Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Στις ηρωικές γυναίκες της Πίνδου…

ελάχιστη ανταπόδοση στην τεράστια προσφορά τους. ΑΘΑΝΑΤΕΣ! 
(ένα συγκινητικό κείμενο της ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ-ΣΟΥΡΕΛΗ)

Είχε φασόλια μαυρομάτικα, τα μούσκεψε, έριξε ξύλα στο τζάκι, μπας και σβήσει, γιόμισε καπνούς το σπίτι, δεν καλοτράβαγε το τζάκι, άτσαλα το ‘χε χτίσει ο μακαρίτης.

Απ’ το στενόμακρο παραθύρι κοίταξε τον ουρανό, μπλαβιασμένος ο ουρανός, χιονίζει μερόνυχτα, μα δε λέει να ξεθυμάνει. Καινούργιο χιόνι πάνω στο παλιό και ο λυσσασμένος παγωμένος αγέρας, να το κάνει πάγο. Βουνά ο πάγος να παραβγαίνουν θαρρείς σε μπόι με τα κατσάβραχα.

Για τον κύρη της ξέρει, τον πήρε κοντά του ο Θεός! Θεός σχωρέσ’ τον.

Μα εκείνος που να ‘ναι; Ο γιος της, το μοναχοπαίδι της, ε, βρε παιδεμός να τον μεγαλώσει, άντρακλας έγινε, που η Παναγιά να τον φυλάει.

Κι ήταν ώρες να βρει το ταίρι του, ν’ ανοίξει κι αυτηνής το σπίτι κι η καρδιά της, μα ήρθε ο πόλεμος.
Καί τώρα που να ‘ναι;

Πήγε χωρίς βιάση, άναψε το καντήλι της. “Εγώ δεν ξέρω Παναγιά μου που ‘ναι, μα εσύ ξέρεις· μάνα και του λόγου σου νογάς από καημούς”. 

Πήρε μετά μια ξεφτισμένη ρόμπα της κι άρχισε να τη ρεμπατεύει. Το χωριό, το Ηπειρώτικο χωριό δεχόταν με βόγκο το χιόνι που έπεφτε… έπεφτε… έπεφτε.

Το χιόνι έπεφτε… έπεφτε. Κόντευες να πιστεύεις πως δε θα μπορούσε η μέρα να διώξει τη νύχτα. Κι όμως ξημέρωσε και τότε τόλμησαν να ξεκινήσουν.

Μπρος ορθό εχθρικό το βουνό. Κάτω το Ηπειρώτικο χωριό, δεξιά ζερβά οι χαράδρες. Και το χιόνι να τους κόβει την ανάσα, να τους ζαλίζει, που τελειώνει το μονοπάτι, που αρχίζει η χαράδρα;

Καί πάγος κάτω, πάγος που γλιστράει, τσουλήθρα θανάτου. Κι απάνω στο βουνό, ‘κει προς την κορφή να καρτερούν τα πυρομαχικά -ζωή και θάνατος η έλλειψη τους -και τους είχαν τελειώσει. Κι αυτοί ανέβαιναν… ανέβαιναν κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο μέσα στην τόση παγωνιά είχαν ιδρώσει . Απ’ το κόπο κι απ’ τον φόβο…

Και ‘κει ήταν που και τα μουλάρια σταμάτησαν. Ή πιο σωστά πήραν τα πόδια τους τη γλιστρά της κατηφοριάς, οι ασήκωτες κάσες που ‘χαν στις πλάτες τους μετακινήθηκαν… κίνδυνος να γκρεμιστούν στο βάραθρο μαζί με τα μουλάρια. Κι απάνω στο βουνό εκεί προς την κορφή, να καρτερούν τα πυρομαχικά, ζωή και θάνατος η έλλειψη τους, και τους είχαν τελειώσει…

- “Δε φτάνουμε”, είπε ο λοχίας κι όλοι συμφώνησαν.
“Δε φτάνουμε ‘κει πάνω”.
“Να κατεβούμε στο χωριό, να ζητήσουμε παλιολινάτσες να βάλουμε στα ποδάρια των ζωντανών να μη γλιστράνε”, είπε ο δεκανέας κι όλοι το ‘δαν σα μόνη ελπίδα.

Πήρε δυο φανταράκια ο δεκανέας μαζί του και ροβόλησαν για το χωριό. Στο έμπα ήταν που αντάμωσαν τον παπά με δυο-τρεις άλλους που ασφάλιζαν γερά ένα παραθύρι της Εκκλησιάς μη τύχη και ο χιονιάς μπει μέσα.

Τους είδε να ‘ρχονται αλαλιασμένοι.

“Παιδιά, έσπασε το μέτωπο”, ρώτησε ο παπάς και κρεμάστηκαν κι οι υπόλοιποι απ’ το στόμα του. Είχε σπάσει η χολή τους, τέτοια τρομάρα!

“Παπά, το και το, γρήγορα μονάχα βρες παλιολινάτσες κι οι απάνω μείναν χωρίς βόλι”.
Είχε πιαστεί να κάθεται στο σκαμνί, της πόνεσε η μέση “έρμα γεράματα” γκρίνιαξε, τράβηξε κατά το παραθύρι, το παραθύρι, που το μαστίγωνε το χιόνι.

“Αγρίεψε ο καιρός, φύλαγε τα παιδιά μας, Παναγιά μου, ξέρεις εσύ πως…”.
Δεν απόσωσε, τους είδε εκεί στην Εκκλησιά. Λαχτάρησε. Καλά, ο παπάς να ‘ναι εκεί, η φανταρία όμως; Τυλίχτηκε σφιχτά με το χοντρό σάλι της και βγήκε κι αντάμωσε τη χιονοθύελλα. Κουβέντιαζαν έντονα, δε την κατάλαβαν.

“Να μαζώξουμε λινάτσες κι ό,τι μας βρίσκεται, μα μη θαρρείς πως τα ζωντανά δε θα γλιστράνε πάλι. Ξέρουμε από τέτοια κι έχουν χαθεί αν έχουν χαθεί ζωντανά μαζί μ’ ανθρώπους σε τούτα τα φαράγγια!”,είπε σκεφτικά ο παπάς.

“Εγώ θα σας πω και κάτι άλλο παλληκάρια: Τώρα να βαρέσουμε την καμπάνα, να καλέσουμε τις κυράδες να μας βρούνε ό,τι έχουν και δεν έχουν σε λινατσόπανα, θα κυλήσει ώρα. Άντε τα μαζώξαμε, τα πήρατε, πάτε στην ευχή του θεού. Μέχρι ν’ ανταμώσετε τους άλλους και τα ζωντανά σας βρήκε η νύχτα. Και δε δείχνει ο ουρανός να ξανοίγει, ώρα στην ώρα άλλη χιονιά έρχεται. Δε θα προκάνετε και εσείς λέτε πως βόλι πάνω στην κορφή οι φαντάροι μας δεν έχουνε βόλι, όχι οβίδες και…”.

Δεν αποτέλειωσε. Η φωνή κοφτή τον έκοψε. “Δεν προκάνουνε!!!…”.

Γύρισαν, είδαν τη γυναίκα που σίμωσε.

“Δε προκάνουνε”, ξανάπε με πεποίθηση.
“Και κυρά Σαράντη, τι λες να γίνει;” ρώτησε ο παπάς.
“Βάρα την καμπάνα, παπά μου, να μαζωχτούν οι γυναίκες. Εμείς θα ζαλωθούμε τα κιβώτια”. “Εσείς;” ξαφνιάστηκαν οι φαντάροι.

“Τα γουρουνοτσάρουχα δε γλιστράν, ξέρουμε σα τα σπιτικά μας τα μονοπάτια, “θα αντέξετε; Είναι βαριά, πες ασήκωτα”, είπε δειλά ο δεκανέας. 

“Βαστάν οι καρδιές και τα κότσια τους”, είπε ο παπάς και ανακούφιση και περηφάνεια ένιωσε.

“Το λοιπόν μην αργείς παπά μου, και ξαναμούτρωσε ο καιρός”, είπε η γυναίκα και ίδια κοπελλίτσα τράβηξε για το σπίτι της, να βάλει τα γουρνοτσάρουχά της.

Η καμπάνα αυτοστιγμής χτύπησε δυνατά, χαρούμενα, ίδιος αναστάσιμος ο ήχος της…
Η μια πίσω απ’ την άλλη ανέβαιναν… ανέβαιναν… οι κάσες λύγιζαν τις μέσες τους, το χιόνι τις μάχονταν… ο θάνατος -το φαράγγι -δεξιά ζερβά τις παραμόνευε.

Κι αυτές ανέβαιναν… ανέβαιναν… 

2 σχόλια:

  1. Ανώνυμος28/10/14 9:25 μ.μ.

    Ευχαριστούμε αδελφέ γι' αυτή την ανάρτηση που τιμά τις γυναίκες.
    Αλλά πέρα απ αυτό, νομίζω δεν υφίσταται διαχωρισμός παρά μόνο διακριτοί ρόλοι λόγω ιδιαίτερων ικανοτήτων... όλα ισσοροπούν μόνο μέσω ΣΕΒΑΣΜΟΥ, προς την εικόνα του Θεού, όποια και αν είναι..αλλά αυτή είναι μια λέξη που μάλλον τείνει να εκλείψει...
    Μ.Π.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος28/10/14 10:10 μ.μ.

    Θέλω να πω ακόμα κάτι για τις γυναίκες και την ισορροπία των ανθρωπινων σχέσεων μέσω σεβασμού.
    Επειδή ακούστηκε ότι "οι γυναίκες μπήκαν στο ιντερνετ να διδάξουν τους άντρες και να πάνε να φτιάξουν καμιά...μακαρονάδα"
    ΔΕΝ έχει όρεξη κανείς να διδάξει ΚΑΝΕΝΑΝ..να το καταλάβουν όσοι τα πιστεύουν αυτά..είμαστε όλοι επιφορτισμένοι με τον καθημερινό αγώνα...σιγά να μην έχουμε άλλο πρόβλημα παρά μόνο αν θα διδάξουμε ή αν θα επιβάλλουμε μια άποψη..
    όποιος αισθάνεται έτσι..ας μην διαβάζει, είναι πολύ απλό..
    Ο μόνος λόγος που συμμετέχεις σε μια συζήτηση είναι να μοιραστείς με πνευματικά αδέρφια κάποια πράγματα που άκουσες, διάβασες κτλ...και σου άρεσαν..ενδεχομένως σε ενθουσίασαν ή να αναλύσεις κάποιο θέμα που είναι "μισό" μέσα στο μυαλό σου κτλ...γιατί πολλές φορές κάτι που θα πει ο άλλος μπορεί να υπάρχει ήδη μέσα σου..άμορφο..και παίρνει μορφή.
    Αν τώρα υπάρχει προκατάληψη ή οτιδήποτε άλλο, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι καθένας υποχρεωμένος να ασπάζεται τη γνώμη του άλλου.
    Καθένας έχει το δικαίωμα να κάνει αυτό που θεωρεί σωστό και ο άλλος ΟΦΕΙΛΕΙ να το σεβαστεί.
    Μ.Π.

    ΑπάντησηΔιαγραφή