Τρίτη 28 Απριλίου 2015

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (11)

Συνέχεια από Δευτέρα, 20 Απριλίου 2015
               
   PAUL   FRIEDLȀNDER
                                                       Π Λ Α Τ Ω Ν

        ( 1ος τόμος:  Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής )
                      ( Τρίτη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση -
                                Walterde Gruyteru. Co, Berlin 1964 )

                                KΕΦΑΛΑΙΟ  ΙΙΙ   /   ΑΡΡΗΤΟΝ

Περιλαμβάνει όπως όλες τις πνευματικές περιοχές, έτσι και τις ανθρώπινες δυνάμεις, την αγάπη τών αισθήσεων, την οξύτατη σκέψη και την ύψιστη έξαρση ο Πλάτων. Eνώ είναι άξιες ‘καταστροφής’ για τον μυστικό, όπως ακριβώς και στον χριστιανικό κόσμο  (( ; )) , στο Ισλάμ και στις Ινδίες οι αισθήσεις. ‘Εισχωρεί’ δε μόνο μέσα από κρυφά μονοπάτια, μεταφερμένη απ’ τα φτερά τού Υψηλού Τραγουδιού ή τής σουφικής ποίησης, και συχνά παραμορφωμένη η υλική φύση. Υπάρχουν φυσικά και στον Πλάτωνα εχθρικοί προς τις αισθήσεις ‘τόνοι’. Ζωή είναι να μαθαίνης να πεθαίνης· προσηλώνει όπως μια πρόκα την ψυχή στο σώμα κάθε ηδονή και αποστροφή· και πρέπει να απελευθερωθή, για να μπορέση αληθινά να φιλοσοφήση, απ’ το σώμα η ψυχή, διαβάζουμε στον «Φαίδωνα». Είναι όμως εντελώς διαφορετικά τα πράγματα στο «Συμπόσιο» και τον «Φαίδρο», όπου και δεν υφίσταται, παρ’ όλες τις ισχυρές βέβαια ‘μάχες’ με το ‘μαύρο’ άλογο της άγριας επιθυμίας, η περίφοβη ωστόσο επιλογή ανάμεσα στην ευτυχία τών αισθήσεων και την ψυχική ειρήνη. Δεν εχθρεύεται τον έρωτα του Θεού ο έρως τών αισθήσεων, αλλά είναι απαραίτητο σκαλοπάτι τής ανόδου στο ύψιστο Είναι ο έρως τού ωραίου σώματος. Mπορεί να παραδέχεται κανείς, ότι παρέμεινε εξωτερική η αντίφαση ανάμεσα στον «Φαίδωνα» και τους ερωτικούς διαλόγους τού Πλάτωνα, μπορεί και να δη να υποδηλώνεται ήδη εδώ ως μια λεπτή σχισμή το ρήγμα, που ‘διασχίζει’ αργότερα τον κόσμο· περιλαμβάνει ωστόσο σ’ ένα δονούμενο τόξο όλες τις ανθρώπινες δυνάμεις ο Πλάτων.
Είναι μοναχική η μυστική ψυχή. «Φυγή τού Ενός προς τον Έναν», ονομάζει τον δρόμο τής ψυχής προς τον Θεό ο Πλωτίνος(Ι 6, 7. VI 9, 11), με τον τρόπο που είχαν ήδη μιλήσει για την κοινότητα του Ενός με τον Έναν οι νέο-πυθαγόρειοι. Το ίδιο όμως ισχύει και παντού. Η μοναξιά (η ερημιά…) είναι το άριστο όλων για τον Meister Eckart, «μπορεί να αναγνωρίση τον Θεό, απομονώνει το πλάσμα και το ενώνει μαζί Του». Κι ενώ ακριβώς γνωρίζει, ‘διαθέτει’ μεγάλους πνευματικούς οδηγούς η ‘μυστικότητα’, ιδιαιτέρως στο Ισλάμ και στην Ινδία, αλλά και στον ελληνικό π.χ. μοναχισμό  (( Σημ. τ. μετ.: Είναι σαφές, ότι συγχέει απαράδεκτα διαφορετικά μεταξύ τους ‘πράγματα’ ο Friedlӓnder, κι αυτό είναι το τραγικό τίμημα της ‘καταστροφής’ τού επονομαζομένου – από τη Δύση – ‘Βυζαντίου’, ακόμα και στις συνειδήσεις τών πιο ‘καλλιεργημένων’ εκπροσώπων της, που μεγαλώνουν κυριολεκτικά σ’ έναν ανάπηρο κόσμο. Το ίδιο ‘φαινόμενο’, απ’ το οποίο πλέον κινδυνεύει, ίσως ‘εις τέλος’, και η σημερινή, «ανήκομεν εις την Δύσιν», πατρίδα μας… )) , και απαιτείται η μαθητεία, ως μέσο θεραπείας, κοντά σ’ έναν σοφό, πρέπει να θεωρείται παρ’ όλ’ αυτά πάντοτε με τον τρόπο του Πλωτίνου η ενότητα (Θεού και ανθρώπου… - Unio). Δεν είναι όμως πλατωνικός εδώ ο Πλωτίνος. Ανάβει, κατά τον Πλάτωνα, «ύστερα από μακρά συμβίωση και κοινή προσπάθεια, όπως από μια σπίθα που ξεπηδά, η φωτιά στην ψυχή», κι όσο κι αν είναι ΄θρασύ’ το να θέλουμε να πούμε κάτι για το πώς φτάνει στο επέκεινα (Epekeina) η ψυχή, δεν είναι δυνατή, χωρίς την κοινότητα της ερωτικής αναζήτησης, η άνοδος στον διαλεκτικό δρόμο.
Οδηγεί λοιπόν στο βασίλειο των καθαρών μορφών ή υπάρξεων, και σ’ αυτό που είναι, πέρα από εκεί, επέκεινα από κάθε ουσία ο διαλεκτικός δρόμος. Κι αν ονομάζεται «το Αγαθό» αυτό το επέκεινα, εκφράζεται διαισθητικά κάθε διαμορφώνουσα ωραιότητα, επενεργούσα τάξη και δημιουργική πληρότητα μ’ αυτόν τον τρόπο. Και πρέπει να ξεπεράσης και τις ύψιστες τρόπον τινά μορφές, για να φτάσης εκεί. Είναι μόνον ως το Ύψιστο στο βασίλειο των ουσιών, και μόνον ως τέτοιο, πάνω απ’ όλες τις ουσίες το Αγαθό. Είναι μια τόσο υψηλή μορφή, ώστε να είναι γι’ αυτό ακριβώς πάνω απ’ όλες τις μορφές. Πρόκειται για κάτι το εντελώς λοιπόν διαφορετικό απ’ την ‘απούσα’ θεότητα του Eckart, την άχρωμη θάλασσα της όλης θεότητας, για την οποίαν ‘τραγουδά’ ο Angelus Silesius, ή και το εντελώς άμορφο Brahman των Ουπανισάδων. Και δεν μπορεί και να αποδείξη εύκολα κανείς τη διαφορά. Πρέπει να προσέχουμε στον ‘δρόμο’ ή την ‘οδό’, τί ‘παίρνει’ την ψυχή προς τα εδώ και τί την ‘παίρνει’ προς τα εκεί, και το σχήμα που αποκτά η ίδια. «Όπως χάνονται, χωρίς όνομα πια και μορφή, τα ρεύματα της θάλασσας, έτσι λυτρώνεται από όνομα και μορφή κι ο σοφός, και εισέρχεται στον ουράνιο Purusa, που είναι πιο ψηλά απ’ το ύψιστο», λέει μια Ουπανισάδα. «Ω, άφησέ με να μην υπάρχω ποτέ· γιατί σημαίνει στον ήχο τού οργάνου, πως γυρίζουμε πίσω σ’ Αυτόν το να μην υπάρχης ποτέ», γράφει ο Dschelalledin. Κι ο Meister Eckart: «Βρίσκεται σ’ αυτό όλη μας η πληρότητα κι όλη μας η μακαριότητα, στο να προχωρήση πέρα από κάθε ‘ποιότητα’ και κάθε χρονικότητα και κάθε ουσία, και να φτάση στον βυθό που δεν έχει βυθό ο άνθρωπος». Προφύλαξαν ως επί το πλείστον απ’ το να ‘συγκραθή’ τόσο απολύτως, όπως το ποθεί ο άνθρωπος της Ανατολής, τον δυτικό άνθρωπο η ευρωπαϊκή μορφοποίηση και η ελληνική πνευματική κληρονομιά. Ισχύει βέβαια συχνά για τον χριστιανό μυστικό, ότι παραμένει η ουσία του, μόνο μεταμορφωμένη. Είναι ωστόσο το ‘απογίγνεσθαι’, η ‘ερημιά’ κι η αποξένωση δρόμος τής ψυχής στον Eckart και τους περισσότερους μυστικούς προς τον σκοπό της, που ονομάζεται αιώνια ησυχία στον Θεό και Κύριο   (( Σημ. τ. μετ.: Αιώνιο θάνατο, το ονομάζει βέβαια αυτό ο καθ’ ημάς ησυχαστής Κάλλιστος Αγγελικούδης, ‘συντρίβοντας’ κυριολεκτικά τις ανοησίες τών Λατίνων δια στόματος Θωμά Ακινάτη – βλ. στις αναρτήσεις μας… Η ψυχή που φτάνει στον Θεό και ενώνεται μαζί του δεν έχει τέλος στη χαρά της… Αλλά οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν καμμιάν απολύτως εμπειρία αγιότητας, που την έχουν όσοι αγαπούν τον Κύριο στην καθ’ ημάς Ανατολή από αυτήν εδώ κιόλας την ζωή… )) . Δεν γνωρίζει παρά μια λοιπόν κίνηση ο ‘μυστικός’ :  να φύγη απ’ το Εδώ και Τώρα, στο οποίο ωστόσο πληρούται εντελώς ο κλασσικός άνθρωπος  (( Κι εδώ καθίστανται ωστόσο αμφίβολες οι ‘γνώσεις’ τού συγγραφέα μας… )) . Κι αν ακόμα ‘εισάγη’, από ιστορικής πλευράς, με την κίνησή του προς το επέκεινα εκείνη τη (μυστική…) φυγή ο Πλάτων, κι αναζητείται σ’ αυτόν  (( Ε, τί να κάνουμε… )) η πηγή πολλών μυστικών θεωριών, ανήκει ωστόσο εξαιρετικά στον κλασσικό (ελληνικό…) τύπο  (( ! )) ο ίδιος, ώστε θα έπρεπε να θεωρείται και αντίθετος σε κάθε μυστικισμό τελικά. Και μπορεί να γίνη ακόμα μια φορά σαφής η αντίθεση, περί τής οποίας και μιλάμε εδώ, αν συγκρίνουμε τις ύψιστες κορυφές τής πλατωνικής και της πλωτινικής θεωρίας, όπως ‘μετρήσαμε’ διασαφηνιστικά προηγουμένως και τον πλατωνικό με τον πλωτινικό έρωτα.
Όποιος «αγγίζει», ακολουθώντας τις οδηγίες τής Διοτίμας, «τον σκοπό» (σχεδόν άν τι άπτοιτο τού τέλους – 211 Β), αυτός θεάται το αρχέτυπο του Ωραίου (κατόψεται – 210 Ε). Είναι δηλ. πάντοτε για όραση και θέαση ο λόγος. Και αποκαλείται ένα αντικείμενο της διδασκαλίας (μάθημα) εκείνο το αρχικό Ωραίο (211 C). Αυτός που βλέπει το Ωραίο, γι’ αυτόν αξίζει και η ζωή (211 D). Και πρέπει «να γεννήση και να θρέψη» τότε «αληθινή αρετή, και ν’ αγαπηθή έτσι απ’ τον θεό και να γίνη, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο, αθάνατος» (212 Α). Βλέπουν λοιπόν στον αόρατο χώρο τα αρχέτυπα οι τέλειοι θεοί στον «Φαίδρο», και θέλουν να τους ακολουθήσουν και βλέπουν με κόπο τις ουσίες οι ανθρώπινες ψυχές. Και αποτελεί την τροφή τού ευγενέστερου που υπάρχει στην ψυχή αυτή η θέα (η προσήκουσα ψυχής τώ αρίστω νομή – 248 Β), που μ’ αυτήν αυξάνουν και τα φτερά τής ψυχής. Το αν θα δη δε κάτι απ’ το Αληθές, αυτό αποφασίζει και για τη μοίρα της (249 Β). Διαμένει ανάλογα με τις δυνάμεις του πάντοτε σε κείνες τις αναμνήσεις ο φιλόσοφος. ‘Εξέρχεται’ (εξιστάμενος) απ’ τις ανθρώπινες ενασχολήσεις, και εκλαμβάνεται, όπως βρίσκεται έτσι κοντά στο θεϊκό, ως τρελλός απ’ το πλήθος, που δεν γνωρίζει ότι είναι σε ‘έκσταση’ και ‘ενθουσιασμό’ (ενθουσιάζων – 249 D).
΄Συγκρατείται’ (ωστόσο…) αυστηρά απέναντι στο αρχέτυπο, μέσα σ’ όλα αυτά, η ψυχή. Και δεν σημαίνει μήτε ο ενθουσιασμός (Enthousiasmus), η θεϊκή ‘τρέλλα’, πως ‘μεταβαίνει’ σε κάτι το εντελώς άλλο η ψυχή, ή κι ότι εισρέει εκείνο το άλλο σ’ αυτήν, αλλά μόνον ότι ‘απομακρύνεται’ απ’ ό, τι ονομάζουν (συνήθως…) ‘σοβαρές απασχολήσεις’ (ανθρώπινα σπουδάσματα) οι άνθρωποι.  ((Σημ. τ. μετ.: Πόσο αποδεικνύονται κι από εδώ ‘φληναφήματα’ και ‘ανοησίες’ όσα συστηματικά ακούγονται για τον ‘άλλον’, και μάλιστα για τον ‘έτερον άλλον’ – ο νοών νοείτω…- τα τελευταία χρόνια και στον τόπο μας, από ανθρώπους που ‘παριστάνουν’ δυστυχώς τούς – ντε και καλά…- , δήθεν όμως, ‘θεολόγους’, προκαλώντας απίστευτες ζημιές στο συλλογικό φρόνημα και την πίστη… ))   Είναι όμως εντελώς διαφορετικές στο ίδιο ακριβώς σημείο οι εμπειρίες τού Πλωτίνου. Που επαναλαμβάνει μεν την εικόνα τού «Φαίδρου» για την κίνηση των θεών και των ψυχών προς το να δουν τις αιώνιες μορφές στην πραγματεία του για το νοητό Ωραίο, με το να ‘διαλύεται’ όμως ήδη εδώ η αυστηρή ‘διάκριση’ (το ένα απέναντι στο άλλο…) μεταξύ ‘θεάματος’ και ‘θεατή’ (V 8, 10). «Γιατί αστραποβολούν όλα και ‘πληρώνουν’ (γεμίζουν…) αυτούς που έφτασαν μέχρις εκεί, ώστε να γίνονται κι αυτοί ωραίοι, όπως ‘πληρώνονται’ συχνά απ’ το φωτεινό κίτρινο χρώμα τής γης άνθρωποι που ανεβαίνουν σε υψηλούς τόπους, και μοιάζουν με το έδαφος στο οποίο ‘πατούν’». ‘Λαμβάνεται’ πιο ισχυρά αυτό που ακτινοβολεί και εκπέμπει δύναμη. Εξαφανίζεται η δραστηριότητα του ‘θεατή’, που περιβάλλεται απ’ τη δύναμη που ακτινοβολεί από εκεί. Που την ‘παίρνει’, ακόμα περισσότερο, στον εαυτό του, και γίνεται σαν «μεθυσμένος και εντελώς πλήρης απ’ το νέκταρ (Nektar)». Έπαψε λοιπόν να υπάρχη πια το απέναντι… «Γιατί δεν υπάρχει πια το Ένα και το Άλλο, αλλά έχει αυτός που βλέπει με οξύτητα αυτό το οποίο κοιτά στον εαυτό του, κι όπως το ‘διαθέτει’, δεν γνωρίζει τις περισσότερες φορές ότι το ‘διαθέτει’, και εξακολουθεί να το κοιτά όπως ένα ‘έξω απ’ αυτόν’ ‘Ένα». «Κοιτά ‘εκεί έξω’ τα πάντα, όσα βλέπει κανείς και είναι ορατά. Πρέπει να τα ‘μεταφέρη’ όμως πλέον στον εαυτό του και να τα βλέπη ως Ένα και ως τον εαυτό του, όπως όταν ‘προξενούσε’, αρπαγμένος από κάποιον θεό, τον Φοίβο ή μια απ’ τις Μούσες, στον εαυτό του, έχοντας τη δύναμη να κοιτάξη μέσα του τον θεό, τη θέα τού θεού». Αναζητείται μια καινούργια ωστόσο έκφραση, για να διατυπωθή σαφώς αυτή η εμπειρία τής ενότητας ‘θεάματος’ και ‘θεατή’. «Αν όμως δη, αρπαγμένος από εκείνον τον θεό, και χωρίς να είναι (κατ’ αρχάς) σε θέση να κοιτάξη τον εαυτό του, κάτι το ορατό κάποιος από μάς, βλέπει τότε τον εαυτό του και κοιτάζει μιαν εξωραϊσμένη εικόνα τού ίδιου του τού εαυτού. Εγκαταλείποντας (όμως…) κατόπιν, όσο ωραία και να είναι, την εικόνα, και γινόμενος ένα με τον εαυτό του, ένα (επίσης…) και ταυτόχρονα όλα, χωρίς να διασπάται πλέον, με εκείνον τον αθόρυβα παρόντα θεό, όντας μαζί του για όσο μπορεί και θέλει». Εκφράζεται δηλ. συνεχώς η ενότητα (η ενοποίηση…), και αναιρείται το απέναντι… «Τα διαθέτει, ανατρέχοντας στο εσωτερικό (στο κέντρο, στον πυρήνα, στην ψυχή…), όλα, και παραιτούμενος, από φόβο να είναι ένας άλλος, απ’ το παρελθόν (την αντίληψη προς τα πίσω…), είναι εκεί ένα και ενωμένος…». Και: «Πρέπει να μεταβή σ’ αυτό το εσωτερικό κανείς και να γίνη, αντί για κάποιον που βλέπει, ‘θέαμα’ (θέα, θεώρηση…) ενός άλλου πλέον που κοιτά ή θεάται».  Φτάσαμε απ’ την ενεργητική θέαση σε μιαν κατάσταση, όπου και παραδίδεσαι ακούσια στην ακτινοβολία, ‘συλλαμβάνεσαι’ και ‘μετατρέπεσαι’ απ’ αυτήν. «Όσο το κοιτά σαν ένα άλλο, δεν βρίσκεται ακόμα (ο ίδιος…) στο Ωραίο, όταν όμως γίνη ο ίδιος αυτό (που κοιτά…), βρίσκεται τότε ως επί το πλείστον στο Ωραίο». Βλέπουμε την ενέργεια (Energie) αυτής τής ένωσης (Henosis) λοιπόν, και στρεφόμαστε μετά προς τον Πλάτωνα, στον οποίον και μένουν αυστηρά απέναντι (αναμεταξύ τους…) το Εγώ και το Αυτό. 
Αυτό το οποίο βιώνει με το «Ωραίο» ο Πλωτίνος, αυτό και επαναλαμβάνεται με το «Αγαθό ή το Ένα» στην ύψιστη βαθμίδα (VI 9). Δεν παύει δε να επαναλαμβάνη, ότι ‘πηγαίνει’ προς κάτι το άμορφο (εις ανείδεον – πργρφ. 3) η ψυχή, κάτι το δίχως ‘σχήμα’, ούτε το σχήμα που αντιλαμβάνεται η καθαρή σκέψη (άμορφον δέ εκείνο καί μορφής νοητής – πργρφ. 3), κι ότι είναι άμορφο ως πριν από κάθε μορφή (ανείδεον πρό είδους άπαντος). Χρειάζεται λοιπόν έναν ιδιαίτερο τρόπο, για να φτάση σ’ αυτό το ύψιστο, και ο άνθρωπος. «Δεν γίνεται αντιληπτό με τη γνώση κι ούτε με την καθαρή σκέψη όπως οι άλλες νοητές ουσίες, αλλά με μιαν πέρα από κάθε γνώση παρουσία». Και γι’ αυτό πρέπει να είναι ιδιαιτέρως ‘διαμορφωμένη’ και η ψυχή, συγγενική προς αυτό που θέλει να ‘συλλάβη’, ασχημάτιστη και άμορφη λοιπόν κι η ίδια. «Όπως λέγεται ότι πρέπει να είναι ελεύθερη από κάθε συγκεκριμένη ποιότητα, ώστε να εντυπώνεται τα πάντα η ύλη, έτσι κι ακόμα πολύ περισσότερο πρέπει να γίνη άμορφη, αν δεν θέλη να εμποδίζεται από τίποτα, ώστε να πληρωθή και να φωτισθή απ’ την υψίστη ουσία και η ψυχή». Και «βλέπει τότε», όταν έχη επιτύχει πλέον αυτόν τον σκοπό, «εκείνο εκεί και ταυτόχρονα τον εαυτό της, σύμφωνα με τον (‘πνευματικό’…) νόμο: να διαλάμπη γεμάτη απ’ το νοητό φως η ίδια, ή η ίδια μάλλον καθαρό φως, ανάλαφρη δίχως βαρύτητα,  έχοντας γίνει ή γινόμενη μάλλον θεός». Μόνον όταν έχει καταστή άμορφη όπως το «Ένα» η ψυχή, συμβαίνει αυτό, το οποίο πρέπει να το ονομάσουμε, όχι θέα, αλλά ένωση (ως άν μή εωραμένον αλλ’ ηνωμένον – πργρφ. 11). Και δεν μπορούμε να μιλάμε για ‘θέαμα’ τότε και ‘θεατή’, αλλά είναι και τα δυό ένα. «Κι ούτε βλέπει ούτε διακρίνει, ούτε ‘αντιλαμβάνεται’ δυό ουσίες τότε ο θεατής, αλλά γίνεται ένας άλλος κι όχι αυτός ο ίδιος, και δεν είναι μετριοπαθώς προσφερόμενος ο ίδιος εκεί, αλλά έχει γίνει ως περιουσία εκείνου τού άλλου Ένα, συνενούμενος κέντρο με κέντρο τρόπον τινά». Και δεν ονομάζεται «θέα, αλλά ένας άλλος τρόπος όρασης, έκσταση (Ekstase – εξίσταμαι…) και απλότητα και εγκατάλειψη του εαυτού και επιθυμία επαφής και απραξία και διαλογισμός και μελέτη ενότητας» (αυτό…) το ‘παραπέτασμα’.
Ονομάζοντας το ύψιστο Ένα «το Αγαθό», ακολουθεί τον Πλάτωνα, του οποίου και αισθάνεται εξηγητής (Exegete) ο Πλωτίνος (V 1, 8). Κι ακούγεται πάλι και πάλι σ’ αυτόν το επέκεινα (Epekeina),  που εξέφρασε στην «Πολιτεία» για κείνο το ύψιστο Αγαθό ο Σωκράτης.  «Δεν σημαίνει: αυτό το συγκεκριμένο, το πέρα από κάθε όν· γιατί δεν τοποθετείται και δεν καθορίζεται· κι ούτε το ονομάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο, αλλά ‘λέει’ μόνον, ότι δεν είναι αυτό». Είναι όμως εξίσου σαφής και η διαφορά απέναντι στον Πλάτωνα. Διαπέρασε μια εντελώς αλλαγμένη ζωή την παλαιά μορφή. Για το ότι θα ήταν ασχημάτιστο και άμορφο το ύψιστο, και για το ότι θα έπρεπε να γίνη άμορφη για να το φτάση και η ψυχή: δεν υπάρχει τίποτα απ’ αυτά στον Πλάτωνα, που αφήνει να σιωπά γενικώς περί αυτού ο Σωκράτης. Θα του φαινόταν δε σίγουρα ότι απομειώνουν το ‘γεγονός’ αυτά τα λόγια, και θα έπρεπε να προεκτείνη, με τη δική του έννοια, σε κάτι όπως «Πέρα ακόμα κι από κάθε σχήμα και μορφή» εκείνη την παράδοξη άνοδο προς το «Επέκεινα από κάθε ον και ουσία» κανείς. Δεν του πέρασε ποτέ η σκέψη, να αφήση να διαλυθή στο άμορφο η ψυχή, και δεν μπορούσε (άλλωστε…) να σκεφτή ως πολίτης ενός τόσο ‘διαμορφωμένου’ κόσμου κάτι τέτοιο.  Δεν γνωρίζει λοιπόν ούτε και την εκστατική ένωση της ψυχής με το ύψιστο τελικά. Σιωπά απολύτως περί αυτού, και μπόρεσε έτσι να ερμηνεύση με τη δική του έννοια τη σιωπή του ο Πλωτίνος. Όπως δεν διανοείται όμως, ότι δεν συσχηματίζεται με την εικόνα, μιμούμενός την, κάποιος που ζη με αγάπη και θαυμασμό μαζί της ο Πλάτων, ότι πρέπει να ομοιώνη αναγκαίως δηλ. την ψυχή προς το θεώμενο, την Ιδέα, η θέαση «του τακτοποιημένου και με τον ίδιον πάντοτε τρόπο συμπεριφερομένου» (Πολιτεία 500 C), το ίδιο πρέπει να συμβαίνη, σ’ έναν ύψιστο ακόμα βαθμό,  κι όταν πλησιάζη αυτό που είναι επέκεινα από κάθε Είναι η ψυχή. «Να γίνης θεός», ποθεί ο Πλωτίνος: «Δεν προσπαθούμε, να βγούμε απ’ τις ατέλειές μας, αλλά να είμαστε θεοί (θεός…)» (Ι 2, 6). Στον Πλάτωνα ονομάζεται να γίνουμε θεόμορφοι, και αγαπημένοι τού θεού, και όμοιοι κατά το δυνατόν με αυτόν ο σκοπός. Και δεν πρόκειται για μιαν απλή, λεκτική διαφορά, αλλά διακρίνονται εντελώς εδώ αποφασιστικά ο διαλεκτικός δρόμος τού Πλάτωνα  και η ‘μυστική κλίμαξ’ (Scala mystica) τού Πλωτίνου, που δανείζεται άδικα (εσφαλμένα…) το όνομά της από τον πρώτο. Δηλώνει περισσότερα απ’ ό,τι ο Πλάτων για τον σκοπό ο Πλωτίνος. Πρέπει όμως να γνωρίζουμε, ότι δεν μιλά εδώ επ’ ονόματί του (του Πλάτωνα δηλ. …). Οδηγεί μέσα απ’ το βασίλειο των αιωνίων μορφών η μυστική οδός τού Πλάτωνα. Πόσο πρέπει να είναι διαμορφωμένη (λοιπόν…), ώστε να προφυλαχθή, όμοια ως προς την ουσία με τα αρχέτυπα που πρόκειται να δη, απέναντί τους και η ψυχή! Κι εφ’ όσον είναι αυτός ο δρόμος της προς το άρρητο (Arrheton), δεν επιτυγχάνεται με τη δική της εργασία εκείνο το ύψιστο. Αλλά πρέπει να σταθή με μυστικό τρόπο απέναντί του ακόμα, και να μην ‘απορρεύση’ η ψυχή. Διασαφηνίστηκε έτσι ίσως εδώ, μέσα απ’ την ‘αντιπαράθεση’ προς τον Πλωτίνο, αυτό που ‘συμβαίνει’ πραγματικά στον Πλάτωνα, όσο κι αν είναι εξαιρετικά θρασύ και τολμηρό να θέλουμε να εκφράσουμε αυτό, για το οποίο έπρεπε να σιωπήση ο ίδιος.
.
(  Τέλος τού τρίτου κεφαλαίου, με τον τίτλο: «Άρρητον»  -  Συνεχίζεται με το επόμενο κεφάλαιο, υπό τον τίτλο: «Ακαδημία»  )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου