Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

Το μέτρο στην κριτική του Καντ ια

Συνέχεια από:Τετάρτη, 22 Απριλίου 2015

  Το μέτρο στην κριτική του Καντ
Του Gerhard Krüger

ΙΙΙ. Η εφαρμογή του μέτρου( περί οντολογίας)

Η σύγχρονη υπευθυνότητα και τιμή τής διάνοιας εκφράζεται στο γεγονός πως αυτή δρα «σύμφωνα με ένα προηγουμένως επινοημένο σχέδιο» (στο ίδιο σημείο), δηλαδή έτσι, ώστε προδιαγράφει από μόνη της και εκ των προτέρων την γενική ουσία των αντικειμένων της. Ο Καντ όμως καταπιάνεται κατευθείαν με το όριο αυτής της συμπεριφοράς. Εφόσον η επιστήμη έχει ακόμα ανάγκη την αναπαράσταση, συνεχίζει να εξαρτάται από την «μίμηση» και τήν «διδασκαλία». Το γεγονός ότι τα αντικείμενα υπάρχουν ως μονάδες, πρωτίστως μάλιστα, η φυσική ύπαρξη μπορεί να θεωρείται μόνο ως κάτι το δεδομένο. Η επαναστατική, μοντέρνα δύναμη της επιστήμης, στην οποία απευθύνεται «Η πρόταση του πνευματώδους Baco από το Verulam» (r.V.B XII), ασχολείται μόνο με την «μορφή» τού Είναι. Η «διεισδυτική σκέψη» και η «αυτό-δημιουργία» αφορά μόνο στις «αρχές». Από την άλλη, οι αναγκαίες «συνέπειες» (στα μαθηματικά) πρέπει να ανακαλύπτονται μέσω της αναπαράστασης. Όσο για την ύλη με την οποία λειτουργεί η εμπειρία, αυτή πρέπει να «αναζητηθεί» «βάσει εκείνων που η διάνοια έχει τοποθετήσει μέσα στην φύση». Η ύλη αυτή λοιπόν πρέπει να «αναζητηθεί» και όχι να «αποδοθεί» (B XIII f). Ο στοχασμός περί της ουσίας των πραγμάτων γίνεται βάσει εκείνων που η «λογική αναζητεί και τα οποία έχει ανάγκη». Παραμένει όμως ουσία των πραγμάτων τα οποία δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε. Η λογική πρέπει στο ένα χέρι να κρατά τις αρχές, και στο άλλο το πείραμα (στο ίδιο σημείο). Η «κοπερνικάνικη στροφή» στην μεταφυσική συνίσταται στο ότι αυτή η συνθήκη-στην αρχή υποθετικά- γίνεται παραδεκτή και για την μεταφυσική ως επιστήμη. Αυτό σημαίνει πως για την γνώση του υπερφυσικού προϋποτίθενται αρχές τις οποίες «τοποθέτησε μέσα σε αυτήν» η λογική. Ενώ στα μαθηματικά έχουμε να κάνουμε με έννοιες όπως «έλλειψη», «κωνική τομή» κτλ., και ενώ η «λογική» φυσική, ανακαλύπτει τις αρχές του κόσμου των σωμάτων, η μεταφυσική στοχάζεται, στο μέρος της που ασχολείται με τις αρχές (η υπερβατική φιλοσοφία), τις έννοιες των αντικειμένων εν γένει. Η υπερβατική ψυχολογία, κοσμολογία και θεολογία-«το δεύτερο μέρος» της μεταφυσικής-ονομάζεται «υπερβατική», καθώς θέλει να αντιλαμβάνεται τα υπεραισθητά πράγματα ως εν γένει «υπαρκτά»: η ψυχή ως «ουσία», ο κόσμος ως «μια σειρά συνθηκών», ο Θεός ως «το πιο πραγματικό ον». Αλλά και εδώ πρόκειται περί πραγματικών αντικειμένων, που ως τέτοια πρέπει να είναι δεδομένα. Σε αυτή την παραδοχή στηρίζεται και η χρήση «της μεθόδου, που μιμείται την μέθοδο των ερευνητών της φύσεως»: «τα στοιχεία του καθαρού λόγου να αναζητούνται σε εκείνα τα πράγματα που μέσω πειράματος μπορούν να επιβεβαιωθούν ή να διαψευσθούν (r.V.B XVIII Anm.). Επειδή όμως έχουμε να κάνουμε με υπεραισθητά πράγματα, το τεχνικό πείραμα με τα αντικείμενα φυσικά παραλείπεται. Υπάρχει μόνο ένα πείραμα «με έννοιες και αρχές» (στο ίδιο σημείο). Υπάρχει όμως κάτι ανάλογο προς το πείραμα: «ανακαλύπτεται» (στο ίδιο σημείο και στο Β ΧΧ), πως «το απροϋπόθετο δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο στοχασμού χωρίς αντιφάσεις», εάν υποθέσουμε πως  «η εμπειρική μας γνώση προσανατολίζεται προς τα πράγματα ως καθ’ εαυτά. Με άλλα λόγια, είναι σαν να κάνει κανείς την οντολογική παραδοχή πως η εμπειρική πραγματικότητα είναι ήδη το πράγμα καθ’ εαυτώ.  Αντιθέτως, η «αντίφαση αυτή εκπίπτει», όταν «υποθέσουμε πως η αντίληψη μας περί των πραγμάτων, έτσι όπως μας προσφέρονται, δεν κατευθύνεται προς αυτά ως πράγματα καθ’ εαυτά, αλλά πως τα αντικείμενα αυτά, ως φαινόμενα, προσανατολίζονται προς τον τρόπο της δικής μας αντίληψης». Όταν πρόκειται περί υπεραισθητών πραγμάτων, το «πείραμα βρίσκεται στην προσπάθεια να τα στοχαστούμε» (B XVIII). Η επιτυχία του «κοπερνικάνικου» πειράματος δικαιολογεί την καντιανή υπόθεση (BXX f). Και με τον τρόπο αυτό η μεταφυσική-αναλόγως προς την φυσική-, δια της κριτικής αλλαγής «των μέχρι τώρα διαδικασιών της μεταφυσικής» (B XΧII), «τίθεται στην ασφαλή πορεία μιας επιστήμης» (B XΧIII). Και επειδή η μεταφυσική βρίσκεται σε κατάσταση παρόμοια με αυτήν της λογικής, μπορεί να «ολοκληρώσει το έργο της» (B XXIV). Η κριτική πρέπει πραγματικά να είναι «η αναγκαία πρωταρχική πράξη για την προαγωγή μιας καλά θεμελιωμένης μεταφυσικής σε επιστήμη» (B XXΧVΙ). Η αναλογία προς την «επανάσταση» που έγινε εντός των μαθηματικών και της φυσικής, έχει νόημα για την μεταφυσική, εφόσον «έτσι έχουμε καλύτερη πρόοδο όσον αφορά στους σκοπούς αλλά και τα προβλήματα της μεταφυσικής» (B XVΙ). Τώρα όμως επιδεικνύεται άμεσα η ανεπάρκεια αυτού του στοχασμού, εάν συγκριθεί με αυτό που η κριτική πραγματικά κάνει. Γιατί στην πραγματικότητα, η κριτική καθιστά αδύνατη την μεταφυσική ως επιστήμη. Το πείραμα «επιτυγχάνει όπως είναι επιθυμητό» μόνο «στο πρώτο μέρος» της μεταφυσικής, εφόσον αναγνωρίζεται πως μια αυθόρμητη οντολογία της φύσεως είναι δυνατή, και «που είναι και το παραπάνω», στους υπερβατικούς νόμους «προστίθενται και οι αποδείξεις οι οποίες ικανοποιούν τους νόμους» (BXVIII f.). Σε αυτό το σημείο στηρίζεται το σχέδιο του Καντ: «να προσφέρει την μεταφυσική της φύσεως αλλά και των ηθών, ως επιβεβαίωση της ορθότητα της κριτικής, τόσο του καθαρού όσο και του πρακτικού λόγου» (B XLIII). Αυτή όμως η «εμμενής» μεταφυσική δεν είναι με κανένα τρόπο το «δεύτερο μέρος» της μεταφυσικής που βρίσκεται σε αναλογία προς την εμπειρική φυσική, που είναι δηλαδή το ανάλογο προς την συγκεκριμένη εμπειρική  γνώση των αντικειμένων! Η «κοπερνικάνικη στροφή» είναι μάλιστα αρνητική για «την σημαντικότερη υπόθεση αυτής της επιστήμης», «για ολόκληρο τον σκοπό της» (Β ΧΙΧ)! Στην θέση της «περιπλάνησης» έρχεται η πλήρης άγνοια. Θα ήταν ακατανόητο πως ο Καντ, ενώπιον αυτής της αποτυχίας, θα μπορούσε να ισχυριστεί πως υπάρχει μια αναλογία προς τις επιτυχίες των μαθηματικών και της φυσικής, εάν πίστευε πως πέτυχε την αναλογία μόνο για την «εμμενή» μεταφυσική, και όχι για την «υπερβατική», την «πραγματική» μεταφυσική. Και πράγματι, έβλεπε την «θαυμαστή λυδία λίθο» για την αλλαγμένη του μέθοδο στο ότι, οι προσπάθειες να σκεφτεί το υπεραισθητό επιτυγχάνουν (B XVIII). Το αποτέλεσμα της «επανάστασης» είναι μόνο «φαινομενικά μειονεκτικό» (Β ΧΙΧ), καθώς βάσει της κριτικής προκύπτει, πως το «απροϋπόθετο θα πρέπει να συναντάται στα πράγματα, όχι εφόσον τα γνωρίζουμε (και μας περιβάλλουν), αλλά εφόσον δεν τα γνωρίζουμε, δηλαδή ως πράγματα καθ’ εαυτά» (Β ΧΧ). Δεν «γνωρίζουμε» την ψυχή, τον κόσμο  και τον Θεό, αλλά «τα συναντούμε», ενώ προηγουμένως-κατά την «περιπλάνηση»-ούτε τα «γνωρίσαμε» ούτε τα «συναντήσαμε». 

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου