Ο ΑΠΛΟΪΚΟΣ ΠΟΙΜΗΝ
ΤΩΝ ΑΠΛΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ
Φώτη Κόντογλου
Το πανάγιο και γλυκύτατο στόμα, που ο,τι είπε είναι αλήθεια, λάλησε και
τούτα τα λόγια που αναπαύουν την καρδιά κάθε ανθρώπου: Μακάριοι οι
καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται. Μακάριοι οι
ειρηνοποιoι, ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται.
Όσο κουραστικός είναι ο κακός και πονηρός άνθρωπος, άλλο τόσο ξεκουραστικός είναι ο καλός και ευλαβής. Ο προφήτης Δαυίδ λέγει για τον κακόν: υπό την γλώσσαν αυτού κόπος και πόνος. Κ' οι αρχαίοι Έλληνες τον κακό τον άνθρωπο πολύ σωστά τον λέγανε μοχθηρόν, που θα πη κουραστικός. Κι αυτός ο δυστυχής άνθρωπος δεν είναι μοναχά κουραστικός για τους άλλους, αλλά κι ο ίδιος είναι κουρασμένος από τις πονηρές έγνοιες του, ενώ ο καλόψυχος και απλός είναι ξεκούραστος. Γι' αυτό ο Κύριος είπε: Ελάτε σε μένα οι κουρασμένοι κ' οι φορτωμένοι, κ' εγώ θα σάς ξεκουράσω. Με αυτά τα λόγια δεν κάλεσε κοντά του μοναχά όσους είναι κουρασμένοι από τις θλίψεις και τις δυστυχίες της ζωής, αλλά κάλεσε κ' εκείνους που είναι κουρασμένοι και φορτωμένοι με τις μάταιες γνώσεις, με τις μάταιες φροντίδες και με τις πολύπλοκες πονηριές που ρίχνουν τον άνθρωπο στη απελπισία της απιστίας.
Η ομιλία του καλού ανθρώπου ξεκουράζει και ειρηνεύει, γιατί είναι ίσια, απλή κ' ειλικρινής, κ' η ψυχή μας ευχαριστιέται να τον ακούη, σαν τον στρατοκόπο που ξεδιψά από το δροσερό νεράκι της ερημικής βρυσούλας.
Ο κόσμος ας πορεύεται στον δρόμο του, εις την ευρύχωρο οδόν την απάγουσαν εις την απώλειαν (Ματθ. ζ 13). Οι λίγοι που ξεστρατίζουνε άπ' αυτόν τον δρόμο, ζούνε μεν κρυφά από τον κόσμο, περιφρονημένοι και περιπαιγμένοι, μα αυτοί έχουνε τη μακάρια ελπίδα, που είναι αθανασία πλήρης. Οι άλλοι είναι, κατά τον απόστολο Παύλο, οι μη έχοντες ελπίδα.
Για τούτο κι ο μακάριος και αθώος γέροντας, ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς, έζησε χαρούμενος σαν νάτανε παιδάκι, εν ιλαρότητι, μ' όλες τις πίκρες που πέρασε, επειδή είχε μέσα του το Πνεύμα το Άγιο, που λέγεται Παράκλητος, δηλαδή Παρηγορητής, γιατί όποιος είναι φωτισμένος άπ' αυτό, έχει την παρηγοριά που νικά όλες τις πίκρες, κι αχτινοβολά το πρόσωπό του. Σ' αυτόν η περιφρόνηση γίνεται ευπρόσδεκτη με χαρά, η φτώχεια κ' η στέρηση γίνεται πλούτος, η κακομεταχείριση αλλάζει σε τιμή, το μίσος σε αγάπη, η απελπισία σε μακάρια ελπίδα, η θλίψη σε χαρά.
Αληθινά, είναι βλογημένοι και καλότυχοι όσοι καταλάβανε γρήγορα την πίκρα που βρίσκεται μέσα στις χαρές του κόσμου και πήγανε κοντά στον Χριστό που μακάρισε τους πτωχούς τω πνεύματι, τούς πενθούντες, τους πραείς, τους ελεήμονας, τους καθαρούς τη καρδία, τους ειρηνοποιούς.
Οι άνθρωποι με το σαρκικό φρόνημα ας τους νομίζουν δυστυχισμένους, παραπεταμένους, περιφρονημένους, ακοινώνητους, άχαρους, στερημένους, πικραμένους. Αυτοί οι καλότυχοι έχουν πάρει δώρο από τον Κύριο να αλλάζουν θαυμαστά το πένθος σε χαρά, το δάκρυο σε αγαλλίαση, και σε όσα είπαμε παραπάνω. Σ' αυτούς γίνεται το μυστήριο εκείνης της θαυμαστής καταστάσεως που λέγεται από τους Πατέρας χαρμολύπη ή χαροποιό πένθος. Τούτα είναι τα δώρα του αγίου Πνεύματος, που είναι ακατανόητα στους σαρκικούς ανθρώπους, και που για να τα πη κανένας μεταχειρίζεται και καινούργιες λέξεις, όπως είναι η χαρμολύπη. Αυτή είναι η καινούργια γλώσσα που είπε ο Χριστός πως θα λαλήσουν όσοι θα πιστέψουν σ' αυτόν: Γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς (Μαρκ. ιστ 17).
Για τον χριστιανό, δεν υπάρχει δραστικώτερο δίδαγμα από το να διαβάζη τη ζωή ενός αγίου, προ πάντων ενός ανθρώπου που έζησε στον καιρό του, και που φάνηκε πως ήτανε άγιος από μόνος του, χωρίς να συντελέση σ' αυτό μήτε κανένας θόρυβος γι' αυτόν, μήτε κανένα εγκώμιο ειπωμένο από κάποιο επίσημο άνθρωπο. Μάλιστα, εκείνος που τον πιστέψανε για άγιο, φαινότανε από κάθε τι που έκανε και που έλεγε, πως δεν είχε καμμιά ιδέα για την αγιωσύνη του, αλλά το δάκρυο για τις αμαρτίες του δεν έλειπε από τα μάτια του, ενώ προσπαθούσε να ζη κρυμμένος και μοναχιασμένος, ως στρουθίον μονάζον επί δώματος. Η χαρά του κ' η ζωή του ήτανε να λατρεύη τον Θεό ημέρας και νυκτός, να κάνη Λειτουργίες, αγρυπνίες, εσπερινούς, παρακλήσεις, αγιασμούς, ευχέλαια, μνημόσυνα. Έξω από αυτά, ζωή και ευτυχία δεν υπήρχε για τον γέροντα, για τον παππού, για τον παπα-Νικόλα, κατά τον προφήτη Δαυίδ που λέγει: Μία ητησάμην παρά Κυρίου, ταύτην ζητήσω, το κατοικείν με εν οίκω Κυρίου πάσας τας ημέρας της ζωής μου. Τού θεωρείν με την τερπνότητα Κυρίου, τού επισκέπτεσθαι τον ναόν τον άγιο αυτού (Ψαλμ. κστ' 4). Και με την άσβεστη δίψα που είχε να ιερουργή, μαζι με την απλοϊκή συνοδεία του παράσερνε και τους αδιάφορους και τους ακατάνυκτους, και τους έκανε χριστιανούς. Η συνοδεία του ήτανε τα τέκνα του, υιοί και θυγατέρες τού Χριστού, ευλογημένη συντροφιά, που στη μέση είχανε τον αθώο γέροντα για οδηγό, τον καλό ποιμένα, που οδηγούσε τα πρόβατα του στα καλά και δροσερά λειβάδια της Ορθοδόξου πίστεως. Όλη η έγνοια κ' η φροντίδα τού γέροντα ήτανε η σωτηρία των προβάτων. Τα πονούσε, επειδή δεν ήτανε ο μισθωτός, που αφήνει τα πρόβατα και φεύγει.
Και πως δεν ήτανε μισθωτός το φανερώνει όλη η ζωή του, που την πέρασε χωρίς να αποκτήση τίποτα. Με τα χρήματα δεν είχε καμμιά συνάφεια, όπως είπαμε πρωτύτερα. Ο,τι τού δίνανε για να λειτουργήση και για να μνημονέψη, από το ένα χέρι τα έπαιρνε κι από τ' άλλο τα έδινε. Τα πρόβατά του ήθελε ν' ανακουφίση, κ' εκείνος ας ήτανε πεινασμένος, διψασμένος, κουρασμένος, με στεγνό λαρύγγι, ύστερ' από χιλιάδες ονόματα που είχε μνημονέψει. Επί χρόνια έσερνε μαζί του δέματα από χαρτιά κιτρινισμένα, που απάνω σ' αυτά ήτανε γραμμένα ένα πλήθος ακαταμέτρητο ονόματα κεκοιμημένων. Ω! Τι απίστευτη απλότητα και αγαθότητα! Και πόσο μακάριοι θα είναι όσοι τεθνεώτες μνημονευθήκανε από έναν τέτοιο ιερέα!
Μεγάλο και ψυχοσωτήριο παράδειγμα για μας είναι η ζωή ενός τέτοιου ανθρώπου στον σημερινό καιρό που φούντωσε η αμαρτία, και που την κάθε λογής ακολασία την έχουν συνηθίσει τόσο οι άνθρωποι, ώστε να έχουν γίνει αναίσθητοι. Στους πλέον σκοτεινούς καιρούς, που κρύβεται το λαμπερό πρόσωπο τού Θεού από τα μάτια των ανθρώπων, η φιλανθρωπία του φανερώνει ανάμεσά μας κάποιο απεσταλμένο του, για να μας στερεώση στη πίστη με την
πολιτεία του, κι ας μη λέγη πολλά λόγια. Τέτοιος απεσταλμένος ήτανε ο παπα-Πλανάς, που μήτε γράμματα γνώριζε, μήτε είχε την ευκολία στα λόγια που έχουν εκείνοι όπου συνηθίζει ο κόσμος να τους λέγη θεολόγους, και που σπουδάζουν στα πανεπιστήμια και στ' άλλα σχολειά και παίρνουν διπλώματα.
Γνώρισμα της Ορθοδοξίας είναι η απλότητα της καρδιάς που φέρνει την πίστη. Κι όπου υπάρχει αληθινή κι αμετασάλευτη πίστη, φανερώνουνται όλα τα πνευματικά χαρίσματα και δώρα τού Θεού.
Όλ' αυτά τα ουράνια χαρίσματα τα είχε λάβει από τον Κύριο ο παπα-Νικόλας. Όλα αυτά τα άφθαρτα διαμάντια στολίζανε εκείνο το φτωχοντυμένο γεροντάκι, που στάθηκε ο πιο ταπεινός από τους ταπεινούς. Για τούτο η θεία χάρη σκήνωσε μέσα του, κατά τον λόγο της Γραφής που λέγει:
Επί τίνα επιβλέψω, άλλ' η επί τον ταπεινό και ησύχιο και τρέμοντά μου τους λόγους; (Ης. ξστ' 2).
Ποιος άρχοντας, ποιος βαθύπλουτος έζησε σαν τον παπα-Πλανά, που δεν είχε που την κεφαλή κλίνη; Ποιος δοξασμένος αγαπήθηκε όσο αγαπήθηκε εκείνος που κρυβότανε για να μη τον δη κανένας; Ποιος ρήτορας στάθηκε πιο εκφραστικός από τον παπα-Νικόλα, που ψεύδιζε σαν νάτανε κανένα νήπιο;
Κι αληθινά, ποιος ήτανε πιο πλούσιος από τον αγιασμένο αυτόν γέροντα, αφού τα είχε όλα στη ζωή του, χωρίς να κρατά μία δραχμή στη τσέπη του; Αυτός ζούσε σαν εκείνους τους βλογημένους που λέγει ο απόστολος Παύλος πως ήτανε μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες. Ζητούσε πρώτα τη βασιλεία τού Θεού, κι όλα τα άλλα προσετίθεντο αυτώ (Μαρκ. δ' 24). Το πιο μικρό νόμισμα δεν βραδυαζότανε στη τσέπη του. Γιατί, όπως λέγει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, εκείνος όπου έχει φυλαγμένα χρήματα, είναι αδύνατο να πιστεύη και να ελπίζη στον Θεό. Και τούτο είναι φανερό από εκείνα όπου είπε ο Χριστός και Θεός μας: Όπου ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών (Ματθ. στ' 21).
Όσο κουραστικός είναι ο κακός και πονηρός άνθρωπος, άλλο τόσο ξεκουραστικός είναι ο καλός και ευλαβής. Ο προφήτης Δαυίδ λέγει για τον κακόν: υπό την γλώσσαν αυτού κόπος και πόνος. Κ' οι αρχαίοι Έλληνες τον κακό τον άνθρωπο πολύ σωστά τον λέγανε μοχθηρόν, που θα πη κουραστικός. Κι αυτός ο δυστυχής άνθρωπος δεν είναι μοναχά κουραστικός για τους άλλους, αλλά κι ο ίδιος είναι κουρασμένος από τις πονηρές έγνοιες του, ενώ ο καλόψυχος και απλός είναι ξεκούραστος. Γι' αυτό ο Κύριος είπε: Ελάτε σε μένα οι κουρασμένοι κ' οι φορτωμένοι, κ' εγώ θα σάς ξεκουράσω. Με αυτά τα λόγια δεν κάλεσε κοντά του μοναχά όσους είναι κουρασμένοι από τις θλίψεις και τις δυστυχίες της ζωής, αλλά κάλεσε κ' εκείνους που είναι κουρασμένοι και φορτωμένοι με τις μάταιες γνώσεις, με τις μάταιες φροντίδες και με τις πολύπλοκες πονηριές που ρίχνουν τον άνθρωπο στη απελπισία της απιστίας.
Η ομιλία του καλού ανθρώπου ξεκουράζει και ειρηνεύει, γιατί είναι ίσια, απλή κ' ειλικρινής, κ' η ψυχή μας ευχαριστιέται να τον ακούη, σαν τον στρατοκόπο που ξεδιψά από το δροσερό νεράκι της ερημικής βρυσούλας.
Ο κόσμος ας πορεύεται στον δρόμο του, εις την ευρύχωρο οδόν την απάγουσαν εις την απώλειαν (Ματθ. ζ 13). Οι λίγοι που ξεστρατίζουνε άπ' αυτόν τον δρόμο, ζούνε μεν κρυφά από τον κόσμο, περιφρονημένοι και περιπαιγμένοι, μα αυτοί έχουνε τη μακάρια ελπίδα, που είναι αθανασία πλήρης. Οι άλλοι είναι, κατά τον απόστολο Παύλο, οι μη έχοντες ελπίδα.
Για τούτο κι ο μακάριος και αθώος γέροντας, ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς, έζησε χαρούμενος σαν νάτανε παιδάκι, εν ιλαρότητι, μ' όλες τις πίκρες που πέρασε, επειδή είχε μέσα του το Πνεύμα το Άγιο, που λέγεται Παράκλητος, δηλαδή Παρηγορητής, γιατί όποιος είναι φωτισμένος άπ' αυτό, έχει την παρηγοριά που νικά όλες τις πίκρες, κι αχτινοβολά το πρόσωπό του. Σ' αυτόν η περιφρόνηση γίνεται ευπρόσδεκτη με χαρά, η φτώχεια κ' η στέρηση γίνεται πλούτος, η κακομεταχείριση αλλάζει σε τιμή, το μίσος σε αγάπη, η απελπισία σε μακάρια ελπίδα, η θλίψη σε χαρά.
Αληθινά, είναι βλογημένοι και καλότυχοι όσοι καταλάβανε γρήγορα την πίκρα που βρίσκεται μέσα στις χαρές του κόσμου και πήγανε κοντά στον Χριστό που μακάρισε τους πτωχούς τω πνεύματι, τούς πενθούντες, τους πραείς, τους ελεήμονας, τους καθαρούς τη καρδία, τους ειρηνοποιούς.
Οι άνθρωποι με το σαρκικό φρόνημα ας τους νομίζουν δυστυχισμένους, παραπεταμένους, περιφρονημένους, ακοινώνητους, άχαρους, στερημένους, πικραμένους. Αυτοί οι καλότυχοι έχουν πάρει δώρο από τον Κύριο να αλλάζουν θαυμαστά το πένθος σε χαρά, το δάκρυο σε αγαλλίαση, και σε όσα είπαμε παραπάνω. Σ' αυτούς γίνεται το μυστήριο εκείνης της θαυμαστής καταστάσεως που λέγεται από τους Πατέρας χαρμολύπη ή χαροποιό πένθος. Τούτα είναι τα δώρα του αγίου Πνεύματος, που είναι ακατανόητα στους σαρκικούς ανθρώπους, και που για να τα πη κανένας μεταχειρίζεται και καινούργιες λέξεις, όπως είναι η χαρμολύπη. Αυτή είναι η καινούργια γλώσσα που είπε ο Χριστός πως θα λαλήσουν όσοι θα πιστέψουν σ' αυτόν: Γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς (Μαρκ. ιστ 17).
Για τον χριστιανό, δεν υπάρχει δραστικώτερο δίδαγμα από το να διαβάζη τη ζωή ενός αγίου, προ πάντων ενός ανθρώπου που έζησε στον καιρό του, και που φάνηκε πως ήτανε άγιος από μόνος του, χωρίς να συντελέση σ' αυτό μήτε κανένας θόρυβος γι' αυτόν, μήτε κανένα εγκώμιο ειπωμένο από κάποιο επίσημο άνθρωπο. Μάλιστα, εκείνος που τον πιστέψανε για άγιο, φαινότανε από κάθε τι που έκανε και που έλεγε, πως δεν είχε καμμιά ιδέα για την αγιωσύνη του, αλλά το δάκρυο για τις αμαρτίες του δεν έλειπε από τα μάτια του, ενώ προσπαθούσε να ζη κρυμμένος και μοναχιασμένος, ως στρουθίον μονάζον επί δώματος. Η χαρά του κ' η ζωή του ήτανε να λατρεύη τον Θεό ημέρας και νυκτός, να κάνη Λειτουργίες, αγρυπνίες, εσπερινούς, παρακλήσεις, αγιασμούς, ευχέλαια, μνημόσυνα. Έξω από αυτά, ζωή και ευτυχία δεν υπήρχε για τον γέροντα, για τον παππού, για τον παπα-Νικόλα, κατά τον προφήτη Δαυίδ που λέγει: Μία ητησάμην παρά Κυρίου, ταύτην ζητήσω, το κατοικείν με εν οίκω Κυρίου πάσας τας ημέρας της ζωής μου. Τού θεωρείν με την τερπνότητα Κυρίου, τού επισκέπτεσθαι τον ναόν τον άγιο αυτού (Ψαλμ. κστ' 4). Και με την άσβεστη δίψα που είχε να ιερουργή, μαζι με την απλοϊκή συνοδεία του παράσερνε και τους αδιάφορους και τους ακατάνυκτους, και τους έκανε χριστιανούς. Η συνοδεία του ήτανε τα τέκνα του, υιοί και θυγατέρες τού Χριστού, ευλογημένη συντροφιά, που στη μέση είχανε τον αθώο γέροντα για οδηγό, τον καλό ποιμένα, που οδηγούσε τα πρόβατα του στα καλά και δροσερά λειβάδια της Ορθοδόξου πίστεως. Όλη η έγνοια κ' η φροντίδα τού γέροντα ήτανε η σωτηρία των προβάτων. Τα πονούσε, επειδή δεν ήτανε ο μισθωτός, που αφήνει τα πρόβατα και φεύγει.
Και πως δεν ήτανε μισθωτός το φανερώνει όλη η ζωή του, που την πέρασε χωρίς να αποκτήση τίποτα. Με τα χρήματα δεν είχε καμμιά συνάφεια, όπως είπαμε πρωτύτερα. Ο,τι τού δίνανε για να λειτουργήση και για να μνημονέψη, από το ένα χέρι τα έπαιρνε κι από τ' άλλο τα έδινε. Τα πρόβατά του ήθελε ν' ανακουφίση, κ' εκείνος ας ήτανε πεινασμένος, διψασμένος, κουρασμένος, με στεγνό λαρύγγι, ύστερ' από χιλιάδες ονόματα που είχε μνημονέψει. Επί χρόνια έσερνε μαζί του δέματα από χαρτιά κιτρινισμένα, που απάνω σ' αυτά ήτανε γραμμένα ένα πλήθος ακαταμέτρητο ονόματα κεκοιμημένων. Ω! Τι απίστευτη απλότητα και αγαθότητα! Και πόσο μακάριοι θα είναι όσοι τεθνεώτες μνημονευθήκανε από έναν τέτοιο ιερέα!
Μεγάλο και ψυχοσωτήριο παράδειγμα για μας είναι η ζωή ενός τέτοιου ανθρώπου στον σημερινό καιρό που φούντωσε η αμαρτία, και που την κάθε λογής ακολασία την έχουν συνηθίσει τόσο οι άνθρωποι, ώστε να έχουν γίνει αναίσθητοι. Στους πλέον σκοτεινούς καιρούς, που κρύβεται το λαμπερό πρόσωπο τού Θεού από τα μάτια των ανθρώπων, η φιλανθρωπία του φανερώνει ανάμεσά μας κάποιο απεσταλμένο του, για να μας στερεώση στη πίστη με την
πολιτεία του, κι ας μη λέγη πολλά λόγια. Τέτοιος απεσταλμένος ήτανε ο παπα-Πλανάς, που μήτε γράμματα γνώριζε, μήτε είχε την ευκολία στα λόγια που έχουν εκείνοι όπου συνηθίζει ο κόσμος να τους λέγη θεολόγους, και που σπουδάζουν στα πανεπιστήμια και στ' άλλα σχολειά και παίρνουν διπλώματα.
Γνώρισμα της Ορθοδοξίας είναι η απλότητα της καρδιάς που φέρνει την πίστη. Κι όπου υπάρχει αληθινή κι αμετασάλευτη πίστη, φανερώνουνται όλα τα πνευματικά χαρίσματα και δώρα τού Θεού.
Όλ' αυτά τα ουράνια χαρίσματα τα είχε λάβει από τον Κύριο ο παπα-Νικόλας. Όλα αυτά τα άφθαρτα διαμάντια στολίζανε εκείνο το φτωχοντυμένο γεροντάκι, που στάθηκε ο πιο ταπεινός από τους ταπεινούς. Για τούτο η θεία χάρη σκήνωσε μέσα του, κατά τον λόγο της Γραφής που λέγει:
Επί τίνα επιβλέψω, άλλ' η επί τον ταπεινό και ησύχιο και τρέμοντά μου τους λόγους; (Ης. ξστ' 2).
Ποιος άρχοντας, ποιος βαθύπλουτος έζησε σαν τον παπα-Πλανά, που δεν είχε που την κεφαλή κλίνη; Ποιος δοξασμένος αγαπήθηκε όσο αγαπήθηκε εκείνος που κρυβότανε για να μη τον δη κανένας; Ποιος ρήτορας στάθηκε πιο εκφραστικός από τον παπα-Νικόλα, που ψεύδιζε σαν νάτανε κανένα νήπιο;
Κι αληθινά, ποιος ήτανε πιο πλούσιος από τον αγιασμένο αυτόν γέροντα, αφού τα είχε όλα στη ζωή του, χωρίς να κρατά μία δραχμή στη τσέπη του; Αυτός ζούσε σαν εκείνους τους βλογημένους που λέγει ο απόστολος Παύλος πως ήτανε μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες. Ζητούσε πρώτα τη βασιλεία τού Θεού, κι όλα τα άλλα προσετίθεντο αυτώ (Μαρκ. δ' 24). Το πιο μικρό νόμισμα δεν βραδυαζότανε στη τσέπη του. Γιατί, όπως λέγει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, εκείνος όπου έχει φυλαγμένα χρήματα, είναι αδύνατο να πιστεύη και να ελπίζη στον Θεό. Και τούτο είναι φανερό από εκείνα όπου είπε ο Χριστός και Θεός μας: Όπου ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών (Ματθ. στ' 21).
Από το βιβλίο Ο παπα-Νικόλας Πλανάς, ο απλοϊκός ποιμήν των απλών προβάτων, εκδ. Αστήρ
Πηγή
Tέλειο! Να έχουμε την ευχή του!
ΑπάντησηΔιαγραφή