ΓΡΑΦΕΙΟ
ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 30η
Μαρτίου 2015.
Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΝΑ «ΑΝΑΤΡΕΠΕΙ» ΤΟΥΣ
ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ;
Με λύπη και ανησυχία παρατηρούμε το γεγονός
ότι η λεγόμενη «μεταπατερική και μετακανονική θεολογία» προωθείται αλματωδώς
στη συνείδηση της Εκκλησίας και δυστυχώς, από Επισκόπους, οι οποίοι οφείλουν να
είναι οι Ηρακλείδες της εκκλησιαστικής μας παραδόσεως, να βαδίζουν πάνω
στα χνάρια των αγίων Πατέρων μας,
να σέβονται και να τηρούν τις υποσχέσεις που
έδωσαν κατά τη χειροτονία τους, ότι θα είναι φύλακες της ορθοδόξου πίστεώς μας
και των Ιερών Κανόνων χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση.
Αφορμή για
την παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε από πρόσφατη συνέντευξη Μητροπολίτου, σε τοπικό τηλεοπτικό
σταθμό, πριν λίγες ημέρες, η οποία δημοσιοποιήθηκε σε διάφορες ιστοσελίδες και
ιστολόγια και προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Ήταν πολλά τα θέματα που τέθηκαν
στον Σεβασμιώτατο. Ένα από αυτά ήταν το εξής: «Είστε ικανοποιημένος από το αν
(οι πιστοί) ερχόμαστε να σας ακούσουμε κι αν είμαστε καλά εκπαιδευμένοι να
ακούμε το λόγο της Εκκλησίας;». Ο Σεβασμιώτατος απάντησε ως εξής: «Χρειάζεται
ένα υγιές εκκλησιολογικό φρόνιμα, όπως λέμε στην Εκκλησία. Η Εκκλησία έχει την
τάξη της, έχει τις αρχές της, κι έχει τους Κανόνες της, έχει την εμπειρία της
[…].Στην περίπτωση της Εκκλησίας σήμερα, δεν είναι ο λόγος του ανθρώπου, του
Επισκόπου, είναι ο λόγος της Εκκλησίας. Αυτό που λέμε εμείς, δεν είναι τίποτε
περισσότερο απ’ αυτό που είπε ο Χριστός. Οπότε, έχει να κάμει ο άνθρωπος, όχι
με τον άνθρωπο που εκφωνεί τα λόγια της Εκκλησίας, αλλά με τον ίδιο το Χριστό,
που διδάσκει με τα στόματα των κληρικών, των Επισκόπων σήμερα».
Μέχρις εδώ όλα καλά, υπό την προϋπόθεση, ότι ο Επίσκοπος
ορθοτομεί τον λόγον της αληθείας και δεν κακοδοξεί. Δεν διδάσκει με λόγια
αιρετικές θεωρίες, ξένες προς την πίστη και την Παράδοση της Εκκλησίας και δεν
προβαίνει σε πράξεις, που ισοδυναμούν με αποδοχή της αιρέσεως και προδοσία της
πίστεως. Μόνον τότε ο λόγος του επισκόπου «δεν είναι τίποτε περισσότερο απ’ αυτό που
είπε ο Χριστός». Μόνον τότε είναι «εις τύπον και τόπον Χριστού», όταν
στη ζωή του ενσαρκώνει και τις αρετές του Χριστού. Και το λέμε αυτό, διότι
δυστυχώς στην ιστορία της Εκκλησίας μας έχουμε πλείστα όσα παραδείγματα Επισκόπων,
που έπεσαν στην αίρεση και στην πλάνη και παρέσυραν πολλούς στην απώλεια. Τους
«επισκόπους» αυτούς καταδίκασε, αναθεμάτισε και απέκοψε από το σώμα της η Εκκλησία σε Οικουμενικές
και τοπικές Συνόδους.
Στη συνέχεια ο Σεβασμιώτατος διατυπώνει, κατά την
ταπεινή μας γνώμη, δηλώσεις που κάθε άλλο παρά «υγιές εκκλησιολογικό φρόνιμα»,
κατά τους ισχυρισμούς του, αποδεικνύουν. Δηλώσεις που ανατρέπουν την Κανονική
και Συνοδική Παράδοση της Εκκλησίας μας: «Ο Επίσκοπος έχει την ευθύνη της διδασκαλίας
της Εκκλησίας και ο Επίσκοπος έχει και το δικαίωμα – το θυμάστε αυτό, το
βρίσκουμε στην Εκκλησία πολλές φορές- του “δεσμείν και λύειν”, να δένει και να
λύνει μέσα στην Εκκλησία και να ανατρέπει όλους τους Κανόνες, να τους
ανατρέπει, τα πάνω κάτω να φέρνει.Κάποιους να τους τηρεί διαφορετικά τελείως
απ’ ό, τι είναι καταγεγραμμένοι, κάποιους να μην τους τηρεί καθόλου. Ο
Επίσκοπος μπορεί να τα διαχειριστεί αυτά, πότε, όταν είναι να αποβούν προς
όφελος πνευματικό των ανθρώπων»! Η εξουσία του «δεσμείν και λύειν», την
οποία ο Κύριος έδωσε στους Μαθητές Του και δι’ αυτών στους επισκόπους και
ποιμένες της Εκκλησίας, σε καμιά περίπτωση δεν δίδει το δικαίωμα στον επίσκοπο
«να
ανατρέπει τους [Ιερούς] Κανόνες», και «να φέρνει τα πάνω κάτω». «Κάποιους να
τους τηρεί διαφορετικά τελείως απ’ ό ,τι είναι καταγεγραμμένοι, κάποιους να μην
τους τηρεί καθόλου», όπως ισχυρίζεται ο Σεβασμιώτατος. Ο
επίσκοπος δεν βρίσκεται υπεράνω των Ιερών Κανόνων, αλλά υπόκειται σ’ αυτούς και
οφείλει να τους τηρεί όπως «είναι καταγεγραμμένοι» και όχι «διαφορετικά».
Εάν ο επίσκοπος βρισκόταν υπεράνω των Ιερών Κανόνων, τότε κατά συνεπή
ακολουθία, θα βρισκόταν υπεράνω και των αγίων Πατέρων, που εν αγίω Πνεύματι
συνέταξαν τους εν λόγω Ιερούς Κανόνες. Θα βρισκόταν υπεράνω των αγίων
Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, οι οποίες θεοπνεύστως εθέσπισαν τους εν λόγω
Κανόνες, οι οποίοι ως γνωστόν έχουν οικουμενικό και διαχρονικό
κύρος. Εάν ισχύουν οι λόγοι του Σεβασμιωτάτου, τότε τι νόημα έχουν οι φρικτές
υποσχέσεις, που δίνει ο Επίσκοπος κατά την ώρα της χειροτονίας του, ότι θα
είναι θεματοφύλακας των Θείων και Ιερών Κανόνων και όχι «διαχειριστής» των;
Στην περίπτωση αυτή σε τι διαφέρει ένας Ορθόδοξος Επίσκοπος από τον αιρεσιάρχη
Πάπα, ο οποίος έθεσε τον εαυτό του υπεράνω όλων των Συνόδων ακόμη και των
Οικουμενικών, ώστε να μην έχουν καμιά ισχύ, εάν δεν τις επικυρώσει εκείνος;
Η «εξουσία» του «δεσμείν και λύειν»,
που ο Κύριος έδωσε στους Μαθητές Του (και κατ’ επέκτασιν στους επισκόπους και
ποιμένες της Εκκλησίας), την οποία επικαλείται εδώ ο Σεβασμιώτατος, για να
στηρίξει τους ισχυρισμούς του, δεν έχει καμιά σχέση με την τήρηση των Ιερών
Κανόνων. Έχει ένα εντελώς διαφορετικό νόημα και λειτουργία μέσα στην Εκκλησία.
Συνίσταται στην «εξουσία» της αφέσεως, ή όχι των αμαρτιών των ανθρώπων, η οποία
πηγάζει από τον λόγο του Κυρίου «αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς,
αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιω.20,23), όπως επίσης και από τον λόγο
του «όσα
εάν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ, και όσα εάν λύσητε επί της
γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ» (Ματθ.18,18). Ασκείται μέσα στο χώρο
του μυστηρίου της Μετανοίας και ιεράς Εξομολογήσεως και εντάσσεται στα πλαίσια
της ποιμαντικής διακονίας των ποιμένων με στόχο στην σωτηρία των πιστών. Η «εξουσία»
αυτή δεν ασκείται αυθαίρετα και κατά το δοκούν, αλλά σύμφωνα με την διδασκαλία
του Ευαγγελίου και τους Ιερούς Κανόνες, με προϋπόθεση και κριτήριο την μετάνοια,
ή όχι των πιστών. Ο ποιμένας παρέχει την άφεση, εν ονόματι του Χριστού, εκεί
όπου υπάρχει μετάνοια, ενώ δεν την παρέχει, όπου υπάρχει αμετανοησία.
Αναφέρει
επίσης πως: «Όποιος πράττει ενάντια στην γνώμη του Επισκόπου, αυτός ο άνθρωπος
λατρεύει το διάβολο («Ο πράσσων δίχα της γνώμης του Επισκόπου τω διαβόλω
λατρεύει»). Ερωτούμε τον Σεβασμιώτατο: Εκείνος ο Επίσκοπος που δεν
υποτάσσεται στους ιερούς Κανόνες, αλλά τους «ανατρέπει» κατά το
δοκούν και φέρνει «τα πάνω κάτω», ποιόν λατρεύει;
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών
ΣΧΟΛΙΟ: Απ. Παύλου
Αμέθυστος
Τί
οὖν ἐροῦμεν Ἀβραὰμ τὸν πατέρα ἡμῶν εὑρηκέναι κατὰ σάρκα;
Ρωμ. 4,1 Λοιπόν
τι θα είπωμεν, πως ο,τι κατώρθωσεν ο πατέρας μας ο Αβραάμ το κατώρθωσε με τας
φυσικάς δυνάμεις και ικανότητάς του, χωρίς την βοήθειαν του Θεού; Ασφαλώς όχι.
Ρωμ. 4,2 εἰ γὰρ Ἀβραὰμ ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη, ἔχει
καύχημα, ἀλλ᾿ οὐ πρὸς τὸν Θεόν.
Ρωμ. 4,2 Διότι,
εάν υποτεθή ότι ο Αβραάμ εδικαιώθη από τα έργα, τα οποία αυτός έκαμε, έχει
καύχημα από τον εαυτόν του και στον εαυτόν του δια τα έργα του. Αλλά δεν έχει
κανένα καύχημα προς τον Θεόν; Αφού δεν έλαβε την τελείαν δικαίωσιν από την
πίστιν προς Εκείνον.
Ρωμ. 4,3 τί γὰρ ἡ γραφὴ λέγει; ἐπίστευσε δὲ Ἀβραὰμ
τῷ Θεῷ καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην.
Ρωμ. 4,3 Αλλά τι
λέγει η Γραφή στο θέμα αυτό; “Επίστευσεν ο Αβραάμ στον Θεόν και η πίστις αυτή
εθεωρήθη ως αξιόμισθος ενώπιον του Θεού, από τον οποίον και έλαβε την
δικαίωσιν”.
Ρωμ. 4,4 τῷ δὲ ἐργαζομένῳ ὁ μισθὸς οὐ
λογίζεται κατὰ χάριν, ἀλλὰ κατὰ ὀφείλημα·
Ρωμ. 4,4 Εις
κάθε ένα δε που εργάζεται, η αμοιβή δια την εργασίαν του δεν θεωρείται ως χάρις
και δωρεά, αλλ' ως χρέος, που πρέπει να καταβληθή.
Ρωμ. 4,5 τῷ δὲ μὴ ἐργαζομένῳ, πιστεύοντι δὲ ἐπὶ
τὸν δικαιοῦντα τὸν ἀσεβῆ, λογίζεται ἡ πίστις αὐτοῦ εἰς δικαιοσύνην,
Ρωμ. 4,5 Εις
εκείνον όμως ο οποίος δεν έχει να παρουσιάση έργα, αλλά πιστεύει στον Θεόν, που
δίδει δικαίωσιν και εις αυτόν ακόμη τον ασεβή, εάν μετανοήση, λαμβάνεται υπ'
όψιν η πίστις του αυτή, ώστε να πάρη την δικαίωσιν εκ μέρους του Θεού.
Ρωμ. 4,6 καθάπερ καὶ Δαυΐδ λέγει τὸν μακαρισμὸν
τοῦ ἀνθρώπου ᾧ ὁ Θεὸς λογίζεται δικαιοσύνην χωρὶς ἔργων·
Ρωμ. 4,6 Καθώς
ακριβώς και ο Δαυίδ προλέγει τον μακαρισμόν του ανθρώπου, στον οποίον ο Θεός
καταλογίζει και δίδει την δικαίωσιν, χωρίς να την εξαρτά πλέον από τα έργα του
Νομου.
Ρωμ. 4,7 μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι καὶ ὧν
ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι·
Ρωμ. 4,7 “Μακάριοι,
λέγει, είναι εκείνοι, στους οποίους έχουν συγχωρηθή αι ανομίαι και έχουν
σκεπασθή, ώστε να μη καταλογίζωνται καθόλου, αι αμαρτίαι.
Ρωμ. 4,8 μακάριος ἀνὴρ ᾧ οὐ μὴ λογίσηται
Κύριος ἁμαρτίαν.
Ρωμ. 4,8 Μακάριος
είναι ο άνθρωπος, στον οποίον ο Θεός δεν θα καταλογίση καμμίαν αμαρτίαν”.
Ρωμ. 4,9 ὁ μακαρισμὸς οὖν οὗτος ἐπὶ τὴν
περιτομὴν ἢ καὶ ἐπὶ τὴν ἀκροβυστίαν; λέγομεν γὰρ ὅτι ἐλογίσθη τῷ Ἀβραὰμ ἡ
πίστις εἰς δικαιοσύνην.
Ρωμ. 4,9 Ο
μακαρισμός, λοιπόν, αυτός εις ποίους αναφέρεται; Εις τους Ιουδαίους, που έχουν
την περιτομήν η και στους απεριτμήτους εθνικούς; Λοιπόν σας λέγομεν, όπως μας
διδάσκει η Αγία Γραφή, ότι “η πίστις κατελογίσθη στον Αβραάμ ως μέγιστον
πλεονέκτημα, χάρις στο οποίον του εδόθη η δικαίωσις”.
Ρωμ. 4,10 πῶς οὖν ἐλογίσθῃ; ἐν περιτομῇ ὄντι ἢ ἐν
ἀκροβυστίᾳ; οὐκ ἐν περιτομῇ, ἀλλ᾿ ἐν ἀκροβυστίᾳ·
Ρωμ. 4,10 Ποτε
λοιπόν και πως του κατελογίσθη αυτή η πίστις; Οταν είχε λάβει την περιτομήν η
όταν ακόμη ήτο απερίτμητος; Του κατελογίσθη ως δικαιοσύνη αυτή η πίστις, όχι
όταν είχε περιτμηθή, αλλ' όταν ήτο ακόμη απερίτμητος.
Ρωμ. 4,11 καὶ σημεῖον ἔλαβε περιτομῆς, σφραγῖδα
τῆς δικαιοσύνης τῆς πίστεως τῆς ἐν τῇ ἀκροβυστίᾳ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πατέρα
πάντων τῶν πιστευόντων δι᾿ ἀκροβυστίας, εἰς τὸ λογισθῆναι καὶ αὐτοῖς τὴν
δικαιοσύνην,
Ρωμ. 4,11 Και
επήρε την περιτομήν εξωτερικόν σημείον, σαν σφραγίδα, η οποία επιμαρτυρούσε και
επεβεβαίωνε την δικαίωσίν του ενώπιον του Θεού, όταν ακόμη ήτο απερίτμητος, δια
να είναι αυτός ο πνευματικός πατέρας όλων εκείνων, οι οποίοι καίτοι θα ήσαν
απερίτμητοι, θα είχαν φωτεινήν και ζωντανήν πίστιν, ώστε να καταλογισθή και εις
αυτούς, χάρις εις την πίστιν των, η δικαίωσις εκ μέρους του Θεού.
Ρωμ. 4,12 καὶ πατέρα περιτομῆς τοῖς οὐκ ἐκ
περιτομῆς μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῖς στοιχοῦσι τοῖς ἴχνεσι τῆς ἐν τῇ ἀκροβυστίᾳ
πίστεως τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἀβραάμ.
Ρωμ. 4,12 Εγινε
ακόμη και ο πατέρας των Ιουδαίων, που έχουν την περιτομήν την σαρκικήν, οι
οποίοι όμως δεν επαναπαύονται εις αυτήν, αλλά ακολουθούν και τα ίχνη της
πίστεως, την οποίαν είχε και έδειξεν ο πατέρας μας ο Αβραάμ, όταν ακόμη ήτο
απερίτμητος.
Ρωμ. 4,13 οὐ γὰρ διὰ νόμου ἡ ἐπαγγελία τῷ Ἀβραὰμ
ἢ τῷ σπέρματι αὐτοῦ, τὸ κληρονόμον αὐτὸν εἶναι τοῦ κόσμου, ἀλλὰ διὰ δικαιοσύνης
πίστεως.
Ρωμ. 4,13 Διότι η
υπόσχεσις, που εδόθη στον Αβραάμ, ότι με την πνευματικήν βασιλείαν του κατά
σάρκα απογόνος του Ιησού Χριστού, θα γίνη αυτός κληρονόμος του κόσμου, δεν του
εδόθη δια μέσου κανενός νόμου, αλλά δια μέσου της δικαιώσεως, που έλαβε από την
πίστιν.
Ρωμ. 4,14 εἰ γὰρ οἱ ἐκ νόμου κληρονόμοι,
κεκένωται ἡ πίστις καὶ κατήργηται ἡ ἐπαγγελία·
Ρωμ. 4,14 Διότι,
εάν κληρονόμοι του πνευματικού κόσμου γίνωνται αυτοί μόνον που έλαβαν και
τηρούν τον Νομον, τότε έχει γίνει αδειανή και ανωφελής η πίστις και έχει
καταργηθή πλέον η υπόσχεσις του Θεού, ότι η κληρονομία αυτή θα δοθή δωρεάν δια
της πίστεως στον Χριστόν.
Ρωμ. 4,15 ὁ γὰρ νόμος ὀργὴν
κατεργάζεται· οὗ γὰρ οὐκ ἔστι νόμος, οὐδὲ παράβασις.
Ρωμ. 4,15 (Η
παράβασις του Νομου του Θεού είναι αμαρτία. Ως τοιαύτη δε συνεπάγεται την οργήν
του Θεού και την καταδίκην του αμαρτωλού). Ο Νομος, επειδή βέβαια δεν τηρείται
από τους ανθρώπους, επιφέρει ως συνέπειαν την οργήν του Θεού εναντίον των
παραβατών, τους οποίους φυσικά και αποξενώνει από τας πνευματικάς δωρεάς, Οπου
όμως δεν υπάρχει νόμος, εκεί φυσικόν είναι να μη υπάρχη ούτε παράβασις.
Ρωμ. 4,16 διὰ τοῦτο ἐκ πίστεως, ἵνα κατὰ χάριν,
εἰς τὸ εἶναι βεβαίαν τὴν ἐπαγγελίαν παντὶ τῷ σπέρματι, οὐ τῷ ἐκ τοῦ νόμου
μόνον, ἀλλὰ καὶ τῷ ἐκ πίστεως Ἀβραάμ, ὅς ἐστι πατὴρ πάντων ἡμῶν,
Ρωμ.
4,16 Δια τούτο η σωτηρία και η
κληρονομία των αγαθών δίδεται δια μέσου της πίστεως δωρεάν και κατά χάριν και
όχι ως ανταμοιβή έργων του Νομου. Ετσι δε είναι σταθερά και ασφαλής η υπόσχεσις
του Θεού περί δικαιώσεως εις όλους τους απογόνους του Αβραάμ· όχι μόνον εις
εκείνους, πού είχαν τον Νομον, αλλά και εις εκείνους, που χωρίς τον Νομον είχαν την
πίστιν του Αβραάμ, ο οποίος κατ' αυτόν τον τρόπον είναι πατέρας όλων μας, των
Εβραίων και των εθνικών, εφ' όσον έχουν την πίστιν Αμέθυστος
Τί σχέση έχει η οικουμενικότητα της εκκλησίας μέ τους κανόνες της εκκλησίας ; Σέ τελευταία ανάλυση είσαι ομοϊδεάτης του Άνθιμου Αλεξανδρουπόλεως
ΑπάντησηΔιαγραφήΔέν είσαι σαφής. Δέν σέ πιάνουμε. Ξαναπροσπάθησε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Κύριος έδωσε Πνεύμα Άγιο στους μαθητές Του. Η εξουσία του δεσμείν και λύειν προϋποθέτει την δωρεά αυτή. Ο σημερινός κλήρος πιστεύει ότι με αέρα κοπανιστό μπορεί να συγχωρεί αμαρτήματα. Ο Κύριος δίνει Πνεύμα Άγιο, δεν δίνουν οι Επίσκοποι. Όσα λέει ο Άνθιμος θα μπορούσαν να είναι αληθινά, αν μιλούσαμε για Θεοπρόβλητο Επίσκοπο και όχι για κάποιον που εξελέγη γλείφοντας τον Άνθιμο και φιλώντας κατουρημένες ποδιές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεώργιος