Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Η ουσία της Ορθοδόξου παραδόσεως

π. Ι. Ρωμανίδης

Τα προηγούμενα μάς δείχνουν τι ακριβώς είναι η Ορθόδοξη παράδοση. Αυτό θα το δούμε και στα επόμενα. Το θέμα είναι σοβαρό, γιατί γίνεται μια παρανόηση στο σημείο αυτό.
Η παράδοση είναι ενιαία, τόσο στην Παλαιά, όσο και στην Καινή Διαθήκη.
«Η Ορθόδοξη αντίληψη περί παραδόσεως ομοιάζει πάρα πολύ με τις αντιλήψεις που υπάρχουν στις θετικές επιστήμες. Ο σκοπός σε κάθε θετική επιστήμη είναι να γίνη μια περιγραφική ανάλυση του χώρου με τον οποίον ασχολείται αυτή η επιστήμη και έτσι να μπορή να γίνη η διδασκαλία στους νέους που θα εισαχθούν στην επιστήμη αυτή, ώστε μανθάνοντας την επιστήμη αυτή, με την βοήθεια βιβλίων και ζωντανών παραδόσεων και παραδειγματικών μαθημάτων, όπως είναι μια εγχείρηση στο χειρουργείο κ.ο.κ., με την ζωντανή πράξη, να γίνη επανάληψη των κατορθωμάτων της επιστήμης, ώστε να διαιωνίζεται και να καλυτερεύει. Οπότε, υπάρχει μια σχέση μεταξύ του δασκάλου, του βιβλίου, του μαθητού και της ασκήσεως. Υπάρχει και άσκηση στην μέση.
Λοιπόν, όλα αυτά τα στοιχεία συνιστούν την Ορθόδοξη παράδοση. Γιατί και εδώ υπάρχει η Αγία Γραφή, που είναι το εγχειρίδιο του μαθήματος της Ορθοδοξίας, μετά υπάρχουν τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας, υπάρχει ο Πνευματικός Πατέρας και το πνευματικό τέκνο. Οι σχέσεις μεταξύ Πνευματικού Πατρός και πνευματικού τέκνου και του βιβλίου είναι ακριβώς οι σχέσεις μεταξύ γιατρού και μαθητού της ιατρικής, και μεταδίδονται οι γνώσεις και η πρακτική από δάσκαλο σε μαθητή. Και αυτό το πράγμα γίνεται επί είκοσι αιώνες τώρα και η όλη προσπάθεια στρέφεται γύρω από αυτά που λειτουργικά σώζονται στα λειτουργικά μας βιβλία.
Οποιαδήποτε ακολουθία πάρετε, θα δήτε ότι όλο το ενδιαφέρον στρέφεται γύρω από τρεις κατηγορίες δηλαδή, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Αυτά είναι τα θεμέλια. Έξω από κάθαρση, φωτισμό και θέωση δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Δεν υπάρχει θεολογία δηλαδή.
Μπορούν να υπάρχουν ενδιαφέροντα ή μπορεί κανείς να ενδιαφέρεται τι έκανε ο Ναβουχοδονόσορ ή ο Σαμψών ή ο Δαβίδ και να τα πάρη σαν ιστορία όλα αυτά τα πράγματα. Όλα αυτά είναι ιστορικά και μπορούν να απασχολήσουν έναν ιστορικό να χρησιμοποιή τις πηγές αυτές σαν ιστορικές. Αλλά το να ασχολήται με τις προσωπικότητες αυτές άσχετα με την επιστήμη της Ορθοδόξου θεολογίας, μπορεί να γίνη, αλλά θέτουν τον σκοπό των κειμένων εκτός σκοπού. Δεν είναι ο σκοπός των κειμένων απλώς να κάνουν ιστορία ή φιλολογία ή εξιστόρηση της ιστορίας των βασιλέων κ.ο.κ. Ο σκοπός είναι να εξιστορηθή η πορεία ενός λαού που έχει επιδοθή στο να κάνη το θέλημα του Θεού. Και το θέλημα του Θεού το μανθάνανε από τους ανθρώπους που λέγονταν Πατριάρχες ή Προφήτες. Αυτούς είχαν αρχηγούς.
Εάν κανείς διάβαση προσεκτικά την Παλαιά Διαθήκη για να δη ποιοι είναι αυτοί οι Πατριάρχες και οι Προφήτες, θα δη κάτι παράξενο. Είναι το ίδιο πράγμα. Στους βίους των Αγίων και στην Καινή Διαθήκη Πατριάρχης ή Προφήτης είναι εκείνος που έχει φθάσει στην θέωση -θεοπτία λένε οι Πατέρες την θέωση- έχει περάσει από την κάθαρση και έχει φθάσει στον φωτισμό.
Λοιπόν, οι Πατέρες της Εκκλησίας, όταν διαβάζουν την Παλαιά Διαθήκη, την διαβάζουν ωσάν να υπάρχη στην Παλαιά Διαθήκη ήδη η κάθαρση και ο φωτισμός και η αέναη μνήμη Θεού και η νοερά προσευχή κλπ., και έτσι ερμηνεύουν τους ψαλμούς. Οι ψαλμοί ερμηνεύονται ως ψαλμοί που εκφράζουν την εμπειρία αυτή της καθάρσεως, του φωτισμού και της Θεώσεως.
Τώρα, άσχετο το θέμα εάν έτσι είναι στην πραγματικότητα ή όχι. Δεν ασχολούμαστε με το πώς είναι στην πραγματικότητα. Απλώς ασχολούμαστε με το πώς οι Πατέρες αντιλαμβάνονται αυτήν την πραγματικότητα, και αυτό είναι μια δυσκολία που μπορεί κανένας να την συναντήση με καθηγητή της Παλαιάς Διαθήκης. Διότι οι δικοί μας οι καθηγητές της Παλαιάς Διαθήκης δεν δέχονται την αυθεντία των Πατέρων για την ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης».
Η παράδοση δεν είναι απλώς μια μελέτη του παρελθόντος, δεν είναι τα αρχαιολογικά μνημεία του παρελθόντος, αλλά είναι η μέθοδος της καθάρσεως, του φωτισμού και της Θεώσεως. Αυτό παραδίδεται και μεταδίδεται από γενιά σε γενιά.
«Αυτός (ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος) είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και από αυτό το γεγονός φαίνεται, πως οι Πατέρες εκλαμβάνουν την ουσία της παραδόσεως.
Δεν είναι παράδοση απλώς να παίρνουμε αρχαιολογικά μνημεία από το παρελθόν και να τα δίνουμε στις μελλοντικές γενιές, αλλά είναι κατ' εξοχήν η μέθοδος αυτή της καθάρσεως, του φωτισμού και της Θεώσεως, που παραδίδεται από μια γενεά στην άλλη, που αποτελεί τον πυρήνα της παραδόσεως. Όλα τα άλλα είναι περιφέρεια της παραδόσεως. Η ουσία της παραδόσεως είναι η μετάδοση αυτής της εμπειρίας. Οπότε, μεταδίδεται τώρα η παράδοση αυτή από την Παλαιά Διαθήκη στην Καινή Διαθήκη, μέσω του Προδρόμου και εμφανίζεται έξαφνα ο Χριστός πλέον, ο ίδιος διδάσκων με ανθρώπινα λόγια, με θαύματα κλπ.».
Ό,τι συντελεί στον φωτισμό των πιστών, είναι παράδοση, ό,τι δεν οδηγεί σε αυτό, δεν συνιστά την ουσία της Ορθοδόξου παραδόσεως· έτσι, υπάρχει ο πυρήνας της παραδόσεως και το δευτερεύον στοιχείο της παραδόσεως.
«Έχουμε την ιστορία της Εκκλησίας, που ουσιαστικά είναι ιστορία της παραδόσεως. Εάν κανείς θα ήθελε να καθορίση την Ορθόδοξη παράδοση, θα μπορούσε να κάνη παραλληλισμό και με άλλες παραδόσεις, π. χ. υπάρχει παράδοση της ιατρικής επιστήμης, παράδοση της αστρονομίας, παράδοση της βιολογίας, χημείας κ.ο.κ.
Και για να μπορή κανείς να εντοπίση την σημασία της παραδόσεως, εξ επόψεως πατερικής, πρέπει να σκεφθή την Εκκλησία ως κατ' εξοχήν μία ομάδα από ανθρώπους, οι οποίοι βρίσκονται στην κατάσταση του φωτισμού και εξασφαλίζουν μια γενεά των φωτισμένων να μεταδίδεται η φώτιση στις μελλοντικές γενεές.
Το κριτήριο το τι ανήκει στην παράδοση και το τι είναι περιττό στην παράδοση, εξ επόψεως πατερικής, είναι νομίζω απλό. Ό,τι συντελεί στην φώτιση των πιστών, αυτό είναι μέρος της παραδόσεως, και ό,τι δεν συντελεί στην φώτιση, αυτό ή δεν ανήκει στην παράδοση ή είναι κάτι το δευτερεύον στην παράδοση. Λοιπόν, εφ’ όσον υπάρχουν μέσα τα οποία οδηγούν ή βοηθούν τον άνθρωπο να περάση από την κάθαρση στον φωτισμό και από τον φωτισμό στην θέωση, αυτά είναι απαραίτητα για την Ορθόδοξη πίστη».
Παράδοση είναι ό,τι οδηγεί από την λογική λατρεία στην νοερά λατρεία.
«Η λογική λατρεία είναι θεμέλιο της παραδόσεως. Από την λογική λατρεία μετά, το ίδιο Πνεύμα, κάνει την ίδια νοερά λατρεία, την μεταφέρει στον νου, στην κατάσταση του φωτισμού.
Στους Ινδουιστές γίνεται το εξής: κάνουν μια φυσιολογική γυμναστική με την οποία χωρίζουν τον νου από την λογική, απλώς αδειάζουν τον νου, και δεν προχωρούν παρά πέρα, σταματούν εκεί. Και αυτό το άδειασμα έχει ορισμένες επιπτώσεις επί της προσωπικότητος του ανθρώπου, διότι με το άδειασμα αυτό γίνεται πιο ήπιος, καλός».
Όμως, αυτό το άδειασμα της λογικής δεν επαρκεί, αλλά πρέπει ο νους να απόκτηση την νοερά λατρεία. Η μετάβαση από την λογική λατρεία στην νοερά λατρεία φαίνεται με την νοερά προσευχή, η οποία παρατηρείται και στην παράδοση της Παλαιάς Διαθήκης.
«Γιατί το Ψαλτήρι είναι τόσο πολύ μεγάλης σημασίας για την Εκκλησία; Διότι το Ψαλτήρι ήταν προσευχές, οι οποίες ήταν για την νοερά προσευχή. Και φαίνεται στην Εβραϊκή παράδοση, στην προφητική Εβραϊκή παράδοση, αλλά και στην αρχαία Χριστιανική παράδοση, ότι η νοερά προσευχή γινόταν όχι μόνο με προσευχή, δηλαδή όπως λέμε σήμερα την προσευχή, αλλά και με ψαλμούς, γι’ αυτό λέει ο Απόστολος Παύλος, προσεύξομαι τω πνεύματι προσεύξομαι και τω νοΐ, ψαλώ τω πνεύματι ψαλώ και τω νοΐ (Α' Κορινθίους Ιδ', 15).
Οπότε, δεν είναι μόνο προσευχή, αλλά είναι και ψαλμωδία, ψαλμός, η νοερά προσευχή. Και έχουμε δείγματα από την παράδοση ότι η νοερά ευχή γινόταν και με ψαλμούς, σε ορισμένες παραδόσεις και ένα από αυτά τα παραδείγματα είναι ο άγιος Ιωάννης Κασσιανός, γιατί η νοερά προσευχή που διδάσκει ο άγιος Ιωάννης Κασσιανός είναι με ψαλμούς. Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες γι’ αυτό το πράγμα».
Αυτή η παράδοση έχει ασκητικό χαρακτήρα.
«Μελετώντας τα θέματα από αυτής της απόψεως και, αφού βλέπουμε ότι ο πυρήνας της παραδόσεως είναι η κληρονομιά της ασκητικής μεθόδου, που οδηγεί στον φωτισμό και στην θέωση και ότι η θεολογία είναι η έκφραση αυτής της εμπειρίας της Θεώσεως, κατ' εξοχήν της Θεώσεως είναι έκφραση η θεολογία μας, με σκοπό να οδηγήση τον καθένα στις ίδιες εμπειρίες που είχε ο καθένας που εξέφρασε αυτή τη θεολογία, βλέπουμε ότι υπάρχει καταπληκτική ομοιότητα με οποιαδήποτε άλλη επιστήμη».
Μέσα από αυτές τις προϋποθέσεις γίνεται λόγος για συνδυασμό θεολογίας και ευσέβειας και αυτό διακρίνει την ευσέβεια από τον ευσεβισμό.
«Στην Ορθόδοξη παράδοση, θεολογία και ευσέβεια είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα, δεν υπάρχει καμιά διαφορά. Και τα δύο, η ευσέβεια και η θεολογία, που είναι ταυτόν, δεν διαχωρίζονται στην Ορθόδοξη παράδοση».
«Υποτίθεται, τουλάχιστον οι παπάδες ήταν σε κατάσταση φωτισμού. Γι’ αυτό οι δεσποτάδες γυρνάγανε και βρίσκανε τους φωτισμένους για να τους χειροτονήσουν. Αυτή ήταν η παράδοση».
Η πορεία του ανθρώπου δια της καθάρσεως της καρδιάς, του φωτισμού του νου για να φθάση στην θέωση είναι τα στάδια της πνευματικής θεραπείας του ανθρώπου. Γι’ αυτό η Ορθόδοξη παράδοση έχει καθαρά θεραπευτικό χαρακτήρα.
«Εκείνο που προκύπτει από την πατερική παράδοση είναι ότι η θεολογία έχει ένα καθαρά θεραπευτικό χαρακτήρα και ο σκοπός της θεολογίας δεν είναι να οδηγήση τον άνθρωπο στην νόηση περί Θεού ούτε στην έκφραση περί Θεού, διότι οι εκφράσεις και τα νοήματα και τα ρήματα περί Θεού έχουν έναν μοναδικό σκοπό: την θεραπεία του ανθρώπου, η οποία επιτυγχάνεται όταν ο άνθρωπος περάση από τον φωτισμό στην θέωση».
Όταν ο άνθρωπος δεν έχη φωτισμένο νου, όταν δηλαδή ο νους δεν ενεργή κατά Θεόν, δεν έχη την αδιάλειπτη μνήμη του Θεού, είναι άρρωστος και χρειάζεται θεραπεία.
«Γι’ αυτό η Ορθόδοξη παράδοση πάντοτε τον άνθρωπο τον θεωρούσε ως ασθενή αμαρτωλό, με την έννοια του ψυχικά ασθενούς δηλαδή, όχι με την έννοια της φιλοσοφικής ηθικής».
Γίνεται φανερόν ότι οι Πατέρες ορίζουν την ψυχική ασθένεια διαφορετικά από ό,τι η θύραθεν ψυχιατρική.
«Η πατερική παράδοση έχει πράγματα τα οποία η ψυχιατρική ούτε τα φαντάζεται ότι υπάρχουν ούτε η ψυχολογία».
Το ότι ο άνθρωπος που έχει σκοτασμό νου είναι ψυχικά άρρωστος, φαίνεται και στην Αποστολική παράδοση. Η μετάδοση τής Αποστολικής παραδόσεως είναι η παράδοση της διαγνώσεως και της θεραπείας.
Έτσι, το κριτήριο της πατερικής παραδόσεως είναι η θεραπεία του ανθρώπου και η επιτυχία της θεραπείας. Όταν όμως «διακόπτεται η θεραπευτική παράδοση, δεν έχουμε θεραπεία». Αυτό γίνεται σε όλες τις επιστήμες. Όταν ο Χριστιανός γνωρίζη την μέθοδο της θεραπείας, σημαίνει ότι είναι γνώστης και συνεχιστής της Ορθοδόξου παραδόσεως.
Η αίρεση εκδηλώνεται από το ότι δεν θεραπεύει τον άνθρωπο.
«Η σωστή αντίληψη περί πατερικής παραδόσεως είναι ότι Ορθόδοξο είναι εκείνο που θεραπεύει. Εκείνο που καταστρέφει τον άνθρωπο είναι η αίρεση».

Πηγή: Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου: "Εμπειρική Δογματική".

 trelogiannis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου