Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ – Ignace de la Potterie (18)

Συνέχεια από Πέμπτη, 23 Απριλίου  2015

             IGNACE DE LA POTTERIE, S.J
           Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ

                               ΤΟΜΟΣ  1ος  
                        Ο Χριστός και η αλήθεια
                        Το Πνεύμα και η αλήθεια
                             ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
                     Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
 3ο    Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο :   Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ  -  Α Λ Η Θ Ε Ι Α
Ι. Ο σαρκωθείς Λόγος πλήρης χάριτος και αληθείας.
Γ. Ερμηνεία του Ιωάν. 1, 14.17.18

4.     Ο Σαρκωθείς Λόγος, πλήρης της χάριτος της αληθείας (1, 14)
Ο στ. 1,14 του Ιωάννη είναι για μας αποφασιστικής σημασίας. Οι τελευταίες λέξεις «πλήρης της χάριτος της αληθείας» επαναλαμβάνονται σχεδόν αυτούσιες στους στ. 16-17: «Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν… ἡ χάρις (καὶ ἡ) ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο». Αλλά ενώ ο στ. 17 αναφέρει την αλήθεια στην προοπτική της ιστορίας της σωτηρίας, ο στ. 14 διερμηνεύει  μάλλον μία υπερβατική χριστολογία.
Δεν θεωρούμε απαραίτητο να αναλύσουμε όλα τα σημεία του κειμένου του εν λόγω στίχου. Αλλά προκειμένου να διεισδύουμε στο βαθύτερο νόημα της έκφρασης πλήρης χάριτος και αληθείας είναι αναγκαίο να αναλύσουμε την διάρθρωση της πρότασης σύμφωνα με την ακόλουθη σειρά: α) Ως προς την σχέση ανάμεσα στα μέλη του δηλαδή την δομή του στίχου. β) Ως προς την σχέση της έκφρασης πλήρης χάριτος και αληθείας με τον λόγο, την δόξα, ή το μονογενούς. γ) Ως προς το νόημα που αποδίδει ο Ιωάννης στην «δόξα» του Σαρκωθέντος λόγου. δ) Ως προς το νόημα του πλήρης. Η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα θα μας εφοδιάσει με αρκετές συγκλίνουσες ενδείξεις ως προς το νόημα της έκφρασης «πλήρης της χάριτος της αληθείας».
  
               α. Δομή του εδαφίου.
Κατά την άποψη αρκετών κριτικών, πηγή προέλευσης του προλόγου του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου είναι προϋπάρχον απόσπασμα κειμένου, είτε γνωστικού ή χριστιανικού περιεχομένου. Αλλά οι ποίκιλλες διαφορές απόψεων ως προς την ταυτότητα των στοιχείων που ενδεχομένως αποτελούν πηγή προέλευσης του κειμένου εξασθενίζει την εγκυρότητα της άποψης. Η διάσταση απόψεων είναι απόλυτη κυρίως σε ότι αφορά τον στ. 14: σύμφωνα με τους Bultmann, Haenchen και Brown ανήκει σε έναν πρωτόλειο ύμνο στον Χριστό· κατ’ άλλους ερμηνευτές αποτελεί αυτούσια έμπνευση του Ιωάννη· άλλοι τον κατατάσσουν σε έναν ενδιάμεσο πρόλογο· και τέλος κάποιοι, όπως ο R. Schnackenburg αποδίδουν στον προϋπάρχοντα ύμνο την αρχή και το τέλος του στίχου:
                                     Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο
                                      καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν,
                                   πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας.
Ενώ το μεσαίο μέλος (καὶ ἐθεασάμεθα … παρὰ πατρός) αποδίδεται στον Ευαγγελιστή.
Καμμία από αυτές τις κατασκευές δεν είναι πειστική. Χωρίς να αποκλείουμε την πιθανότητα ο Ευαγγελιστής να έκανε χρήση προϋπάρχοντος υλικού δεν θέλουμε να εξαντλήσουμε την έρευνά μας, όπως συνηθίζεται σήμερα, στην φιλολογική κριτική και την αναζήτηση πηγών. Θα επικεντρωθούμε επομένως στο ίδιο το κείμενο όπως παρουσιάζεται σ’ εμάς σήμερα.
Μια λεπτομέρεια του στ. 14, που έχουν επισημάνει πολλοί συγγραφείς, και έχει για μιας ιδιαίτερη σημασία είναι ότι το μεσαίο μέλος εμφανίζεται με την μορφή παρενθέσεως:
Α.     α.  και ο λόγος σαρξ εγένετο
         α΄  και εσκήνωσεν εν ημίν,
Β.     β.   και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού
         β΄    δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός
Α΄            πλήρης χάριτος και αληθείας
Μπορεί να μας καταλογίσει κανείς μονομέρεια επειδή η διάταξη που επιλέξαμε προϋποθέτει την εξάρτηση του πλήρης από το λόγος ενώ αρκετοί ερμηνευτές το συνδέουν είτε με τη δόξα, είτε με το αυτού, ή ακόμη με το μονογενούς. Πρόθεσή μας όμως δεν είναι να  υποδείξουμε την φιλολογική εξάρτηση του πλήρης (έρευνα που θα κάνουμε στην επόμενη παράγραφο), αλλά να αναλύσουμε αποκλειστικά την δομή του κειμένου: Η αρχή και το τέλος του στίχου αναφέρονται στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, του Σαρκωθέντος Λόγου: στο Α εγένετο και εσκήνωσεν έχουν ως υποκείμενο τον λόγο· στο Α΄ δεν υπάρχει ούτε υποκείμενο ούτε ρήμα· το πλήρης έχει θέση προσδιορισμού· αλλά η ιδέα αυτού που είναι «πλήρης της δωρεάς  της αλήθειας» προσδιορίζει και πάλι τον Σαρκωθέντα Λόγο, όπως και τα δύο ρήματα στην αρχή του στίχου (Α). Το κεντρικό μέλος (Β) αναφέρεται στους μαθητές και αποτελείται από δύο μέρη (β και β΄) από τα οποία το δεύτερο, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός αποτελεί επανάληψη και ερμηνεία του πρώτου δόξαν αυτού, που και τα δύο υποδεικνύουν το αντικείμενο του εθεασάμεθα· μετά την πρόταση «εσκήνωσεν εν ημίν», ο Ευαγγελιστής κάνει μια παύση για να περιγράψει την εμπειρία που όλοι αυτοί («ημείς») εβίωσαν, αυτός και οι άλλοι μαθητές: «και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού…», που αναφέρεται στον Λόγο, όχι όμως ως δόξα καθεαυτή αλλά ως αντικείμενο της εμπειρίας των μαθητών. Αλλά στο τέλος του στίχου ο Ευαγγελιστής επιστρέφει στην αντικειμενική περιγραφή αυτού που αντιπροσωπεύει ο ίδιος ο Λόγος: «πλήρης της χάριτος της αληθείας» (Α΄). Από την άποψη λοιπόν της δομής του κειμένου θα πρέπει να καταλήξουμε στο ότι το Α και το Α΄ βρίσκονται σε θέση αντιστοιχίας και αναφέρονται αμφότερα στην αντικειμενική αποστολή του Σαρκωθέντος Λόγου, ενώ στο Β ο Ιωάννης περιγράφει την υποκειμενική εμπειρία των μαθητών.

       β. Η προέλευση του πλήρης
Θα πρέπει τώρα να προσεγγίσουμε την γραμματολογική συνάφεια του πλήρης. Για τούτο δεν μπορούμε να αρκεσθούμε στην ανάλυση της δομής του κειμένου, θα πρέπει να προστρέξουμε στην φιλολογική του ερμηνεία. Εάν το επίθετο πλήρης κλίνεται δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στον λόγο, το μόνο ουσιαστικό σε ονομαστική κλίση στο κείμενο. Έτσι το ερμηνεύει η Λατινική παράδοση και αρκετοί σύγχρονοι αναλυτές. Εάν όμως λάβουμε υπόψη την συνήθεια, στην κοινή γλώσσα, η λέξη αυτή να θεωρείται άκλητη, ήδη από τον δεύτερο αιώνα π.Χ. το πλήρης θα μπορούσε να συνδεθεί με ουσιαστικά του στίχου που βρίσκονται στην γενική ή την αιτιατική.
Έχουν προταθεί στο παρελθόν όλες οι πιθανές εκδοχές. Μερικοί συνδέουν το επίθετο με την δόξαν, άλλοι με το αυτού και άλλοι τέλος με το μονογενούς· είναι όμως περίεργο που κανείς δεν το συσχέτισε με την λέξη πατρός, η οποία ακριβώς προηγείται.
Θα συνταχθούμε με την πρώτη ερμηνεία που θέλει το πλήρης να αποτελεί έναν πραγματικό προσδιορισμό του λόγος. Οι τέσσερις άλλες εκδοχές σύμφωνα με τις οποίες το επίθετο είναι ένα άκλιτο μέρος του λόγου που μπορεί να έχει θέση αιτιατικής (με την δόξαν) ή γενικής (με το αυτού, μονογενούς ή του πατρός) προσκρούουν σε σημαντικά προβλήματα. Θα πρέπει κατ’ αρχάς να αποκλείσουμε την σχέση με την δόξαν, διότι το πλήρης στην Κ. Δ. όταν συνοδεύεται, όπως εδώ, από έναν άλλο προσδιορισμό, αφορά συνήθως σε πρόσωπα· θα ήταν εξ άλλου αδόκιμο να υποθέσουμε ότι η δόξα του Χριστού είναι «πλήρης χάριτος και αληθείας». Η πρόσδεσή του στο αυτού πάλι είναι ακόμη περισσότερο προβληματική διότι η κτητική αντωνυμία συνδέεται νοηματικά εμφανώς με την δόξαν. Σε ότι αφορά στην σύνδεση με το παρά πατρός, αυτή προσκρούσει στο νόημα των συμφραζομένων που αναφέρονται φυσικά στην «πληρότητα» του Χριστού και όχι του Πατρός. Τελευταία θα εξετάσουμε την τρίτη εκδοχή που θέλει το πλήρης να συνδέεται με το μονογενούς, διότι είναι εκ πρώτης όψεως η πιο αληθοφανής και υποστηρίζεται από πολλούς σχολιαστές· θα πρέπει όμως και αυτή να παραμεριστεί για δύο λόγους: πρώτον ο όρος μονογενούς ανήκει στο μεσαίο μέλος του στίχου (Β), στο οποίο γίνεται αναφορά στους μαθητές, ενώ το πλήρης εκφράζει αυτό που είναι ο ίδιος ο Σαρκωθείς Λόγος· και δεύτερον και σημαντικότερον, η έκφραση «πλήρης χάριτος και αληθείας» θα περιέγραφε τότε άμεσα τον μονογενή Υιό στην σχέση του με τον Πατέρα, δηλαδή την καθεαυτό θεία ζωή· σύμφωνα όμως με τον στ. 17, στον οποίο επανέρχεται η έκφραση, «η χάρις της αληθείας εγένετο δια Ιησού Χριστού»· με άλλα λόγια ο παράλληλος αυτός στίχος μας υποχρεώνει να αναγνωρίσουμε ότι «η χάρις και η αλήθεια» δεν τοποθετούνται στο επίπεδο του Θεού, αλλά στο επίπεδο της ιστορίας.
Υιοθετούμε επομένως την πρώτη εκδοχή σύμφωνα με την οποία πλήρης είναι σε ονομαστική κλίση, όπως είναι και το πιο φυσικό· και όπως σε πολλά άλλα σημεία της Κ.Δ. το επίθετο αυτό κλίνεται και θα πρέπει να ερμηνευθεί ως προσδιορισμός του λόγος, που είναι και το υποκείμενο της πρότασης. Η ένσταση ότι βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από το ουσιαστικό παρακάμπτεται αν δεχθούμε ότι το τμήμα του κειμένου που παρεμβάλλεται αποτελεί παρένθεση. Αυτή η τελευταία ερμηνεία είναι και η μόνη που λαμβάνει υπ’ όψιν τόσο την δομή του στίχου όσο και την ορολογία καθώς και το παράλληλο κείμενο του στ. 1,17, στον οποίο «η χάρις και η αλήθεια» αναφέρονται αποκλειστικά στον Ιησού Χριστό.
Σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές το πρόβλημα που εξετάσαμε ανήκει απλώς στην σφαίρα της γραμματολογικής ερμηνείας και δεν επηρεάζει την ερμηνεία του νοήματος του κειμένου. Δεν θα συμφωνήσουμε μ’ αυτή την εκδοχή διότι η ανάλυση της δομής του κειμένου και η αναφορά του πλήρης στον Λόγο έχουν σημαντικές ερμηνευτικές συνέπειες, επειδή η άποψη που υιοθετείται σ’ αυτά τα δύο επίπεδα επηρεάζει άμεσα την ερμηνεία της λέξης «αλήθεια» σ’ αυτό το απόσπασμα. Εάν δεχθούμε ότι η έκφραση «πλήρης χάριτος και αληθείας» προσδιορίζει την «δόξα» ή τον «μονογενή Υιό» η αλήθεια περιορίζεται σε μια ουράνια πραγματικότητα, μία προϋπόθεση του μονογενούς Υιού, θεωρουμένου από την σκοπιά της υπεβαρτικότητάς του, χωρίς άμεση αναφορά στην Ενσάρκωση, ως εάν η αλήθεια να μην υφίσταται παρά εν Θεώ· παρατηρούμε ότι οι συγγραφείς που υιοθετούν μία από τις δύο αυτές εκδοχές, χωρίς να αντιλαμβάνονται τις συνέπειες των επιλογών τους, ταυτίζουν αυτομάτως την «αλήθεια» του Μονογενούς με το άπειρο είναι του Θεού, που παραπέμπει στην πλατωνική παράδοση και τον γνωστικισμό. Εάν αντιθέτως συνδεθεί με το υποκείμενο που βρίσκεται στην αρχή της προτάσεως, οι λέξεις «πλήρης χάριτος και αληθείας» αναφέρονται στον Σαρκωθέντα Λόγο που εσκήνωσεν εν ημίν· όπως στους στ. 16-17 η πληρότητα αυτή της αλήθειας γίνεται προϋπόθεση του ανθρώπου Ιησού Χριστού, η πληρότητα της αποκαλύψεως.
Μία επιπλέον λεπτομέρεια που αφορά στην ορολογία ενισχύει ακόμη περισσότερο την επιλογή αυτής της ερμηνείας. Στην ανάγνωση του στίχου που προτείνουμε, ο Ιωάννης καθιερώνει μία άμεση σχέση ανάμεσα στα ουσιαστικά λόγος (Α) και αλήθεια (Α΄) όπως παρατηρήσαμε και στο 1ο Κεφάλαιο: αυτός που είναι «πλήρης της δωρεάς της αλήθειας» είναι ο προσωπικός Λόγος που βρίσκεται ανάμεσά μας. Μπορούμε σχεδόν να υποστηρίξουμε ότι υπάρχει λειτουργική αντιστοιχία ανάμεσα στους δύο όρους: είναι και οι δύο έννοιες της αποκαλύψεως. Η εγγύτητα του λόγου με την αλήθεια στον στ. 14 μας οδηγεί στο ίδιο λοιπόν συμπέρασμα με τον προοδευτικό παραλληλισμό ανάμεσα στον νόμο και την αλήθεια του στίχου 17: εδώ η αντίθεση ανάμεσα στον «Νόμο» και την «αλήθεια» υποδεικνύει ότι η δια του Ιησού Χριστού «χάρις» είναι η δωρεά της τελείας εσχατολογικής αποκαλύψεως· αλλά ήδη στον 1,14 ο παραλληλισμός ανάμεσα στον «λόγο» (Α) και την «αλήθεια (Α΄) δείχνει ότι φέρνει σ’ εμάς την πληρότητα της αποκαλύψεως διότι αυτός είναι ο Λόγος.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου