Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΙΚΟΥΔΗΣ - Α ΜΕΡΟΣ (ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ 18)

Συνέχεια από Τρίτη, 18 Μαρτίου 2014

O Doctor Angelicus συναντά τον Κάλλιστο Αγγελικούδη
Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει 
  το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη

 Περί θείας απλότητος και διαφοράς ουσίας και ενέργειας

 361. « Η ευδαιμονία είναι ένα κοινό αγαθό, στο οποίο μπορεί να φθάσουν πιο πολλοί, αν δεν συμβή να είναι ανεπιτήδειοι, όπως λέει ο Αριστοτέλης στο Α΄ των Ηθικών ». Δεν είναι μεν θαυμαστό, αν μιλά ακόμα και μωρά ο Αριστοτέλης, που ανήκει στη μεμωραμένη σοφία˙ είναι όμως θαυμαστό σε σένα, και μάλλον και ελεεινό, που ενώ φιλοτιμείσαι στο Ευαγγέλιο του Χριστού και θέλεις να είσαι χριστιανός και έχεις αναγνώσει τις ιερές Γραφές και τους κατ’ αυτές ιεροδιδασκάλους, να έχης εγκαταλείψει έπειτα, με τη θέλησή σου, την ιερή ευθύτητα, και ν’ ακολουθής έναν Έλληνα άνδρα εξαιρετικά καταδικασμένο στα της πίστεως, τον κακώς αφανισμένο Αριστοτέλη. Γι’ αυτό ψευδόμενος, όπως εκείνος, στα θεία, και βλασφημώντας και δείχνοντας εμπιστοσύνη στην απωδιωγμένη σοφία και σπεύδοντας να ενισχύσης τα παραληρήματά της, συμπαρασύρεσαι αναγκαστικά και συ μαζί του, αποσπώμενος κακώς απ’ τον Θεό και την κατ’ αυτόν αλήθεια.

362. Ανήκει μόνο σε όσους έχουν βαπτισθή στον Χριστό και είναι βεβαιόπιστοι, φιλόσοφε, η ευδαιμονία, κι όχι στους Ιουδαίους ούτε τους Έλληνες, ούτε βέβαια τους βαρβάρους. Πώς είναι λοιπόν ένα κοινό αγαθό; κι αν είναι ένα κοινό αγαθό σύμφωνα με σένα, πώς μπορεί, αν δεν τύχη να είναι ανεπιτήδειοι, να φθάσουν, πάλι σύμφωνα με σένα, όχι όλοι, αλλ’ οι πιο πολλοί ; Αυτό που ανήκει στους περισσότερους δεν ανήκει σ’ όλους και δεν είναι γι’ αυτό ούτε κοινό. Και πώς θα επιτύχουν, αν δεν συμβή να είναι ανεπιτήδειοι, την ευδαιμονία; Αν ισχύη αυτό, θα είναι απ’ την επιτηδειότητα η ευδαιμονία κι όχι απ’ τη δωρεά και τη χάρι του Θεού, απ’ το οποίο τί θα μπορούσε να γίνη πιο άλογο και πιο δυσσεβές;

363. Η επιτηδειότητα είναι έργο ανθρώπινο, ενώ η ευδαιμονία είναι έργο του Θεού, που χορηγείται χάριτι με την πίστη, όπως προαποδείξαμε˙ γι’ αυτό και θα έχουν στους αιώνες οι βεβαιόπιστοι θεία ευδαιμονία, κι αν θέλης μπορείς να πης ευμένεια. Κι επειδή έχεις μιλήσει για ανεπιτήδειους εδώ, προβάλλεις εσφαλμένα κι αυτή σου την απόφαση ( διακήρυξη ).Γιατί έπρεπε να πης, προς τί θα ήταν άραγες, αν συνέβαινε να είναι, ανεπιτήδειοι, αλλά δεν το πρόσθεσες. Και νομίζεις πως λύνεις όλα αυτά τα δύσκολα και ανώμαλα μ’ έναν Έλληνα μάρτυρα, τον δάσκαλό σου και καθηγητή, και λες˙ όπως λέει ο Αριστοτέλης στο Α΄ των Ηθικών. Αλλ’ εμείς παραπέμπουμε βέβαια και τον Αριστοτέλη και τους ομόφρονές του όσο γίνεται πιο γρήγορα στους κόρακες.

364. « Επειδή επιθυμούν όλοι οι άνθρωποι απ’ τη φύση τους την ευδαιμονία, είναι άρα ένα κοινό αγαθό η ευδαιμονία, που μπορούν να το επιτύχουν όλοι, αν δεν υπάρξη κάποιο κώλυμα. Και φθάνουν λίγοι στην προαναφερθείσα περί Θεού γνώση με την απόδειξη, λόγω των κωλυμάτων αυτής της γνώσης ». Και λέει λίγοι λόγω του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα και όσων χαίρονται με τις αποδείξεις, και υπαινίσσεται ως πιθανό κώλυμα το να μη γνωρίζης καλά ( μη επίστασθαι ) να συλλογίζεσαι. Και στο μεν προηγούμενο κεφάλαιο έλεγε πως είναι δυνατό να επιτύχουν οι περισσότεροι την ευδαιμονία, εδώ δε λέει πως είναι δυνατό να την επιτύχουν όλοι, για ν’ αποδειχθή και σ’ αυτό άστατος κι ότι δεν γνωρίζει τίποτα βέβαιο.

365. Και γιατί είναι ανάγκη να είναι κοινό αγαθό η ευδαιμονία, επειδή την επιθυμούν απ’ τη φύση τους όλοι οι άνθρωποι; Εφόσον δεν ανήκουν αυτά που απ’ τη φύση μας επιθυμούμε στην ευδαιμονία, αλλ’ εκείνα που επιθυμούμε με τον λόγο και την αλήθεια˙ κι ούτε αποκτούμε αυτά που απ’ τη φύση μας επιθυμούμε στον μέλλοντα αιώνα, αλλ’ εκείνα που επιθυμούμε με την εντολή και το πρόσταγμα του Θεού, με τη νοερή μας αίσθηση. Γιατί επιθυμούν όλοι οι άνθρωποι απ’ τη φύση τους τις σαρκικές ορέξεις, κι είναι απ’ τη φύση του επιθυμητό όλο το παθητικό μέρος της ψυχής, που αν δεν το διευθύνη ακριβώς ο νους κι ο λόγος, όχι μόνο δεν οδηγεί στην ευδαιμονία τον άνθρωπο, αλλά τον καθιστά και κακοδαίμονα. Δεν είναι άρα, αυτό που επιθυμούν ακριβώς απ’ τη φύση τους οι άνθρωποι, ή ευδαιμονία ή κοινό αγαθό, αλλ’ ευδαιμονία και κοινό αγαθό είναι μόνο, αυτό που επιθυμούμε σύμφωνα με τον λόγο και την εντολή του Θεού.

366. Και μ’ αυτό που λες, ότι φθάνουν λίγοι στην προαναφερθείσα περί Θεού γνώση με την απόδειξη, λόγω των κωλυμάτων αυτής της γνώσης, αμαρτάνεις περί την διάνοια ( αστοχείς διανοητικά ), γιατί δεν χωρά καμμιά απόδειξη στη θεία ευδαιμονία, ούτε βέβαια συλλογισμός. Γιατί τα καλά της ευδαιμονίας, «α ο Θεός ητοίμασε τοις αγαπώσιν αυτόν, οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη». Και τοποθετώντας εσύ σε τέτοια τάξη τους συλλογισμούς και τις αποδείξεις, μοιάζεις με κάποιον που παίζει και ψεύδεται, κι όχι που σπουδάζει, ούτε βέβαια αληθεύει.

367. «Είναι ανάγκη να υπάρχη η ευδαιμονία στην ενέργεια του νου, σύμφωνα με την παράθεση των νοητών προς τα τιμιώτατα. Απομένει λοιπόν να υφίσταται (υφεστάναι) στη θεωρία της σοφίας και την περί τα θεία επίσκεψη και η έσχατη ευδαιμονία του ανθρώπου». Δεν είναι κατά κανέναν τρόπο λόγοι χριστιανού αυτοί, ούτε βέβαια αυτών που πάσχουν εκ πίστεως τα θεία και υπερφυή και μακάρια, αλλ’ είναι ελληνική δόξα ( γνώμη ) και της δικής τους φατρίας που δεν « ευκαιρεί » καθόλου « ή τι λέγειν και ακούειν καινότερον » (Πράξ. ιζ΄ 21).

368. Γιατί έτσι δίδαξε, λέγοντας ο αγαθός˙ «μείνατε εν εμοί, καγώ εν υμίν» (Ιωάν. ιε΄ 4). Κι ότι «ο ποιών τας εντολάς μου, εκείνος εστίν ο αγαπών με, ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου, και εγώ και ο Πατήρ ελευσόμεθα προς αυτόν και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιωάν. ιδ΄ 21, 23). Αυτή είναι η αληθινή και κύρια ευδαιμονία και το τέλος το έσχατο˙ κι αυτοί που είναι αμύητοι στην αλήθεια και μακριά απ’ την υγιή πίστη μοιάζουν με τυφλούς που ψηλαφούν και νομίζουν τη σοφία αυτού του αιώνα, που την έχουν κι οι Πέρσες κι οι Έλληνες κι οι Ινδοί κι οι Αιγύπτιοι, την οποία εμώρανε και απώλεσε ο Θεός με τον εμπαιγμό και την πλάνη του δαίμονα (Α΄ Κορινθ. α΄ 19-20), ευδαιμονία, κι ούτε που φέρνουν στον νου τους την άρρητη ένωση του Θεού και την άφραστη ευδοκία του, που έχει επιδείξει για τον άνθρωπο. Γιατί πλανήθηκαν απ’ την κοιλιά της μάνας τους οι ταλαίπωροι.

369. Και λέει, όντας άστατος και ανέστιος ο Θωμάς ˙ «δεν συνίσταται στην δι’ αποδείξεως περί του Θεού γνώση η ανθρώπινη έσχατη ευδαιμονία». Και λέει μετά, μη μπορώντας να σταθή ούτε και στο ψέμμα του απ’ τη μεγάλη αστάθεια, αυτός ο ίδιος˙ «και φθάνουν λίγοι στην προαναφερθείσα περί Θεού γνώση με την απόδειξη λόγω των κωλυμάτων αυτής της γνώσης». Και διακηρύττει μεν εκεί εντελώς πως είναι έσχατη ευδαιμονία η δι’ αποδείξεως περί Θεού γνώση, παραχωρεί δε εδώ, σαν να ξέχασε ακριβώς τα ίδια του τα λόγια, σε λίγους, και στους άριστους τάχα απ’ τους σοφούς, να φθάσουν με την απόδειξη στη γνώση για τον Θεό, που είναι, όπως νομίζει, η ευδαιμονία. Θα μπορούσες να πης πως επιμελείται ( καταγίνεται με ζήλο ) μεν να μιλά, δεν φροντίζει δε καθόλου για την αλήθεια.

370. Η ευδαιμονία, που είναι έσχατο τέλος, « είναι ενέργεια, με την οποία δεν έχει συναφθή καμμιά δύναμη επέκεινα ( πιο πέρα ) προς άλλην ενέργεια˙ η δε δια της οδού της αποδείξεως περί του Θεού γνώση παραμένει ακόμα εν δυναμει προς κάτι άλλο περί του Θεού, που οφείλει να γίνη γνωστό κατά έναν υψηλότερο τρόπο ». Κι αυτός που συμπλέκει αυτά τα ψευδή και ανυπόστατα μεταπίπτει σε άλλα πλήρη πλάνης, λέγοντας˙ « αν και υπήρξαν κάποιοι, που βρήκαν έτσι την αλήθεια για ( περί ) τα θεία με την απόδειξη, ώστε να μη συμπλέκεται κανένα ψέμμα με τις δόξες τους (τις γνώμες τους ), είναι φανερό πως είναι και εξαιρετικά λίγοι», υπαινισσόμενος τον Αριστοτέλη και τον εαυτό του και τον Πλάτωνα και κάποιους άλλους, τους οποίους αποκαλεί εξαιρετικά λίγους. Προχωρά έτσι από ψέμμα σε ψέμμα, ασταθής και αναίσθητος. Και λέει πάλι˙ « η κατ’ ουσίαν περί Θεού γνώση είναι η ίδια η ευδαιμονία. Και δεν υπάρχει τέτοια γνώση, που να την απέκτησαν οι φιλόσοφοι με τις αποδείξεις για τον Θεό ».

Συνεχίζεται

ΑΡΚΕΙ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑΣ ΝΑ ΒΑΛΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ, γιά νά κατανοήσουμε τήν σύγχρονη πλάνη τού οικουμενισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου