Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

«Μόνο νίκες, χαρά και γέλιο»...

Κρίμα το φροντιστήριο....
Για τον Απόστολο Γ. Τζιτζικώστα, πρέπει να σας πω, έχω ακούσει από ανθρώπους που τον γνώρισαν στο σχολείο ότι είναι καλό παιδί και, ομολογουμένως, δεν ξέρω αν το λένε για καλό ή κακό. Αυτό που βλέπω εγώ, πάντως, από την παρουσία του στην πολιτική τα τελευταία χρόνια, είναι ένας «βουτυράτος» στην όψη πολιτικός, κλασικός συντηρητικός ως προς τις ιδέες του, χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο στη σκέψη και τον λόγο του. Ως τέτοιος, είναι φυσικό να έχει το επαρχιώτικο στυλ του «τοπικού άρχοντα», που του επιτρέπει να ταιριάζει εξίσου σε μια δοξολογία στη μητρόπολη, αλλά και στο πρώτο τραπέζι στα μπουζούκια. Ξεχώρισε όταν εξελέγη περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας με πρωτοφανές ποσοστό (71%), συντρίβοντας τον Πανίκα Ψωμιάδη. Έκτοτε, όμως, φαίνεται ότι η ιδέα που έχει για τον εαυτό του φούσκωσε απότομα ―συνηθισμένος και σε αυτό, διότι το ψώνισμα και η πολιτική συνήθως πάνε μαζί. Το μόνο που καταπλήσσει στην περίπτωσή του είναι η ηλικία του: είναι μόλις 37 ετών. (Τρομερό να το σκέπτεσαι...).


Από το βράδυ της Κυριακής, ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας έχει δηλώσει την πρόθεσή του να είναι υποψήφιος για την αρχηγία της Ν.Δ. Το πιθανότερο είναι η δηλωθείσα πρόθεση να μην πραγματοποιηθεί, διότι προσκρούει στο «τεχνικό» ζήτημα. Για τέσσερα χρόνια, ο Απ. Γ. Τζιτζικώστας δεν θα μπορεί να είναι βουλευτής. Αν εκλεγεί πρόεδρος, πώς εξασφαλίζεται ότι το κοινοβουλευτικό κόμμα θα παρακολουθεί τον εκτός Βουλής ηγέτη του; Τα μεγάλα θηρία του κόμματος, που φυσικά ζουν μέσα στη Βουλή, θα τον έχουν κάνει μαριονέτα τους μέσα σε λίγους μήνες. Ακόμη και αν στη θέση του μπορούσε να βρισκόταν κάποιος με ιστορικά βαρύτερο όνομα, που γεννά δέος σε ορισμένες τάξεις ψηφοφόρων ―πείτε, λ.χ., ότι ήταν ο Κων. Αχ. Καραμανλής Γ΄― είναι αμφίβολο αν το πείραμα της εξωκοινοβουλευτικής ηγεσίας του κόμματος θα μπορούσε να λειτουργήσει.

Η βασική επίπτωση της υποψηφιότητας Τζιτζικώστα είναι ότι «τα πήρε στο κρανίο» ο Ψωμιάδης, ο οποίος υποφέρει ως εξόριστος της πολιτικής και διατίθεται να κάνει τα πάντα (σχήμα λόγου, ευτυχώς...) προκειμένου είτε να επιστρέψει κάπως είτε να εκδικηθεί. Μόλις τις προάλλες, κλαψούριζε σε μια συνέντευξη, ζητώντας ουσιαστικά το προνόμιο της ευμενούς μεταχείρισης από τη Δικαιοσύνη. Κάποιους άλλους, έλεγε, «τους απάλλαξαν» και μόνο αυτός έμεινε να ταλαιπωρείται στα δικαστήρια. «Εγώ;», αναρωτήθηκε με αληθινό σπαραγμό. «Εγώ μόνο νίκες, γέλιο και χαρά έφερα στην παράταξη», πρόσθεσε. Απίθανο είναι, βεβαίως, να βρει πενήντα ανθρώπους να του υπογράψουν την υποψηφιότητα και, πάντως, δεν έχει χρήματα να διαθέσει για προεκλογική εκστρατεία. (Μόνον παπούτσια διαθέτει, αλλά αυτά τα εμπορεύεται…).

Ωστόσο, η παραπάνω φράση του είναι μια ουσιώδης προσφορά στην προεκλογική εκστρατεία, για όσους το καταλαβαίνουν. Πράγματι, «νίκες, γέλιο και χαρά» με όποιο κόστος κυνηγούσε η Ν.Δ. στα χρόνια του λαϊκισμού και, ιδού τώρα, που το καλύτερο ιμιτασιόν που μπορεί να βρει στο μοντέλο Ματέο Ρέντσι είναι ο... Τζιτζικώστας. Και γενικότερα, όμως, το κριτήριο της ηδονοθηρίας και του χαβαλέ πρυτάνευσε στην πολιτική ζωή, γι’ αυτό και καταντήσαμε να ζήσουμε τη δικαίωση του Βασίλη Λεβέντη.

Με αφορμή, λοιπόν, το επίπεδο ορισμένων υποψηφιοτήτων, κερδίζει έδαφος η γκρίνια για τη γελοιοποίηση της διαδικασίας. Και σωστό και λάθος. Είναι σωστό, επειδή η γελοιοποίηση είναι αναπόφευκτη σε κάθε διαδικασία, εφόσον αυτή είναι δημοκρατική και ανοικτή σε όλους. Γραφικοί και ιδιόρρυθμοι, ψώνια και παλαβοί, όλοι αυτοί πάντα ψάχνουν ένα δημόσιο βήμα για να εκτονώσουν την «υπόθεσή» τους ― το βλέπουμε αυτό στις βουλευτικές εκλογές, αλλά και στο Ιντερνετ. Είναι και λάθος, όμως, επειδή οι γραφικοί ποτέ δεν δίνουν τον τόνο, εκτός αν τους το επιτρέψουν οι μη γραφικοί, για να το πω ουδέτερα.

Αυτή την ώρα, η Ν.Δ. δεν έχει δύο υποψηφιότητες ικανές να εξουδετερώσουν τον κίνδυνο της γελοιοποίησης. Εχει ήδη μία, του Κυριάκου Μητσοτάκη, που εκφράζει τη φιλελεύθερη και εκσυγχρονιστική πτέρυγα του κόμματος. Το αργότερο μέχρι το μεσημέρι της Παρασκευής, όμως, το πιθανότερο είναι να έχει.  Από την πρώτη ώρα, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης τοποθέτησε πολύ έξυπνα τον εαυτό του στο πεδίο, ώστε να αυξήσει την αξία του στην εσωτερική αγορά του κόμματος. Πρώτα, κίνησε διαδικασία-εξπρές για εκλογή αρχηγού, έπειτα δήλωσε απρόθυμος να θέσει υποψηφιότητα. Με τη γνωστή έλλειψη προσωπικοτήτων ευρύτερου κύρους στην, κατά τα άλλα, ισχυρή ομάδα των Νεοκαραμανλικών, ήταν επόμενο να προβάλει αυτός ως η καλύτερη περίπτωση για να εκπροσωπήσει στη διαδικασία διαδοχής την πτέρυγα των Νεοκαραμανλικών, η οποία εκφράζει ένα ιδιότυπο μείγμα λαϊκής Δεξιάς και μεσαίου χώρου. Διότι, σε τελευταία ανάλυση, ο Μεϊμαράκης τα πήγε ανέλπιστα καλά στις εκλογές.

Τώρα, το χθεσινό καπρίτσιο του Μεϊμαράκη (θα ανακοίνωνε την υποψηφιότητά του το μεσημέρι, αλλά την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη) δεν ήταν απόφαση· ήταν μάλλον μια φάση της διαπραγμάτευσής του με τον Κ. Καραμανλή, την Ντόρα και άλλα μεγαθήρια του χώρου. Πονηρός και καχύποπτος, ο Μεϊμαράκης ξέρει τι σημαίνουν οι προτροπές να προχωρήσει, όταν δεν συνοδεύονται από έμπρακτη υποστήριξη. Αυτή φαίνεται ότι πάει να κερδίσει με τα καπρίτσια, διότι ο κόσμος σήμερα είναι απρόβλεπτος (το είδαμε στις δημοσκοπήσεις...) και δεν μπορείς να προδικάσεις το αποτέλεσμα ανοικτών διαδικασιών (βλέπε, λ.χ., περίπτωση Κόρμπιν στους Εργατικούς...).

Πρώτη φορά ΝΥ

«First we take Manhattan», που λέει ο Λίοναρντ Κοέν. Πριν φθάσει στη Νέα Υόρκη ο Τσίπρας, μαθαίνω ότι είχαν μεταβεί εκεί προπομποί ο προσωπικός του διερμηνέας Αρ. Μπαλτάς (που αναδεικνύεται σε Φλαμπουράρη για θέματα εξωτερικού...), η σύζυγός του, κυρία Βαγγελιώ, καθώς και η πρωθυπουργική σύζυγος, κυρία Περιστέρα, η οποία για την περίσταση έραψε και φόρεμα, σε Ελληνα σχεδιαστή, του οποίου το όνομα δεν συγκράτησα, νομίζω όμως ότι τελειώνει σε «-ογλού»...

Του Στ. Κασιμάτη από την Κ 
 
antilogos

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου