Η εποχή είναι τέτοια. Δεν μπορείς, δεν προλαβαίνεις να μετρήσεις το δικό σου ζόρι. Η πόλη σε γειώνει, σε αφήνει εμβρόντητο, σου ρίχνει μια σφαλιάρα. Ποιος είσαι εσύ που θα πεις το ένα και το άλλο, που θα παραπονεθείς; Δεν βλέπεις αυτόν που..; Τον άλλο που..; Την παράλλη που..; Αυτή η πόλη είναι μια διαρκής γεννήτρια προοπτικής. Δες το χειρότερο. Δες τον πάτο του βαρελιού. Δες τι σημαίνει πτώση. Αυτή η πόλη. Καταναλώνουμε φωτογραφίες μεταναστών στοιβαγμένων στα αμπάρια καραβιών. Καταναλώνουμε ιστορίες ανθρώπων που ζητάνε λεφτά στα ΜΜΜ. Καταναλώνουμε το αστικό τοπίο, σαν να μην ήταν ξεχειλισμένο από ανθρώπους που έπεσαν μια και καλή. Οριστικά. Καταναλώνουμε τις μέρες μας με τα ακουστικά στ’ αυτιά, λες και περιμένουμε απλά τη στιγμή που ο εκφωνητής θα πει: «ελάτε, ήταν όλα ψέματα. Επιστροφή στην προηγούμενη κανονικότητα».
Εντωμεταξύ φίλοι, γνωστοί και άσχετοι έχουν χάσει τον ύπνο τους. Δεν μπορούμε ούτε να παραδοθούμε πια.
Ναι βέβαια, υπάρχει ακόμη ένα φοβερό δίχτυ ασφαλείας. Με περιμένει πάντα ένα ωραίο πιάτο φαΐ, οι φίλοι ακόμη κερνάνε και έχω την φοβερή άνεση να μπορώ να καταρρεύσω στο μαξιλάρι δίπλα της και να ξέρω πως αυτή σίγουρα θα με δεχτεί, θα με παρηγορήσει, θα με επαναφέρει. Αυτή με επαναφορτίζει και εγώ αδειάζω χωρίς να έχω καταφέρει τίποτα, ούτε ένα κούτσικο χτύπημα στο θάνατο που μας κυνηγάει από όλα τα στενά, φορώντας όλα τα πρόσωπα.
Είμαι στο Λαύριο. Μια γυναίκα παρκάρει μπροστά στο σουβλατζίδικο. Ο σερβιτόρος, ένα παιδί 20 χρονών, κάνει χαμηλόφωνα σχόλια στην παρέα του. Η γυναίκα κάνει μανούβρες, ενώ ο χώρος είναι, ομολογουμένως, μεγάλος. Χαζογελάνε και παρατηρούν. Άραγε πόσες μανούβρες ακόμη θα κάνει η άσχετη; Το παιδί, που λίγο πριν περδικλωνόταν με την παραγγελία και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι θέλουμε – αυτό είναι ένα φιλελεύθερο σχόλιο, να θυμηθώ να το σβήσω μετά – τώρα κορόιδευε τη γυναίκα που δυσκολεύτηκε να παρκάρει σωστά. Έπειτα από πέντε λεπτά ακριβώς στο ίδιο σημείο πάρκαρε ένας άντρας, αφήνοντας ένα με ενάμιση μέτρο κενό ανάμεσα στο πεζοδρόμιο και στο αμάξι.
Δεν είπαν τίποτα. Δεν το παρατήρησαν καν. Το Λαύριο, σκέφτομαι, θα μπορούσε να είναι μια πολύ όμορφη πόλη. Είναι όμως μια Μεγαλόπολη με θάλασσα. Προποτζίδικα, λέπρα, καναπέδες, τζαμαρίες, φρέντο και καμιά διακοσαριά γυράδικα, ζήτημα αν υπάρχει ανάμεσά τους ένα αξιοπρεπές. Κάποτε το αγαπούσα πολύ το Λαύριο. Ανέπνεα γλυκιά επαρχία και καλωσόρισμα στο δρόμο για το Σούνιο και αλμύρα στα μπράτσα μας. Φυσικά έκανα λάθος. Μηχανάκια στρίβουν σαν τρελά και βγάζουν το θόρυβο της παρακμής, μιας παρακμής τέτοιας που είναι αυτοφυής και πρωτότοκη. Δεν προηγήθηκε τίποτα το όμορφο εδώ πέρα. Μια μέρα απλά έπεσε απ’ τον ουρανό ένας εφιάλτης.
Στην Πλάκα περνάει μια κοπέλα με κοντό σορτς μπροστά απ’ τον τύπο, που κρατάει το μενού και περιμένει στην είσοδο για να πιάσει τους περαστικούς τουρίστες. Κάνει με το κορμί του μια κίνηση σα να την ακολουθεί, σφίγγει κάπως τα δόντια λες και κάτι θα μουρμουρίσει και έπειτα γυρνάει στο συνάδελφό του μέσα στο κατάστημα με σαρδόνιο χαμόγελο. Η σκηνή, τόσο συνηθισμένη που μοιάζει αναπόφευκτη, αποπνέει μια αίσθηση σχεδόν βίαιη. Κάποτε θα αναγνώριζα και μια γλυκιά υπόγεια λαϊκότητα, μια υπενθύμιση της παντοκρατορίας του σώματος, ένα σκληρό φλερτ. Τώρα πια όχι. Τώρα μουρμουρίζω χυδαιότης χυδαιοτήτων τα πάντα χυδαιότης.
Η χυδαιότητα είναι ένα στιλ που επιβάλλεται. Τα σχόλια, τα βλέμματα και η υποτίμηση. Κάποτε θα έλεγα ότι τα σχόλια, προφανώς σεξιστικά, κρύβουν και μια φοβερή ακατέργαστη επιθυμία, μια λύσσα που πηγάζει απ’ τη ζωή που δεν βιώνεται. Όχι πια. Τώρα δε σκέφτομαι τίποτα. Σκέφτομαι μόνο ότι η κοπέλα όσο γρήγορα κι αν περπατήσει, δεν προλαβαίνει να φτάσει πουθενά.
Αν είναι ελληνίδα, πιθανότατα τρώει ξύλο μέσα στο διαμέρισμα . Αν είναι ξένη διασύρεται ποικιλοτρόπως και κορτάρει με πιο μεγάλους κινδύνους. Πού θα τη βρουν και σε τι κατάσταση; Ξένες πουτάνες, ξένες χορεύτριες, ξένες καθαρίστριες. Οι ελληνικές αξίες απέναντί τους, αν αφαιρέσει κανείς την περιρρέουσα επιφανειακή ηθικολογία, συνοψίζονται σε μια ατελείωτη χυδαιότητα και μια τρομερή βία.
Το λαϊκό στοιχείο, πολυτραγουδισμένο ακατέργαστο διαμάντι, κοπιάρει τις ιδέες και τις πρακτικές μιας κυρίαρχης ιδεολογίας που ξέρει να πορεύεται μόνο βουτηγμένη στη χυδαιότητα. Ένας άνθρωπος με πολλά χρήματα, στο κωλόμπαρο αγοράζει ισχύ, υπεροχή, το δικαίωμά στη βία, που του υπόσχονται κάθε πρωί στο δρόμο για τη δουλειά. Ένας άνθρωπος στην Πλάκα, που δεν τολμάει να μιλήσει στο αφεντικό του στον ενικό, ξεσπάει μια ζωή καταπίεσης στο βλέμμα, στα λόγια, πιθανώς και στο σηκωμένο του χέρι. Έχει ιδεολογικοποιήσει την ανωτερότητα της φυσικής δύναμης. Γι’ αυτόν φυσική δύναμη είναι τα λεφτά. Δικαιούται να την τρώει απ’ το αφεντικό του. Δικαιούται να ξεσπάει στο περαστικό σορτς. Επιβάλλεται να συνεχίζει τη φυσική ροή των πραγμάτων. Η φυσική ροή των πραγμάτων εξηγείται με απλά λόγια – μεταξύ άλλων – στις ειδήσεις των οχτώ. Στο κήρυγμα, στον πατριωτικό λόγο, στα γυναικεία περιοδικά μόδας.
Στα αθλητικά σάιτ δίπλα στα αναλυτικά ρεπορτάζ για το πόσο γαμάτος και κιμπάρης και αρχιδάτος είναι ο τάδε ιδιοκτήτης ΠΑΕ, έχει πάντα και ένα μέρος που μπορούμε να απολαύσουμε την τάδε γκόμενα του τάδε πασίγνωστου ποδοσφαιριστή. Ή την τάδε εμφάνιση της τάδε τηλεπερσόνας. Τώρα τελευταία, έχουν ανακαλύψει τα σόσιαλ μίντια. Ιδού – προκλητική εμφάνιση της Χ. στο ινσταγραμ.
Στο μεταξύ ποτέ δε μαθαίνουμε τίποτα. Όλα είναι περιστατικά και ειδησούλες και υπερβολές κάποιων ομάδων και ανθρώπων. Αλλά και πάλι δε μαθαίνουμε τίποτα. Σαν τη φωνή εκείνης της γυναίκας σε μια πολυκατοικία, δύο τετράγωνα απ’ το σπίτι, για την οποία είχα ξαναγράψει ένα χρόνο πριν. Την ακούμε καθώς βγάζουμε βόλτα το σκύλο. Απ’ την απέναντι πολυκατοικία, ένας άντρας βγαίνει στο μπαλκόνι, «καθησυχάζει» εμάς και άλλους δυο περαστικούς. «Τη δέρνει». Δεν καταλαβαίνουμε τίποτα.
Δεν ξέρουμε σε ποιο όροφο, σε ποιο μπαλκόνι να κοιτάξουμε, προς τα πού να φωνάξουμε. Φωνάζουμε γενικώς. Ενάντια στη ζωή και τον κόσμο τον ίδιο. Στο βάθος του δρόμου βγαίνει γρήγορα απ’ την πυλωτή και χάνεται αμέσως σε κάποιο άλλο στενό μια φιγούρα. Φοράει ένα σκούρο μπουφάν και δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τίποτα άλλο. Αν είναι ψηλός, κοντός, χοντρός, αδύνατος, ξανθός, μελαχρινός. Έχει φύγει ήδη, μακριά, κανονικός ανάμεσα στους κανονικούς. Ο άντρας που μας έδωσε τις εξηγήσεις κλείνει τη μπαλκονόπορτα με ένα ελαφρύ γδούπο. Ο ουρανός βρέχει πρωτοσέλιδα της εσπρέσο και ποστ της αϊ – εφημερίδας.
Αλλάξαν τόσο πολύ τα πράγματα, ή εμείς χάσαμε τον δρόμο και την οδό, αγαπητέ Αμέθυστε; Ή μήπως είναι το ίδιο; ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΔέν είμαστε απαιτητικοί. Είμαστε λογικοί, αλλά σύμφωνα μέ τήν λογική τών αισθητηρίων. Εχουμε περιορισμένο ορίζοντα καί η επεξεργασία τών δεδομένων είναι κοντόφθαλμη. Βλέπουμε τά σημεία τού καιρού αλλά δέν προσλαμβάνουμε πλέον τά σημεία τών καιρών. Τούς ψευδοσωτήρες καί τούς ψευδοπροφήτες. Τά αισθητήρια δέν δουλεύουν στήν ταραχή, δέν προσφέρουν σωστές πληροφορίες. Γιά νά αποκτήσουμε ξανά προσανατολισμό πρέπει νά περάσει η φουρτούνα.Δέν διαθέτουμε πλέον πολικό αστέρα. Αυτός ο πολικός αστήρ, τό αστέρι τού Βορρά, είναι η αρχαία Μεταφυσική, τό κινητό ακίνητο άς πούμε. Τόν αντικαταστήσαμε μέ τό Εγώ. Ενα καταφύγιο στό οποίο καταφεύγουμε μέχρι νά περάσει η ώρα τών αποφάσεων, διότι τά αισθητήρια δέν προορίζονται γιά τήν λήψη αποφάσεων, από κατασκευής. Ετσι τό Εγώ, είναι μή-απόφαση. Τό γνωστό αρνητικό πνεύμα τής φυγής, τού φόβου, τής ανασφάλειας. Μιά σανίδα σωτηρίας πού μάς σώζει από τόν πνιγμό στά συναισθήματά μας. Μπορούμε νά τό ορίσουμε κάπως έτσι"Εγώ δέν μπορώ άλλο φοβάμαι πώς πρέπει νά φύγω γιά νά ησυχάσω" Είναι τό γνωστό πνεύμα αργίας,περιεργίας, φιλαρχίας καί αργολογίας. Μέ τό οποίο, λόγω τού Εγώ, αποκτούμε τήν σημερινή μας ταυτότητα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟσο μικραίνει ο άνθρωπος όμως τόσο γιγαντώνουν τά πράγματα. Στήν Κινέζικη ζωγραφική πού αναπαριστά τό πρωτόγονο πνεύμα δουλείας, ο άνθρωπος είνα ελάχιστος, μιά μινιατούρα μέσα στήν γιγάντια φύση πού τόν περιβάλλει καί τόν φυλακίζει, στήν μοίρα. Σήμερα η τεχνολογία πού νίκησε τήν φύση καί εμφανίστηκε σάν μοιραία πρό-νοια, σάν γίγαντας, σάν εκατόγχειρας καί τιτάνας φυλάκισε ξανά τόν άνθρωπο, γιά τό καλό του, μέ καλή πρόθεση, γιά νά τού προσφέρει τό εύ ζείν. Τού υπόσχεται νά νικήσει καί τόν θάνατο ακόμη. ΚΑΙ ΒΟΛΕΥΤΗΚΑΜΕ.