Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ DE TRINITATE TOY AYΓΟΥΣΤΙΝΟΥ (5)


Pierre Hadot

Δύο χρόνια όμως μετά την εμφάνιση του Benz, το 1934, ο P. Henry (Plotin et l' Occident, Loyvain, 1934) έδειξε πως η σχέση του Πλωτίνου και του Βιττορίνο (Vittorino) είναι αναμφισβήτητη. Από το ένα μέρος ο P. Henry έδειξε πως τα libri platonicorum τα οποία έχουν χαθεί, εκτός αποσπασμάτων, τα οποία μετέφρασε ο Βιττορίνο και διάβασε ο Αυγουστίνος, ήταν μερικές πραγματείες του Πλωτίνου. Από το άλλο ανακάλυψε στο θεολογικό έργο του Βιττορίνο, μια κατά γράμμα παραπομπή από μια πραγματεία του Πλωτίνου. Μια σημαντική ανακάλυψη διότι πριν τον Henry ήταν όλοι περιορισμένοι σε αόριστες αναφορές και θολές αναλογίες. Έτσι εμφανίζονται δύο ιστορικά γεγονότα, στα οποία μπορούμε να βασισθούμε: η μαρτυρία του Αυγουστίνου, μια σίγουρη παραπομπή. Δεν είναι πλέον απαραίτητο να συμπεράνουμε πως η νοοτροπία των φιλοσοφικο-θεολογικών γραπτών του Βιττορίνο είναι καθαρά πλωτινική. Κατ' αρχάς η ιδέα μιας αυτοδημιουργίας του θεού, μια ιδέα όμως που στον Πλωτίνο αντιπροσωπεύει μια παραχώρηση στην αδυναμία του ανθρωπίνου πνεύματος, στον Βιττορίνο καθίσταται κεντρική και ουσιώδης. Στην συνέχεια η τριάδα, Είναι-ζωή-σκέψη, η οποία παίζει κάποιο ρόλο στο επίπεδο της νοήσεως για τον Πλωτίνο, γίνεται εξίσου θεμελιώδης στην Χριστιανική θεολογία. Η σύλληψη επίσης ενός σύμπαντος που προοδεύει από το Ένα με μια συνεχή πρόοδο, μια απόρροια, υποβάθμισης. Και τέλος, όλως ιδιαιτέρως, το δόγμα της διττής ενέργειας, δηλαδή η θεωρία των δύο πράξεων, η εμμενής πράξη ή ενέργεια, η ενυπάρχουσα και η μεταβατική πράξη ή ενέργεια, μέσω της οποίας όλη η πραγματικότης θέτει τον εαυτό της και στην συνέχεια ακτινοβολεί προς τα έξω. Μπορούμε να προσθέσουμε ακόμη πως η γέννηση του Υιού του θεού σαν μορφή, στον Βιττορίνο, περατούται σύμφωνα με έναν μηχανισμό ολωσδιόλου ανάλογο με εκείνον σύμφωνα με τον οποίο η νόηση (ο νους) υποστατικοποιείται διακρινόμενη από το Ένα του Πλωτίνου. Η υπόσταση συστήνεται μεταστρεφόμενη προς την αρχή της, μετά από μια φάση διακρίσεως και ακαθοριστίας. [Αυτή η μεταστροφή, διάσημη από τις Εξομολογήσεις του Αυγουστίνου, πήρε την θέση της μετάνοιας, και επανέρχεται σήμερα με δύναμη από τον Χάιντεγκερ, προσφέροντας το θεμέλιο του Μηδενισμού, σαν μεταστροφή προς το Μηδέν από το οποίο δημιουργηθήκαμε, σε μία πρωτοφανή άσκηση αθεΐας, και σε ένα πρόγραμμα επανασυντάξεως της δομής του ανθρώπου, από το Ησιόδειο Χάος, παρακάμπτοντας απολύτως τον θεό δημιουργό. Σε μια αποθέωση της αυτονομίας, της αυτοσυνειδησίας, της αυτάρκειας, της αυτοκυριαρχίας (εγκράτειας) της αυτογενέσεως της προσωπικότητος, της ελευθερίας της αυτοδημιουργίας, δηλαδή της οντολογίας του προσώπου. Μια τέτοια Στροφή διεκδικεί σήμερα και ο Ράμφος, εκτός από τους Γιανναρά και Ζηζιούλα, το πρόσωπο του οποίου είναι ο Επίσκοπος και θεός ο πρώτος άνευ ίσων].

Υπάρχει εξίσου η ταυτότης ανάμεσα στην νόηση και την θέληση, καθότι η γνώση, στον Πλωτίνο και στον Βιττορίνο, είναι επιθυμία του αντικειμένου. Αφού λοιπόν απαριθμεί αυτά τα πλωτινικά στοιχεία, ο Henry δείνει πως το δόγμα του Βιττορίνο ξεπερνά τον Πλωτίνο, λόγω της προσπάθειας που καταβάλλει να παραμείνει πιστός στην ορθόδοξη θεωρία του ομοουσίου. Και φυσικά δηλώνει μια αναμφισβήτητη διαφορά ανάμεσα στους δύο. Αλλά εξηγεί αυτή την διαφορά με τον Χριστιανισμό του Βιττορίνο. Η χριστιανική θεολογία μεταμόρφωσε, αφομοιώνοντάς τα, τα δεδομένα του Εθνικού φιλοσόφου. Ο θεός του Βιττορίνο δεν είναι μόνον το Ένα, αυτός είναι το ΕΙΝΑΙ. Οι ιδιαίτεροι χαρακτήρες των τριών υποστάσεων, είναι, ζωή, σκέψη, συμπλέκονται αμοιβαίως, ο δυναμισμός τονίζεται και πάνω απ' όλα ο στοχασμός πάνω στα δεδομένα των Γραφών ωθεί τον Βιττορίνο σε μερικές θεολογικές προοπτικές καθαρά Χριστιανικές. Και με αυτό τον τρόπο ο Βιττορίνο ετοιμάζει το De Trinitate του Αυγουστίνου. Ιδιαιτέρως δε, βρίσκεται ήδη σε αυτόν το δόγμα του Αυγουστίνου σύμφωνα με το οποίο όλα στον θεό είναι η Ουσία του θεού. Και επιπλέον και μια προετοιμασία της ψυχολογικής θεωρίας της Τριάδος. Σε αυτόν όπως και στον Αυγουστίνο η ψυχή είναι εικόνα της Τριάδος και ο υπολογισμός της ψυχής βοηθά την σύλληψη του μεταφυσικού μοντέλου του τριαδικού μυστηρίου. Τέλος ο Αυγουστίνος βρίσκει στον Βιττορίνο ένα παράδειγμα: η φιλοσοφία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει το χριστιανικό δόγμα, με την προϋπόθεση να μην μεταφερθεί απλώς σε χριστιανική μορφή, αλλά αντιθέτως να επανεξεταστεί εις βάθος και να επαναπροσδιοριστεί. Αντιθέτως από τους Αρειανούς οι οποίοι επαναλαμβάνουν απλά τον νεοπλατωνισμό, ο Βιττορίνο μεταμορφώνει τον νεοπλατωνισμό του για να κατορθώσει να παραμείνει ορθόδοξος και πιστός στο δόγμα του ομοουσίου.

Για τον W.Theiler τώρα όμως, δεν είναι αναγκαίο να ψάξουμε στον Χριστιανισμό του Βιττορίνο τον λόγο της διαφοράς, που δίπλα σε γραμματικές ομοιότητες, χωρίζει τον Βιττορίνο από τον Πλωτίνο. Για τον Theiler, λείπει ένα αστέρι στον αστερισμό αυτόν. Ανάμεσα στον Πλωτίνο, τον Βιττορίνο και τον Αυγουστίνο, πρέπει να εισάγουμε τον «Ερμή», δηλαδή τον ΠΟΡΦΥΡΙΟ, έναν «αυθεντικό Ερμή λόγιο» ή όπως έλεγε ο Ευνάπιος, η «αλυσίδα του Ερμή» που ενώνει, όπως ενώνεται ο ουρανός με την γη, την σκέψη του Πλωτίνου με την κατανόηση των φτωχών θνητών.

Από το 1934, στην βιβλιοκρισία του βιβλίου του E. Benz, ο Theiler με αυτούς τους όρους εστιάζει την προσοχή μας πάνω στον ρόλο του Πορφυρίου στον σχηματισμό του Βιττορίνο και του Αυγουστίνου. Τον προηγούμενο χρόνο (1933) είχε εκδόσει ένα βιβλίο όπου αποδείκνυε ότι ο Αυγουστίνος είχε δεχθεί απευθείας την επήρρεια του Πορφυρίου, και όχι του Πλωτίνου. Είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε καλά το εύρος αυτής της δηλώσεως. Εμείς διαθέτουμε όλο το έργο του Πλωτίνου στην μορφή που του έδωσε ο Πορφύριος, ο μαθητής του Πλωτίνου, τις Εννεάδες. Αντιθέτως τα γραπτά του Πορφύριου χάθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος τους. Γι' αυτό ο Theiler χρησιμοποιεί μια υπόθεση εργασίας που του επιτρέπει να ανοικοδομήσει το δογματικό περιεχόμενο. «Εάν, σε ένα νεοπλατωνικό μετά τον Πλωτίνο, παρουσιάζεται μία ανάπτυξη η οποία μπορεί να παρομοιαστεί εκ του περιεχομένου, την μορφή και την δομή, με κάποιο απόσπασμα ανάλογο, στον Αυγουστίνο, αλλά δεν μπορεί να παρομοιαστεί με κάτι ανάλογο στον Πλωτίνο, ή τουλάχιστον δεν βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο, τότε μπορούμε να το υπολογίσουμε του Πορφύριου»(W.Theiler, Πορφύριος και Αυγουστίνος, σελ. 4).

Αυτή η αρχή αντιστοιχεί σε ένα αναμφισβήτητο ιστορικό γεγονός: ο νεοπλατωνισμός μετά τον Πλωτίνο, παρουσιάζει μερικές διαφορές, μερικές φορές μάλιστα ιδιαιτέρως θεμελιώδεις, αναφορικά με τον νεοπλατωνισμό του Πλωτίνου. Αυτό δεν σημαίνει πως η φιλοσοφία του Πλωτίνου ξεχάστηκε, αλλά πως ερμηνεύθηκε με μια διαφορετική σημασία, από εκείνη που μπορούσε να έχει ο πρωτότυπος νεοπλατωνισμός του Πλωτίνου. Αυτό αποδεικνύεται σε όλο το μήκος του βιβλίου αυτού. Και είναι αναγκαίο να αναγνωρίσουμε πως ο μόνος υπεύθυνος αυτής της μεταμορφώσεως του Πλωτίνου, είναι ο μαθητής του Πορφύριος. Με αυτή την υπόθεση εργασίας αναγνωρίζεται η μεγάλη ιστορική αρχή της Δύσεως: «Ξεκινώντας από τον IV αιώνα, ο δάσκαλος των πνευμάτων είναι ο Πορφύριος»! Χωρίς να είναι ο αποκλειστικός δάσκαλος της Ανατολής, ο Πορφύριος έπαιξε εξίσου έναν σπουδαίο ρόλο στον σχηματισμό του Ελληνικού νεοπλατωνισμού μετά τον Πλωτίνο. [Η Ανατολή επηρεάστηκε περισσότερο από τον μαθητή του Πορφυρίου, τον Ιάμβλιχο].

Μπορούμε να ελπίσουμε λοιπόν να αποκαταστήσουμε κατά ένα μέρος το δόγμα του Πορφύριου, παραβάλλοντας τις διδασκαλίες των ύστερων νεοπλατωνικών, όπως του Συνέσιου, του Πρόκλου, του Αινεία της Γάζας, με εκείνη του Αυγουστίνου. Εάν υπάρχει ταυτότης ανάμεσα σε αυτές τις διδασκαλίες και διαφορά με εκείνες του Πλωτίνου, μπορούμε εντελώς νόμιμα να σκεφτούμε περί μια κοινής πηγής, η οποία από τις χρονολογίες, τις ομοιότητες και τις αντιπαραβολές με μερικά σωζόμενα έργα του, ταυτίζεται αναγκαίως με τον Πορφύριο.

Η αρχή είναι πολύ καλή αλλά η εφαρμογή της ήταν πολύ ασθενής, και επικίνδυνη. Ο Theiler δεν έπεισε όλους τους αναγνώστες του στους οποίους δοκίμασε να δείξει την σπουδαιότητα της επιρροής του Πορφύριου στον Αυγουστίνο. Ο Theiler φαίνεται πιο επαρκής όταν, στην βιβλιοκριτική του για το βιβλίο του Benz, μας δείχνει με συντομία τις θεωρίες του Πορφύριου που μπορούν να αναγνωρισθούν στον Βιττορίνο. Και είναι πράγματι διαφορετικές από την γλώσσα του Πλωτίνου. Έτσι η έκφραση το μη ον ξεπερνά το ον, αντιστοιχεί ακριβώς στο υπέρ το ον μη ον, που βρίσκεται στα αποφθέγματα του Πορφύριου. Τοιουτοτρόπως και η έκφραση αυτόγονος, η οποία δεν υπάρχει στον Πλωτίνο, υπάρχει όμως στον Βιττορίνο και στον Πορφύριο και εκφράζει την αυτογένεση της νοήσεως ξεκινώντας από τον θεό. Έτσι κατόρθωσε να μας φανερώσει πως οι πλευρές που δεν ανήκουν στον Πλωτίνο, του Βιττορίνο, μπορούσαν να εξηγηθούν με την φιλοσοφική επιρροή του Πορφυρίου. Έτσι ο Χριστιανισμός του Βιττορίνο δεν ήταν ο μόνος παράγων εξελίξεως! Δίπλα σε αυτόν, και εσωτερικά αναμεμειγμένος, ήταν αναγκαίο πλέον να αναγνωρισθεί μια συγκεκριμένη φιλοσοφική θεωρία, τεχνικά ανεπτυγμένη, την καταγωγή της οποίας δεν μπορούμε να την ανιχνεύσουμε μόνον στον Πλωτίνο.

Στο βιβλίο του για τα "Χαλδαϊκά λόγια" και τους ύμνους του Σινέσιου, ο Theiler, προσδιόρισε επίσης με επιτυχία τα κείμενα του Βιττορίνο τα οποία προδίδουν επίσης την επιρροή του σχολιασμού του Πορφύριου αυτής της βίβλου του νεοπλατωνισμού που υπήρξαν ακριβώς τα Χαλδαϊκά λόγια. Έτσι μας βοήθησε να κατανοήσουμε την διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στον νεοπλατωνισμό του Πλωτίνου και εκείνον του Πορφύριου. Οι όροι που ανιχνεύονται στα Χαλδαϊκά λόγια είναι πολύ χαρακτηριστικοί, όπως για παράδειγμα η έκφρασις "νους πατρικός", που χρησιμοποιήθηκε από τον Βιττορίνο και επανελήφθη και από τον Αυγουστίνο (Πολιτεία του θεού, Χ, 28) και η οποία συναντάται πολύ συχνά σε αυτά τα Χαλδαϊκά λόγια!

(Συνεχίζεται)


Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου