Τρίτη 29 Απριλίου 2014

ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ DE TRINITATE TOY AYΓΟΥΣΤΙΝΟΥ (6)


Pierre Hadot

Τα δοκίμια του Theiler, για να ολοκληρωθεί το πνευματικό ωροσκόπιο της τριαδικής θεολογίας του Αυγουστίνου, δεν γνώρισαν την επιτυχία που εδικαιούντο. Έγινε δεκτό γενικώς να εισαχθεί και ο Πορφύριος στον αστερισμό των επιρροών. Αλλά όλοι οι κριτικοί συμφώνησαν στην αποδοχή του Πορφύριου σαν ενός απλού εκλαϊκευτού του Πλωτίνου. Δεν είναι περίεργο λοιπόν που το πρόσφατο βιβλίο του G. Huber, στο Είναι και το απόλυτο, το οποίο μελετά την περίοδο ακριβώς που μας ενδιαφέρει, επαναφέρει απλώς το σχήμα του Benz και του Henry: Πλωτίνος-Βιττορίνο-Αυγουστίνος. Επαναφέρει εξίσου τις σωστές εμπνεύσεις του Benz: Με τον Αυγουστίνο αρχίζει στην Ιστορία της σκέψης, μια διαφορετική κατεύθυνση η οποία φέρει από τον μοντέρνο υποκειμενισμό και σε κάθε περίπτωση, η περίοδος από τον Πλωτίνο μέχρι τον Αυγουστίνο αποτελεί μία αποφασιστική στροφή στην Ιστορία της οντολογικής προβληματικής. Το βιβλίο του Huber μας προσφέρει επίσης τις μεταφυσικές αιτίες της επαναστάσεως του Αυγουστίνου. Για τον Huber, από τον Πλωτίνο, περνώντας από τον Βιττορίνο, δημιουργήθηκε μια ριζική μεταμόρφωση της έννοιας του ΕΙΝΑΙ. Ο Πλωτίνος διέκρινε το Είναι που ήταν ταυτόσημο με το νοητό και τον νου και επομένως αντικείμενο γνώσεως, και το Απόλυτο, το Ένα που υπερβαίνει το νοητό και τον νου και ξεφεύγει επομένως από κάθε γνώση.

Ήδη στον Βιττορίνο, που δεν έμεινε πιστός στον Πλωτίνο για να παραμείνει πιστός στο ορθόδοξο ομοούσιο, και περισσότερο στον Αυγουστίνο, που δεν μένει πιστός ούτε στον Βιττορίνο, για μια πιο οξεία ορθόδοξη ανησυχία, το ΕΙΝΑΙ τείνει να ταυτιστεί με το Απόλυτο! Χάνει κάθε νοητό περιεχόμενο και γίνεται άλλο από τους καθορισμούς του! Έτσι όμως η θεία Ουσία, στην Τριάδα, είναι αυτό που είναι κοινό και αδιαφοροποίητο, μέσα ή κάτω από τα χαρακτηριστικά των προσώπων. Η τριάδα Είναι, ζωή, σκέψη, η οποία αρκούσε στα μάτια του Βιττορίνο, να εξασφαλίσει την διάκριση ανάμεσα στις υποστάσεις, γίνεται στον Αυγουστίνο μια αδιάκριτης ενότης. Έτσι το Είναι, το αντικείμενο της νοήσεως, δεν ασχολείται πλέον με την σκέψη με έναν άμεσο τρόπο. Στην θέση της άμεσης γνώσεως του Είναι, εμφανίζεται η αναλογική γνώση του θεού, μέσα στην ψυχή η οποία εδημιουργήθη κατ' εικόνα. Η μόνη δυνατή γνώση του Είναι πέραν της πίστεως, για τον άνθρωπο της τωρινής καταστάσεως, είναι η επιστροφή της ψυχής στον εαυτό της. Και η ΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗΣ ΨΥΧΗΣ γίνεται το μέσον της γνώσεως του θεού, και το Είναι ερμηνεύεται ξεκινώντας από τον ορίζοντα της ψυχής.

Ο Ε. Benz αναζητούσε στην βουλησιαρχία του Πλωτίνου και του Βιττορίνο την καταγωγή του αυγουστίνειου υποκειμένου. Ο G. Huber, εξίσου ευαισθητοποιημένος στο πρόβλημα που έθεσε αυτός ο υποκειμενισμός του Αυγουστίνου, βλέπει την εξήγηση στην μεταμόρφωση της οντολογίας του Πλωτίνου με το έργο του Βιττορίνο και του Αυγουστίνου. Καταργώντας την διαφορά του επιπέδου που έθετε ο Πλωτίνος ανάμεσα στο ΕΝΑ και στο ΕΙΝΑΙ, ο Βιττορίνο και ο Αυγουστίνος άνοιξαν επιτέλους τις πόρτες στην μοντέρνα οντολογική προβληματική.

Για τον Huber, ο o Χάιντεγκερ δεν διακρίνει ανάμεσα στο Είναι και το Απόλυτο. Το Είναι για τον Χάιντεγκερ, είναι υπερβατικό, αόριστο, άγνωστο: είναι κρυμμένο, απόκρυφο, απλησίαστο για την ανθρώπινη γνώση η οποία δεν μπορεί να φθάσει παρά τα όντα. Αυτό όμως που είναι πέρα από κάθε γνωστό καθορισμό τι μπορεί να είναι εκτός του Απολύτου; Τότε όμως, εάν η φιλοσοφία είναι σκέψη του Είναι, πρέπει να πούμε πως η φιλοσοφία είναι σκέψη αγνωσίας, άρρητη σκέψη, κάτι που καταλήγει να είναι το πιο μεγάλο παράδοξο. Για να αποφύγουμε αυτό το παράδοξο, θα έπρεπε λοιπόν να διακρίνουμε όχι μόνον, όπως ο Χάιντεγκερ, ανάμεσα στο ον (τα ιδιαίτερα αντικείμενα δηλαδή που γνωρίζουμε, που μας είναι παρόντα) και το Είναι (το οποίο αναγνωρίζεται αυτή την φορά από τον Huber σαν ο ορίζοντας και η ολότης στα οποία τα ιδιαίτερα και καθορισμένα αντικείμενα διαγράφονται, και επομένως σαν κάτι που είναι ακόμη σχετικό στο ανθρώπινο υποκείμενο) και το απόλυτο (αυτό δηλαδή το οποίο δεν είναι πλέον σχετικό με μας και θεμελιώνει το Είναι, τα όντα και την σχέση μας με το Είναι και με τα όντα). Σε αυτή την νέα προοπτική, σύμφωνα με τον Huber, η φιλοσοφία ξαναβρίσκει ένα αντικείμενο: το ΕΙΝΑΙ. Και μέσω αυτού του αντικειμένου θα δει την υπερβατικότητα, το Απόλυτο που θεμελιώνει το Είναι!
Προτείνοντας αυτή την διάκριση ανάμεσα στο Είναι και στο Απόλυτο, ο Huber θέλει να επανασυνδεθεί με την πλατωνική παράδοση, ιδιαιτέρως με εκείνη που λάμπει στον Πλωτίνο. Και δείχνει, με μία προσεκτική ανάλυση πως η υπερβατικότητα του Απολύτου θεμελιώνει την νόηση του Είναι στο σύστημα του Πλωτίνου. Είναι και σκέψη είναι αχώριστα και σχηματίζουν μια πολλαπλή ενότητα, την υπερβατικότητα του ΕΝΟΣ που θεμελιώνει την σχέση ανάμεσα στο Είναι και την Σκέψη.

O Huber μας δείχνει στην συνέχεια πως το δόγμα του ομοουσίου υποχρέωσε τον Βιττορίνο να μεταμορφώσει την οντολογία του Πλωτίνου. Εάν, για τον Βιττορίνο, ο Υιός μπορεί να αντιστοιχεί στον ΝΟΥ και στο πλωτινικό ον, στην δεύτερη υπόσταση δηλαδή του συστήματος του Πλωτίνου, είναι αναγκαίο, για να εξασφαλιστεί το ομοούσιο, με κάποιο τρόπο, ο ΠΑΤΗΡ, η πρώτη υπόσταση, να είναι το ΕΙΝΑΙ. Ο Βιττορίνο λοιπόν αναγκάζεται να εισάγει μια διαφορά στην έννοια του Είναι. Θα διακρίνει ανάμεσα στο καθορισμένο ον (τον Υιό) και το αόριστο Είναι, το καθαρό esse [ένα Είναι χωρίς πράγμα, χωρίς ον, η καθαρή ύπαρξη], το άγνωστο και υπερβατικό (τον Πατέρα). Ο Υιός είναι η μορφή του Πατρός, ο καθορισμός του αορίστου, του απροσδιόριστου esse. Έτσι ο Πατήρ αποκαλύπτεται στον Υιό, αλλά καθαυτός είναι άγνωστος. Το Είναι σαν Είναι δεν διαθέτει την νόηση του Λόγου. Η διάκριση ανάμεσα στο Είναι και το ον σώζει λίγη από την αντίθεση του Πλωτίνου ανάμεσα στην νόηση του Είναι και την υπερβατικότητα του Απολύτου.

Ο Αυγουστίνος θα καταργήσει αυτή την διάκριση ανάμεσα στο Είναι και το ον. Θα επιβάλλει μία ταυτότητα ανάμεσα στο Είναι και τον προσδιορισμό του! [Εδώ στηρίζεται το Φιλιόκβε φιλοσοφικά. Η εκπόρευση του Αγίου πνεύματος και εκ του Υιού, λόγω της ταυτότητος αυτής]. Κάθε προσδιορισμός του θείου Είναι είναι ουσιαστικός. Θεμελιώνεται δηλαδή στην αδιαφοροποίηση του Απολύτου. «Το καθαυτό νοητό μεταμορφώνεται σε ακατανόητο».

Φαίνεται καθαρά λοιπόν η πρωτοτυπία του Huber σε σχέση με τον E. Benz. Ο Benz απέδιδε στον Πλωτίνο την θεωρία που ο Huber αποδίδει στον Βιττορίνο. Ο Huber επιμένει δικαίως στην θεμελιώδη διαφορά των δύο θεωριών. Η ένταση ανάμεσα στην πίστη του ομοουσίου και τον πλωτινισμό προξενεί στον Βιττορίνο την μεταμόρφωση της πλωτινικής οντολογίας, η οποία θα καταστρέψει και θα εκτρέψει (θα παραπλανήσει), όλη την μοντέρνα οντολογία. Θα μπορούσαμε να πούμε λοιπόν πως το έργο του Βιττορίνο θέτει δύο ερωτήματα στην Ιστορία των ιδεών:

Κατά πρώτον: ποιος νεοπλατωνισμός χρησιμοποιήθηκε από τον Βιττορίνο για να διατυπώσει την τριαδική του θεολογία;

Και δεύτερον σε ποια μεταμόρφωση υποβάλλει αυτόν τον νεοπλατωνισμό για να τον προσαρμόσει στις απαιτήσεις του ομοουσίου της Νίκαιας;

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος   


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου