Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ και ο Χριστιανικός Νεοπλατωνισμός (5)

Συνέχεια από Παρασκευή, 25 Απριλίου 2014 

ΠΕΡΙ ΕΥΤΥΧΙΑΣ 
Του Werner Beierwaltes 
6. Η θέση την οποία έλαβε ο Αυγουστίνος.

Στον Hortensius του Κικέρωνα, το γραπτό που σαν τόν ''προτρεπτικό'' του Αριστοτέλη περιέχει όλη εκείνη την ενθάρρυνση για την φιλοσοφία την οποία προσέλαβε με τόσο ενθουσιασμό ο Αυγουστίνος και αντιπροσώπευε το καθοριστικό σημείο εκκινήσεως της μεταστροφής του στον Χριστιανισμό, βρίσκεται η φράση: « Όλοι μας επιθυμούμε στα σίγουρα να ευτυχήσουμε». Αυτή η φράση διατρέχει όλο το έργο του Αυγουστίνου, σχεδόν σαν ένα αναμφίβολο συμπέρασμα! Στην γενικότητά του και στην αφαιρετικότητά του, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Δείχνει πραγματικά «ένα κοινό κτήμα» (communis posseissio), μια ανάγκη που θεμελιώνεται στο Είναι του ανθρώπου, την Φυσική Επιθυμία του ανθρώπου προς την ικανοποίηση, που τείνει να εξαλείψει την κατάσταση της ανικανοποίησης ή του πεπερασμένου που περιορίζει τον άνθρωπο.
Με παρόμοιο τρόπο η έκφραση με την οποία αρχίζει η Μεταφυσική του Αριστοτέλη «όλοι οι άνθρωποι ορέγονται του ειδέναι» δείχνει πως είναι ίδιον του ανθρώπου, ο οποίος γνωρίζει την άγνοιά του, η επιθυμία να σκεφθεί και να ρωτήσει. Γι’ αυτό ο άνθρωπος τείνει να μεταμορφώσει την άγνοια σε σοφία, καθότι δεν δέχεται μόνον το «τί» των πραγμάτων, αλλά αναζητά και το θεμέλιο πάνω στο οποίο ένα πράγμα είναι και το γιατί κάτι υπάρχει μ’ έναν δεδομένο τρόπο.
Έτσι η επιθυμία της γνώσεως και η επιθυμία της ευτυχίας αντιστοιχούν σε μια αναμφίβολη και αναμφισβήτητη δομή της ανθρώπινης υπάρξεως.
Πολλές διαφωνίες όμως υπάρχουν γύρω από το πρόβλημα της οδού που οδηγεί στην ευτυχία, όπως επίσης και για το θεμέλιο ή την αιτία της ευτυχίας, δηλαδή αυτό που μας καθιστά ευτυχείς, καθώς και για το πρόβλημα του πώς μπορούμε να διατηρήσουμε την ευτυχία, εάν αυτή είναι αναγκαίως αδύναμη και μεταβλητή ή εάν διαρκεί αμετάβλητα !
Ξεκινώντας από το ιστορικό περιβάλλον στο οποίο βρισκόταν, ο Αυγουστίνος θεώρησε πολύ σωστά σαν βασική πρόθεση της αρχαίας φιλοσοφίας την εννοιολογική κατανόηση της ευτυχίας, και την επεξεργασία συμβουλών και κανόνων αναφορικά με την μέθοδο μέσω της οποίας μπορούμε να φτάσουμε στην ευτυχία. Ο μοναδικός λόγος που ωθεί στην φιλοσοφία είναι η αναζήτηση του τέλους (finis), που ανήκει ακριβώς στο Είναι και στην πράξη του ανθρώπου και ο καθορισμός της φύσης του !
Είναι δυνατόν να πανικοβληθούμε απέναντι στο μπέρδεμα των φιλοσόφων μπροστά στο πρόβλημα του «υπέρτατου αγαθού». (Summum bonum, finis boni) ή να μας φανεί αδιανόητο πώς το 288 ο Varrone, είχε συστήσει, όπως μας πληροφορεί ο Αυγουστίνος, φιλοσοφικές σχολές οι οποίες διακρίνονταν μόλις και μετά βίας η μια από την άλλη ως προς τον ορισμό του Summo Bene, και επομένως της ευτυχίας ! Ιστορικά οι διαφορές είχαν περιοριστεί σε ορισμένους βασικούς τύπους, όπως η εννοιολόγηση των Επικούρειων, των Στωικών, των ακαδημαϊκών, των πλατωνιστών, η αριστοτελική και η νεοπλατωνική, και όλες αυτές δεν ήταν καθόλου αντίθετες. Στην φιλοσοφική πράξη όμως πρέπει να διαλέξουμε μια μόνη μορφή, ένα είδος, η οποία μπορεί να είναι καθαυτή σύνθετη !
Με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρεται και ο Αυγουστίνος όταν, διαφοροποιούμενος από τους φιλοσόφους, προσπαθεί να εξηγήσει την ελπίδα της ολοκληρώσεως, την οποία διαθέτει ήδη ο Χριστός, και την αληθινή ευτυχία, που αποδίδετε σ’ αυτόν, τα οποία γίνονται αντιληπτά σαν μια και μοναδική διαλεκτική έννοια.
Αυτή η εξήγηση παραμένει από το ένα μέρος, στον ορίζοντα της φιλοσοφίας, και από το άλλο ξεφεύγει από αυτή, καθότι μεταμορφώνει μερικά στοιχεία της φιλοσοφικής συλλήψεως, μεταφέροντάς τα σε μια νέα διάσταση η οποία δεν καθορίζεται πλέον αποκλειστικά από την νόηση (ratio).
Το πρόβλημα της ευτυχισμένης ζωής χαρακτηρίζει την φιλοσοφία, αλλά είναι και ένα θεμελιώδες πρόβλημα της σκέψεως του Αυγουστίνου. Κοινό στους φιλοσόφους και τον Αυγουστίνο είναι επίσης και ο τρόπος της πραγματοποιήσεως της ευτυχισμένης ζωής, το γεγονός δηλαδή πως αυτή αποκτάται και διατηρείται στην γνώση, στην επιστήμη, στο όραμα, στην θεωρία και στην αγάπη: η θεωρία δεν απομονώνεται στον εαυτό της, αλλά γίνεται κριτήριο της λογικής πράξεως που αντιστοιχεί στην θρησκεία (με ανάλογο τρόπο προς την αρετή η οποία καθοδηγείται από την θεωρία). Επιπλέον ανήκει και στον Αυγουστίνο και στην φιλοσοφία το γεγονός πως η ευτυχισμένη ζωή ανήκει σαν πρόθεση στο άχρονο και αμετάβλητο Είναι, ένα είναι που είναι ταυτόσημο με τις Ιδέες, με την αλήθεια, με την σοφία ή με τον Θεό. Σ’ αυτή την έννοια αντιστοιχεί η οντολογική προϋπόθεση η οποία υποστηρίζεται και από τους δύο, αλλά οδηγεί σε διαφορετικούς σκοπούς, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος στον χρόνο είναι δεμένος στην ιδέα που τον υπερβαίνει, στην αλήθεια, στην σοφία ή στον Θεό. Το καθήκον του, το χρέος του, είναι να συνειδητοποιήσει αυτήν την προϋπόθεση μέσω «της επιστροφής στον εαυτό του και την αυθυ-πέρβαση». (Reditio in se ipsum e transcensus sui ipsus). [Να γίνει πρόσωπο, λέγεται σήμερα].
Την λειτουργία την οποία εξασφάλιζε στην νεοπλατωνική σκέψη η έννοια του Ενός ή του Πνεύματος (του Νου) μέσα μας, εξασφαλίζει στην σκέψη του Αυγουστίνου, η έννοια του εσωτερικού ανθρώπου (homo interior), o οποίος, δεδομένης της a priori δομής του, μπορεί να αποδείξει και να φανερώσει το θείο Ον που υπάρχει καθαυτό. Ο Αυγουστίνος παραμένει συνεπής, επί πλέον και στην φιλοσοφική οδό που οδηγεί στην ευτυχία διότι υπολογίζει την αθανασία συνθήκη της ευτυχισμένης ζωής, παρότι, σύμφωνα με το χριστιανικό δόγμα αυτός αναφέρεται όχι μόνον στην αθανασία της ψυχής αλλά και στην αθανασία του σώματος.
Αυτή η διαφορά πριν και πάνω από όλες, διακρίνει τον Αυγουστίνο από την φιλοσοφία: στον Αυγουστίνο οι φιλοσοφικές έννοιες της ευτυχίας και του τρόπου που μπορούμε να την αποκτήσουμε μεταμορφώνονται καθοριστικά, διότι εξαρτώνται και ορίζονται σε όλα τους τα περιεχόμενα και τα μέρη τους από την ενσάρκωση του Χριστού. Αυτό το γεγονός υποχρεώνει να αποκτήσουν και μια άλλη αξία και οι έννοιες της Ιδέας, της αλήθειας, της σοφίας και του οράματος, παρότι αυτές οι έννοιες δεν ελευθερώνονται τελείως από τις προϋποθέσεις και τις φιλοσοφικές εφαρμογές τους. [μετάλλαξη λέγεται, όχι μεταμόρφωση]. Γι’ αυτό και ο Αυγουστίνος δεν κατόρθωσε να εκφράσει όπως θα έπρεπε την διαφορετικότητα της σκέψης του. Η έκφρασή του έμεινε δεμένη στις φιλοσοφικές του προϋποθέσεις.
Η βασική αντίρρηση που απευθύνει ο Αυγουστίνος στους φιλοσόφους αφορά την αλαζονεία τους. Κλεισμένοι σ’ αυτήν την αλαζονεία, συμπεριφέρονται σαν να μπορούσαν να πραγματοποιήσουν την ευτυχισμένη ή μακάρια ζωή «αυτόματα» (a se ipsis) ή δυνάμει των εαυτών τους (propria virtute, λόγω της αξίας τους και της αρετής τους) Περί Τριάδος XIII, 7, 10. Στην αυτονομία όμως του φιλοσοφικού συλλογισμού αντιτίθεται η πεποίθηση πως η αυθεντική μακάρια ζωή είναι εφικτή μόνον λόγω της προσχωρήσεως στην αυθεντία του Χριστού (Κυριότητα), μια προσχώρηση που γίνεται εφικτή μαζί με την δωρεά του μέσα στην Χάρη. Για παράδειγμα η παραίνεση (συμβουλή) του Πλωτίνου – «πρέπει λοιπόν να δραπετεύσουμε από την ποθητή πατρίδα, όπου υπάρχει ο πατήρ και κάθε πράγμα. Και πώς είναι δυνατόν λοιπόν να απομακρυνθούμε ή να δραπετεύσουμε; Πρέπει να γίνουμε όμοιοι με τον Θεό» (Εν. I 6, 8, 16…). – δεν αντιτίθεται βεβαίως στην πορεία που φαντάζεται ο Αυγουστίνος για να αποκτήσει την ευτυχία, αλλά δεν είναι καθ’ εαυτή επαρκής. Για να μπορέσουμε να καθαρθούμε και να ελευθερωθούμε, κάτι που επιθυμεί και ο Πλωτίνος, είναι απαραίτητος ο Mediator Christus, ο μεσάζων Χριστός, η θεία βοήθεια. (Περί Τριάδος, XIII 19, 24). Αυτή είναι η μοναδική οδός μέσω της οποία μπορούμε να αποκτήσουμε το τέλος, τον σκοπό, που επιθυμεί να αποκτήσει και η φιλοσοφία [το ίδιο].
Ξαναβλέποντας κριτικά το νεανικό του έργο De beata vita (περί Ευτυχισμένης ή Μακαρίας ζωής), ο Αυγουστίνος κατηγορεί τον εαυτό του επειδή δεν εξέφρασε ικανοποιητικές αμφιβολίες απέναντι στην έννοια των φιλοσόφων περί ευτυχίας. Διότι αυτή η φιλοσοφική έννοια κρύβει τον εσχατολογικό χαρακτήρα, λόγω του οποίου η μακαρία ζωή δεν αποκτάται σε τούτον εδώ τον χρόνο και σ’ αυτόν δεν είναι δυνατόν να αποκτηθεί, αλλά είναι δυνατόν να την ελπίσουμε, είναι δυνατή η ελπίδα της σαν μελλοντική ζωή.
Μετά από αυτήν την περιληπτική έκθεση της έννοιας του Αυγουστίνου περί της μακαρίας ζωής μέσα στο πλαίσιο των φιλοσοφικών προϋποθέσεων που την χαρακτηρίζουν, μπορούμε να δούμε στην συνέχεια τα ουσιώδη μέρη της συλλήψεως αυτής. Διότι μόνον μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να δούμε την ταυτότητα και την διαφορά ανάμεσα στην σκέψη του Αυγουστίνου και στην Φιλοσοφία.
Συνεχίζεται
   
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου