Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2015

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ (3) --ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ


Hans Urs Von Balthasar

Είμαστε καλά ή τά παίξαμε εντελώς;

[Βρισκόμαστε στο κεντρικό σημείο της αιρέσεως που επικρατεί σήμερα, σαν πρόοδος του Φιλιόκβε και στην προσπάθεια του συγγραφέως να αποδείξει τήν ταυτότητα προαιωνίου και οικονομικής Τριάδος. Το θεμέλιο της αποδείξεως στηρίζεται στην έννοια του Κυρίου σαν μεσάζοντος, σαν ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ].

Η καινοδιαθηκική αποστολή

Στα πιο διαφορετικά χωρία και στα πιο διαφορετικά επίπεδα των Γραφών εμφανίζεται η έννοια της αποστολής του Ιησού συνδεδεμένη με τον υπέρτατο προσδιορισμό γι’ αυτή σαν «Υιός του Θεού», σαν ο «αγαπημένος Υιός», κάτι που διακρίνει ποιοτικά αυτή την αποστολή από εκείνη των προφητών που προηγήθηκαν από αυτόν. [Εκτός από την απίστευτη μιζέρια, από την απιστία, από την βεβαιότητα ότι δεν διαβάζει τις Γραφές με πίστη αλλά σαν δικαστής, σαν νομικός, όπως μας συνήθιζε ο Αγουρίδης και η σχολή του, παρότι ο Κύριος προειδοποιούσε ότι οι άνθρωποι θα ακούνε και δεν θα καταλαβαίνουν (μόνον οι προφήτες οι σύγχρονοι του Κυρίου κατάλαβαν) επιμένει να χειραγωγεί την Γραφή, προκατασκευασμένα, προμελετημένα. Έτσι ώστε ακόμη και εάν το Φιλιόκβε υπήρξε ένα ακούσιο Ιστορικό λάθος (Αυτή είναι η Ιστορία, διότι κυβερνάται από την εξουσία. Όταν ισχυρίζονται οι σημερινοί θεολόγοι ότι η σωτηρία επιτυγχάνεται στην ιστορία και τον χρόνο, εννοούν με το πάθος της εξουσίας, με την δύναμη του αληθινού Εγώ. Διότι το εμπειρικό Εγώ δημιουργείται από την σύγκρουση με όσους προσπαθούν να μας εξουσιάσουν, αλλά το αληθινό από την πάλη μας με τον Θεό, όπως έγραψε ο Ευδοκίμωφ.) τώρα το φιλιόκβε εξελίχθηκε, διότι δεν κατόρθωσαν να το ξεριζώσουν σαν ζιζάνιο, σε εκούσιο λάθος, που στηρίζει την σύγχρονη αίρεση της Οικονομίας του Πνεύματος, στην οποία ανήκει και η επιδιωκόμενη Ένωση των Εκκλησιών, ο Οικουμενισμός].
Κλασσικά η υπεροχή εμφανίζεται στο κατά Ιωάννην, όταν λέει: Εγένετο άνθρωπος απεσταλμένος παρά Θεού, όνομα αυτώ Ιωάννης (Ιωαν. 1, 6) και αντιπαραθέτει αυτή την αποστολή στην «αποστολή» του Υιού, ώστε να «σωθή ο κόσμος δι’ αυτού» (Ιωαν. 3, 17), του Υιού που «λαλεί τα ρήματα του θεού, διότι δίνει (σ’ αυτόν) το πνεύμα χωρίς μέτρο»(3, 34). Το μέτρο της θείας εμπνεύσεως μετρημένο με την αποστολή έχασε και υποχώρησε μπρος στο απέραντο, που δεν μετράται, στο θείο.
[Ένας από τους μεγαλύτερους δασκάλους της Βιβλικής Επιστήμης, μας αποκαλύπτει την χειραγώγηση που πραγματοποιεί στα κείμενα, αυτή η θλιβερή θεολογία, προκειμένου να πετύχει τον σκοπό της. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Και όμως το Ευαγγέλιο είναι συγκλονιστικό, χωρίς την δική του παρέμβαση. Μοιάζει τελικώς αυτή η Βιβλική χειραγώγηση, με τα λίφτινγκ της αισθητικής χειρουργικής για την ανανέωση. Παληά κυριάρχησε η αναπαλαίωση, η αποκατάσταση των πάντων, δια της λυτρώσεως από την αμαρτία, και συνεχίζει να κυριαρχεί και στην Ορθοδοξία. Για παράδειγμα ο χρόνος θα υπάρχει και μετά τα έσχατα, στην Βασιλεία, χωρίς το πεπερασμένο και φθαρτό, λέει ο Ζηζιούλας. Αγνοείται απολύτως η καινή κτίσις εν Κυρίω. Σήμερα κυριαρχεί η ανανέωση. Αρχετυπικά θέματα και τα δύο που μας κλέβουν την σωτηρία. Η αλήθεια λένε οι μεν βρίσκεται στην ηθική τήρηση των κανόνων, στην λύτρωση από την αμαρτία, στην αποκατάσταση του Αδάμ. Η αλήθεια λένε οι δε βρίσκεται στο νέο, στο μέλλον, η σωτηρία είναι σωτηρία του κόσμου από την φθορά που οδηγεί στον θάνατο. Γι’ αυτό στην Ιστορία, δοκιμάζεται ο άνθρωπος και η Εκκλησία, και χάνει ότι φθαρτό περιέχει κρατώντας την αθάνατη φύση, τον καθαρό χρυσό. Τι λέει λοιπόν ο Ευαγγελιστής: «και καθώς Μωυσής ύψωσε τον όφιν εν τη ερήμω, ούτως υψωθήναι δει τον Υιόν του ανθρώπου, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον. Ούτω γαρ ηγάπησεν ο θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν… Ου γαρ απέστειλεν, ο θεός τον υιόν αυτού εις τον κόσμον ίνα κρίνη τον κόσμον, αλλ’ ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού. Ο πιστεύων εις αυτόν ου κρίνεται, ο δε μη πιστεύων ήδη κέκριται… αυτή δε έστιν η κρίσις, ότι το Φως ελήλυθεν εις τον κόσμον, και αγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον το σκότος ή το Φως» (Ιωαν. 3, 15…). Ο Χριστός δεν κρίνει. Ο προφήτης διακρίνει και ελέγχει. Εν μετανοία. Όπως δέχθηκε ακριβώς ο πρόδρομος τον Κύριο. Σήμερα η θεολογία στηρίζεται στην φιλοσοφία της κρίσεως του Κάντ. Όπως εφαρμόζει την πίστη του, τον τρόπο ζωής, ο Γιανναράς, κρίνοντας τα πάντα].

Αλλά η Ιδέα της αποστολής, που στον Ιωάννη βρίσκεται στο κέντρο της Χριστολογίας και εκφράζει τόσο την Τριαδική όσο και την σωτηριολογική ουσία του Ιησού, είναι παρούσα και στους συνοπτικούς και οπωσδήποτε δεν είναι μια ερμηνεία της θέσεως του Ιησού, αλλά σε μια διατύπωση που μπορεί κάλλιστα να αναφέρεται άμεσα σ’ αυτόν, παρότι θα θέλουμε να την ορίσουμε σαν “Ιωάννειο”: «Ο δεχόμενος υμάς εμέ δέχεται, και ο εμέ δεχόμενος δέχεται τον αποστείλαντά με»(Ματθ. 10, 40). [Ο Χριστός δεν είναι θεός, μόνος θεός ο Πατήρ. Δεν αναφέρεται ο Κύριος στην θεότητά Του! Η κατά γράμμα ερμηνεία συντρίβει την πίστη]. Η διατύπωση επαναλαμβάνεται παρότι αναφέρεται στο παιδί που πήρε στο χέρι του ο Ιησούς. «Ος εάν δέξηται τούτο το παιδίον επί τω ονόματί μου, εμέ δέχεται, και ος εάν εμέ δέξηται, δέχεται τον αποστείλαντά με»(Λουκά 9, 48). Και στο κατά Μάρκον: «Ος εάν εν των τοιούτων παιδίων δέξηται επί τω ονόματί μου, εμέ δέχεται και ος εάν εμέ δέξηται, ουκ εμέ δέχεται, αλλά αποστείλαντά με»(Μαρκ. 9, 36).

Με άλλη τόσο ακρίβεια ο Ιησούς προσδιορίζει και περιορίζει το γήινο χρέος του: «και ταις ετέραις πόλεσιν ευαγγελίσασθαί με δει την βασιλείαν του θεού· ότι εις τούτο απέσταλμαι»(Λουκά 4, 43). Αρνητικά πάλι απομακρύνοντας την εθνική γυναίκα, την Χαναναία: «ουκ απεστάλην ει μη εις τα πρόβατα τα απωλολότα οίκου Ισραήλ»(Ματθ. 15,24). Όλοι οι συνοπτικοί επίσης συμφωνούν με την παραβολή της αμπέλου, η οποία τελειώνει ως εξής: «ύστερον δε απέστειλε προς αυτούς τον υιόν αυτού λέγων∙ εντραπήσονται τον υιόν μου»(Ματθ. 21, 37).

Πολύ κοντινή στην έκφραση έχει αποσταλεί είναι και εκείνη, η οποία έχει χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά από τον Ιησού, η έκφραση δηλαδή έχω έλθει, ήλθα. Όπου λοιπόν ο Λουκάς λέει: «Ότι εις τούτο απέσταλμαι» (Λουκά 4, 44), ο Μάρκος ολοκληρώνει: «εις τούτο γαρ εξελήλυθα»(1, 39). Γι’ αυτό εβγήκα. [Και ο μεγάλος θεολόγος θα το χρησιμοποιήσει σαν απόδειξη ότι ο Κύριος εξήλθε από τον Πατέρα γι’ αυτόν τον λόγο και επομένως η Οικονομική Τριάδα και η ενυπόστατος είναι ίδιες. Πρωταθλητές προχειρότητος που κυριαρχούν σε αγράμματους και άπιστους, όπως είναι οι Έλληνες καθηγητές και Επίσκοποι]. Σε αυτό το ον που ήλθε εκφράζεται κάθε φορά η μεσσιανική συνείδηση, ότι μεταφέρει με το πρόσωπό του ένα καθοριστικό γεγονός σωτηρίας: καλεί τους αμαρτωλούς και όχι τους καλούς σε μετάνοια (Ματθ. 9, 13), δεν καταργεί τον Νόμο αλλά τον ολοκληρώνει (Ματθ. 5, 17), φέρει το σπαθί της αποφάσεως (Ματθ. 10, 34) και θα βάλλει φωτιά στην γη (Λουκά 12, 39).

Εξίσου δε ο Υιός του ανθρώπου ήλθε για να διακονήσει, για να δώσει την ζωή του για την σωτηρία των πολλών (Ματθ. 20, 28), για να σώσει αυτό που είχε χαθεί (Λουκά 19, 10). Ένα ον που απεστάλη, σαν αυτό, δεν μπορεί παρά να έχει τον θεό σαν το σημείο αναχωρήσεώς του, κάτι που εκφράζεται καθαρά στο κατά Ιωάννην: «Ην το Φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον»(Ιωαν. 1, 9), «εγώ γαρ εκ του Θεού εξήλθον και ήκω»( Ιωαν. 8, 42), «εξήλθον παρά του πατρός και ελήλυθα εις τον κόσμον» (Ιωαν. 16, 28).
Και ο Ιωάννης είναι εκείνος επίσης ο οποίος διαστέλλει κεντρικά το θέμα αυτό του έρχομαι από τον θεό σαν ένα ον σταλμένο από τον Πατέρα [Ένας χριστιανικός Ινδουισμός στην πραγματικότητα. Ο Κύριος ένας Μποντισάτβα], χρησιμοποιώντας δίπλα στο ρήμα αποστέλλειν, το οποίο είναι ίσως ήδη εξωραϊσμένο διεκκλησιαστικά, το ξεκάθαρο και πρωτάκουστο πέμπειν. Το αποστέλλειν χρησιμοποιείται εκεί όπου πρόκειται για την θεμελίωση της αυθεντίας του Ιησού μέσα στην αυθεντία του θεού [κάτι σαν Πάπας], σαν να είναι ο υπεύθυνος και ο φύλακας που την εξασφαλίζει, ενώ η διατύπωση ο πέμψας (ο πατήρ) χρειάζεται για να εξασφαλιστεί η συμμετοχή του θεού στο έργο του Ιησού ακριβώς στην πραγματοποίηση της αποστολής του.

Σε αυτές τις Ιεραποστολικές Ιωάννειες διατυπώσεις εκφράζεται η απόλυτη μοναδικότης του προσώπου του Ιησού μέσω της διπλής απολύτου μοναδικότητος της τριαδικής του σχέσεως με τον Πατέρα και με τον σωτηριολογικό σκοπό της αποστολής του, όπου τα δύο πράγματα δεν υπάρχουν χωρίς σχέση μεταξύ τους, αλλά μάλλον η εσωτερική συνένωση του απεσταλμένου με τον αποστείλαντα διαθέτει την μορφή της υπακοής στο εσωτερικό της πράξεως της δωρεάς του Πατρός. Ο Πατήρ είναι ο αποστέλλων, ο οποίος θεμελιώνει και συντροφεύει στην πράξη αυτή της αποστολής ολόκληρη την ύπαρξη του Ιησού στην γη, αναλαμβάνει την ευθύνη και καθορίζει προνοιακά τον σκοπό, την σωτηρία του κόσμου (Ιωαν. 3, 17/6,39). Η γνώση του Ιησού για τον εαυτό του συμπίπτει επομένως με την γνώση του γύρω από την αποστολή που παρέλαβε (Ιωαν. 3, 36/6,29-57/7,29). Κάνει το θέλημα του Πατρός και μόνον, όχι τυχαία δίπλα σε άλλες θελήσεις, αλλά ζει εξ’ αυτής, ζει με την πραγματοποίησή του (Ιωαν. 4, 34), το επιδιώκει συνεχώς (Ιωαν. 5, 30), διότι δεν θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά (Ιωαν. 5, 19). Αυτός καθορίζει αυτό το «έχω έλθει» μέσω αυτής της πραγματοποιήσεως της θελήσεως αυτού που τον στέλνει (Ιωαν. 6, 38), μέσω των πράξεων των έργων του (Ιωαν. 9, 4) και μέσω των λόγων του (Ιωαν. 3, 34).

Και όλα αυτά σε τέτοιο σημείο ώστε ο αποστείλλας είναι παρών στον απεσταλμένο (Ιωαν. 12, 45), μαρτυρεί για τον εαυτό του (Ιωαν. 5, 37), κατοικεί στον απεσταλμένο (Ιωαν. 8, 16-29) και αποδεικνύεται σαν αληθινός (Ιωαν. 7, 28). Πρέπει να αναγνωρισθεί μέσα στον απεσταλμένο (Ιωαν. 15, 21), να γίνει πιστευτός (Ιωαν. 5, 24), να τιμηθεί (Ιωαν. 5, 23). Ο απεσταλμένος είναι τόσο δεμένος με τον αποστείλλαντα ώστε μπορεί να υπάρχει μόνον σε σχέση μ’ αυτόν, επιστρέφει σ’ αυτόν (Ιωαν. 7, 33).
Εάν οι άνθρωποι θέλουν να σχετιστούν μαζί του, θα το κατορθώσουν μόνον εάν αποσταλλούν και αυτοί από αυτόν, με τον ίδιο τρόπο και αναλόγως ώστε αυτός που σχετίζεται με τον Υιό, αποστέλλεται από την ίδια πηγή και γι’ αυτό πρέπει να γεννηθεί από τον θεό (Ιωαν. 1, 13), να αναγεννηθεί (Ιωαν. 3, 5-7).  

Η αποστολή ριζώνει λοιπόν σε μια αρχέγονη πρόοδο από τον Πατέρα [Εγώ γαρ εκ του Θεού εξήλθον (Ιωαν. 8, 42). Αυτό το “εξήλθον” το ερμηνεύουν οι Δυτικοί σαν πρόοδο]. Κάτι που προϋποθέτει σαν όρο αυτής της δυνατότητος ένα ον το οποίο υπήρξε ήδη δίπλα στον Θεό (Ιωαν. 1, 1-18).

Η Ιωάννειος Χριστολογία λοιπόν μαρτυρεί για μια ιδιαίτερη αποστολική συνείδηση του Ιησού. Αυτή ήταν και η αυτοσυνειδησία του Ιησού.

[Δεν έμεινε τίποτε όρθιο. Το Φιλιόκβε εξελίχθηκε. Οι όροι αντιστρέφονται κατά βούλησιν για να προσαρμοστεί το δόγμα στις απαιτήσεις της συνειδήσεως. Του υπαρξισμού. Του ΕΓΩ. Τώρα ο Χριστός είναι ένας άνθρωπος που χρίεται και αγιάζει από το Άγιο πνεύμα και αυτό πλέον παίρνει την θέση του, διαλύοντας την Μία, Αγία και αποστολική Εκκλησία, αφήνοντας στην θέση της τις πολλές Εκκλησίες, που θα ενώνονται από το πνεύμα. Τα χαρίσματα έγιναν Εκκλησίες. Ο πάπας παύει να είναι αντιπρόσωπος, χρησιμοποιείται, αναλαμβάνοντας την ευθύνη του απεσταλμένου, μαζί με τον Βαρθολομαίο,σάν εικόνα τού Πατρός. Αυτή είναι τελικώς η αίρεση τής ανθρωπολογίας. ΕΝΑΣ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟΣ- ΑΛΛΑ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΟΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ.].

Συνεχίζεται

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου