Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Εγώ. Το παιχνίδι της ζωής (46)-- ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ


Η μεταμόρφωση της ψυχής β

Η ζωή ως αποτυχημένο πείραμα

Για να υγροποιηθεί το πνεύμα, «εάν δεν έχει βρέξει για εβδομάδες», τότε θα πρέπει,γύρω στα μεσάνυχτα τον Απρίλιο ή τον Μάιο, να πάρει με ένα φτυάρι ένα υγρό κομμάτι γης από ένα αγρό, να το εκθέσει για τρεις ώρες, κάτω από ένα συγκεντρωτικό φακό στις ακτίνες τού ήλιου, να μαζέψει το νερό που βγαίνει με ένα λινό ρούχο, το οποίο μετά θα στύψει σε ένα γυάλινο δοχείο. Μόνο μερικές σταγόνες αυτού του αποστάγματος, με την προϋπόθεση ότι τις χρησιμοποιεί ένας αξιόπιστος user, μετατρέπουν μερικές ουγγιές υδράργυρου σε καθαρό χρυσάφι.
Όποιος γράψει σήμερα ένα email, μετά τα μεσάνυχτα, το οποίο να περιέχει τις λέξεις χώμα, φτυάρι, σκάψιμο, φακός, υδράργυρος, λινό ύφασμα και χρυσός, το Google θα του προτείνει ίσως εργαλεία κήπου, ή η Homeland Security θα τον συλλάβει κατά την είσοδο του στις ΗΠΑ. Η μεταστοιχείωση όμως του τίποτα σε χρήμα ή εξουσία έχει πετύχει.
Ο Scipione Chiaramonti, ένας μαθηματικός που πίστευε στις μάγισσες, και ευχαρίστως θα έκαιγε τον Γαλιλαίο, ήταν πολύ καιρό πριν την εμφάνιση των Google, Facebook και Apple πεπεισμένος, πως ήταν δυνατόν να προσδιοριστεί και να προβλεφθεί το πνεύμα, ο χαρακτήρας και οι προθέσεις ενός ανθρώπου, από την φωνή του, την κίνηση του, τον καιρό, τον τόπο και την σύνταξη(γραμματική).
Ο Chiaramonti θα έβρισκε ως λογική συνέπεια των θέσεων του την ανακάλυψη Αμερικανών ερευνητών, ότι είναι δυνατόν, βάσει δεδομένων κίνησης και τόπου  πού ένα κινητό καταγράφει, να προβλεφθεί μια γρίπη, ή βάσει άσχετων μεταξύ τους emails να προβλεφθεί μια απόλυση (ή παραίτηση) από την δουλειά.
Ένας άνδρας ονόματι J. L. Hannemann, προσπάθησε το 1670 να προωθήσει την ξεχασμένη ιδέα περί «συλλογικής ψυχής του κόσμου». Η συλλογική ψυχή ήταν σύμφωνα με αυτόν μια προσομοίωση του φυσικού κόσμου. Την ανακάλυψη μας τής «δικτυωμένης κοινωνίας» μάλλον θα την έβρισκε βαρετή. Στον μεγάλο κοσμικό οργανισμό ήταν όλα δικτυωμένα, και όλα επικοινωνούσαν, ακόμα και διηπειρωτικά: αν σαπίσει το χέρι ενός ανθρώπου, με το οποίο είχε επιδιορθώση την μύτη κάποιου, τότε σαπίζει και αυτή η μύτη, έστω και αν ο άνθρωπος αυτός βρίσκεται κάπου μακριά.
Πολυάριθμες είναι οι πραγματείες περί μυστικισμού τών αριθμών, κρυπτογραφίας, γεματρίας(γράμματα αντιστοιχούν σε αριθμούς, βάσει του αθροίσματος προκύπτει κάποια σημασία) και νουμερολογίας, άπειροι οι κώδικες βάσει των οποίων προβλέπεται και ελέγχεται η ανθρώπινη συμπεριφορά, αλλά και διαμορφώνονται και προγραμματίζονται διάφορα υλικά. Πολλά από αυτά τα σκέφτηκαν και διέδωσαν οι καλύτεροι μαθηματικοί της εποχής τους. Το όριο δεν βρισκόταν μεταξύ μάγων και επιστημόνων, αλλά μεταξύ των διαφόρων περιοχών ενός και του αυτού εγκεφάλου.
Ο Sir Isaac Newton, η μεγαλύτερη μαθηματική διάνοια της εποχής του, άφησε κληρονομιά ένα έργο αποτελούμενο από ένα εκατομμύριο λέξεις, και όλες, σύμφωνα με ένα βιογράφο του είναι «χωρίς ουσιαστική αξία». Όλα αυτά γράφτηκαν «κατά την ίδια περίοδο των 25 ετών, κατά την οποία ο Newton έκανε τις μαθηματικές του μελέτες, και θα ήταν το ίδιο σοφά όσο και οι μαθηματικές του μελέτες, εάν το περιεχόμενο τους και ο σκοπός τους δεν ήταν η μαγεία.»
Οι πολιτισμικές, όπως και οι ιατρικές επιδημίες έχουν μια επ’ ακριβώς καθορισμένη εστία. Η μαγική επιστήμη, η οποία πήρε την θέση της φυσικής μαγείας του κόσμου του Μέρλιν, και εν τέλει μεταλλάχτηκε σε επιστήμη, προκλήθηκε από ένα από τα πρώτα Open-Source κινήματα.
Κατά τον 13ο αιώνα έφτασαν από την Καταλονία και Μαγιόρκα, στην βόρεια Ευρώπη, σε λατινική μετάφραση τα έργα ισλαμικών λογίων περί αστρολογίας, μαντείας και κυρίως αλχημείας. (Μόνο στην Αγγλία διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα 3500 έργα).
Η πνευματική μόλυνση του 21ου αιώνα, έχει επίσης δυο συγκεκριμένες εστίες: το San Francisco Bay και την νότια άκρη ενός μικρού νησιού στην New York. Είναι η Silicon Valley και η Wall Street.
Πολλοί άνθρωποι κοπιάζουν μια ζωή, και δεν καταλαβαίνουν γιατί αυτό δεν λειτουργεί. Γιατί δεν ισχύει γι’ αυτούς, αυτό που τους υποσχέθηκαν. Βιώνουν τον εαυτό τους ως ένα πείραμα που διαρκώς αποτυγχάνει. Η μεταμόρφωση του μόλυβδου σε χρυσό δεν πετυχαίνει, και όσοι υποστηρίζουν το αντίθετο αποκαλύπτονται ως τσαρλατάνοι. Οι άνθρωποι όμως ακολουθούν επακριβώς τους κανόνες και οδηγίες, μαθαίνουν και σπουδάζουν, πληροφορούνται, αγωνίζονται στον χώρο εργασίας, αργά ή γρήγορα όμως αναγκάζονται να δουν κατάμματα την αποτυχία του εγχειρήματος. Το αργότερο όταν μετά την «αφυπηρέτηση», όσα απέκτησαν κατά την διάρκεια της ζωής τους γίνονται σκόνη.
Το πρόβλημα είναι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι διάβασαν τούς κώδικες τής κοινωνίας της πληροφορίας, όπως τους κώδικες των αλχημιστών, ως μεταφορές. Δεν είχαν καταλάβει ότι τα πράγματα θα γίνονταν σοβαρά, όταν η πληροφορία δε θα διαφέρει πια από τα πράγματα, και θα μπορεί να μετρηθεί και να υπολογιστεί. Η πληροφορία έχει γίνει φετίχ, σύμφωνα με τον Theodore Roszak.249
Για όσο καιρό ήταν δυνατόν να αποδοθεί ευθύνη για τις αποτυχίες αυτές σε εξωτερικές δυνάμεις-θεούς, βασιλιάδες ή κυβερνήσεις-προέκυπταν τακτικά επαναστάσεις από αυτές τις απογοητεύσεις. Ο νέος καπιταλισμός όμως κατάφερε να ρίξει την ευθύνη στο εγώ των ανθρώπων.
Με τον τρόπο αυτό, όλο και περισσότεροι άνθρωποι έχουν το αίσθημα ότι ζουν κάτω από το όριο των δυνατοτήτων τους, την στιγμή που η μηχανή που σκοπό έχει να επιβάλει τις απαιτήσεις τού καπιταλισμού ισχυρίζεται ότι «ζούμε πάνω από τις δυνατότητες μας».
Όπως γνωρίζουμε, αυτό δεν ήταν ένα οικονομικό επιχείρημα, γιατί, για να είναι τέτοιου είδους επιχείρημα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα «ποιος» έζησε πάνω από τις δυνατότητες του. Είναι ένα καθαρά ηθικό επιχείρημα, και έχει επίσης θρησκευτικό χαρακτήρα, όπως φαίνεται και από τον αγαπημένο ορισμό των «αμαρτιών»: δεν λειτουργεί επειδή αμαρτάνετε.
Οι ελλείψεις στα πεδία: ευελιξία, πειθαρχία και ευθύνη, δεν είναι σφάλματα τού συστήματος, αλλά του χαρακτήρα. Τα σφάλματα αυτά μπορούν να απαλειφθούν. Μόνο έτσι εξηγείται γιατί η διάλυση του κοινωνικού κράτους έγινε αποδεκτή και από εκείνους που το είχαν σχεδόν ανάγκη. Όπως το υποδεικνύει ο Thomas Frank, το παράδειγμα της Αμερικής κατά την δεκαετία του ’90 μας έδειξε την ηθική ανταλλαγή ρόλων ολόκληρων λαϊκών τάξεων.
Το περιοδικό «Wired» γράφει: «οι πλούσιοι, που παλαιότερα ήταν η κοινωνία τού ελεύθερου χρόνου, γίνονται η νέα τάξη που εργάζεται υπερβολικά. Και αυτοί που ονομαζόταν εργατική τάξη, γίνεται η νέα τάξη του ελεύθερου χρόνου.»250
Στο αλχημιστικό εργαστήριο μόνο ο «άξιος» μπορούσε να ελπίζει ότι θα πετύχει την μεταστοιχείωση, την μεταμόρφωση δηλαδή της ύλης σε χρυσό ή σε πνεύμα. Όποιος ήθελε να έχει έστω και την ελάχιστη δυνατότητα, έπρεπε να είναι υγιής, υπομονετικός, ευφυής, ευσεβής και πειθαρχημένος251. Θα έπρεπε να είναι σε θέση να προσλάβει κάθε πληροφορία, αλλά δεν έπρεπε να πνιγεί στην πλημμύρα των πληροφοριών.  «Όποιος μεταπηδά από την μια γνώμη στην άλλη και ... από την μια επιθυμία στην άλλη... είναι η προσοχή του τόσο αποσπασμένη, ώστε δεν μπορεί να φέρει εις πέρας τίποτα.» Πρέπει να είναι κανείς δημιουργικός και διαρκώς συγκεντρωμένος στην δουλειά, «ώστε να μην αρχίζει με μια δουλειά και λίγο αργότερα με μια άλλη.252»
Όμως, ακόμα και αν κανείς τα ενστερνιζόταν όλα αυτά, χωρίς τον καλό Θεό ήταν όλος ο κόπος μάταιος. Το πρόβλημα ήταν, ότι ο Θεός είναι απρόβλεπτο αφεντικό, που «την δικαιοσύνη και καλοσύνη του την δίνει στον καθένα, αλλά μπορεί και να την αποσύρει, όπως και και όταν θέλει.»
Δεν πρέπει λοιπόν να απογοητεύεται κανείς, αν στο τέλος δεν βγει χρυσάφι από την προσπάθεια του: η βασική διδασκαλία λέει, ότι δεν είναι τόσο σημαντικό να μεταμορφώσεις το μέταλλο, αλλά την ψυχή σου.
Αιώνες πριν την εμφάνιση της διαφήμισης και της «μάρκας», αυτή η μαγεία δωματίου ήταν ίσως η πρώτη περίπτωση όπου η ψυχική και η βιομηχανική εργασία ήταν συνδεδεμένες.
Πολλοί αλχημιστές ήταν επιχειρηματίες, και οι περισσότεροι ήταν άρρηκτα συνδεδεμένοι με την ανθούσα βιομηχανία των ορυχείων. Η εργασία πάνω στον εαυτό, δηλαδή η αναγέννηση της ψυχής, απαιτούσε ένα είδος πνευματικής κατανάλωσης των πραγμάτων που ήταν της μόδας. Έπρεπε κανείς να είναι πάντα εκ νέου διατεθειμένος να αποβάλει την παλιά μορφή ύπαρξης σαν τα παλιά του ρούχα. Αυτό λάμβανε χώρα στην φωτιά του αλχημιστικού σιδηρουργείου: η μεταμόρφωση του εαυτού, που κατόπιν είχε γίνει προϊόν της εργασίας.
Η αλχημιστική μεταμόρφωση ήταν επικοινωνία. Ακόμα και τα πρακτικά αποτελέσματα στο εργαστήριο, όπως το έδειξε η έρευνα, τα χειρίζονταν ως γλώσσα, γιατί μόνο έτσι ήταν δυνατό να δικαιολογηθεί η επικοινωνία μεταξύ ανθρώπου και ύλης. Για τον λόγο αυτό υπήρχαν οι μυστικές γραφές και οι κώδικες, οι υπολογισμοί με τα γράμματα, και τέλος οι προσευχές: κατά την διάλυση του πράγματος και του πνεύματος αυτό που έμενε ήταν η ανταλλαγή, δηλαδή η επικοινωνία ως ουσία των πάντων. Η πράξη είναι σκέψη και η σκέψη είναι πράξη.
Έτσι δημιουργήθηκε ένα μαγικό σύστημα: αυτό που κάποτε ήταν «μύηση» είναι σήμερα «επικοινωνία» μέσω ψηφιακών καναλιών. Αυτό που παλιά ονομαζόταν «μαθητής»(adept, που είχε μυηθεί σε κάποιο μυστήριο), λέγεται σήμερα «ταλέντο». Αυτό που παλιά σήμαινε «ολοκλήρωση», λέγεται σήμερα «τελειότητα».
«Ταλέντο», παγκοσμίως η πιο αγαπημένη λέξη που περιγράφει το επιζητούμενο εργατικό δυναμικό, είναι μια αιώνια υπόσχεση, μια καθαρή δυνατότητα. Παραπλανητικές έννοιες όπως «γνώση» ή «δημιουργικότητα», τις οποίες άσχετοι δημοσιογράφοι, που νομίζουν ότι «γνώση» σημαίνει μόρφωση, έχουν χαρακτηρισθεί ως δαρβινιστικά πλεονεκτήματα στον αγώνα της επιβίωσης. Στην πραγματικότητα όμως υπηρετούν με τον αυθαίρετο χαρακτήρα τους μόνο τις ανάγκες του απρόβλεπτου αφεντικού, που δίνει ή παίρνει την εμπιστοσύνη του όπως του αρέσει.
Αυτές οι έννοιες δεν είναι πια έννοιες ελευθερίας αλλά κοινωνικού ελέγχου. Αυτές αποφασίζουν εάν η πορεία έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα ή όχι. Η αυτό-μεταστοιχείωση σήμερα, είναι όπως και την περίοδο της μαύρης μαγείας, κάτι το οποίο ο άνθρωπος δεν έχει στο χέρι.
Το εγώ, το οποίο στο τέλος πρέπει να αναζητήσει τους λόγους της αποτυχίας του στον εαυτό του, είναι απλώς μια διαδραστική επιφάνεια (interface) με την οποία χειρίζεται κανείς τον κόσμο, αλλά με το ίδιο τρόπο το χειρίζεται και ο κόσμος δια μέσου της επιφάνειας αυτής. Η επιβεβαίωση εξαρτάται από χιλιάδες λεπτομέρειες, από την σωματική και ψυχική υγεία, από την εσωτερική τιμιότητα, από την ώρα, κατά την οποία γράφει στο facebook ή συντάσσει τα emails του κανείς, τον τόπο όπου βρίσκεται κανείς, και όλους τους τόπους που κάποτε ήταν, και οι οποίοι επιτρέπουν την πρόβλεψη σε ποιο τόπο θα πάει στο μέλλον.
Πρέπει απλώς να δούμε τα έκπληκτα πρόσωπα των φοιτητών και φοιτητριών που ανεβαίνουν τις κορυφές της γνώσης, όπως και των εξειδικευμένων εργατών, μηχανικών και δημοσιογράφων, που ξαφνικά αναγκάζονται να διαπιστώσουν πως «γνώση» είναι απλώς έκφραση για μια συναλλαγή, κατά την οποία τα υλικά αποτελέσματα αποφασίζουν αν η γνώση αυτή αξίζει ή όχι. Γιατί και το χρήμα είναι πληροφορία, και διατηρεί, λες και βρίσκεται στα πλαίσια της αλχημιστικής κοσμοθεωρίας, τον διπλό χαρακτήρα μιας ιερής αλλά και κοσμικής αξίας.
Ο Hans Christoph Binswanger γράφει σε μια ωραία ερμηνεία του Goethe, πως το χρήμα είναι «απλώς αυτό που σκέφτηκε κανείς», και είναι μάλιστα το μόνο πράγμα που μπορεί κανείς να σκεφτεί το οποίο επιδρά άμεσα στην πραγματικότητα253. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες βίωσαν πως μια έκρηξη της πληροφορίας μπορεί να έχει μια χρηματική έκρηξη ως συνέπεια.
Δεν είναι θαυμαστό λοιπόν που ο Ken Binmore οραματίζεται κάτι που ονομάζει «μη γνωσιακή μάθηση», μια μάθηση η οποία δεν χρειάζεται να γίνει «κατανοητή». Είναι μια διάνοια η οποία συγχέει την γνώση με τη πληροφορία, σκοπός της οποίας δεν είναι να καταλάβει και να διεισδύσει στα σήματα της πληροφορίας τα οποία προσλαμβάνει, αλλά απλώς να τα προσλάβει και να τα μεταδώσει254.
Οι πληροφορίες είναι κατά κάποιο τρόπο στοιχεία και χημικές ουσίες που ανακατεύει ο αλχημιστής. Δεν ξέρει από τι αποτελούνται, και δεν μπορεί να εξηγήσει πως λειτουργούν, αλλά με αδιάσειστη αυτοπεποίθηση ξέρει τι θα προκύψει, όταν τις ανακατέψει: από ερωτικό φίλτρο μέχρι κλείσιμο πληγών.
Με τον τρόπο αυτό, στην εποχή της πληροφορίας, ο άνθρωπος κατέστη ένα ακατέργαστο υλικό, το οποίο αποκτά την αξία του μέσω επεξεργασίας και ανταλλαγής.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος

Σημειώσεις
249. Theodore Roszak, The Cult of Information: A Neo-Luddite Treatise on High-Tech, Artificial Intelligence, and the True Art of Thinking.
250. Frank, One Market under God, σ. 10–11.
251. Mircea Eliade, The Forge and the Crucible, σ. 160–8.
252. Tara Nummedal, Alchemy and Authority in the Holy Roman Empire, σ. 44–5.
253. Hans Christoph Binswanger, Money and Magic: A Critique of the Modern Economy in the Light of Goethe’s Faust.
254. Mirowski, Machine Dreams, σ. 515.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου