Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΩΝ ΜΟΝΤΕΡΝΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΣΜΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΔΥΣΕΩΣ. Το Μοντέρνο Πνεύμα της Ασίας (17) -επανάληψη

Η απομυθοποίηση της ενώσεως των θρησκειών καί τής θρησκειολογίας  
Η πνευματικότητα στην μοντέρνα κοινωνία 
 Κεφάλαιο 3 η
Δημιουργώντας την Θρησκεία της Ανατολής
  Ο σύγχρονος οριενταλισμός
Η αποικιακή γνώση και η νέα συγκριτική επιστήμη της θρησκείας

Λαϊκός οριενταλισμός: το παγκόσμιο συμβούλιο των θρησκειών του 1893
Η μαγεία της εκκοσμίκευσης β
Η απομάγευση κατά Weber

Μια ενσάρκωση της αντίθεσης μεταξύ θρησκείας και μαγείας βρίσκεται στην εξελικτική θεωρία του 19ου αιώνα, η οποία παρουσιάζει την μαγεία ως μια αποτυχημένη επιστήμη, η οποία σταδιακά αντικαθίσταται από την αληθινή επιστήμη και από την θρησκεία ως μορφή ηθικής. Όπως έχουμε δει, στην επιστήμη της θρησκείας κατά τον 19ο αιώνα, επινοείται ο όρος «παγκόσμια θρησκεία», για να δώσει την δυνατότητα, ώστε και άλλες θρησκείες πέραν του Χριστιανισμού να θεωρηθούν πηγές παγκόσμιας ηθικής. Θρησκείες που παρουσιάζονται ως πηγές ηθικής, μπορούν να απορρίψουν οποιαδήποτε πρόφαση επιστημονικής γνώσης, αφού το πεδίο αυθεντίας τους έχει μετατοπιστεί. Επιτρέπει την αναζήτηση του πυρήνα ηθικότητας σε μια θρησκεία όπως ο Κομφουκιανισμός, ενώ όλα τα άλλα (ισχυρισμός ότι έχει γνώση περί της φύσεως) μπορούν να παραβλεφθούν ως άσχετα. Η γραμμή της εξελικτικής σκέψης είχε τεράστια επίδραση τόσο στην κατανόηση του μοντέρνου Χριστιανισμού όσο και των άλλων θρησκειών. Η πιο διάσημη έκφραση της βρίσκεται στην κοινωνιολογία του Weber. Αν και ο Weber θεωρείται συχνά ως θεωρητικός της εκκοσμίκευσης (Entgötterung, από-θέωση), στην πραγματικότητα είναι ο θεωρητικός της από-μάγευσης, από-γοήτευσης (Entzauberung). Ο Weber επινόησε την φράση το 1917, όταν στην διάσημη διάλεξη του «Η επιστήμη ως επάγγελμα», δήλωσε πως η ιστορική μας συνθήκη χαρακτηρίζεται από την διανοητικοποίηση και εκλογίκευση, και πάνω απ’ όλα, από την «από-γοήτευση του κόσμου»: «όχι πια σαν τους άγριους, για τους οποίους υπήρχαν τέτοιες ανεξέλεγκτες δυνάμεις, δεν πρέπει πια να καταφεύγει κανείς σε μαγικά μέσα για να ελέγξει τα πνεύματα ή να τα ικετεύσει. Μπορεί να το κάνει αυτό πιά με τεχνικά μέσα και με τον υπολογισμό. Πάνω απ’ όλα, αυτή είναι η συνέπεια της διανοητικοποίησης»10. Η ειρωνεία είναι, πως η διάλεξη αυτή δόθηκε κατά την διάρκεια της άγριας (μπορούμε να πούμε «άλογης»;) σφαγής του α’ ΠΠ. Η πρόταση του Weber, πως η μαγεία έχει αντικατασταθεί από την μηχανή, είναι πολύ κοντά σε αυτά που αισθάνονταν οι φουτουριστές και άλλοι καλλιτέχνες της εποχής. Σύμφωνα με την αντίληψη του Weber, η προτεσταντική ηθική έχει την πηγή της στην εξέλιξη  από την μαγεία προς την ηθική, στην από-γοήτευση που βρίσκεται στην καρδιά τής διανοητικοποιημένης νεωτερικότητας.
Για την αντίληψη περί κοινωνίας κατά τον 19ο αιώνα, αλλά και για την κατανόηση τής εκκοσμίκευσης σήμερα, είναι κρίσιμη η αντίθεση μαγείας και θρησκείας. Εμφανίζεται κατά τον 19ο αιώνα στην Κίνα, και έχει τεράστιες πολιτικές συνέπειες για την φύση τής θρησκείας και της εκκοσμίκευσης στην Κίνα. Η αντίθεση μεταξύ  θρησκείας και μαγείας γεννά τα πογκρόμ εναντίον της λαϊκής θρησκείας στην Κίνα, αλλά και δημιουργεί την επιθυμία για μια εθνικοποιημένη θρησκεία, ως πηγή συλλογικής ηθικής.
Η μαγεία ως κατηγορία είναι το ίδιο πολύπλοκη όπως και οι κατηγορίες θρησκεία και εκκοσμίκευση. Το βασικό στοιχείο για την κατανόηση της μαγείας κατά τον 19ο αιώνα, είναι η τοποθέτηση των Frazer και Tylor πως η μαγεία είναι ψευδής επιστήμη11. Αυτό το επιχείρημα τονίζει, πως αυτό που μετρά για αυτούς που την ασκούν, είναι η χρηστικότητα και η αποτελεσματικότητα της. Με την άνοδο της «αληθινής» επιστήμης (ή αυτού που ο Weber ονομάζει διανοητικοποίηση), η αποτελεσματικότητα αυτή γίνεται προβληματική. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση της μαγείας, είναι να την θεωρήσουμε ως κεντρικό στοιχείο της «λαϊκής θρησκείας», όπου η αποτελεσματικότητα είναι πιο σημαντική από την θεολογία.

Λαϊκή θρησκεία

Τι είναι η «λαϊκή θρησκεία» στην Ινδία και την Κίνα; Βασικό στοιχείο της είναι το ότι είναι «λαϊκή», καθώς ανήκει στον «λαό», στους κοινούς ανθρώπους. Ένα άλλο στοιχείο, είναι πως οι ελίτ έχουν μια πολύπλοκη σχέση προς τις κοινωνικές και συναισθηματικές ενέργειες που απελευθερώνονται από το λαϊκό στοιχείο. Μια πιθανότητα είναι οι ελίτ να απορρίπτουν αυτές τις πρακτικές. Μια άλλη είναι ότι θέλουν να ελέγξουν τις ενέργειες τους και να τις εξιδανικεύσουν χρησιμοποιώντας την αυθεντία τους (αυτή βασίζεται εν μέρει στην ικανότητα ανάγνωσης και γραφής, και συνεπώς στην εξουσία τής ερμηνείας του κανόνος)12. Πιστεύω πως αυτό ισχύει για ένα ολόκληρο φάσμα λαϊκών πρακτικών, οι οποίες αντιμετωπίζονται από, ή ενσωματώνονται στις «μεγάλες παραδόσεις», σύμφωνα με τον Robert Redfield. Δεν πρέπει να προσπαθήσει κανείς να παρατραβήξει αυτή την αντίθεση, μεταξύ μεγάλων και μικρών παραδόσεων, όπως την παρουσιάζει ο Redfield, και να την χαρακτηρίσει με όρους τοπικού εναντίον περιφερειακού ή εθνικού ή και παγκόσμιου13. Η αντίθεση αυτή, είναι συχνά μέρος τής ιδεολογίας των παραδόσεων αυτών, βάσει των οποίων θέλουν να απεικονίζονται ως ανώτερες, αλλά και πιο ευρείας εφαρμογής, σε σύγκριση με τις παραδόσεις που οι ίδιες θεωρούν κατώτερες και περιορισμένου σκοπού. Το θέμα είναι, ποια είναι η πολιτική και πολιτισμική οικονομία, και συνεπώς ποια η περιοχή δράσης μιας λατρείας, και σε ποιο βαθμό τής τίθενται όρια από την κεντρική θρησκευτική αυθεντία. Αυτό το θέμα δεν μπορεί ποτέ να τεθεί με ένα διχοτομικό, δομικό τρόπο, αλλά πρέπει να κατανοηθεί σε σχέση με την μετατόπιση των πολιτικών σχηματισμών. Μια λατρεία μπορεί την μια περίοδο να διαδίδεται σε τεράστιες εκτάσεις, και την άλλη στιγμή να σαρώνεται από την κεντρική εξουσία.
Λαϊκές λατρείες, όπως η Mazu στην παράκτια περιοχή της Νοτίου Κίνας, η λατρεία του βασιλιά δράκου στα βόρειο-ανατολικά της Κίνας, ή η Aiyappan στην Κεράλα, ή οι πολλές  Devi λατρείες στο Himachal Pradesh, προσελκύουν δεκάδες χιλιάδες προσκυνητές  στις γιορτές, και εξαρτώνται από την κοπιαστική οργάνωση των ναών που κάνουν οι διάφοροι σύλλογοι που πρόσκεινται στους ναούς, και βασίζονται στα τελετουργικά, που σκοπό έχουν την θεραπεία ή να φέρουν τύχη14. Εν συντομία, έχουν μαγική αποτελεσματικότητα (ling στα κινέζικα, shakti όπως συχνά αναφέρεται στα σανσκριτικά, και barakat στο ισλαμικό ιδίωμα). Οι πρακτικές που συνδέονται με αυτούς τούς τόπους περιλαμβάνουν έκσταση, κατάληψη από πνεύμα, φυλαχτά, υπερβολή μεταμέλειας και χαράς. Αυτή η υπερβολή δημιουργεί τις δυσκολίες στις ελίτ και την εξουσία. Υφίσταται φυσικά μια αμφίρροπη συμπεριφορά, καθώς και αυτοί συμμετέχουν, εάν χρειάζονται την ευλογία τού Θεού, του αγίου ή του τόπου. Το μεγάλο πρόβλημα για την πολιτική εξουσία, είναι ότι οι τόποι αυτοί προσφέρουν εναλλακτικά δίκτυα δύναμης και αλληλεγγύης, που μπορούν να προκαλέσουν την κρατική εξουσία.
Στην Ινδία βρίσκουμε επιχειρήματα εναντίον κάποιων μορφών λαϊκών πρακτικών, που μπορούν να αποδοθούν στην κατά τον 19ο αιώνα αντίθεση μεταξύ θρησκείας και μαγείας που εισήγαγαν οι δυτικοί, με ένα τρόπο που θυμίζει κινέζικο στοχασμό. Ο Βραχμανισμός μπορεί να συγκριθεί με τον Κονφουκιανισμό, εάν έχουμε υπόψιν μας, ότι και οι δυο όροι, δεν είναι παρά ιδεώδεις-τυπικές κατασκευές ιδιαίτερα πολύπλοκων, με μεγάλες αποκλίσεις, παραδόσεων. Η βραχμανική πρακτική συντηρεί την τάξη τού κόσμου (dharma), και για τον λόγο αυτό αποτελεί ένα τελετουργικό πλαίσιο, τόσο για την κοινωνία όσο και για την φύση. Οι μη βραχμανικές πρακτικές είναι αποδεκτές, εφόσον δεν διαταράσσουν αυτή την τάξη. Εδώ λειτουργεί μια ιεραρχική διάταξη η οποία βρίσκεται στην βάση της κάστας. Οι μη βραχμανικές πρακτικές δεν χρειάζεται να εξαλειφθούν, εφόσον μπορεί να τους δοθεί μια θέση στην ιεραρχία, ως κατώτερες πρακτικές, που απευθύνονται σε όντα κατώτερης φύσης, όπως οι κατώτερες κάστες, αλλά και κατώτερα ζώα και δαίμονες. Αυτή η ιεραρχική νοοτροπία διαποτίζει όλες τις πρακτικές: η χορτοφαγία είναι ανώτερη από την κρεοφαγία, το να φοράς μετάξι ανώτερο από το να φοράς βαμβάκι, τα σπίτια χτισμένα με τούβλα ανώτερα από τα σπίτια κτισμένα με πηλό, και η εγκράτεια είναι ανώτερη από την κατανάλωση αλκοόλ και καπνού. Αυτή η ιεράρχηση έχει την ύψιστη σημασία της για τους γάμους και τα συμπόσια. Σημαντική επίσης είναι η σημασία του ιεραρχικού περιληπτισμού, που μπορεί να θεωρηθεί εσφαλμένα ως ανοχή προς άλλες θρησκείες15. Αυτή είναι μια κοσμοθεωρία η οποία δεν απορρίπτει, αλλά ιεραρχεί. Μια κοινή αντίθεση στο ιδεολογικό επίπεδο, είναι αυτή μεταξύ shastrik (που βασίζεται στις γραφές) και laukik (βασίζεται στην τοπική, λαϊκή πράξη). Πρακτικές όπως η laukik, δεν απορρίπτονται ως εσφαλμένες, αλλά θεωρούνται κατώτερες, με περιορισμένο σκοπό16. Αυτή η ιεραρχική αντίληψη διαποτίζει και την στάση απέναντι σε θρησκευτικές πρακτικές που δεν είναι και τόσο laukik, αλλά σίγουρα είναι διαφορετικές, όπως οι ισλαμικές πρακτικές. Όταν έκανα πρακτική έρευνα την δεκαετία του 1980 στην περιοχή Surat,  στην δυτική Ινδία, διαπίστωσα ότι οι μορφές εξορκισμού των πνευμάτων που ασκούσαν οι Σούφι, ήταν πλατιά αποδεκτές, και τις επιζητούσαν οι Ινδουιστές, επειδή θεωρούσαν πως οι Μουσουλμάνοι είναι πιο κοντά στους δαίμονες και τα πνεύματα της φύσης, και για τον λόγο αυτό είναι πιο πιθανό ότι τους ελέγχουν17. Αυτή η ιεραρχική κοσμοθεωρία, είναι ο βασικός λόγος που η ελίτ των Βραχμάνων δεν προσπαθεί να εξαλείψει την λαϊκή, μαγική θρησκεία, σε αντίθεση με τις ελίτ τού Κονφουκιανισμού.
Οι σχέσεις μεταξύ των λόγιων Βραχμάνων και του κράτους, είναι πολύ λιγότερο καθορισμένες από την αυτοκρατορική εξουσία, σε σύγκριση με την Κίνα. Αν και οι Βραχμάνοι έπαιζαν κεντρικό ρόλο σε πολλά ινδουιστικά βασίλεια, όπως το Vijayanagar κατά τον 14ο και 15ο αιώνα, και το Jaipur τον 17ο και 18ο αιώνα, αυτά ήταν όμως βασίλεια, όχι αυτοκρατορίες. Η Mughal αυτοκρατορία, μεταξύ του 16ου και 19ου, στηριζόταν ιδεολογικά από τους μουσουλμάνους θεολόγους, όχι από τους Βραχμάνους18. Στο Ισλάμ βρίσκουμε μια επισταμένη συζήτηση περί ορθοδοξίας και ετεροδοξίας, που κέντρο έχουν την διχοτόμηση των σιιτών-σουνιτών, που όμως περιλαμβάνουν και διαμάχες περί λατρείας των αγίων, όπως στο έργο του θεολόγου Sirhindi από τον 15ο αιώνα, και αυτό του θεολόγου από τον 18ο αιώνα, Shah Wali Allah19. Παρόλο που οι συζητήσεις αυτές επηρέασαν ως ένα βαθμό την πολιτική στάση προς την θρησκεία, και οι αυτοκράτορες της Mughal επενέβαιναν τόσο στις ισλαμικές όσο και στις ινδουιστικές πρακτικές (εν γένει, χωρίς καταπίεση, σε αντίθεση με αυτό που πιστεύουν οι Ινδουιστές εθνικιστές σήμερα), δεν βλέπουμε τίποτα παρόμοιο με τον έλεγχο που ασκεί η αυτοκρατορική εξουσία στην Κίνα. Τα θρησκευτικά κινήματα ήταν ευθυγραμμισμένα με την τοπική αντίσταση στην αυτοκρατορική εξουσία, όπως είναι οι περίπτωση των Sikh στο Punjab, όπου η αυτοκρατορία Mughal προσπαθεί να καταπνίξει το κίνημα. Η αυτοκρατορική καταπίεση των Sikh δεν είχε μεγάλη επιτυχία, προκάλεσε μάλλον μια ιστορία μαρτυρίου και αντίστασης προς το κεντρικό κράτος, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, όπως το είδαμε στην περίπτωση του Khalistani κινήματος για την ανεξαρτησία του Punjab, την δεκαετία του 1980. Η περίπτωση των Sikh είναι ένα ιδιαίτερο παράδειγμα, όπου ένα θρησκευτικό κίνημα γίνεται κράτος. Αυτό που το κράτος Mughal δεν κατάφερε, ήταν να εντάξει τις διάφορες ινδουιστικές παραδόσεις στην αυτοκρατορική λατρεία, αν και ο αυτοκράτορας Akbar έκανε μια προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή, με την αυτοκρατορική συγκρητιστική λατρεία, Din-i-Ilahi. Η λαϊκή θρησκεία στην Κίνα ήταν πιο συντονισμένη με την αυτοκρατορική λατρεία (συχνά υπαγόμενη στην ιερή αυτοκρατορική γραφειοκρατεία), και αποτελούσε μια πιο ισχυρή απειλή για την εξουσία, σε σύγκριση με την λαϊκή θρησκεία στην Ινδία20.
Ο βαθμός στον οποίο οι Κονφουκιανοί λόγιοι ήταν ενταγμένοι στην αυτοκρατορία Qing, κυρίως δια του συστήματος εξετάσεων, ήταν πολύ διαφορετικός από ότι στην Ινδία. Οι λόγιοι αυτοί θεωρούσαν την λαϊκή θρησκεία δεισιδαιμονία, και άξια περιφρόνησης, φοβόντουσαν όμως τις λαϊκές λατρείες, ως εναλλακτικές ιδεολογίες, που μπορούν να απειλήσουν το κράτος. Υπάρχει μεγάλη παράδοση κρατικής καταπίεσης  «επικίνδυνων λατρειών» στην Κίνα. Η γενική έννοια για όλες αυτές τις λατρείες ή μυστικούς συλλόγους, είναι: Διδασκαλία του Λευκού Λωτού, με επίκεντρο τον Maitreya Buddha, και την χιλιαστική «στροφή του kalpa (αιών)». Όπως είναι συνηθισμένο όμως για τέτοια κινήματα, μαθαίνουμε περί αυτών διαβάζοντας τα αυτοκρατορικά αρχεία. Χρησιμοποιείται επομένως η γλώσσα του κράτους, και δεν έχουμε μια ανεξάρτητη ματιά, που να μας φέρει πιο κοντά στην βιωμένη πραγματικότητα των κινημάτων αυτών21. Ενώ οι ελίτ στην Κίνα και την Ινδία έχουν παρόμοιες πολιτισμικές συνήθειες και πρακτικές, ο τρόπος με τον οποίο είναι ενσωματωμένες στα κρατικά προγράμματα διαφέρει. Κατά το τέλος του 19ου αιώνα, αυτά τα κρατικά προγράμματα εστιάζονται στην πρόοδο και τον εκμοντερνισμό, αλλά και την δημιουργία ενός εθνικού πολιτισμού. Και στις περιπτώσεις, Ινδίας και Κίνας, η παλαιότερη ανησυχία για τις λαϊκές πρακτικές, γίνεται εμμονή για την μεταρρύθμιση και την παιδεία του «λαού», εν ονόματι της εθνικής ηθικής και της επιστήμης. 

Συνεχίζεται

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου