Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ – Ignace de la Potterie (21)


Συνέχεια από Πέμπτη, 21 Μαΐου 2015

             IGNACE DE LA POTTERIE, S.J
           Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ

                               ΤΟΜΟΣ  1ος  
                        Ο Χριστός και η αλήθεια
                        Το Πνεύμα και η αλήθεια
                             ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
                     Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

 3ο    Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο :   Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ  -  Α Λ Η Θ Ε Ι Α
Ι. Ο σαρκωθείς Λόγος πλήρης χάριτος και αληθείας.
Γ. Ερμηνεία του Ιωάν. 1, 14.17.18
2. Ο Σαρκωθείς Λόγος, πλήρης της χάριτος της αληθείας (1, 14)
δ. Το νόημα του πλήρης

Το νόημα της έννοιας πλήρης στον στ. 1,14 και της έννοιας πλήρωμα στον 1,16 εξαρτώνται κυρίως από την φιλολογική τους προέλευση.
1.  Στην ελληνιστική φιλοσοφία και τον γνωστικισμό οι όροι πλήρης και πλήρωμα είναι συνήθως τεχνικής φύσεως. Σύμφωνα με τους αρχαίους Φυσικούς το ὂν είναι ταυτόσημο με το πλῆρες, το μη-ὂν με το κενό. Σε ορισμένους αποκτά ήδη θρησκευτικό περιεχόμενο. Έτσι, κατά τον Αριστοτέλη, ο Θαλής πίστευε ότι «τα πάντα είναι πλήρη θεών». Στους ελληνιστικούς χρόνους η έννοια αποκτά ευρύτερο νόημα: σύμφωνα με τους Στωϊκούς, το σύμπαν είναι πλήρες Θεού. Ο Φίλων λέει: «Πάντα γαρ πεπληρωκώς, ο Θεός είναι εγγύς» (Περί γιγάντων 47). Αλλά και ο ίδιος ο Θεός θεωρείται πλήρης.
    Η διπλή αυτή χρήση του πλήρης επανεμφανίζεται στον γνωστικισμό: το επίθετο προσδιορίζει τόσο το σύμπαν όσο και τον Θεό. Για παράδειγμα στα ερμητικά κείμενα συναντάμε αφ’ ενός την έκφραση «τα πάντα είναι πλήρη Θεού», και αφ’ ετέρου ότι το Αγαθό είναι ο ίδιος ο Θεός «ουσίαν πληρεστάτην». Και έτσι ο Θεός αντιπαρατίθεται στον κόσμο: «Διότι ο κόσμος είναι το πλήρωμα του κακού, όπως ο Θεός είναι το πλήρωμα του Αγαθού και το Αγαθό το πλήρωμα του Θεού» (C. Η. XI,5 KAI VI,4).
    Η παραπομπή στην ελληνιστική και γνωστική παράδοση που χρησιμοποιούν ο Bultmann και ο Bauer για να ερμηνεύσουν τον Ιωάννη, τους οδηγεί στο απαράδεκτο συμπέρασμα ότι οι όροι πλήρης και πλήρωμα  αναφέρονται στην ουσία του Θεού, και συνδέεται με την γνωστή τους τοποθέτηση κατά την οποία η αλήθεια στον Ιωάννη θα πρέπει να γίνει αντιληπτή ως «θεία πραγματικότητα». Αλλά στους στ. 1,14.16 οι όροι πλήρης και πλήρωμα δεν προσδιορίζουν την ουσία του Θεού ή του κόσμου, όπως στον ελληνικό δυαλισμό· αναφέρονται άμεσα στον σαρκωθέντα Λόγο, στον άνθρωπο Ιησού.
2.  Δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε την ερμηνεία σε θρησκείες της εποχής. Στο απόσπασμα ο Ιωάννης ακολουθεί την τρέχουσα σημασία του πλήρης στις περιπτώσεις που αναφερόμαστε σε κάποιο πρόσωπο «πλήρες» χαρισμάτων ή ελαττωμάτων, σ’ έναν άνθρωπο του οποίου η καρδιά είναι πλήρης αγαθών ή αρνητικών συναισθημάτων, αρετών ή διαστροφών. Λέμε συχνά για έναν άνθρωπο ότι είναι πλήρης (γέμει) αμαρτιών, δολοφονικών προθέσεων, άδικων σκέψεων, κακότητας, οργής, ή αντίθετα ότι είναι πλήρης αρετής, ευλάβειας, σοφίας, δικαιοσύνης, ευσέβειας, απλότητας και αθωότητας. Στην Κ. Δ. η ορολογία αυτή χρησιμοποιείται κυρίως από τον Λουκά και αφορά σε πνευματικά χαρίσματα. Γράφει ο Παύλος στην προς Ρωμαίους Επιστολή του, θα έλθω προς εσάς «ἐν πληρώματι εὐλογίας τοῦ εὐαγγελίου Χριστοῦ» (15,29). Οι Πράξεις και οι Επιστολές, όπως και αποστολικοί Πατέρες ομιλούν για πιστούς πλήρεις Αγίου Πνεύματος (Πρ. 7,55), χαράς και Πνεύματος Αγίου (Πρ.13,52/ Ρωμ. 15,13: χαράς και ειρήνης/ 2η Τιμ. Χαράς), ή ακόμη πίστεως και Αγίου Πνεύματος (Πρ. 6,5), Πνεύματος Αγίου και σοφίας (Πρ.6,3), πίστεως και ελέους. Αρκετές φορές πλήρης ή πεπληρωμένος συνοδεύεται από την χάρι όπως στον 1,14: Ο Στέφανος ήτο «πλήρης πίστεως και δυνάμεως» (Πρ. 6,8)· προ του μαρτυρίου του ο Πολύκαρπος προσευχήθηκε για δύο ώρες, «πλήρης της χάριτος του Θεού· οι Χριστιανοί της Ρώμης, γράφει ο Ιγνάτιος Αντιοχείας, ήσαν «πλήρεις ακλόνητου πίστεως». Αξίζει να σημειώσουμε ότι στον Λουκά (Λουκ. 2,40 και 4,1) πλήρης (και πληρούμενος) αναφέρεται στον Ιησού, όπως και στον πρόλογο του Ιωάννη.
     Αυτή η ανάλυση της ορολογίας συνεισφέρει στην ερμηνεία της διατύπωσης του 1,14 του Ιωάννη. Εάν ο Σαρκωθείς Λόγος είναι πλήρης χάριτος και αληθείας, η πληρότητα αλήθειας δεν αφορά στην ουσία ή το όν του κόσμου ή του Θεού, όπως στην φιλοσοφική ή την γνωστική παράδοση, αλλά σε μια εγγενή ποιότητα του προσώπου του Ιησού, ένα μοναδικό χάρισμα που διέθετε ο ίδιος και το οποίο φανερώθηκε στους μαθητές του. Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα που μας οδήγησε η ανάλυση του όρου χάρις: όπως είδαμε η λέξη σημαίνει «δωρεά» (χάρισμα) και προσδιορίζεται από το ουσιαστικό «αλήθεια». Ο Σαρκωθείς Λόγος, κατά τον Ιωάννη, ήταν «πλήρης της δωρεάς της αλήθειας». Έτσι η διατύπωση αποκτά ένα νόημα πολύ πιο συγκεκριμένο, προσωπικό και υπαρξιακό, από αυτό που τις προσδίδει ο κοσμολογικός δυαλισμός: ο Ιησούς ήτο «πλήρης» ενός ιδιαίτερου χαρίσματος, του χαρίσματος της «αληθείας»· τα πάντα σ’ αυτόν ήσαν «αποκάλυψη» του μυστηρίου, φανέρωση μιας βαθειάς πραγματικότητος την οποία έφερε εντός του.
3.  Μπορούμε τώρα να προχωρήσουμε σε βάθος και να προσδιορίσουμε την σημασία της «πληρότητας»  του Ιησού. Διότι στους στίχους 1,12-17 περιέχεται ένας τριπλός παραλληλισμός: πρώτα ανάμεσα στους στίχους όπου εμφανίζεται το θέμα μας: στ.14 («πλήρης…») και τους στίχους 16-17 («εν πληρώματι…»)· επί πλέον παρατηρούμε ότι καθένα από αυτά τα αποσπάσματα είναι παράλληλο με τους στ. 12-13 έτσι ώστε να σχηματίζεται μία τριγωνική σχέση ανάμεσα στα τρία κείμενα.



Αυτό το δίκτυο σχέσεων επιτρέπει την εγγύτερη προσέγγιση των εννοιών πλήρης και πλήρωμα. Θα αναλύσουμε κάθε μια από αυτές τις τρείς σχέσεις ακολουθώντας την γραμματική σειρά του σχεδιαγράμματος.
      α)  Ο πρώτος παραλληλισμός είναι ο καταφανέστερος. Το επίθετο   πλήρης στον στ. 14 επαναλαμβάνεται από το ουσιαστικό πλήρωμα στον στ.16:                             
            στ.14                                            στ.16-17
           πλήρης                Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν,
       της χάριτος                               χάριν ἀντὶ χάριτος
                                                            διότι…η χάρις
       της αληθείας         της ἀληθείας (μας) εδόθη δια Ιησού Χριστού.
     Η διατύπωση του 1,14 δέχεται μια μεταγενέστερη ερμηνεία στους 16-17· και ενώ ο στ. 14 συλλαμβάνει το θέμα από την αντικειμενική όψη του Σαρκωθέτος Λόγου – είναι «πλήρης της χάριτος της αληθείας» –  ο στ. 16 τοποθετείται από την υποκειμενική σκοπιά των πιστών – «ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν» – ·αλλά στον στ. 17 επανερχόμαστε στην αντικειμενική θεώρηση του στ. 14: ἡ χάρις της  ἀληθείας διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο. Καμμιά αμφιβολία λοιπόν ως προς το νόημα του «πλήρης» και του «πληρώματος» σε ότι αφορά τον Χριστό: «το πλήρωμα» εκ του οποίου ημείς ελάβομεν, είναι η χάρις της οποία ήτο πλήρης ο Σαρκωθείς Λόγος (στ.14), η χάρις που μας εδόθη δια του Ιησού Χριστού (στ.17), «η χάρις της αληθείας». Η φύση όμως της αληθείας αυτής προσδιορίζεται από τους δύο επόμενους παραλληλισμούς.
       β)  Ο δεύτερος παραλληλισμός ανάμεσα στο 1,12-13 και 1,16-17 είναι δυσχερέστερο να αναλυθεί:
                   στ. 12-13                                                   στ.16-17
          ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν,                        ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ
            ἔδωκεν αὐτοῖς…                             ἡμεῖς πάντες  ἐ λ ά β ο μ ε ν…
                                                               ἐ δ ό θ η… ἡ χάρις…
 Και στις δύο περιπτώσεις το ρήμα λαμβάνειν αφορά στους πιστούς. Αλλά στο 1,12, που αναφέρεται σε πρόσωπο (αυτόν) το νόημα του λαμβάνειν είναι ενεργητικό: «ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν». Στο 1,16, το ρήμα συνοδεύεται από ένα ουδέτερο ουσιαστικό (ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ) που αναφέρεται στην χάρι της αληθείας και θα πρέπει να ερμηνευθεί: «Ε λ ά β ο μ ε ν  όλοι». ‘Ενας δεύτερος παραλληλισμός ανάμεσα στα δύο εδάφια αφορά την δωρεά: έδωκεν (1,12), εδόθη… η χάρις (1,17). Όπως όμως συμβαίνει και με το λαμβάνειν η δωρεά αφορά σε διαφορετική συγκεκριμένη πραγματικότητα: στο 1,12 πρόκειται για την δωρεά που προσφέρει στους πιστούς την δυνατότητα να γίνουν τέκνα του Θεού· στον στ. 17 για την δωρεά της αλήθειας. Έτσι ο παραλληλισμός αυτός μας οδηγεί στην καταγραφή τεσσάρων θεμάτων.
                 στ.12-13                                               στ. 16-17
 λαμβάνειν τον Λόγον        λαμβάνειν εκ του ΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ αυτού
 – η δωρεά της υιότητος       – η δωρεά της αληθείας
Εάν δεχθούμε ότι υφίσταται παραλληλισμός, τότε οι τέσσερις αυτές υποθέσεις θα πρέπει να διαρθρώνονται ως εξής: Το «πλήρωμα» (εκ του οποίου ελάβομεν) έχει αναμφισβήτητα κάποια σχέση με την υποδοχή του Λόγου. Αυτή η «πληρότητα» όμως, της οποίας γινόμαστε μέτοχοι, αφορά στην αλήθεια ή στην υιότητα; Και ποια είναι η σχέση ανάμεσα στο «λαμβάνειν τον Λόγον» και στην «δωρεά εκ του πληρώματος»; Για να απαντήσουμε σ’ αυτά τα ερωτήματα, από τα οποία εξαρτάται κυρίως η ερμηνεία της έννοιας πλήρωμα, θα χρειαστεί να εξετάσουμε πιο συγκεκριμένα την χρήση του ρήματος λαμβάνειν.
Η σχέση του εδαφίου 1,16 με τους στ. 14 και 17 μας δείχνει ότι πρόκειται για το πλήρωμα της αλήθειας, δηλαδή για την αποκάλυψη. Όταν όμως, σε άλλα σημεία του 4ου Ευαγγελίου, λαμβάνειν έχει αντικείμενο την αποκάλυψη του Ιησού (τους λόγους του: 12,48/ 17,8· την μαρτυρία του: 3,11.32.33), το ρήμα δεν έχει το νόημα του λαμβάνειν (που είναι περισσότερο παθητικό), αλλά του υποδέχεσθαι (που προϋποθέτει την ενεργό συμμετοχή κατά την τάξη της πίστεως).
Εμφανίζεται επομένως το ακόλουθο πρόβλημα: το περιβάλλον νόημα του στ. 16α – δηλαδή οι στ. 14 και 16β.17 – μας υποχρεώνουν να μεταφράσουμε το απόσπασμα αποδίδοντας στο ρήμα ελάβομεν το νόημα του δέχομαι εκ του πληρώματός του (πρόκειται για το πλήρωμα της αλήθειας). Όμως τα παράλληλα κείμενα, όπως είδαμε, συνιστούν μάλλον το ενεργητικό νόημα του ρήματος υποδέχομαι, καθώς αυτό είναι και το νόημα του ρήματος στον στ. 12: «ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν».
Θα πρέπει τώρα να δείξουμε συγκεκριμένα τις σχέσεις που διαμορφώνονται ανάμεσα στα τέσσερα θέματα του πίνακα: 
1)       λαμβάνειν (υποδέχεσθαι) τον Λόγον (στ. 12α)· 2) η δωρεά της
 υιότητος (στ. 12β)· 3) λαμβάνειν (δέχεσθαι) εκ του πληρώματος   (στ.16α)· 4) η δωρεά της αληθείας (στ.17β και 14ε).
Ας συγκρίνουμε πρώτα το πρώτο και το τρίτο θέμα δηλαδή τις δύο χρήσεις του λαμβάνειν: «υποδέχομαι» τον Λόγον εν πίστει είναι η προϋπόθεση της «αποδοχής» του πληρώματος. Παρόμοια είναι και η σχέση ανάμεσα στο δεύτερο και στο τέταρτο θέμα: η (χάρις) της αληθείας προηγείται της υποδοχής (έδωκεν) της υιότητας. Στα κείμενα αυτά επίσης εναλλάσσονται οι ρόλοι του Χριστού και του χριστιανού. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν αυτές τις παρατηρήσεις, εάν τοποθετήσουμε τώρα τα τέσσερα αυτά θέματα, όχι πλέον κατά την σειρά των στίχων, αλλά κατά την σειρά της γενέσεως του χριστιανικού γίγνεσθαι, θα έχουμε τον ακόλουθο αποτέλεσμα:
    

Η έννοια του πληρώματος αποτελεί την κατάληξη του όλου θέματος· συνιστά την σύνθεσή του. Υπάρχει μια λανθάνουσα αλλά απαραίτητη σχέση ανάμεσα στην δωρεά της αλήθειας και την δωρεά της υιότητας, όπως υπάρχει μια απαραίτητη σχέση ανάμεσα στο λαμβάνειν – υποδέχεσθαι και στο λαμβάνειν – δέχεσθαι. Στο βαθμό που οι πιστοί υποδέχονται τον σαρκωθέντα Λόγο (στ.12α) και «πιστεύουν στο όνομά του» (στ.12γ), δηλαδή στον βαθμό που υποδέχονται «την χάρη της αληθείας» της οποίας είναι πλήρης (στ.14ε), οι άνθρωποι (δέχονται) μετέχουν του πληρώματος του.
Από αυτά τα δεδομένα αναδύεται σαφώς τώρα το ακριβές νόημα του πλήρης και του πληρώματος. Ο Σαρκωθείς Λόγος είναι «πλήρης» της χάριτος της αληθείας, όπως είπαμε· αλλά αυτή η αλήθεια δεν αποτελεί μια τυχαία αποκάλυψη· είναι η αποκάλυψη του μονογενούς Υιού παρά Πατρός (στ.14δ). Παρομοίως, για εμάς τους χριστιανούς, το «πλήρωμα» που ελάβομεν όλοι, είναι το πλήρωμα αυτού, το πλήρωμα της αληθείας, η οποία όμως είναι η φανέρωση της υιότητός του. Επομένως η μετοχή σ’ αυτήν την πληρότητα (β), είναι η ίδια η αποδοχή της αληθείας του Ιησού (α), και επομένως η μετοχή στην ίδια την υιότητα (α΄). Αλήθεια και υιότητα συνενώνονται αδιαιρέτως. Η υποδοχή της αλήθειας του Χριστού είναι η οδός προς την μετοχή στην υιική ζωή. Με άλλα λόγια η πίστη στον Υιό του Θεού μας καθιστά υιούς του Θεού.
Έτσι εξηγείται το παράδοξο που συναντήσαμε προηγουμένως: λέγαμε ότι σύμφωνα με το περιβάλλον νόημα, το ρήμα λαμβάνειν στον στ. 16α έχει το νόημα του «δέχεσθαι»· αλλά σε συνδυασμό με τα παράλληλα κείμενα αποκτά τον περισσότερο ενεργητικό χαρακτήρα του «υποδέχεσθαι». Αυτή η διττή ταυτότητα οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι ο σύνθετος αυτός στίχος αποτελεί την κατακλείδα μιας ολόκληρης διαδικασίας που αρχίζει με τον 12ο στίχο. Η υποδοχή εν πίστει προϋποτίθεται παντού (στ. 12α και γ) και παραμένει εμμέσως παρούσα στο ρήμα ελάβομεν του στ. 16. Αλλά αυτή η υποδοχή των πιστών (στ.12α), η αποδοχή της αλήθειας (στ.14) έχει σκοπό να τους καταστήσει μετόχους του χαρίσματος του  Χριστού, δηλαδή υιούς του Θεού (στ.12β): «υποδεχόμενοι» τον Χριστό εν πίστει και αποδεχόμενοι την αλήθειά του, έλαβον το χάρισμα της υιότητας. Πρέπει να τονίσουμε ότι η λέξη «πλήρωμα στον 1,16 δεν προσδιορίζει την «αλήθεια» του 1,14 (παρόλο που πλήρωμα παραπέμπει δια της γενικής στο αυτού), αλλά στο περιεχόμενο αυτής της αλήθειας, την ίδια την υιότητα. Έτσι εξηγείται το νόημα του λαμβάνειν στον στίχο 16: η θεία υιότητα υπήρξε ένα αυτούσιο δώρο και το ρήμα εδώ δεν μπορεί παρά να έχει το νόημα του δέχεσθαι.
Αντιλαμβανόμαστε τώρα το βαθύτερο νόημα του παραλληλισμού ανάμεσα στην δωρεά που μας καθιστά υιούς του Θεού στον στ. 12, και «την δωρεά της αλήθειας» στον στ. 17. Εκ πρώτης όψεως δεν εμφανίζουν τίποτε το κοινό, ενώ κατά παράδοξο τρόπο, η δυνατότητα να καταστούν οι πιστοί υιοί Θεού (στ.12) προηγείται της δωρεάς την αλήθειας (στ. 14 και 17) της οποίας αποτελεί συνέπεια. Πρόκειται εν κατακλείδι για μία και μόνη δωρεά: την δωρεά του μονογενούς Υιού (3,16: «τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν»)· αποκαλύπτεται στους ανθρώπους ως δωρεά της αληθείας, αλλά για να τους μεταδωθεί ως δωρεά της υιότητος. Η ανταπόκριση των ανθρώπων δεν μπορεί παρά να είναι προοδευτική: θα πρέπει πρώτα να υποδεχθούν την αποκάλυψη του μονογενούς Υιού, την αλήθεια· έτσι δέχονται την δυνατότητα να μετάσχουν στην ζωή της υιότητας του Ιησού.
  γ)  Ο παραλληλισμός των στ. 12-13 και 14 είναι λιγότερο περίπλοκος. Η εμφανής συνέχεια ανάμεσα σ’ αυτούς τους τρείς στίχους (1.12-14) και η παρουσία του και στην αρχή του 14 δείχνει ότι το κεντρικό τμήμα του προλόγου δεν τελειώνει στον στ. 13 αλλά στον στ. 14: ο στίχος αυτός αποτελεί την κατάληξη όλου του αποσπάσματος 1,6-14. Η αντιστοιχία  των όρων στο εσωτερικό των στ. 12-14 μας επιτρέπει εδώ να προσδιορίσουμε για μία ακόμη φορά το νόημα του πλήρης στο τέλος του στ. 14:
στ 12γ     (α)    ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν…
                          τοῖς πιστεύουσιν εἰς Τὸ ὄΝΟΜΑ ΑὐΤΟῦ
στ. 13     (β)     ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθη(σαν)
στ. 14β   (β΄)   ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ
                          ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός
στ.14γ    (α΄)   πλήρης ΧάΡΙΤΟΣ ΚΑὶ ἀΛΗΘΕίΑΣ.
Υπάρχει εμφανής αντιστοιχία ανάμεσα στο β και β΄: οι λόγοι «ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθη» αντιστοιχούν στην έκφραση «Μονογενοῦς παρὰ πατρός». Η πρώτη διατύπωση (β) περιγράφει την αιώνια γέννηση του Λόγου που φανερώνεται στην ιστορία με την παρθενική γέννησή του «οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκὸς, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρὸς».
 [Σημ. τ. Μετ.: το ακριβές κείμενο του 1,12-13 « 12 ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ, 13 οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκὸς, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρὸς, ἀλλ' ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν».] 
Παρομοίως στο β΄ γίνεται λόγος για τον Μονογενή αλλά και για την έλευσή του στην ιστορία (παρά Πατρός). Η αντιστοιχία ανάμεσα στο β και β’ συνεπάγεται και αυτήν ανάμεσα στο α και α΄: η «εκ Θεού γέννησή» του (β) προσδιορίζει και «το Όνομά του» (α)· ενώ «η δόξα του μονογενούς παρά πατρός» (β’) εξηγεί το νόημα «της χάριτος της αληθείας» (α΄). Γνωρίζουμε ότι στο 4ο Ευαγγέλιο το «όνομα» του Ιησού Χριστού είναι «Υιός» (3,18/20,31). Στο απόσπασμα που παραθέτουμε το «όνομά του» ερμηνεύεται από το «εκ Θεού εγεννήθη»· ομοίως, η «αλήθεια» της οποίας είναι πλήρης φανερώνει το μυστήριό του: είναι «ο Μονογενής παρά Πατρός». Άρα, η αλήθεια του Χριστού είναι το μυστήριο της υιότητός του.
Υπάρχει όμως και μια στενή σχέση ανάμεσα στην υιότητα του Χριστού και σ’ αυτή των χριστιανών. Αυτοί που τον «υποδέχονται» και «πιστεύουν» στο όνομα του «γεννηθέντος εκ του Πατρός», έλαβον το χάρισμα να γίνουν «υιοί Θεού» ακριβώς επειδή πιστεύουν ότι ο  Σαρκωθείς Λόγος είναι ο μονογενής Υιός του Πατρός. Η υιότητα των χριστιανών είναι η μετοχή στην υιότητα του Λόγου (Γαλ. 3,26· Ρωμ. 8,28-29). Έτσι η αλήθεια του Χριστού γίνεται η αλήθεια των πιστών.
4.       Η μελέτη του πληρώματος και του πλήρης στο 1,14-16 μας οδήγησε στην ερμηνεία τριών παραλληλισμών στο απόσπασμα 1,1217. Μπορούμε τώρα να αντικρούσουμε δύο διαφορετικές και λιγότερο ακριβείς ερμηνείες.
 Αντίθετα με την εκτίμηση του Bultmann, η «πληρότητα» που είναι ο   Ιησούς Χριστός, σύμφωνα με το απόσπασμα που παραθέσαμε, δεν είναι μια οντολογική πληρότητα της θείας ουσίας, όπως στον ελληνικό κόσμο (ουσία πληρεστάτη C. H. VI,1)· δεν πρόκειται εδώ για την «πληρότητα της θεότητος», όπως στην προς Κολ. Επιστολή 2,9: «  ὅτι ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» 
 (πολλοί συγγραφείς, όπως οι Bede, Tolet, Lenski, παραπέμπουν    σ’αυτό το απόσπασμα για να ερμηνεύσουν το 1,16 του Ιωάννη). Θα  πρέπει όμως επίσης να παραμερίσουμε, η μάλλον να διευκρινίσουμε μια ερμηνεία, πολύ διαδεδομένη στους παλιότερους αλλά και στους συγχρόνους ερμηνευτές, κατά την οποία η «πληρότητα» εκ της οποίας ελάβομεν είναι το σύνολο των αγαθών και της χάριτος του Χριστού, ο θεϊκός βίος του Σαρκωθέντος Λόγου. Η ερμηνεία αυτή δεν λαμβάνει υπ’ όψιν το άμεσο περιβάλλον του κειμένου που αναφέρεται στην αλήθεια και την υιότητα και είναι επηρεασμένη από την μεταγενέστερη δογματική την σχετική με την gratia Christi ή την «πληρότητα της χάριτος».
Ο συσχετισμός των όρων «πλήρης» (1,14) και «πλήρωμα» (1,16) με τους γειτονικούς στίχους ανέδειξαν τα δύο βασικά στοιχεία του κειμένου: τους όρους αλήθεια και υιότητα. Στον 1,14 το επίθετο «πλήρης» προσδιορίζεται άμεσα από το ουσιαστικό αλήθεια· αλλά στον 1,16 πρόκειται κυρίως για το «πλήρωμα» της υιότητος. Η ίδια θεματική διττότητα εμφανίζεται όταν προσπαθήσει κανείς να ερμηνεύσει τον στ. 16 δια των στίχων 17 και 18: «η χάρις της αληθείας… ο μονογενής Υιός». Εκ πρώτης όψεως μας αποθαρρύνει το γεγονός ότι οι όροι «πλήρης» και «πλήρωμα» θα πρέπει να ερμηνευθούν διαφορετικά, και επιπλέον το ότι ο δεύτερος όρος παραπέμπει στον πρώτο και μοιάζει να αναφέρεται στο ίδιο περιεχόμενο. Αλλά το παράδοξο αυτής της διττότητας εξαφανίζεται όταν αντιληφθούμε πόσο στενά διαπλέκονται τα δύο θέματα: η αλήθεια είναι η ίδια η αποκάλυψη, δηλαδή η αποκάλυψη της υιότητας του Ιησού· και η υιότητα που μας αποκαλύπτει είναι αντικείμενο της αλήθειας του.
Θα θέλαμε τέλος να διευκρινίσουμε ότι η ανάλυση που παρουσιάσαμε εδώ δεν αποτελεί μια λεπτομερέστερη εκδοχή της ερμηνείας που είχε προτείνει ο Θεόδωρος Μοψουεστίας: σε αντίθεση με του υπόλοιπους εκπροσώπους της σχολής της Αντιόχειας που απέδιδαν στο πλήρωμα το πολύ ευρύ και ασαφές νόημα του παντός αγαθού (Θεοφύλακτος, Ευθύμιος και ακόμη και ο Χρυσόστομος: των αγαθών τον πλούτον), ο Θεόδωρος είχε διακρίνει ότι ο στ. 1,16 αναφέρεται στην συμμετοχή μας στην υιότητα του Λόγου δια του χαρίσματος της υιοθεσίας. Το νέο στοιχείο στην ερμηνεία μας βρίσκεται στην νοηματοδότηση της λέξεως «αλήθεια»: δεν προσδιορίζει την θεία φύση του Λόγου αλλά την αποκάλυψη της υιότητας στον άνθρωπο Ιησού.
Στην επόμενη παράγραφο, που αποτελεί και την κατάληξη αυτού του δεύτερου μέρους της ερμηνείας του 1,14, θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε συγκεντρωτικά όλα τα συμπεράσματα της μελέτης μας.
ε.  «Πλήρης της χάριτος της αληθείας» (1,14γ)
Έχοντας διανύσει μια μακρά διαδρομή, καταλήγουμε εν τέλει στον στόχο μας: την συνολική ερμηνεία του πλήρης χάριτος και αληθείας.
1.  Ας υπενθυμίσουμε τις δύο επικρατέστερες σύγχρονες ερμηνείες αυτής της έκφρασης: για τους μεν «πλήρης χάριτος και αληθείας» σημαίνει «πλήρης αγάπης και πίστεως»· για τον Bultmann, και άλλους, το νόημα της εκφράσεως, σύμφωνα με το ελληνικό πνεύμα, προσδιορίζει το χάρισμα της θείας πραγματικότητας που μας προσφέρθηκε δια του Χριστού.
Καμμιά από τις δύο αυτές ερμηνείες δεν υποστηρίζεται από το κείμενο. Ο παραλληλισμός των στ. 14 και 17 δείχνει ότι «η χάρις της αληθείας» έχει το ίδιο νόημα και στους δύο. Ένας άλλος παραλληλισμός στο εσωτερικό του στ. 17 μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε ότι: «η αλήθεια» (του Ιησού Χριστού) παραβάλλεται εδώ με «τον Νόμο» (του Μωυσή)· θα πρέπει λοιπόν να έχει το νόημα της «αποκαλύψεως». Τούτο επιβεβαιώνεται από την ανάλυση του στ. 14:ο Ιωάννης είναι σε θέση να υποστηρίξει ότι ο σαρκωθείς Λόγος είναι «πλήρης της χάριτος της αληθείας» διότι ο ίδιος και οι υπόλοιποι μαθητές «εθεάσαντο την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς Υιού παρά Πατρός». Άρα η δόξα του σαρκωθέντος Λόγου, όπως είπαμε, δεν είναι η ακτινοβολία της θεότητός του αλλά η προοδευτική φανέρωση της θεϊκής  υιότητος του Ιησού. Θα πρέπει λοιπόν να αποδεχθούμε την γνώμη των συγγραφέων που διακρίνουν στην «αλήθεια» την οριστική αποκάλυψη που συντελείται δια του Ιησού Χριστού.
2.  Σε ότι αφορά την σχέση ανάμεσα στην «αλήθεια» του σαρκωθέντος λόγου (1,14γ) και την «δόξα» του μονογενούς Υιού έχουμε την ακόλουθη εκδοχή: σύμφωνα με τον G. Delling και μερικούς άλλους συγγραφείς, πλήρης προσδιορίζει την δόξαν· στην περίπτωση αυτή, η «δόξα» συνοδεύεται από δύο παραθέσεις: «δόξαν ως μονογενούς παρά Πατρός» και «δόξαν πλήρη χάριτος και αληθείας», που σημαίνει ότι η δόξα είναι η απόδειξη της «χάριτος» και της «αλήθειας» του Θεού. Αλλά είδαμε ότι αυτή η κατασκευή είναι βεβιασμένη· η μόνη ικανοποιητική ανάγνωση του στίχου είναι αυτή που συνδέει το πλήρης με το υποκείμενο ολόκληρης της  προτάσεως, τον λόγο. Το κεντρικό μέρος του στίχου που περιγράφει την εμπειρία των μαθητών («εθεασάμεθα την δόξαν αυτού»), εξηγεί γιατί ο Ιωάννης μπορεί να δηλώσει για τον σαρκωθέντα Λόγο ότι είναι «πλήρης της χάριτος της αληθείας».
Υπάρχει λοιπόν μια πολύ στενή σχέση ανάμεσα στις έννοιες της «δόξας» και την «αληθείας», τόσο στενή που μπορούμε να τις θεωρήσουμε περίπου συνώνυμες: η δόξα περιγράφει την φανέρωση του μονογενούς Υιού από την σκοπιά των μαθητών· η αλήθεια την προσδιορίζει αφ’ εαυτού. Η διατύπωση «πλήρης της χάριτος της αληθείας» έχει την μορφή συμπεράσματος στο οποίο ο Ιωάννης έχει την δυνατότητα να καταλήξει διότι αυτός και οι συν αυτῷ υπήρξαν μάρτυρες της δόξας του σαρκωθέντος Λόγου. «Δόξα» και «αλήθεια» έχουν επομένως το ίδιο περιεχόμενο. Εάν η δόξα του σαρκωθέντος λόγου είναι αυτή του «μονογενούς Υιού παρά Πατρός», τότε η αλήθεια της οποίας είναι «πλήρης» είναι η αποκάλυψη της θεϊκής υιότητας.
3.  Τα υπόλοιπα στοιχεία του αποσπάσματος επιβεβαιώνουν αυτή την ερμηνεία. Οι λέξεις ως μονογενούς παρά Πατρός, που ερμηνεύουν την δόξαν, υποδεικνύουν ταυτόχρονα το περιεχόμενο της αλήθειας: η αλήθεια τοποθετείται σε άμεση σχέση με την υιότητα του σαρκωθέντος Λόγου. Και το επίθετο πλήρης, από το οποίο εξαρτάται η αλήθεια, και επανέρχεται με το πλήρωμα αυτού στον στ. 16, μας παραπέμπει επίσης στην κατάσταση της υιότητας. (παραλληλισμός του στ. 16 με τον στ. 12).
4.  Μπορούμε να συνοψίσουμε εν συντομία, λέγοντας ότι η αλήθεια του Ιησού, είναι η αποκάλυψη της υιικής του σχέσης με τον Πατέρα και της παρά του Πατρός ελεύσεώς του· η αλήθεια του σαρκωθέντος Λόγου, είναι ότι είναι ο μονογενής Υιός ο εκ του Πατρός γεννηθείς και παρά του Πατρός πεμφθείς.
Βλέπουμε τώρα γιατί καθίσταται αναγκαίο να συγκρίνουμε τον στ.14 με τον στ.18, αφού στο τέλος αυτού του προλόγου γίνεται άμεσα λόγος για την σχέση ανάμεσα στον μονογενή Υιό και τον Πατέρα. Τούτο θα εξετάσουμε στο τρίτο και τελευταίο μέρος της ερμηνείας του 1,14.17.18.
(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου