Κυριακή 4 Μαΐου 2014

ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΙΚΟΥΔΗΣ, Β ΜΕΡΟΣ (32) - ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ

Από:Τρίτη, 29 Απριλίου 2014

O Doctor Angelicus συναντά τον Κάλλιστο Αγγελικούδη
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj6uBOSHZqOP6oEmqy3PI0TqWiApn7RnSsSfkXsfrV6kkMh5qX9rLJU1Zy91IUtarXAWqAE0trZxWTx6eZQZtSGcab7hDHuXDivnQUqPI4jer5pTKKFaSEPdKNXYRBDsIJmCHboJvTGT-U/s1600/image.jpg
Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει 
  το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη
Περί θείας απλότητος και διαφοράς ουσίας και ενέργειας
500. Και λέει ο Θωμάς˙ « ταυτίζεται στον Θεό το είναι και το νοείν »˙ και αποδείξαμε ήδη πως είναι ψέμμα και αιρετικό αυτό˙ και λέγοντας πως « από ’δώ προέρχεται και το ότι ταυτίζεται στον Θεό το να είναι και το να είναι ο ίδιος αιτία σε όλα για να νοούν », προσθέτει˙ « το οποίο λέγεται πως είναι φως ». Αν ταυτίζεται λοιπόν σύμφωνα μ’ αυτόν η αιτία σε όλα για να νοούν με το είναι του Θεού, λέγεται δε πως η αιτία σε όλα για να νοούν είναι φως, ταυτίζεται αυτό που λέγεται πως είναι φως με το είναι του Θεού, δηλαδή με την ουσία του. Και λέει θέλοντας να το στηρίξη ή να το αποδείξη αυτό˙ « όπως λέγεται στο Α΄ του Ιωάννη “ ην το φως το αληθινόν, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον ”». Γι’ αυτό νομίζει ο άφρων όλους τους ανθρώπους και μάλιστα τους έξω σοφούς πεφωτισμένους και δεν γνωρίζει, ότι ο επιστήθιος λέει όλους τους ανθρώπους, όχι τους Σκύθες και τους βάρβαρους και τους Σαυρομάτες, αλλ’ εκείνους που ακούν και υποτάσσονται στο κήρυγμα του Χριστού. Πλανήθηκε, ο άθλιος, κι έχοντας ακούσει τον επιστήθιο να λέη, πως « ην το φως το αληθινόν, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον », δεν το εξέλαβε όπως ακριβώς έπρεπε, ούτε δέχθηκε τις διακηρύξεις των θεοφόρων γι’ αυτό, αλλ’ ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, παραλληλίζει τον ενεργεία νου με φως και λέει πως φτάνει ο νους από δυνάμει στην ενέργεια των ενεργεία νοητών με το φως της δόξης.

501. Επειδή έχουν λοιπόν ως νοερή φύση οι άνθρωποι, όταν νοούν κάτι το νοητό, ενεργοποιημένο ( ενεργεία ) τον νου και ενεργοποιημένο ( ενεργεία ) το νοητό, νομίζει πως έχουν φωτισθή όλοι οι άνθρωποι με το φως του ενεργοποιημένου ( ενεργεία ) νου, στο φως του ενεργοποιημένου ( ενεργεία ) νοητού. Γι’ αυτό και γίνεται αχρείος ( άχρηστος, ακατάλληλος… ) ερμηνευτής του προφητικού ρητού που λέει˙ « εν τω φωτί σου οψόμεθα φως » κι επειδή νομίζει, ολισθηρά και αιρετικά, όλα τα θεία και νοητά, ουσία του Θεού, γι’ αυτό και ανέρχεται απ’ το φως του ενεργοποιημένου ( ενεργεία ) νου κι απ’ τα νοητά στη θεία ουσία ο ανούστατος ( αυτός που δεν έχει καθόλου νου…) και δεν κοκκινίζει από ντροπή ούτε βέβαια αισχύνεται ξεσηκώνοντας τον πόλεμο προς τους θεοφόρους, που λένε˙ « η τέλεια έλλαμψη του Πνεύματος δεν είναι π.χ. αποκάλυψη μόνο νοημάτων – όπως κακώς νομίζει ο Θωμάς – αλλά βέβαιη και συνεχής έλλαμψη του υποστατικού φωτός στις ψυχές. Γιατί αυτό φανερώνει το “ ο Θεός ο ειπών εκ σκότους φως λάμψαι, ός έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών ” ( Β΄ Κορινθ. δ΄ 6 ). Και το φως που έλαμψε στον μακάριο Παύλο στην οδό ( Πράξ. θ΄ 3 ), με το οποίο και ανυψώθηκε στον τρίτο ουρανό και άκουσε τα αλάλητα μυστήρια ( Β΄ Κορινθ. ιβ΄ 2-4 ), δεν ήταν ένας φωτισμός νοημάτων και γνώσης, αλλ’ υποστατική έλλαμψη της δύναμης του αγαθού Πνεύματος στην ψυχή, του οποίου μη αντέχοντας την υπερβολική λαμπρότητα οι σαρκικοί οφθαλμοί αποτυφλώθηκαν ( έγιναν σαν τυφλοί… ), και με το οποίο αποκαλύπτεται κάθε γνώση και γνωρίζεται αληθινά στην άξια και αγαπώμενη ψυχή ο Θεός » ( Μακαρίου Αιγυπτίου, Λόγος περί ελευθερίας ).

502. Αν τα γνώριζε αυτά σωστά ο Θωμάς και με την κατάλληλη πίστη, δεν θα νόμιζε το φως των ενεργεία νοητών ουσία του Θεού, ο οποίος είναι απειράκις απείρως πέρα από κάθε φως, κι ούτε θα ανέφερε το « ην το φως το αληθινόν, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον » ( Ιωάν. α΄9 ) στο φως των ενεργεία νοητών, κι ούτε θα νόμιζε θεία ουσία το φως, το οποίο θέλοντας ακριβώς να αποδείξη, λέει˙ « και ( λέγεται… ) στο Α΄ της Αης του Ιωάννη, ότι “ ο Θεός φως εστιν ” » ( Α΄ Ιωάν.α΄5 ). Και θέλοντας να το επιβεβαιώση αυτό περισσότερο, καταλύει μάλλον, με όσα προσθέτει, το νόημα και το φανερώνει σαθρό και ψευδές . Γιατί λέει˙ « ο Θεός φως εστιν, όπως ( λέγεται… ) στους ψαλμούς˙ “ αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον ” » ( Ψαλμ. Ργ΄2 ). Και δεν καταλαβαίνει, ότι ο « αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον » είναι εμφανέστατα διαφορετικός απ’ το φως καθώς είναι πέρα απ’ το φως˙ γιατί δεν είναι και ιμάτιο, αυτός που έχει ενδυθή ( φορέση… ) το ιμάτιο, αλλ’ είναι διαφορετικό αυτό και διαφορετικό εκείνος. Γι’ αυτό και έχοντας ονομάσει ο προφήτης «αναβαλλόμενος φως ως ιμάτιον » τον Θεό, τον παρουσιάζει με ενάργεια ( σαφώς… ) πέρα από κάθε φως. Αυτό θέλοντας να φανερώση κι ο ιερός Παύλος για τον Θεό, λέει˙ « ο μόνος έχων αθανασίαν, φως οικών απρόσιτον » ( Α΄ Τιμόθ. στ΄16 ). Κι αν ισχύη βέβαια αυτό, είναι πέρα απ’ το φως κι ο Θεός, όπως είναι ακριβώς κατά πολύ και εξαιρετικά πέρα απ’ τον οίκο αυτός που ενοικεί σ’ αυτόν.

503. Κι αν λέγεται και φως ο Θεός, λέγεται έτσι ως αίτιός του. Γιατί συνηθίζει να αποδίδη στον αίτιο τις ονομασίες των αιτιατών η ιερά Γραφή, όπως ( ονομάζει… ) αγαθότητα τον Θεό και σοφία τον σοφό και δύναμη τον δυνατό. Γιατί λέει ο Χριστός˙ « Θεού σοφία και Θεού δύναμις » ( Α΄ Κορινθ. α΄24 ) ˙ και ονομάζουμε την ουσία ( με… ) όλα εκείνα τα οποία προέρχονται απλώς απ’ την ουσία, επειδή είναι βέβαια ανώνυμη ως πέρα από κάθε όνομα η ουσία, και φτιάχνουμε ( ποιούμεθα ) τις ονομασίες απ’ όσα είναι γύρω απ’ αυτήν ( τα περί αυτήν ), και δεν είναι αυτά η κυρίως ουσία, αλλ’ όσα είναι γύρω της ( περί αυτήν την ουσία ), είτε πης τη δικαιοσύνη, είτε την πρόνοια ή την αλήθεια, είτε κάτι απ’ αυτά. Κι έτσι βέβαια ( την ονομάζουμε… ) και φως, επειδή φωτίζει, κι όχι ότι είναι ουσία του Θεού το φως˙ γιατί είναι απειράκις απείρως πέρα από κάθε όνομα και νόημα, όπως πολλές φορές έχουμε πη, και πέρα από κάθε ουσία η θεία ουσία. Πλανιέται ( ψεύδεται ) άρα νομίζοντας πως είναι θεία και πνευματικά και ουσία του Θεού το φως τού ενεργεία νου και το φως τού ενεργεία νοητού ο Θωμάς.

504. Αυτός που προσπάθησε ( σπουδάσας ) να αποδείξη ( πως είναι… ) θεία ουσία το φως τού ενεργεία νοητού, αν και έλαβε παράλογα για να συστήση την πρότασή του το « ην το φως το αληθινόν, ό φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον » και το « ο Θεός φως εστι ». και λέει πως « ταυτίζεται στον Θεό και το είναι και το νοείν και το να είναι σε όλα αιτία τού να νοούν, το οποίο λέγεται πως είναι φως », ξεπέφτει, εφ’ όσον δεν μπορεί να πείση ούτε τον εαυτό του το ψέμμα, απ’ αυτό το ψέμμα σε άλλο ψέμμα, ως αληθινά ανυπόστατος˙ « το προαναφερθέν » λέει « φως είναι όπως ακριβώς κάποια αρχή της θείας γνώσης σε μας, επειδή ανάγεται μέσα από κείνο προς το να βλέπη τη θεία ουσία ο κτιστός νους. Είναι αναγκαίο να μετριέται λοιπόν ο τρόπος της θείας θεωρίας με τη δύναμη του προαναφερθέντος φωτός, ενώ υπολείπεται τα μέγιστα στη δύναμη και στη δόξα απ’ τον θείο νου αυτό το φως. Είναι αδύνατο άρα να οράται εντελώς η θεία ουσία μ’ αυτό το φως, όπως τη βλέπει ( δηλαδή… ) ακριβώς ο θείος νους ».

505. Αλλά τί νομίζει άραγες πως είναι πάλι εκείνο το φως, το οποίο υπολείπεται τα μέγιστα στη δύναμη και τη δόξα απ’ τον θείο νου ; λέει ο ίδιος˙ « είναι ανάγκη να υπάρχη ένα διαφορετικό φως στην κτιστή και νοερή ουσία, με το οποίο και γίνεται ( αυτή… ) μακάρια με τη θεία θεωρία, κι ένα διαφορετικό φως, το οποίο και πληρώνεται στο είδος της δικής του φύσης και νοεί ανάλογα με τη δική του ουσία. Γι’ αυτό και είναι ανάγκη να είναι πέρα ( υπέρ ) απ’ τη φύση το φως, με το οποίο τελειώνεται στη θεωρία του Θεού ο κτιστός νους ». Λησμονεί και ανατρέπει τόσο γρήγορα τον εαυτό του. Γιατί αυτός που προσπάθησε να αποδείξη ( πως είναι… ) θεία ουσία το φως και παρέλαβε τόσα πολλά για να το συστήση αυτό, λέγοντας πως ταυτίζεται το είναι στον Θεό και το να είναι ( αυτός… ) αιτία σε όλα για να νοούν, λέει τώρα πως υπολείπεται τα μέγιστα αυτό το φως, με το οποίο ανάγεται στο να βλέπη τη θεία ουσία ο κτιστός νους, στη δύναμη και στη δόξα απ’ τον θείο νου˙ και λέει ο ίδιος πάλι, ότι είναι ανάγκη να είναι πέρα απ’ τη φύση αυτό το φως.

506. Και είναι αυτό, το οποίο ονομάζουν ακριβώς θεία ενέργεια οι ιεροδιδάσκαλοι, η οποία ούτε είναι ουσία του Θεού και είναι πέρα απ’ τη φύση˙ γιατί είναι ενέργειες της θείας ουσίας η δύναμη και η σοφία και η αγαθότητα και τα άλλα διάφορα θεία και το φως, που υπολείπονται μεν απ’ αυτήν, καθώς εξαρτώνται με φυσικό τρόπο από εκεί και μετέχονται απ’ τα κτιστά, είναι δε υπερφυή όντα, αφού είναι και άκτιστα ως ουσιώδη τού Θεού και φυσικά ( πεφυκότα ) στη θεία ουσία. Σ’ αυτό το διπλογενές φως είναι λοιπόν άκριτος, καταλύοντας μάλιστα τα όσα έχει πη ο ίδιος προηγουμένως για το φως˙ το ότι ανάγεται δε μ’ αυτό το υπερφυές φως στο να βλέπη τη θεία ουσία ο νους δεν αρμόζει στην αλήθεια, αρμόζει όμως στις αιρέσεις, όπως αποδείχθηκε πολλές φορές προηγουμένως˙ γιατί δεν μπορεί κατά κανέναν τρόπο να γνωρίση τη θεία ουσία, ολόκληρη η κτιστή φύση.

507. Και φαίνεται πως επιμελείται ( καταγίνεται με ζήλο… ) να παραστήση ο Θωμάς στο μεν προηγούμενο κεφάλαιο ουσία θεία το φως τού ενεργεία νοητού, σ’ αυτό δε το κεφάλαιο, πως δεν περιλαμβάνεται η θεία ουσία απ’ τον κτιστό νου, και γι’ αυτό πλανιέται κι εδώ κι εκεί. Είναι σαν να στενάζη και να τρέμη, λόγω της μισαδελφίας του προς κάποιους, πάνω στη γη και να κλονίζεται από ’δώ κι από ’κεί ο Θωμάς, και να παρουσιάζεται ολοφάνερα άστατος ( αβέβαιος, ευμετάβολος… ), κουβαλώντας ( φέροντας ) μαζί του τη θεία εγκατάλειψη. Γιατί λέει˙ « είναι ανάγκη, αν πρέπη να οράται η ουσία του Θεού, να βλέπη μέσα απ’ αυτήν, την ίδιαν τη θεία ουσία ο νους». Κι ακόμα˙ « είναι αδύνατο να βλέπης την ουσία του Θεού αν δεν γίνη κι η ίδια η θεία ουσία είδος του νου, που την νοεί ( ή νοεί ) ». Και λέει πάλι, καταγκρεμιζόμενος από αμαρτία σε αμαρτία και σε αστάθεια, μετά˙ « χρειάζεται κάποιαν επίρροια ( εισροή… ) του θείου φωτός, ώστε να βλέπη τον Θεό κατ’ ουσίαν ο κτιστός νους ».

508. Και δεχόμενος έτσι ακόμα πιο φανερά απέναντι απ’ τη θεία ουσία αυτό το φως, μεταστρέφεται πάλι και λέει˙ « είναι ανάγκη να μετράται με τη δύναμη του προαναφερθέντος φωτός ο τρόπος της θείας θεωρίας, υπολείπεται δε στη δύναμη και στη δόξα τα μάλιστα απ’ τον θείο νου αυτό το φως. Είναι αδύνατο να οράται άρα εντελώς η θεία ουσία μ’ αυτό το φως, όπως τη βλέπει ( δηλαδή… ) ακριβώς ο θείος νους ». Τί είναι αυτή η αναταραχή κι η ορμητική παλίρροια ( εύριπος ) των ρημάτων ; Είναι ο ίδιος που λέει˙ « είναι ανάγκη, αν πρέπη να οράται η ουσία του Θεού, να βλέπη μέσα απ’ αυτήν, την ίδιαν τη θεία ουσία ο νους ». Και αποκαλώντας έτσι φως τη θεία ουσία, και λησμονώντας μετά αυτά τα λόγια, λέει˙ « είναι όπως ακριβώς κάποια αρχή σε μας της θείας γνώσης το προαναφερθέν φως, και υπολείπεται τα μάλιστα στη δύναμη και στη δόξα απ’ τον θείο νου αυτό το φως ».

509. Και λέει έπειτα, έχοντας προσθέσει ανομία στην ανομία και φανερώνοντας ολοκάθαρα τον εαυτό του να μη γνωρίζη αυτό που λέει, όπως ακριβώς κάποιος που είναι εχθρός των ιδικών του˙ « το νοητό είδος, με το οποίο θεωρείται η θεία ουσία, είναι η ίδια η θεία ουσία ». Και είναι και σ’ αυτό το ψέμμα ασταθής και ανέστιος ( πλάνης… ), ώστε να μην έχη κι αυτός που διαβάζει γνήσια τα δικά του πού να σταθή. Είναι αδύνατο, λέει, να είναι είδος κάποιου άλλου ο Θεός. Κι ακόμα˙ « είναι αδύνατο να είναι είδος ενωμένο με κάποιο πράγμα ο Θεός ». Κι ακόμα˙ « επειδή είναι το τιμιώτατο απ’ τα όντα, όπως ακριβώς η πρώτη τού είναι αιτία, δεν μπορεί να είναι είδος κάποιου ο Θεός ».
Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου