Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (14)

Συνέχεια από Σάββατο, 10 Ιανουαρίου 2015

HANS  GEORG GADAMER 
(DIE IDEE DES GUTEN ZWISCHEN PLATO UND ARISTOTELES) 
Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ  ΜΕΤΑΞΥ  ΤΟΥ  ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ  ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ 
                                                              IV
          H αριστοτελική κριτική στην ιδέα τού Αγαθού

Τί συμβαίνει όμως με την αριστοτελική κριτική στο ‘Αγαθό’; Έχει τότε ένα οποιοδήποτε αντικείμενο; Κι η κριτική στη διδασκαλία τών Ιδεών; Ας καθοδηγηθούμε απ’ αυτό το ερώτημα και ας εξετάσουμε την αριστοτελική κριτική μέσα απ’ τις ‘απόψεις’ τού Πλάτωνα. Αφήνουμε για μεθοδικούς λόγους την ανασυγκρότηση κειμένων που δεν  διασώθηκαν στην άκρη – όπως τη δυσοίωνη διάλεξη του Πλάτωνα «Για το Αγαθό» - και παραμένουμε στις τρεις ηθικές πραγματείες τού αριστοτελικού έργου, για τις οποίες δεν χρειάζεται καν να αναρωτηθούμε, αν είναι γνήσιες: μπορούμε να θεωρήσουμε σίγουρο, προπάντων μετά τα σχόλια τού Dirlmeier, ότι πρόκειται για γνήσια σε κάθε περίπτωση σκέψη τού Αριστοτέλη, και ότι η συμφωνία τών τριών πραγματειών αναμεταξύ τους, ως τρεις κριτικές τού Πλάτωνα, είναι ακριβώς ‘καθοριστική’. Η βασική μας μέθοδος, να αναδείξουμε πριν από κάθε διάκριση το κοινό στοιχείο και να φωτίσουμε αμφίδρομα αναμεταξύ τους τα κείμενα, απαιτείται εδώ αναμφίβολα απ’ τα ίδια αυτά κείμενα. Η μεθοδική μας αρχή συνιστά επίσης, να μη δεχτούμε καθόλου το εγχείρημα της έρευνας (Armin, Gigon κ.α.), να αποδοθούν μεμονωμένα επιχειρήματα σε συγκεκριμένους «πλατωνικούς». Γιατί το πραγματικά σημαντικό δεν είναι παρόμοιες διαφοροποιήσεις, αλλά η κοινότητα των επιχειρημάτων σ’ αυτές τις τρεις, με όλες τις παραλλαγές τους, αριστοτελικές κριτικές. Μπορεί να αμφισβητηθή βέβαια στα επιμέρους, αν βασίζονται όλα όσα αναφέρονται και αντικρούονται εκεί κριτικά στην πραγματική διδασκαλία τού Πλάτωνα, ή αν προέρχονται και κάποια απ’ αυτά απ’ τη θεωρητική μετεξέλιξη του ίδιου του Αριστοτέλη. Εφ’ όσον όμως δεν επιδιώκει ούτως ή άλλως κάποιαν αξιόπιστη αποκατάσταση παραθεμάτων ο Αριστοτέλης, και πρέπει να υπολογίζουμε πάντα την κριτική του πρόθεση – όπως το έδειξαν οι εργασίες προπάντων τού Cherniss - , δεν μπορεί παρά να συνίσταται και η μέθοδός μας στο να αξιοποιήσουμε στη βάση τής προβληματικής τού ίδιου του Πλάτωνα και στη δική της προοπτική τα όσα διατυπώνει ο Αριστοτέλης. Δεν χρειαζόμαστε άρα καν να αναρωτηθούμε γι’ αυτόν τον σκοπό μας, από ποιον αναπτύχθηκαν π.χ. τα διάφορα επιχειρήματα.
Μένουμε επίσης μακριά από κάθε υπόθεση για τη σχέση τών τριών Ηθικών αναμεταξύ τους. Η κριτική στην Ιδέα τού Αγαθού συναντάται στην αρχή και των τριών πραγματειών, εννοώντας και στις τρεις το καθολικό και οντολογικό ακριβώς αίτημα του Πλάτωνα. Και επισημαίνουν και οι τρεις κριτικές, πως δεν θα μπορούσε η γνώση ενός τέτοιου Αγαθού να αφορά καθόλου στη φιλοσοφία τής ανθρώπινης πράξης (Praxis). Κρίνεται ακριβώς στα Μεγ. Ηθ. 1182a25 κ.ε. ο Πλάτων, επειδή εισήγαγε γενικώς στην καθολικο-οντολογική διδασκαλία του για το Αγαθό – εκείνη την περίφημη διάλεξη – το ερώτημα για την αρετή. Και δεν θα συμβιβάζονταν άρα γενικώς το σωκρατικό ερώτημα για την αρετή με το καθολικό ερώτημα για ‘το Αγαθό’, στο οποίο και στοχεύει η πλατωνική διαλεκτική. Πρόκειται πράγματι για το ερώτημα που θέσαμε ακριβώς στο κείμενο της ΄Πολιτείας’.
H αναγωγή στο ενδιαφέρον τής πρακτικής φιλοσοφίας δεν επιτρέπει να αποσιωπηθή όμως το ερώτημα, σε τί πρέπει να συνίσταται (ωστόσο…) η κοινότητα του Αγαθού-Είναι. Γιατί δεν πρόκειται σίγουρα για μιαν απλήν ‘ασάφεια’, το ότι ονομάζονται τόσο διαφορετικά ‘πράγματα’ «αγαθά». Αυτό το οποίο λέγεται σαφώς στα Ηθ. Νικ., ου γάρ έοικε τοίς γε από τύχης ομωνύμοις (1096b26), ισχύει ακόμη περισσότερο για τις δυό άλλες πραγματείες, όπου δικαιώνεται σχεδόν στα Μεγ. Ηθ. το επιχείρημα (αληθής μέν εστιν ίσως – 1183a32), ότι πρέπει να είναι το μάλιστα αγαθόν, το ίδιο το Αγαθό, Ιδέα, και ‘το Αγαθό’ άρα όλων τών Ιδεών, ενώ μοιάζει να απαιτή και το ‘ακρωτηριασμένο’ συμπέρασμα της κριτικής στα Ηθ. Ευδ., να ερευνηθή – μετά τη διαπραγμάτευση του αρίστου τών πρακτών – σε αναφορά προς το άριστον πάντων η πολυσημία τού Αγαθού (1218a25). Υφίσταται σε κάθε περίπτωση απολύτως στον συγγραφέα τών Ηθ. Ευδ. η ευρεία έννοια ενός περιεκτικού Αγαθού. Και μπορούμε άρα να διαπιστώσουμε, ότι δεν περιορίζεται, και στις τρεις πραγματείες του, στο αποφασιστικό γι’ αυτόν επιχείρημα μιας πρακτικής ‘απαλλαγής’ ο Αριστοτέλης (να ‘απαλλαγή’ απ’ το Αγαθό η πράξη…), αλλά ότι βλέπει να ‘εξωθείται’ πέρα απ’ τη στενότητα μιας πρακτικής θεματικής.  
Βρίσκει έτσι το επιχείρημα των Κατηγοριών (Kategorien) και στις τρεις πραγματείες τη θέση του. Στην πραγματικότητα ‘προτιμάται’, να απορριφθή το πρακτικό αίτημα μιας γενικής επιστήμης τού Αγαθού. Επισημαίνεται ωστόσο ταυτόχρονα, ότι παραμένουν άλυτα συνδεδεμένα το πρόβλημα του Αγαθού με το πρόβλημα του Είναι. Και όπως αποτελεί ένα γνήσιο ερώτημα στο ‘Είναι’, πώς συναρτώνται οι διαφορετικές του έννοιες, εκείνη τής ουσίας και εκείνη τών άλλων κατηγοριών, αναμεταξύ τους, παρόμοια φαίνεται πως πρέπει να ισχύη και για το Αγαθώς Είναι. Στην πραγματικότητα, παραπέμπει στο Είναι όπως και στο Αγαθό σ’ ένα πρόβλημα αναλογίας (Analogie) ο Αριστοτέλης. Δεν είναι καθόλου ‘τυφλός’ λοιπόν απέναντι στο καθολικο-οντολογικό ερώτημα του ‘Αγαθού’, παρ’ όλη την κριτική που ασκεί στα Ηθικά του στον Πλάτωνα. Και δεν του ‘επιτρέπει’ παρά μόνο το ‘πρακτικό’ ενδιαφέρον, που κυριαρχεί σ’ αυτά τα Ηθικά, να ‘διαφύγη’ εκεί μ’ έναν ‘εύκολο’ τρόπο’ απ’ το πρόβλημα – αλλά και πάλι όχι απόλυτα.
Αναφέρεται περισσότερο στην πλατωνική διδασκαλία, καθώς και στην αναίρεσή της, στα Ηθ. Ευδ. ο Αριστοτέλης, και θα είναι γι’ αυτό σκόπιμο να προσανατολίσουμε σ’ αυτήν την πραγματεία την έρευνά μας, χωρίς να παραλείψουμε βέβαια τη χρήση και των άλλων δύο πραγματειών προς διασάφηση. Και μας καθοδηγεί εδώ το αποτέλεσμα της σπουδής μας για τον Πλάτωνα: Είδαμε, πως ήταν και στα μάτια τού Πλάτωνα ένα εξαιρετικό είδος γνώσης η ‘γνώση τού Αγαθού’, ‘επέκεινα’ των ‘επιστημών’, με διαφορετική δομή απ’ ό,τι η γνώση τών Τεχνών (Techne), όπου και εξάγονται από δεδομένες προϋποθέσεις συμπεράσματα, μια ‘λογοδοσία’ δηλ. για το ύψιστο τέλος (Telos), με την έννοια της διαλεκτικής ‘διείσδυσης’ σε κείνο, το οποίο και ονομάζει το ‘συγκεκριμένα γενικό’ ο Χέγκελ. Δεν συναντάται (άραγες…) τόσο σε όλα, που είναι πρακτέα, όσο και σε όλα που βρίσκονται πέρα από κάθε ανθρώπινη πράξη (Praxis) το Αγαθό; Δεν είναι το μέτρο που ενυπάρχει στην ψυχή, την πόλη και τον κόσμο (το μέτριον, με την έννοια του ‘Πολιτικού’); Και δε είναι τότε, ακριβώς για την Ιδέα τού Αγαθού ιδιαιτέρως παραπλανητικός ο λόγος για τον Χωρισμό (Chorismos);
Μπορούμε να περιμένουμε, πως η κριτική σκοπιμότητα του Αριστοτέλη δεν επιτρέπει να φανερωθή αφ’ εαυτής αυτή η προοπτική. Γίνεται όμως το αντίθετο σαφές: πρέπει να ‘εκτυλίξη’ προς τα κάτω τη ‘μεταφυσική τού Αγαθού’, που το χαρακτηρίζει αλλιώς απέναντι σ’ όλες τις άλλες Ιδέες, και να ‘ισοτιμήση’ έτσι την Ιδέα τού Αγαθού με τις λοιπές Ιδέες. Και πρέπει να επιμείνη γι’ αυτό με ιδιαίτερη έμφαση στο χωριστόν Είναι τής Ιδέας τού Αγαθού. Μήπως όμως γίνεται παρ’ όλ’ αυτά, τρόπον τινά ακούσια, ορατή η αληθινή πρόθεση του Πλάτωνα στην αριστοτελική συζήτηση;
                 Ξεκινούν λοιπόν με δύο ‘κανόνες’ τα Ηθ. Ευθ. Α 8, που επεξηγούν την Ιδέα τού Αγαθού, ‘πιστοί’ στις πλατωνικές διατυπώσεις. Ο πρώτος ‘κανόνας’ λέει, πως είναι το Πρώτο το Αγαθό, που με την αναίρεσή του συναναιρείται και το Άλλο, που ακολουθεί απ’ αυτό και είναι άρα (κι αυτό…) ‘αγαθό΄. Βλέπουμε σ’ αυτόν τον ‘κανόνα’, και παρ’ όλο που δεν εμφανίζεται ο ίδιος στους (πλατωνικούς…) Διαλόγους, έναν αναμφισβήτητο πλατωνικό χαρακτήρα, όπως το υπέδειξε προπάντων ο P. Wilpert, στην εργασία του «Δύο πρώιμα αριστοτελικά κείμενα» (σ. 148 – 156). Απέδειξε δε πειστικά τη συστηματική τών μαθηματικών επιστημών ως μια συνεπή τάξη αριθμού, σημείου, γραμμής, επιφάνειας και σώματος, και την ερμήνευσε ως ένα σχηματικό είδος πλατωνικής συστηματικής ο Konrad Gaiser. Το ότι ίστανται και ‘πέφτουν’ με το Ένα, αν και όχι χωρίς το ‘Δύο’, οι αριθμοί, αυτό είναι προφανές. Kαι ακολουθεί και στο κείμενό μας (τα Ηθ. Ευδ. …) κάτι, που ταιριάζει σ’ αυτό, καθώς λέει ο Αριστοτέλης (1218a15 κ.ε.), πως δεν θα επιτρεπόταν να συνάγη κανείς απ’ τους αριθμούς το Αγαθό, αλλά από εκείνο, το οποίο και αναγνωρίζει ο καθένας ως καλό, κι ότι θα μπορούσε να συμπεράνη αντίστροφα απ’ το καλώς είναι κάποιων ‘τάξεων’ (όπως η υγεία ή η ψυχική αρμονία) κανείς, ότι είναι και οι αριθμοί, λόγω τής ταξιθετημένης δομής τους, με μιαν ορισμένην έννοια καλοί  (Λέμε: «Καλώς έχουν τα πράγματα», όταν είναι ‘τακτοποιημένα’ και ‘αρμονικά’…). Το ότι ‘τείνουν’ δε προς το (αριθμητικό…) Ένα οι αριθμοί, όπως λέγεται αμέσως μετά, είναι μια ‘μεταφορά’ (Metapher) (που την εκλαμβάνει με τον συνηθισμένο του τρόπο κυριολεκτικά ο Αριστοτέλης) (1218a22 κ.ε.).  (( Λέει εδώ καλόν, αντί για αγαθόν ο Αριστοτέλης, πρβλ. και Μετ. 1078a31 κ.ε., απλώς και μόνον όμως για να επιφυλάξη το αγαθόν στο πρακτόν και να αποτρέψη τις παρεξηγήσεις. Μου φαίνεται δε αυτό ως μια ελάχιστη ‘ορολογική’ διαφοροποίηση, με την οποία και τροποποιεί για τους σκοπούς του τον στενό πλατωνικό σύνδεσμο, που αντιστοιχεί και στη χρήση τής γλώσσας, του αγαθού με το καλόν … )) . Δεν υπάρχει ούτε κι εδώ κατά την άποψή μου κάποια ‘ανάγκη’ να διαπιστώσουμε, αν πρόκειται για την ιδιαίτερη διδασκαλία ενός πλατωνικού. Γιατί θα είχαμε σε κάθε περίπτωση ένα συμπέρασμα απ’ την πλατωνική  διδασκαλία τού Αγαθού και Ενός μπροστά μας, που πρέπει και να μας ενδιαφέρη στη συνάφεια των όσων ερευνούμε. Η αρχή τού ‘Πρώτου’, απ’ την οποία και ξεκινούν τα Ηθ. Ευδ., καθίσταται ωστόσο στους αριθμούς χειροπιαστή. Και τίθεται τώρα ‘πιεστικό’ το ερώτημα: Αν εξασκούν μιαν τόσο κεντρική λειτουργία, όπως υποτίθεται εδώ, οι αριθμοί – τί συμβαίνει τότε στην πραγματικότητα με τον χωρισμό (Chorismos) τού Αγαθού; Και τί συμβαίνει και με τον ‘χωρισμό’ τών Ιδεών, αν είναι αριθμοί οι Ιδέες; Δεν υπάρχουν π.χ. (και…) στα πράγματα οι αριθμοί; (Και παραπέμπω πάλι στο Φιλ. 16d). Και δεν είναι πράγματι ‘χωρισμένο απ’ τον εαυτό του’ σε όλους τούς αριθμούς το Ένα, που βρίσκεται ως πολλαπλότητες του Ενός εκεί; Ερμηνεύοντας τις Ιδέες ως αριθμούς, κατανοείται αμέσως αυτή η απορητική (aporetisch) διατύπωση του Πλάτωνα (Φιλ. 15b6, αυτήν αυτής χωρίς, και Παρμ.131b). Η ενότητα του Ενός υπάρχει τόσο καθ’ εαυτή όσο και ‘μέσα’ στους αριθμούς.
                 Πλησιάζουμε έτσι ήδη στον δεύτερο ΄κανόνα’, που μπορεί να ισχύση ακόμα περισσότερο ως πλατωνικός και που πιστοποιεί με τον καλύτερο τρόπο και την Ιδέα τού Αγαθού. Πρόκειται για τη γενική διατύπωση της ‘μετοχής’, που χρησιμοποιείται και απ’ τον Πλάτωνα για τη μετοχή στις Ιδέες. Χρησιμοποιείται δε για το Αγαθό εδώ, που είναι αιτία με την παρουσία του τού καλώς είναι κάθε καλής (ή αγαθής…) ύπαρξης. Συναντάμε την ίδιαν ακριβώς διατύπωση όταν εισάγεται η Ιδέα τού Αγαθού στην Πολ. VI (505a), όπου και ‘χρησιμεύει’ ως ένα είδος προφανούς επιχειρήματος για το ότι είναι το πιο σημαντικό αντικείμενο (γνώσης… - μέγιστον μάθημα) το Αγαθό, επειδή τα περικλείει όλα.  Θυμόμαστε βέβαια, πως ‘παρουσία’, ΄μετοχή’, ‘ομοιότητα’ δεν είναι παρά πάντοτε ‘μεταφορές’, που δεν μπορεί να τις ‘εξαργυρώση’ εννοιολογικά (στον ‘Παρμενίδη’) ο νεαρός Σωκράτης, όταν τον ‘πιάνη’ ο ηλικιωμένος Παρμενίδης στη σωκρατική λαβίδα του. Κι αν θέλη να κατανοήση κανείς, στις προθέσεις και τα όρια της την κριτική τού Αριστοτέλη στον Πλάτωνα, πρέπει να το θυμάται πάντοτε αυτό. Πρέπει να είχε λοιπόν συνείδηση του ‘πράγματος’ ο Αριστοτέλης, όταν επαναλάμβανε εδώ  το επιχείρημα, το οποίο και είχε ‘οξύνει’ σε απορία (Aporie) και οδηγήσει στον παραλογισμό ο ίδιος ο Πλάτων: τον πλήρη δηλ. διαχωρισμό τών Ιδεών απ’ τα φαινόμενα.
Μια περιεκτική απάντηση στο ερώτημα, τί παρίσταται εκεί, όταν είναι κάτι ‘καλό’, υποδηλώνεται με τον καλύτερον, όπως έδειξα, τρόπο, όταν κατανοείται η τριάδα μέτρον, σύμμετρον και αληθές, που συνιστά και το Ωραίο στον ‘Φίληβο’, ως το παρέχον αόριστα την ενότητα ‘Πρώτο’. Το ότι είναι κατά κάποιον τρόπο το Ένα το Αγαθό, υπονοείται σε κάθε περίπτωση και στην ‘οικοδομή’ τής ‘Πολιτείας’, όπου είναι τόσο ενιαία διευθετημένη η ενότητα της ιδανικής πόλης, ώστε να μη μπορή να υπάρξη ούτε διχόνοια ούτε σύγχυση. Κάτι που υπονοείται εξάλλου και στην αριστοτελική κριτική στα Ηθ. Νικ.  Όπου και προϋποτίθεται προφανώς, ότι έχει σκεφτή το Αγαθό ως το Ένα ο Πλάτων, όταν επαινή τούς Πυθαγόρειους για το ότι έθεσαν το Ένα στη σειρά απλώς τών καλών πραγμάτων ο Αριστοτέλης, και δεν εξίσωσαν έτσι ,όπως ο Πλάτων, το Ένα με το Αγαθό (Ηθ. Νικ. 1096b5). Δεν πρόκειται φυσικά σε καμμιά περίπτωση για ένα νεοπλατωνικό «Έν», καθώς η απορητική για το Είναι και την Ενότητα σκοπεύει μάλλον στη διαλεκτική ενότητα του Ενός και των Πολλών στον ‘Παρμενίδη’. 
Eπιστρέφοντας στην πλατωνική κριτική τών Ηθ. Ευδ. μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι προσπαθεί να παρουσιάση όσο το δυνατόν χωρίς μεταφορά αυτό που εννοεί με την Ιδέα τού Αγαθού ο Πλάτων: το Πρώτο ανάμεσα σε όλα τα Αγαθά Είναι και η αιτία, με την παρουσία του, όλων τών άλλων, πρόκειται προφανώς για δυό απόψεις τής μεταφορικής μεθέξεως (Methexis) στον Πλάτωνα. Το Αγαθό είναι λογικά ως αρχή τού αριθμού Πρώτο. Πρόκειται για μιαν καλή, όπως είδαμε, πλατωνική επιχειρηματολογία, την οποία και αναφέρει συχνά με τον λογικό όρο συναναιρείν ο Αριστοτέλης (Μετ. 1059b30 κ.α.). Συνιστά δεύτερον μιαν υψίστη παρουσία (ενυπάρχον καλό) και γι’ αυτό ακριβώς την αιτία, με την οποία είναι όλα τα Αγαθά στην οδό τής μετοχής (μετέχοντας…) καλά. Αυτό δε που παρατηρούμε σ’ αυτήν τη δεύτερη άποψη είναι, ότι το επιχείρημα του χωρισμού (Chorismos) συμπεραίνεται μόνον κατά κάποιον τρόπο εδώ, και μάλιστα απ’ το ότι παραλληλίζεται με τις άλλες Ιδέες η Ιδέα τού Αγαθού. Διαισθάνεται προφανώς αρκετά καλά, ότι δεν ανήκει τόσο πολύ στη σειρά τών ‘πραγματικών’ Ιδεών το Αγαθό ο Αριστοτέλης. (Κάτι που ισχύει και για το ίδιο το Είναι τελικά, και θυμόμαστε, ότι ονομάζονται μόνο με μια καταχρηστική έννοια ‘είδη’ ή ‘γένη’ οι ανώτατοι προσδιορισμοί που το συνοδεύουν στον ‘Σοφιστή’). Λέει μεν λοιπόν για την Ιδέα τού Αγαθού: καί γάρ χωριστήν είναι… ώσπερ καί τάς άλλας ιδέας (1217b15) ο Αριστοτέλης, πρόκειται όμως για ένα αμφίβολο επιχείρημα. Γιατί εξαιρέθηκε απ’ τον Πλάτωνα, ως επέκεινα του Είναι, απ’ τη σειρά τών ‘υπάρξεων’, των Ιδεών, το Αγαθό. Το αγνοεί (λοιπόν…) αυτό εδώ συνειδητά και εξισώνει εμφαντικά με τη γενική παραδοχή τών Ιδεών την Ιδέα τού Αγαθού ο Αριστοτέλης. Ο οποίος και θέλει να ‘περιπέση’ προφανώς όλη η πίεση και η ορμή τής γενικής του κριτικής για τις Ιδέες, στην Ιδέα τού Αγαθού τού Πλάτωνα (τό είναι ιδέαν μή μόνον αγαθού αλλά καί άλλου οτουούν – 1217b20). Και αναγγέλλει κατόπιν, ως δεύτερο και αποφασιστικό επιχείρημα, ότι δεν μπορεί να ‘χρειασθή’ για την πράξη (Praxis) η Ιδέα τού Αγαθού. Παρατηρούμε βέβαια, πως πραγματεύεται μόνο πολύ σύντομα (1218b34), αργότερα, το επιχείρημα αυτό. Και πως του ‘διαφεύγει’ κατά την αναγγελία μια αξιοπρόσεκτα ‘αδέξια’ φράση: ει καί ότι μάλιστ’ εισίν αι ιδέαι καί αγαθού ιδέα (1217b23).
Δεν επαναλαμβάνεται βέβαια η γενική λογική επιχειρηματολογία ενάντια στη διδασκαλία τών Ιδεών στα επόμενα. Είναι όμως αξιοπρόσεκτο, όι το ιδιαίτερο ερώτημα της Ιδέας τού Αγαθού, που εξετάζεται τώρα, τρέπεται και το ίδιο σε εντελώς λογικούς δρόμους. Και θα πρέπη να αναρωτηθούμε, μήπως και επιβεβαιώνουν ακούσια την ιδιαίτερη στ’ αλήθεια θέση ή τοποθέτηση της Ιδέας τού Αγαθού αυτές οι επιχειρηματολογίες. Γιατί δεν χρησιμοποιείται απλά σ’ αυτήν την Ιδέα, αλλά καθίσταται μια αυτοτελής απορητική (Aporetik) η κριτική τού χωρισμού.
Yπάρχει εκεί το ‘κατηγορηματικό’ κατ’ αρχάς επιχείρημα, που θέτει αυστηρώς παράλληλα το Αγαθό με το Είναι: ουδέ τό όν έν τι έστι περί τά ειρημένα (1217b33). Ένα επιχείρημα που αποκλείει φυσικά το να υπάρχη για τον εαυτό της η Ιδέα τού Αγαθού. Δεν είναι όμως και κάτι το ‘υπερβολικό’ αυτό για το Αγαθό; Γιατί θα συνεπαγόταν ότι δεν μπορεί να υπάρχη και για το ίδιο το Είναι (b34) μια ‘επιστήμη’ (μια αληθινή γνώση…) αυτός ο παραλληλισμός. Αναζητούν να αποφύγουν προφανώς αυτήν την ανεπιθύμητη συνέπεια τα Ηθ. Νικ., όπως και τα Μεγ. Ηθ. Χρησιμοποιώντας λοιπόν το ίδιο επιχείρημα, μιλούν μόνο για το Αγαθό, και αποκλείουν ότι είναι Γενικό και Ένα το Αγαθό τα Ηθ. Νικ. (1096a28: κοινόν τι καθόλου καί έν). Και παρατηρούμε γενικώτερα, ότι αναφέρεται μόνο μια φορά το χωριστόν – Είναι, και ως ένα συνώνυμο για το κοινή κατηγορούμενον μάλλον (1096b32 κ.ε.). Βρίσκεται λοιπόν το ερώτημα ενός κοινού λόγου στο προσκήνιο. – Η βασισμένη στο επιχείρημα των κατηγοριών επιχειρηματολογία απ’ τις επιστήμες, που συνάπτεται εδώ, οδηγεί στο να ‘εξαφανισθή’ (να αποκλεισθή…) εντελώς απ’ την ιδιαίτερη κατηγορία τών τεχνών (Technai) η γνώση τού Αγαθού. Και φτάνει έτσι στην πραγματικότητα, στην ίδια παλιά δυσκολία που δείξαμε (ότι υπάρχει…) και στον Πλάτωνα, να πρέπη δηλ. να κατανοήσουμε απ’ τον τρόπο γνώσης τών τεχνών τη γνώση τού Αγαθού, ο Αριστοτέλης. Γιατί είναι μια ‘αντίθεση’ μεν ως προς τον Πλάτωνα, το ότι απορρίπτεται η μια επιστήμη τού Αγαθού (1218a1: σχολή αυτό γε τό αγαθόν θεωρήσαι μίας , και Ηθ. Νικ. 1096a30: ήν αν μία τις επιστήμη). Απετύγχανε όμως και στους πλατωνικούς διαλόγους ο παραλληλισμός τής γνώσης τού Αγαθού με τις Τέχνες. Δεν φαίνεται να βρίσκεται λοιπόν τόσο μακριά απ’ τις προθέσεις τού Πλάτωνα, όταν τον κρίνη ο Αριστοτέλης.
Δύσκολα είναι (ωστόσο…) τα ‘πράγματα’ με το δεύτερο επιχείρημα (1218a1-15). Δεν μπορεί να είναι ‘εντάξει’ εδώ το κείμενο των Ηθ. Ευδ. Λέγεται, πως δεν μπορεί να είναι κάτι κοινό και για τον εαυτό του (κοινόν καί χωριστόν) το Αγαθό. Δεν μου φαίνεται όμως ενιαίος ο συλλογισμός. Γνωρίζουμε το επιχείρημα του προτέρου-υστέρου (proteron-hysteron) και την απεικόνισή του στους αριθμούς απ’ τα Ηθ. Νικ. Όπου και περιγράφεται ρητά ως μια πλατωνική διδασκαλία το ότι δεν υπάρχουν Ιδέες για τους Αριθμούς, καθώς δεν θα μπορούσε να υπάρξη μια Ιδέα τού Αριθμού, και όπου στρέφεται κριτικά ενάντια στην Ιδέα τού Αγαθού αυτή η ιδιαίτερη πλατωνική διδασκαλία απ’ τον Αριστοτέλη. Ενόψει (μάλιστα…) της προτάξεως της ουσίας πριν απ’ τις άλλες Κατηγορίες, που μόνον ΄προσέρχονται΄προς αυτήν, θα έπρεπε να εξαιρεθή, ακριβώς όπως και οι αριθμοί, απ’ το να εκληφθή ως μια ‘Ιδέα’ το Αγαθό. Και νά το επιχείρημα: Το ότι δεν θα ήταν πια πρώτος αριθμός ο πρώτος αριθμός, αν υπήρχε ως πραγματικά Πρώτο ο Αριθμός καθεαυτός (‘(ξε)χωριστός’…),  θα έπρεπε να ισχύη αναλογικά και για το ‘Αγαθό καθεαυτό’.
                Παρουσιάζεται (λοιπόν…) με απόλυτη ακρίβεια το ίδιο επιχείρημα στα Ηθ. Ευδ., που παρακίνησε να απορρίψη την αποδοχή μιας Ιδέας τού Αριθμού για τους αριθμούς τον Πλάτωνα. Δεν μπορεί παρά να είναι μόνον ένα Κοινό και όχι ένα Χωριστό (Για τον εαυτό του…) ‘το Πολλαπλό’. Και γι’ αυτό δεν υπάρχει και καμμιά Ιδέα εδώ. Πρόκειται δε για ένα συμπέρασμα προφανώς τού Πλάτωνα. Πώς ‘αποκτάται’ όμως, απ’ την πλατωνική διδασκαλία ένα επιχείρημα ενάντια στην Ιδέα τού Αγαθού εδώ; Δεν έχουμε σαφή διατύπωση στο κείμενο. Και θα πρέπη να προϋποθέσουμε (όπως το 1218a15 και a24), ότι νοείται ως το ‘Ένα’, ως ο αριθμός ‘ένα’, ως το Πρώτο δηλ. στη σειρά τών ιδανικών αριθμών (και…) το Αγαθό. Γιατί μόνον τότε ταιριάζει το επιχείρημα, και δεν χρειάζεται μόνο τότε την ‘πλαγιοδρόμηση’ μέσα απ’ τις Κατηγορίες. Κι όπως δεν υπάρχει καμμιά Ιδέα τών Αριθμών, έτσι δεν υπάρχει και μια Ιδέα τού Αγαθού καθεαυτή. Δεν μπορεί να είναι, ως πρώτος αριθμός μιας σειράς, μια ‘(ξε)χωριστή, για τον εαυτό της Ιδέα’ το ‘Ένα’ τών ιδεατών αριθμών. Κι αυτή είναι η ‘αντίρρηση’ του Αριστοτέλη.
Πώς συναρτάται όμως με τα επόμενα αυτό το ‘συμπληρωμένο’ επιχείρημα; Με το κοινό όλων τών αρετών; Πρόκειται βέβαια και περαιτέρω, για το αν μπορή να θεωρηθή ως ένα ‘χωριστόν’ ένα ‘κοινόν’. Και κάπως έτσι το συναντάμε και στο φθαρμένο κείμενο που μας έχει παραδοθή: 1218a9 – ει χωριστόν ποιήσειέ τις τό κοινόν. Πρόκειται για μιαν γεμάτη ‘σκέψη’ (Skepsis) (πλήρη σκέψεως…) ‘υποτακτική’. Η οποία και εισάγει ένα εντελώς άλλο ωστόσο επιχείρημα, την υποστασιοποίηση (Hypostasierung) ακριβώς, ως του κοινού όλων τών αρετών, του Αγαθού. Και οδηγεί απ’ τη δικαιοσύνη (Dikaiosyne) και την ανδρεία (Andreia) σ’ ένα κοινό Αγαθό Είναι (αυτή…) η καθαρή επαγωγή. Πρόκειται δε για ένα επιχείρημα, που το συναντάμε λογικά και σαφώς δομημένο στα Μεγ. Ηθ. 1182b31 (ως το κατ’ επαγωγήν κοινόν): δεν είναι κατ’ αρχάς παρά ο κοινός λόγος (Logos) το Αγαθό. Που το ονομάζουν ‘αυτό το ίδιο’ (αυτό), και πρέπει να εννοούν το ‘αιώνιο’ (αίδιον) και το ‘για τον εαυτό του’ (χωριστόν) οι πλατωνικοί. Φαίνεται (μάλιστα…) σαν ένα συμπέρασμα, που το ‘εξάγει’ ο Αριστοτέλης: αν (είναι…) ‘αυτό το ίδιο’, τότε (είναι…) ‘για τον εαυτό του’ (‘χωριστό’…), και όχι τότε ‘κοινό’. Γιατί δεν ‘ανήκει’ σε ένα ιδιαιτέρως, αλλά σε όλα τα ‘ξεχωριστά’ το Κοινό (1218a15 και Μεγ. Ηθ. 1182b13). Αν αναλογιστούμε τώρα, ότι όλα συνηγορούσαν, πως δεν ‘αντιλαμβανόταν’ καμμιάν άλλη παρουσία τού Αγαθού παρά την παρουσία του σε όλα τα αγαθά (καλά…) πράγματα και ο Πλάτων, τότε μοιάζει και το συμπέρασμα πως είναι αίδιον το χωριστόν, πολύ, τουλάχιστον, παραπλανητικό: και εκφράζει μιαν αναπόφευκτη μάλλον στα μάτια τού Αριστοτέλη συνέπεια, παρά την πρόθεση (ή και τον σκοπό…) τού Πλάτωνα.

( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου