούδης στο υπέροχο κείμενό του που αναρτούμε τώρα, αυτήν την εποχή, σε επανάληψη… )) , και θα έπαυε τότε να είναι ο Έρως υιός τής πενίας, που του διαφεύγει κάθε φορά αυτό που έχει κατακτήσει. Πρέπει λοιπόν να μάθουμε ρωτώντας ακόμα για τη μόνιμη και διαρκή αυτή ένδεια. Απαντάει ο Σωκράτης, πως αυτό που επιθυμεί ο εραστής είναι «να περιέλθη σ’ αυτόν» το ωραίο (204d). Αυτός που ουσιωδώς στερείται και ‘λιμοκτονεί’ δεν μπορεί να ‘επικροτήση’ το ωραίο, αν δεν παραλάβη κι αυτός κάτι απ’ αυτό για τον εαυτό του. Και «τί συμβαίνει σ’ αυτόν, στον οποίον και περιέρχεται το ωραίο;» (204d). Καθώς δεν γνωρίζει κάτι παραπέρα ο Σωκράτης, ανταλλάσσει το ωραίο με το καλό ή αγαθό η Διοτίμα, και τότε «διευκολύνονται τα πράγματα», και απαντά ως εξής ο Σωκράτης: γίνεται κανείς «μακάριος και πλήρης (ευδαίμων)» αποκτώντας το αγαθό (204e). Ενώ προσθέτει και η Διοτίμα, πως συνίσταται ακριβώς στην «κατοχή τών αγαθών» η ευδαιμονία (204/05), όπου «φτάνει» έτσι πραγματικά «στο τέλος» το ερώτημά της, γιατί δεν μπορεί να ρωτήση κανείς πλέον, κατά πόσον θα ήθελε κανείς την ευδαιμονία (205a). Κάθε ερώτηση και αναζήτηση έχει μόνο μέσα στην έλλειψη (όταν είμαστε ή αισθανόμαστε ελλειπείς…) νόημα, και η εκπλήρωση της έλλειψης αποτελεί πραγματική απάντηση και επάρκεια. Οι δε θεοί, που διάγουν ευδαίμονες την ζωή τους, ούτε επιθυμούν ούτε φιλοσοφούν.
Η πλατωνική έρευνα παίρνει στα σοβαρά το ότι προσανατολίζεται συνολικά στην ανθρώπινην ένδεια ή ανάγκη η σκέψη. Ξεκινά δηλ. απ’ την ‘ένταση’ ανάμεσα στην έλλειψη και στην εκπλήρωση (ή τελείωση…) αυτή η έρευνα, επειδή βλέπει να κυριαρχείται (ακριβώς…) απ’ τον Έρωτα  ο άνθρωπος. Κάτι που δεν είναι για μας, που φέρουμε άλλες προϋποθέσεις, αυτονόητο: το παρατηρούμε δε στην ‘ανταλλαγή’ τού ωραίου με το αγαθό, που δεν μας είναι ‘έτσι απλά’ σαφής, αλλά και στον σκανδαλισμό μας απ’ τον «ευδαιμονισμό» (Eudӓmonismus) αυτής τής ‘τοποθέτησης’. Δεν είναι άραγες εντελώς απομακρυσμένα το ωραίο και το καλό ή αγαθό, το «αισθητικό» και το «ηθικό» αναμεταξύ τους; Και δεν δικαιολογείται εντελώς και το ερώτημα, κατά πόσον μπορεί ή και πρέπει να επιδιώκη κανείς την ευδαιμονία; Το αναρωτιόμαστε όμως αυτό, επειδή δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ως κάτι που επιζητούμε ή αξιώνουμε (με την ύψιστη μάλιστα ηθικήν του σημασία), αλλά ως περιεχόμενο ενός ‘πρέπει’ το αγαθό. Και εννοούμε εδώ τη συνάντησή μας μ’ ένα ‘χρέος’ που έρχεται απ’ έξω (θύραθεν…) και διασταυρώνεται με την ανθρώπινή μας κλίση (ακόμα κι αν κατανοηθή «αυτόνομα» ως μια ‘κρίση’ εντός μας το υποκείμενο που αξιώνει ή απαιτεί). Η Διοτίμα προϋποθέτει (ωστόσο…), ότι αγαπά το αγαθό ακριβώς όπως και το ωραίο ο άνθρωπος (204e). Αγαπά όμως (πράγματι…) ο άνθρωπος το αγαθό; Μπορούμε να το παραδεχτούμε αυτό για τα «αγαθά» (ίσως…), προς τα οποία και ‘τείνει’ η κλίση (μας…). Όσο ψηλά και να θέλουμε όμως να τοποθετήσουμε την ‘ευγένεια’ του ανθρώπου, σκοντάφτουμε στο ότι συνενώνει και μάλιστα εξομοιώνει η αρχαία σκέψη ακόμα και στον Πλάτωνα το αγαθόν με το «συμφέρον» (‘τα καλά και συμφέροντα’…). Εμείς διακρίνουμε με τον Καντ μεταξύ αγαθού και δυσάρεστου απ’ τη μια, καλού και κακού απ’ την άλλην, και θεωρούμε πως το να αγαπάς το αγαθό δεν είναι παρά ένα υψηλό και  παντοτινά ίσως ανέφικτο ιδανικό (με τις δικές μας δυνάμεις…). Δυσπιστούμε, ‘εις πείσμα’ κάθε σύγχρονης υπερηφάνειας, (πάρα πολύ…) απέναντι στο ανθρώπινο, «πολύ ανθρώπινο» της ύπαρξής μας, και αναμετράμε την κακήν (ή αδύναμην ή παρακινδυνευμένη) θέλησή (μας…) με την ιδέα μιας υπεράνθρωπα καθαρής και αμετάβλητης θέλησης, προς την οποίαν και ‘εξαίρεται’ η αξίωσή μας.  Όσο και να επιθυμή να ερμηνεύση κανείς «μοντέρνα» αυτήν την ηθική βασικήν κατάσταση: πρόκειται καθ’ εαυτή για μιαν αναμφισβήτητην κληρονομιά τού χριστιανισμού   (( Σημ. τ. μετ.: Και όχι της Εκκλησίας… )) : για την πρωταρχικήν κατάσταση της αμαρτίας μπροστά στον Θεό. Και είναι ο πιο ριζοσπαστικός αντίπαλος του χριστιανισμού, ο Νίτσε, που αναγνώρισε με τη μεγαλύτερη σαφήνεια από πού προέρχεται αυτή η σύγχρονη σκέψη (Skepsis) ενάντια στον άνθρωπο, αλλά ‘απαγορεύει’ κι αυτός να προσανατολιστούμε, όπως οι αρχαίοι, προς την ευδαιμονία. «Τί σημασία έχει η ευτυχία!», λέει ο Ζαρατούστρας του: «δεν προσπαθώ εδώ και πολύν πια καιρό για την ευτυχία, αλλά προσπαθώ για τα έργα μου» (Ζαρ. IV στην αρχή). Η «ευτυχία» αυτού τού υπεράνθρωπου νομοθέτη είναι «βαρειά». Και το είδαμε ήδη εδώ μια φορά: δεν συγγενεύει παρά ελάχιστα με τον «απερίσκεπτον ευδαιμονισμό» τής αδέσμευτης ‘ελευθερίας’ ο ριζικός διαφωτισμός τής νεώτερης εποχής· γιατί είναι και εντελώς διαφορετικό να εκτοπίσης τούς «μακάριους θεούς» τής ειδωλολατρείας απ’ τη θέση τους, απ’ το να εκτοπίσης τον «άγιον Θεό» τής Βίβλου. Πέρα απ’ την εσωτερικήν αντίθεση μεταξύ διαφωτισμού και θρησκείας, φανερώνεται εδώ ένα χάσμα ανάμεσα στους ιστορικούς ορίζοντες της σκέψης, και είναι σαφές, ότι η αντικειμενική διαφορά αυτών τών οριζόντων είναι πρωταρχικά θρησκευτική. Σκοντάφτουμε στον «αισθητικο-ευδαιμονιστικόν» χαρακτήρα τής πλατωνικής θρησκείας, επειδή βρισκόμαστε και σήμερα στη ‘σφαίρα επιρροής’  (( ! ))  τού χριστιανισμού, που μετρά την εγκοσμιότητα με την αποκεκαλυμμένη θέληση του ‘εκείθεν’ Θεού   (( Σημ. τ. μετ.: «Τί σοι προσενέγκωμεν Χριστέ, ότι ώφθης επί γής ως άνθρωπος δι’ ημάς; Έκαστον γάρ τών υπό σού γενομένων κτισμάτων, τήν ευχαριστίαν σοι προσάγει· οι Άγγελοι τόν ύμνον· οι ουρανοί τόν αστέρα· οι Μάγοι τά δώρα· οι Ποιμένες τό θαύμα· η γή τό σπήλαιον· η έρημος τήν φάτνην· ημείς δέ Μητέρα Παρθένον. Ο πρό αιώνων Θεός, ελέησον ημάς»… )) . Για μας συνεχίζει να ζη ο αρχαίος τρόπος σκέψης μόνο σε μιαν απομονωμένην περιοχή, την «αισθητικήν», αλλά και εκεί διασπασμένος. Η ενότητα του αγαθού μ’ αυτό που μας καθιστά ευτυχείς, με το ωραίο, που εμφανίζεται τόσο αυτονόητα στο αρχαιοελληνικό ιδανικό τού «καλού καγαθού», αποτελεί τώρα, σήμερα, τον μάταιον πόθο εκείνων, που επιθυμούν να επαναφέρουν την αρχαία στάση τού καλλιτέχνη στην ζωή. 
Η κατάσταση είναι ακόμα διαφορετική στον Πλάτωνα: «γιατί κάθε τι το καλό είναι και ωφέλιμον» διαβάζουμε στον «Μένωνα» (87e)· και ορίζει η «Πολιτεία» (608e), ότι «αυτό που φθείρει και καταστρέφει είναι συνολικά το κακό, αυτό όμως που σώζει και ωφελεί το καλό (τό μέν απολλύον καί διαφθείρον πάν τό κακόν είναι, τό δέ σώζον καί ωφελούν τό αγαθόν   (( Σημ. τ. μετ.: Δεν έχει διαχωρίσει ακόμα «τά καλά καί συμφέροντα ταίς ψυχαίς ημών» η ηθική πρωτοβουλία τού ανθρώπου (!), που ξεκινά ίσως απ’ τον Αυγουστίνο, περνά στον Ακινάτη, κι από κει στον Καντ, τον γερμανικόν ιδεαλισμό και τον Χάιντεγγερ, επηρεάζοντας, ή μάλλον ‘χτίζοντας’ βαθειά όλην τη δυτική, νεώτερη σκέψη και καταστρέφοντας κάθε ισορροπία στην κτίση και στις ψυχές μας… - Βλ. σχετικά πάρα πολλές αναρτήσεις στο ιστολόγιό μας… )) . Εδώ, στον Πλάτωνα, ξεκινά σαφώς η παρατήρηση απ’ τον ενδεήν άνθρωπο. Το αγαθό είναι τότε εκ καταγωγής όχι αυτό που αξιώνει, αλλά αυτό που έχει ανάγκη ο άνθρωπος – αυτό που του «κάνει καλό». Και είναι οπωσδήποτε αυτονόητο κάτω απ’ αυτήν την προϋπόθεση, ότι η απομάκρυνση της ανάγκης, δηλ. η ευδαιμονία, συνιστά και το αναντίρρητο έσχατο. Όπως εκφράζει την ελληνικήν αυτή δόξα (Doxa – γνώμη…) ο Αριστοτέλης (Ηθ. Νικ. Α1), έτσι μπορεί να πη κι ο Πλάτων, πως το καλό είναι «αυτό που επιδιώκει κάθε ψυχή, η οποία και κάνει τα πάντα γι’ αυτό» (Πολιτεία 505e), και μπορεί να ισχυριστή, πως αρκούνται κάποιοι ευχαρίστως στο να θεωρούν απλώς το δίκαιο και το ωραίο, αλλά το αγαθό θα ήθελε πράγματι να το (κατ)έχη (ό.π. 505d). Και αποκτά έτσι ένα νόημα το καλό, που κάνει κατανοητή και την ‘ανταλλαγή’ του με το ωραίο· γιατί αυτό που καταπαύει πραγματικά και εντελώς – και όχι μόνον ενδεώς και ανεπαρκώς – την ανάγκη, είναι (και…) ωραίο. Κι αυτό ισχύει τόσο στις χαμηλότερες όσο και στις υψηλότερες εκπληρώσεις. Φροντίζουμε κι εμείς να ονομάζουμε, στην περιορισμένη σφαίρα τών αναγκών μας, όλα τα «καλά» πράγματα και ωραία. Με την έννοια του αγαθού χαρακτηρίζεται ως αναγκαίο και σωτήριο αυτό (ή: κάτι…) που υπάρχει. Ενώ με την έννοια του ωραίου λέγεται, πως προϋπαντά αφ’ εαυτό αυτό που υπάρχει την επιθυμία. Διαπερνά το ωραίο με χαρά αυτόν που επιθυμεί, επειδή τού είναι, ως «αυτό που ταιριάζει (αρμόττον)» (Συμπ. 206d), κατά κάποιον τρόπο ευπρόσδεκτο. Ως το αγαθόν είναι εκείνο το οποίο επιδιώκουμε από ανάγκη (επειδή το χρειαζόμαστε…)· ως το ωραίο είναι εκείνο το οποίο αφ’ εαυτό μάς έλκει και μας καθιστά ευτυχείς, απ’ το οποίο και ‘υφίσταται’ μια θερμήν «ακτινοβολία» ο άνθρωπος (πρβλ. Φαίδρος 251b). Η «νοσταλγία ή βαθειά λαχτάρα (ίμερος)», που μας εμποιεί (μας ενσταλάζει…) το ωραίο, συνίσταται τρόπον τινά από «μικρά μέρη τα οποία εμφανίζονται και ρέουν από εκεί», έτσι όπως το λέει μ’ ένα λογοπαίγνιο ο Πλάτων (ό.π. 251c). – Αν περιλαμβάνη όμως αυτή η ‘σφαίρα’ ολόκληρον τον κύκλο τής συμπεριφοράς μας, και της ηθικής, στον Πλάτωνα, δεν μας επιτρέπεται να εννοήσουμε προφανώς, απλώς απ’ τη μεριά τού «ωφέλιμου» για μας το «αγαθό» του. «Ωφέλιμο» είναι σε μας (σήμερα…) το αγαθό που διατίθεται στην πεφωτισμένην, κυρίαρχην και λογική βούληση ή και αυθαιρεσία μας. Είναι το «αντικείμενο» του πρακτικού «υποκειμένου», που ‘διαθέτει’ με τη σειρά του την αποκλειστικά σύγχρονην ανεξαρτησία τής συνείδησης   (( Σημ. τ. μετ.: Η συνείδησή μας ως σύγχρονα υποκείμενα είναι ανεξάρτητη, ‘δική’ μας, και απολύτως ‘υποκειμενική’· δεν αναφέρεται σε καμμιάν αντικειμενικήν και κοινήν ή καθολικήν αλήθεια· είναι ‘αυτοσυνειδησία’· ολόκληρος ο κόσμος, όπως βλέπουμε, έχει μετακινηθή, και μιλάμε πια για έναν άλλον ‘κόσμο’, μιας απελπιστικής σχετικότητας και ‘ατομοκρατίας’. Μόνον κάποιες ΄παραδοσιακές αξίες’ κρατούν ίσως ακόμη κάτι ορθό… )) . Στον δικόν μας ορίζοντα προσδιορίζονται κυρίως με το κατά πόσον μάς διατίθενται τα «αγαθά», επειδή νομίζει ο σύγχρονος άνθρωπος πως είναι στην πραγματικήν του και συνειδητή φύση (ως res cogitans – σκεπτόμενο πράγμα) αυτάρκης (autark). Στον ιστορικόν κύκλο τού Πλάτωνα έχουν όμως, χάρις στην εσωτερικήν και θρησκευτικήν εξάρτηση του ανθρώπου, κατά πρώτον λόγο τον χαρακτήρα τού βοηθητικού και «σωτήριου», προς το οποίο και αναφέρεται ο άνθρωπος, τα αγαθά, που είναι πράγματι τα σημαντικά για μας αγαθά – και όχι μόνον τα αντικείμενά μας. Και εφ’ όσον προσδιορίζεται ριζικά – και όχι μόνον περιστασιακά – απ’ τη ανάγκη η σχέση μας προς αυτά, τα συναντάμε εκ των προτέρων, όχι ως ένας υπερέχων εξουσιαστής, αλλά ως ένας ευγνώμων τρόπον τινά ‘λάτρης’. Είδαμε λοιπόν, ότι ακόμα κι ο αρχαίος διαφωτισμός δεν ‘απελευθερώνεται’ εντελώς απ’ αυτό. Γι’ αυτό και δεν αποτελεί το καθολικά συμφέρον και ωφέλιμον αυτό που μας είναι χρήσιμο, αλλά αυτό που μας είναι μάλλον επωφελές και ιαματικό. Αν ορίζη τώρα η έννοια της «σωτηρίας», που τη χρησιμοποιεί ως ύψιστην ‘ευδαιμονία’ και ο χριστιανισμός, γενικά εδώ πως είναι ‘εγγυημένα’ τα αγαθά, δεν πρέπει να εννοήσουμε τα ανώτερα, σε σχέση προς τα κατώτερα αγαθά, αλλά ακριβώς το αντίθετο: και τα κατώτερα δηλ. αγαθά, στο ‘βάθος’ ολόκληρης της ανθρώπινης ανάγκης, που εξουσιάζει ακόμα και την πιο υψηλήν ηθική μας ζωή. Ο ευδαιμονισμός τού Πλάτωνα είναι «ευδαιμονιστικός» μόνον όταν τον παρατηρούμε μέσα απ’ τη σύγχρονην προοπτική. Ακόμα κι ο ‘φιλόσοφος του χριστιανισμού’, ο Αυγουστίνος, θέτει ως φιλόσοφος την αρχαία ροπή προς την «beata vita» («ευδαίμων ζωή»…) ως αξιωματικήν αρχή τής σκέψης του, επειδή κατανοεί κι αυτός ως μιαν εντελώς ενδεή ύπαρξη τον άνθρωπο.
Δεν έχουν όμως ειπωθή ακόμα όλα μ’ αυτό στον Πλάτωνα – κι ακόμα περισσότερο (;) στον Αυγουστίνο: αν αποβλέπη στην ευδαιμονία ο Έρως, τότε αφορά και σε κάτι πολύ πιο ‘γενικό’ και ‘συνολικό’, όπως το αναγνώρισε (άλλωστε…) ήδη ο Αριστοφάνης, απ’ ό,τι συνήθως τού αποδίδεται. Αν αναζητείται το ωραίο, επειδή είναι και το καλό καγαθό, που φέρνει γενικώς – και με οποιονδήποτε τρόπο – πληρότητα στον άνθρωπο, ‘υποχωρεί’ τότε σε μιαν ‘ειδικήν’ περίπτωση η «ερωτική» αγάπη, και γίνεται και αμφίβολο, αν γνωρίζη πράγματι σ’ αυτήν την ιδιαίτερη μορφή της, τί θέλει εδώ αυτή η ‘αγάπη’.  Γιατί ‘προκύπτει’ με τον «ευδαιμονιστικόν» ακριβώς προσδιορισμό του αγαθού και το πρόβλημα, πού θα πρέπη να αναζητηθή λοιπόν η αληθινή ευδαιμονία και το αληθινό αγαθό. Δεν εγκαταλείπεται βέβαια εδώ η κριτική διάκριση του καλού και του κακού, που ακολουθεί (άλλωστε…) από κοντά τον ‘πραγματικόν’ άνθρωπο, αλλά εμφανίζεται (κι αυτή…) εντός τού «ευδαιμονισμού». – Αν όλοι λοιπόν επιδιώκουν, να αποκτούν πάντοτε τα αγαθά, τότε δεν είναι «αυτή» η (συγκεκριμένη…) επιδίωξη κι «αυτή» η (συγκεκριμένη…) ‘αγάπη’ παρά μια γενική (τού γένους…) επιθυμία, που ονομάζεται από μια συγκεκριμένην και ιδιαίτερη μορφή «Έρως» (τού έρωτός τι είδος) (205ab), έτσι όπως ονομάζεται και συνολικά η αιτία τής δημιουργίας ενός οιουδήποτε όντος απ’ το μη ον «ποίησις», παρ’ όλο που δεν αναφέρεται στην πραγματικότητα παρά σ’ ένα «ιδιαίτερο» και μόνο «μέρος» τής ‘παραγωγής’, στη μουσική (musisch) δηλ. ποίηση, αυτή η έκφραση (205c). «Αποτελεί βασικά (τό μέν κεφάλαιον) η συνολική επιθυμία για τα αγαθά και τη μακαριότητα τον μεγαλύτερον για τον καθέναν και πιο πανούργον  Έρωτα (ο μέγιστος καί δολερός έρως παντί)» (205d). Και δεν θα πρέπη να εκπλαγή κανείς, απ’ το ότι ‘αντιπαραβάλλετα’ εδώ στον υπερθετικόν γενικώς βαθμό με τους «τρόπους» του το ίδιο το «γένος» (“Genus”) τής επιθυμίας   (( Οι προσπάθειες να διορθωθή στο κείμενο το δολερός ή και να διαγραφή ολόκληρο το ‘χωρίο’ ο μέγιστος καί δολερός έρως παντί προϋποθέτουν τη λογικήν απλώς και μόνο κατανόηση του περιεχομένου τής φράσης )) . Γιατί είναι κάτι περισσότερο από μια γενικήν έννοια αυτό το «γένος»: είναι η αληθινή, με όλους τούς «γενικούς» τρόπους, πραγματικότητα της ανθρώπινης ζωής. Κι όταν «στρέφονται με πολλούς και διάφορους τρόπους» προς αυτό που πραγματικά επιθυμεί η ύπαρξή τους οι άνθρωποι – προς το να αποκτήσουν κάτι, προς τα αθλήματα, προς τη φλοσοφία, προς τον «Έρωτα»-, δεν επιχειρούν παρά να κατανοήσουν έτσι ‘ψηλαφητά’, γενικώς μέσα στην ανάγκη του τον εαυτό τους. Και ‘απορούν’ πράγματι μ’ αυτούς τούς «τρόπους» για την ένδειά τους οι άνθρωποι. Γιατί με όποια μορφή και όσο σοβαρά κι αν αναζητούν τον δρόμο τους – και δεν πρόκειται ποτέ για μια ‘μερικήν’ καθ’ εαυτήν ένδεια – για το χρήμα, τη σωματική δύναμη, τη μόρφωση, την ερωτικήν απόλαυση ή την τεκνοποιία – αναζητούν σε όλα αυτά ολόκληρην την ευδαιμονία (την πλήρην ευδαιμονία…). Το ότι είναι πολλαπλοί αυτοί οι δρόμοι δεν φανερώνει λοιπόν παρά τον «εντελώς πανούργον» τρόπο, με τον οποίον και ‘λειτουργεί’ αυτή η μέγιστη και γενική επιθυμία στις επιμέρους ‘ένδειες’ των ανθρώπων. Είναι δηλ. η πλατωνική ‘αντίθεση’ στην «ιδεατήν πανουργία» (τον «δόλο τής ιδέας»…) τού Χέγκελ. 
 Καθώς μάς οδηγεί να ανακαλύψουμε γενικώς την ένδεια της ζωής μας στην ερωτική μας ζωή η Διοτίμα, επιλαμβάνεται την άποψη του Αριστοφάνη. Ερμήνευσε τον Έρωτα ως επιθυμία για τη χαμένην ολότητα του ανθρώπου ο Αριστοφάνης, χωρίς να προχωρά σε κάποιαν ηθικήν όμως διάκριση, προσκολλημένος στην πραγματικήν και αισθητηριακή μόνο μορφή τού ανθρώπου. Τονίζει όμως η Διοτίμα, πως δεν πρόκειται για το αν είμαστε εδώ ‘μισοί’ ή ‘ολόκληροι’, αλλά για το αν είμαστε αγαθοί. Και μπορεί και να δεχθή να ακρωτηριασθούν κανείς τα «δικά» του, και ανήκοντα στο σύνολο μέλη, αν είναι αυτά τα μέλη ‘κακά’ (ή ‘άσχημα’ ή και ‘πονηρά’…). «Δεν πιστεύω πως καταφάσκει κανείς το ‘δικό’ του – αν χαρακτηρίζη ακριβώς το αγαθό ως δικό του, και ως ξένο το κακό» (205e).  Μετά από όλα όσα έχουν ειπωθή για την έννοια του αγαθού, δεν πρόκειται πράγματι για τίποτε άλλο παρά γι’ αυτό που (μας…) είναι αναγκαίο, γι’ αυτό δηλ. που μας ‘ταιριάζει’. Καθώς όμως συμφωνεί με τον Αριστοφάνη η Διοτίμα, ότι δεν γνωρίζουν τί πραγματικά χρειάζονται οι άνθρωποι, οφείλει και να τονίση, ότι αυτό που αληθινά μάς ταιριάζει πρέπει να προσδιοριστή απ’ το αγαθό, και όχι το αγαθό μέσα απ’ αυτό που φαινομενικά – κατά την εντύπωσή μας – μας είναι οικείο. «Έτσι ώστε να μην είναι, σε κάθε περίπτωση, τίποτε άλλο αυτό που αγαπούν οι άνθρωποι παρά το αγαθό» (205e). Η τραγική επίγνωση του Αριστοφάνη ήταν γελοία, κωμική και παράδοξη, επειδή ‘κατασκεύασε’, απορώντας (ωστόσο…) συνειδητά, την εικόνα τού αληθινού και πρωταρχικού ανθρώπου μέσα απ’ την εντύπωση του αισθητηριακού, σεξουαλικού στοιχείου.
Αν είναι όμως η ευδαιμονία ο πραγματικός σκοπός τού Έρωτα, τότε ‘ανοίγεται’ ως πραγματική σφαίρα τής επίδρασής του η ‘επικράτεια’ του τυχαίου, που έρχεται και φεύγει. Κι αν δεν είναι σωστό, «να πούμε απολύτως», πως αγαπούν το αγαθό οι άνθρωποι (πως το αγαπούν δηλ. πάντοτε και συνεχώς…), κι αν πρόκειται για την τυχαία μάλλον ευτυχία τής συνάντησης του αγαθού με τον ενδεήν άνθρωπο, τότε αποκαλύπτεται η ανάγκη ως μια ανάγκη μέσα στον χρόνο, και θα πρέπη τότε να «προσθέσουμε», πως δεν επιδιώκουν μόνο γενικώς, αλλά και για πάντοτε το αγαθό οι άνθρωποι (206a). Και (μας…) παραπέμπει έτσι στο πρόβλημα του χρόνου ο σκοπός τής ευδαιμονίας. 

                         Β.  Ο δρόμος ή η οδός : η γέννηση στο ωραίο                           
                                         ( Κεφ. 25 , 206b – 207a )

Η αγάπη είναι βασικά κάτι περισσότερο απ’ τον «Έρωτα». Πρέπει ωστόσο κάτι να σημαίνη, το ότι ισχύει κατά προτεραιότητα για την «ερωτικήν αγάπη» το όνομα Έρως. Αυτός ο δρόμος, να επιδιώκης την πληρότητα, πρέπει να μπορεί να μας διδάξη και κάτι το ιδιαίτερο, πέρα απ’ την έννοια της επιθυμίας· γιατί δεν θα είχε ανοίξει αλλιώς ακριβώς εδώ η πρόσβαση στο γενικό πρόβλημα γι’ αυτούς που ερωτούν. Ρωτά γι’ αυτό και η Διοτίμα: «Πότε ονομάζεται λοιπόν Έρως η σοβαρότητα και η ένταση; Σε ποιον τρόπο, με τον οποίον και ακολουθείται το αγαθό, και σε ποιαν πράξη;» (206b). Και απαντά η ίδια: το «έργο» τού Έρωτα είναι η «σωματική και ψυχική γέννηση (να γεννηθούμε σωματικά και ψυχικά…) στο ωραίο (τόκος εν καλώ)» (ό.π.)   (( Σημ. τ. μετ.: Σε μιαν «καινούργια» λοιπόν ζωή… )) . (Σιωπηλά αποκρούεται έτσι, μ’ αυτόν τον προσδιορισμό, τόσο η ‘απλή’, η ‘σκέτη’ απόλαυση όσο κι ολόκληρη η ‘παρεκτροπή’ τής αισθησιακής παιδεραστίας). Ακόμα και σ’ αυτήν την εξαιρετικήν και ιδιαίτερη μορφή τής επιθυμίας καθ’ εαυτής γίνεται ορατό, πως δεν είναι το ωραίο ο πραγματικός σκοπός τού ενδεούς ανθρώπου. «Δεν αφορά δηλ., Σωκράτη, είπε εκείνη (η Διοτίμα…), στο ωραίο ο Έρως, όπως ισχυρίστηκες. Σε ποιον τότε; Στη γέννηση και τον τόκο (γέννησις και τόκος) στο ωραίο» (206e). Κι ενώ γινόταν μέχρι τώρα μόνο γενικά σαφές, ότι ‘ενσωματώνεται’ (και…) το ωραίο με την ευδαιμονία, φανερώνεται με τον συγκεκριμένον εδώ ‘δρόμο’ τής γεννήσεως, κατά πόσον είναι και αγαθό το ωραίο: «Η δύναμη του πεπρωμένου και η ‘απελευθέρωση’ (ο τοκετός – «καλή λευτεριά» που λέμε…) είναι και η ωραιότητα της αναπαραγωγής» (206d)   (( Στο πρωτότυπο κείμενο: «Μοίρα ούν και Ειλείθυια η Καλλονή εστι τή γενέσει»… )) . Η ανάγκη αυτού που αγαπά ερωτικά συνίσταται στην ωριμότητά του (τον καιρό τής ωριμότητας…) να είναι έτοιμος να γεννήση, κάτι που χαρακτηρίζει, ως «κυοφορία (κύησις, κυείν)», ακόμα και το αντρικό φύλο στα ελληνικά. Και καθώς λυτρώνει το ωραίο από «μεγάλες ωδίνες» αυτόν που «κυοφορεί» (206e), αποδεικνύεται και σωτήριο. Στην παρουσία του ανθίζει αυτός που εγκυμονεί, ενώ στη θέα τού άσχημου μαραίνεται (206d). Είναι λοιπόν το ωραίο αυτό που προφυλάσσει απ’ τον θάνατο και την απονέκρωση την εφήμερην ζωή, και «περιέχεται» το «θεϊκό έργο» τού Έρωτα, η εγκυμοσύνη κι η γέννηση, «ως κάτι το αθάνατο μέσα στη θνητήν παρ’όλ’ αυτά ύπαρξή μας» (206c). Το ωραίο είναι αυτό που «ταιριάζει» (λοιπόν…) σ’ αυτό το θεϊκό (206d), είναι δηλ. το «κατάλληλο» για μας, το αγαθό για τον «δαιμονικόν» (που ακούει στο ενδιάμεσο, μεταξύ θεών και ανθρώπων «δαιμόνιο»…) άνθρωπο, που τείνει, κυριαρχούμενος απ’ τον     Έρωτα, πέρα κι απ’ το να είναι θνητός. Διδάσκει έτσι η οδός αυτή μιας επιθυμίας που γεννά, πως η πραγματική ‘ανάγκη’ τού ανθρώπου (η ανάγκη στην οποίαν είμαστε προσδεδεμένοι…) είναι ο θάνατος, και συνεπάγεται απ’ αυτήν τη συζήτηση (207e) ως ‘αντίδοτο’, ότι συνίσταται ακριβώς στην αθανασία η ευδαιμονία (μας…).

( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου