Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015

Ο ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ (1)

Ο ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ 

Πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου "Το μυστήριο της Αγία Τριάδας"
Του Franz COURTH.

1. Οι τρείς διαδρομές της Πατριστικής, τού Σχολαστικισμού.
         
 Το οδηγητικό νήμα τής συγχρόνου Θεολογίας είναι το ερώτημα γύρω απο την δυνατότητα, τίς προϋποθέσεις και τα όρια ενός λόγου που θα έχει τον Θεό σαν αντικείμενό του. Και βρίσκεται πλέον μπροστά σ' ένα γλωσσικό πρόβλημα. Τόσο οι φιλοσοφικές έρευνες της γλώσσας όσο και της φιλοσοφίας ξεκινούν απο το ζητούμενο πλαίσιο, διά του οποίου ο λόγος για τον Θεό θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός σαν μία πράξη κατανοητή και αληθινή.
          Αλλά ο διάλογος γύρω απο το πράγμα τό οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ταιριαστό για τον Θεό, δέν είναι ένα καινούριο γεγονός. Μ' αυτό ασχολήθηκε στον καιρό της η πατριστική (ή Δυτική "Πατερική" Θεολογία), απαντώντας με την διδασκαλία των τριών οδών (τρόπων) που καθιστούν δυνατή την ομιλία για τον Θεό! Την αποφατική οδό, την καταφατική οδό και εκείνη της αυξημένης υπερβολικής δηλώσεως (via eminentiae).Τήν ευχαριστιακή.
          Ας δώσουμε όμως μία πρώτη εξήγηση των τριών οδών ξεκινώντας απο τον Θωμά Ακινάτη. "Σύμφωνα με την διδασκαλία τού Αρεοπαγίτη, αυτά (τα ονόματα) προφέρονται σχετικά με τον Θεό με τρείς διαφορετικούς τρόπους. Κατά πρώτον με την έννοια μίας βεβαιώσεως, όταν λέμε: Ο Θεός είναι σοφός, πράγμα το οποίο πρέπει να ειπωθεί γι' Αυτόν, καθώς σ' Αυτόν ξαναβρίσκουμε την ομοιότητα τής σοφίας η οποία σ'Αυτόν έχει την καταγωγή της. Δεύτερον με την σημασία μίας αρνήσεως, όταν λέμε: Ο Θεός δέν είναι σοφός, διότι η σοφία έτσι όπως εμείς την κατανοούμε και την ονομάζουμε δέν βρίσκεται στον Θεό και τρίτον είναι αναγκαίο να πούμε με την σημασία μίας υπερβολής, μίας υπερβολικής υπερβολής ότι ο Θεός είναι σοφός στον ύψιστο βαθμό (Summum Bonnum), αφού αρνούμεθα ότι είναι σοφός, όχι επειδή ή σοφία τον μειώνει, αλλά επειδή Αυτός την κατέχει μ'έναν τέτοιο τρόπο που ξεπερνά τις δικές μας δυνατότητες κατανοήσεως και εκφράσεως". (De potenzia a 7, a. 5, ad 2).
          Μαζι με τον Αρεοπαγίτη ο Ακινάτης αντιπροσωπεύει την υπέρτατη προσπάθεια τής Πατριστικής επιστήμης (του σχολαστικισμού) να εισάγει την υπεργήϊνη λαμπρότητα και το μεγαλείο του Θεού στον εύθραυστο υποδοχέα της ανθρώπινης γλώσσας. Για το "Περί Θείων ονομάτων" τού Αρεοπαγίτη ο Θεός είναι το "υπερανθρώπινο Ένα". Είναι το τέλειο καθαυτό Είναι, και ταυτοχρόνως το απροϋπόθετο εντελώς άλλο. Είναι πέραν κάθε Είναι, απρόσιτο στην γνώση ενός πλάσματος, δέν είναι δυνατή η εμπειρία τής υπάρξεως του, η οποία είναι μέρος της καθαυτής υπάρξεως. Απέναντι στην πολλαπλότητα τού κόσμου, το "καταγωγικό Θείο που είναι Θείο στον μέγιστο βαθμό, είναι ένας άτμητος, αδιαχώριστος Θεός σ' έναν κόσμο χωρισμένων πραγμάτων", κάτι που υπερβαίνει οποιαδήποτε εικόνα τής ενότητος μπορεί να δημιουργήσει ο άνθρωπος . "Μακριά δέ απ'αυτά (τις εικόνες που συλλαμβάνει ο άνθρωπος) έν εστίν, υπέρ το έν, τοίς ούσιν έν και πλήθος αμερές (ένα και πλήθος ασύνθετο για τα όντα) απλήρωτον υπερπλήρες, πάν έν και πλήθος παράγων, και τελειούν, και συνέχον". (Περί Θείων ονομάτων ΙΙ, 11).
          Εάν ο Θεός υπερβαίνει μ' έναν τόσο εντυπωσιακό τρόπο όλο το υπαρκτό, καθότι κτιστό, κάθε έρευνα γνώσεως ή κάθε συζήτηση γύρω απο Αυτόν είναι εξ' ορισμού περιορισμένη. Σύμφωνα με τον Αρεοπαγίτη: "Το Θείον ούκ είναι κατά τι των όντων (δέν αποτελεί ανάλογο ενός απο τα όντα), αγνοούμεν δέ την υπερούσιον αυτού και ανόητον και άρρητον αοριστίαν. Εάν λοιπόν οι αποφατικές εκφράσεις πάνω στα Θεία είναι αληθινές, ενώ οι καταφατικές δέν αρμόζουν, τότε η εξήγηση με ανόμοια αναπλάσματα όσον αφορά τα αόρατα πράγματα είναι οικειότερη στην κρυφιότητα τών απορρήτων". (Περί ουρανίας Ιεραρχίας ΙΙ, 3). Λέγοντας αυτό ο Αρεοπαγίτης θέτει την αποφατική οδό σαν τον καταλληλότερο τρόπο για να μιλήσουμε για τον Θεό, χωρίς να την εννοούμε όμως σαν απόλυτη άρνηση, καθώς για κάθε απόρριψη του κτιστού απο τα χαρακτηριστικά του Θεού, προηγείται απο μία θετική βεβαίωση στην υπερφυσική ύπαρξη. Για τον Αρεοπαγίτη η αποφατική οδός, συνοδεύεται, παρότι εμμέσως, πάντοτε απο την θετική οδό. Αυτό εξάλλου τον διακρίνει απο τον σκεπτικιστή. Έτσι λοιπόν όλα όσα είναι δυνατόν να βεβαιώσουμε σαν γνώση του Θεού, μέσω των δύο οδών, πρέπει να τα υπερβούμε με αγάπη σχετικά με τον Θεό, ο οποίος είναι ταυτοχρόνως απείρως παντονόματος και τελείως ανονόματος.
          Αυτή η σκέψη συναντάται και στον Γρηγόριο Νύσσης (335-394), σύμφωνα με τον οποίο οι ανθρώπινες έννοιες και οι ανθρώπινοι λόγοι δέν μπορούν παρά να μεταφέρουν μία παραμορφωμένη εικόνα του Θεού, ο οποίος βρίσκεται πέραν κάθε γνώσεως και κατανοήσεως.
          Μέχρις εδώ μιλήσαμε για την καταφατική οδό και για την αποφατική οδό σαν δύο συμπληρωματικούς τρόπους να μιλήσουμε για τον Θεό, οι οποίοι μάς διακρίνουν απολύτως απο τον σκεπτικισμό. Μ'αυτό εννοούμε ότι υπάρχει ένας εσωτερικός οντολογικός δεσμός ανάμεσα στο πεπερασμένο και το άπειρο. Ένας δεσμός ο οποίος καθιστά εφικτόν τον λόγο περί Θεού, μέσω μεγιστοποιημένων βεβαιώσεων. Ο Θεός αναγνωρίζεται και εκφράζεται ξεκινώντας απο αυτό που ενεργεί στον κόσμο. Έτσι ακριβώς εκφράζεται και ο Άγιος Ειρηναίος της Λυών (Περ. 202), για τον οποίο αντίθετα απο τον γνωστικό δυαλισμό, η δημιουργία είναι ένα χειροπιαστό θετικό σημείο της αγαθότητος του Θεού! "Αυτή η ίδια η δημιουργία μέσα στην οποία ζούμε μαρτυρεί μέσω αυτού που κτυπά την όρασή μας, ότι υπάρχει Ένας ο οποίος την δημιούργησε και την κυβερνά" (Ενάντια στις αιρέσεις ΙΙ, 27,2). Και παρότι για τον Ειρηναίο η γνώση του Θεού σχηματίζεται με τις βιβλικές μαρτυρίες στην ιστορία τής σωτηράις και της αποκαλύψεως, την ξεκινά απο το βλέμμα που είναι στραμμένο στην δημιουργία. Ξεκινώντας και απο τα δύο σημεία αναφοράς αποκτάται μία οντολογική σχέση με την υπερβατική πραγματικότητα του Θεού. Ο Ειρηναίος Θεωρεί απολύτως νόμιμο να μιλήσουμε για τον Θεό διά της καταφατικής οδού.
          Τέλος η δεσπόζουσα οδός, η επιφανής, έχει σαν σκοπό της την βεβαίωση ότι όλες οι κτιστές τελειότητες ξανασυναντώνται στον Θεό σε ένα άπειρο μέτρο. Η Πλατωνική και νεοπλατωνική Θεολογία χρησιμοποίησε με επιτυχία αυτόν τον τύπο σκέψης. Όπως μπορούμε να δούμε για παράδειγμα την έννοια του Θεού που εξέφρασε ο Άνσελμος της Αόστα "id quo mains cogitari nequit" (Αυτό που είναι αδύνατον να γνωρίσουμε). Και οι τρείς δρόμοι ή τρόποι εισχώρησαν στην Φυσική Θεολογία του Ακινάτη, στον οποίο οφείλουμε την ανάπτυξη της δοξασίας της αναλογίας, καθώς έπλεξε σ'έναν μόνο λόγο στοιχεία προερχόμενα τόσο απο την Πλατωνική παράδοση, όσο και απο την Αριστοτελική.

Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου