Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

Ουφολογία ως σωτηριολογική θρησκεία (8) -επανάληψη

Η ζωοποίηση του κενού σύμπαντος με τους κατοίκους των άστρων 

Του Ernst Benz, από το βιβλίο:
Außerirdische Welten, Von Kopernikus zu den Ufos (Εξωγήινοι κόσμοι, Από τον Κοπέρνικο μέχρι τα ούφο), Aurum Verlag, Edition 2000

Christiaan Huygens

(Christiaan Huygens, 1629-1695. Κορυφαίος Ολλανδός μαθηματικός, φυσικός και αστρονόμος. Εισηγήθηκε πρώτος την κυμματική θεωρία του φωτός, κατασκεύασε τα πρώτα ρολόγια με εκκρεμές, καί με τα  βελτιωμένα από τον ίδιο τηλεσκόπια έκανε σημαντικές παρατηρήσεις)
Η επιστημονική και τεχνολογική υπεροχή των κατοίκων των άλλων πλανητών

Το βιβλίο του Christian Huygens φέρει τον τίτλο: Kosmotheros sive de terris coelestibus earrumque ornatu conjecturae ad Constantinum Hugenium fratem, Guilielmo II Magnae Britanniae Regi a Secretis, Haguae Comitum Apud Adrianum Moetjen Bibliopolam MDCXCVIII. Στο έργο αυτό ο Huygens επικαλείται το γεγονός, πως ήδη ο Nicolaus Cusanus, ο Giordano Bruno, ο Tycho de Brahe και ο auctor Gallicus, δηλαδή ο Fontanelle, έχουν υποδείξει την δυνατότητα ύπαρξης κατοίκων άλλων πλανητών. Οι Cusanus και Bruno μάλιστα, υπέθεσαν πως εξωγήινοι κατοικούν στον ήλιο.

Ο Huygens  έλαβε υπόψιν του όλα αυτά τα ερεθίσματα, και τα συνέθεσε σε ένα ολόκληρο σύστημα επιστημονικών και ψυχολογικών υποθέσεων. Αυτές τις υποθέσεις δεν τις παρουσιάζει στον αναγνώστη με την παιχνιδιάρικη μορφή διαλόγων κάτω από το φεγγαρόφως, όπως ο Fontanelle, αλλά με το βαρύ πάθος της επιστήμης της αστρονομίας, και με πολλούς μαθηματικούς υπολογισμούς.

Και για τον ίδιο, η αφορμή των υποθέσεων του είναι ένα συμπέρασμα που βασίζεται σε κάποια αναλογία. Οι πλανήτες δείχνουν πως έχουν μια δομή παρόμοια με αυτή της γης. Επομένως, μπορεί να υποθέσει κανείς πως εκεί δεν υπάρχουν μόνο φυτά και ζώα, αλλά και σκεπτόμενα όντα, η μορφή των οποίων είναι προσαρμοσμένη στις συνθήκες του κάθε πλανήτη. Η φύση κυριαρχείται από την πρόθεση να δημιουργήσει ποικιλία μορφών, και να διαφοροποιείται αναλόγως των συνθηκών. Δεν μπορούμε να υποθέσουμε πως η πολλαπλότητα των ειδών  που συναντούμε στην γη, εξαντλεί τις δυνατότητες της φύσης για δημιουργία ποικιλομορφίας. Είναι μάλλον πιθανόν, πως κάτω από άλλες συνθήκες ζωής στους διάφορους πλανήτες, εκπτύσσεται μια άλλη μορφή ποικιλίας της ζωής. Οι διάφορες παρατηρήσεις περί παρουσίας υδρατμών και νεφών στους άλλους πλανήτες, μας επιτρέπει να συμπεράνουμε, πως ο διαχωρισμός των όντων σε επίγεια και υδρόβια ζώα, επίγεια και υδρόβια φυτά, μπορεί να εφαρμοστεί και στην περίπτωση των πλανητών. Μερικές βασικές μορφές του ζωικού βασιλείου καθορίζονται από τις γενικές ανάγκες κίνησης και διατροφής. Και στους άλλους πλανήτες, τα ζώα δεν μπορούν να κινούνται χωρίς πόδια, και χωρίς αισθητήρια δεν μπορούν να έχουν αισθητηριακές προσλήψεις. Ο Huygens συμπεραίνει λοιπόν, πως οι ζωντανοί οργανισμοί των άλλων πλανητών, δεν διαφέρουν από τους οργανισμούς στην γη, περισσότερο από όσο διαφέρουν οι οργανισμοί σε διάφορα μέρη της γης μεταξύ τους.

Αν υποθέσουμε ότι στους πλανήτες υπάρχει ζωή, τότε πρέπει να υποθέσουμε πως εκεί ζουν και λογικά όντα. Πρέπει να υπάρχουν θεατές που βιώνουν συνειδητά την ζωή, και οι οποίοι παρατηρούν σκεπτόμενοι την φύση του κόσμου τους, και την οποία χρησιμοποιούν για δικούς τους σκοπούς. Ο Huygens αποφεύγει να ονομάσει αυτά τα όντα ανθρώπους, αλλά ισχυρίζεται πως η μορφή τους είναι όμοια με αυτήν των ανθρώπων. Δεν μπορούμε να υποθέσουμε πως μόνο η γη μας είχε τήν τιμή να κατοικείται από σκεπτόμενα όντα. Και στους άλλους πλανήτες πρέπει να υπάρχουν σκεπτόμενα όντα, στα οποία κατοικεί η θεϊκή σπίθα, με την βοήθεια της οποίας γνωρίζουν, σκέφτονται και είναι σε θέση να διερευνήσουν και να κρίνουν το αληθές. Ίσως η διαφορά στην εξωτερική εμφάνιση μεταξύ των κατοίκων της γης και των κατοίκων άλλων πλανητών να είναι μεγάλη, αλλά υπερβολικά μεγάλη δεν μπορεί να είναι, γιατί υπάρχει μια φυσική διάταξη στην δομή των όντων. Η ανθρώπινη μορφή είναι η καλύτερη επιβεβαίωση των λογικών του καταβολών. Επομένως δεν μπορεί να υποτεθεί πως οι κάτοικοι των πλανητών έχουν μορφή χελώνας, που εξωτερικά φέρει ένα κέλυφος, ή την μορφή ζώων που έχουν γούνα, και επομένως πυκνό τρίχωμα.

Ο Huygens διασκεδάζει πολύ με το να επινοεί αναλογίες μεταξύ ανθρώπων και κατοίκων άλλων πλανητών. Η δομή των κατοίκων αυτών είναι ανάλογη της θέσης των πλανητών στο ηλιακό σύστημα. Με αληθινή ικανοποίηση της φαντασίας, φαντάζεται πως οι κάτοικοι της σελήνης βλέπουν την γη ως μια τεράστια πλάκα, στην οποία σιγά σιγά εμφανίζονται οι  ήπειροι, και μετά πάλι εξαφανίζονται. Φαντάζεται τους κατοίκους του Κρόνου, που παρατηρούν τα πολυάριθμα φεγγάρια του. Μετά διαπραγματεύεται κατά πόσον μπορεί να υποτεθεί ότι οι κάτοικοι των άλλων πλανητών έχουν αισθητήρια όργανα όμοια με αυτά των ανθρώπων. Σε αντίθεση με τον Fontanelle, φτάνει στο συμπέρασμα πως οι κάτοικοι των άλλων πλανητών έχουν όργανα δομημένα αναλόγως των συνθηκών, τα οποία τους επιτρέπουν να προσλαμβάνουν τα ερεθίσματα από το περιβάλλον τους, και να κυριαρχούν στις συνθήκες της ζωής τους. Ο Huygens αρνείται την ύπαρξη μιας έκτης αίσθησης. Είναι φυσικά πιθανό να έχουν αναπτυχθεί και άλλα αισθητήρια όργανα, αλλά επειδή οι συνθήκες ζωής εκεί δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τις συνθήκες στην γη (νύχτα-μέρα, καλοκαίρι-χειμώνας, κρύο-ζέστη, νερό-αέρας, επίσης ζουν στον χώρο και τον χρόνο) οι πέντε ανθρώπινες αισθήσεις πρέπει να αρκούν.

Δεν είναι επίσης αναγκαίο να υποτεθεί πως οι κάτοικοι του Κρόνου είναι πολύ μεγαλύτεροι από τους ανθρώπους, αφού ο Κρόνος είναι πολύ μεγαλύτερος από την γη. Παρατηρεί βέβαια κανείς, πως η φύση διατηρεί παντού τις αναλογίες. Θα μπορούσε λοιπόν να σκεφτεί κανείς πως οι λογικοί κάτοικοι της Αφροδίτης ή του Άρη είναι νάνοι ή έχουν μέγεθος βατράχων και ποντικιών. Πρέπει όμως να σκεφτούμε, σε ποιες αναλογίες μεγέθους στηρίζεται η φύση όταν δίνει τον φυσικό εξοπλισμό στα λογικά όντα. Πρέπει να προσέξει κανείς, να μην θεωρήσει ότι η εξωτερική εμφάνιση των κατοίκων των πλανητών είναι πολύ όμοια με αυτήν των ανθρώπων. Το ανθρώπινο πνεύμα τείνει στο να ιεροποιήσει την ανθρώπινη μορφή, και να την αποδώσει ακόμα και στους θεούς. Την τελειότητα μπορούμε να την φανταστούμε μόνο βάσει των δικών μας αναλογιών. Το πνεύμα μας όμως αποφεύγει να σκεφτεί, πως ένα ον μοιάζει με τον άνθρωπο, αλλά έχει ένα λαιμό τετραπλάσιου μήκους από τον δικό μας, ή τα μάτια του έχουν απόσταση διπλάσια από ότι τα δικά μας. Πρέπει όμως στο σημείο αυτό να είμαστε έτοιμοι για εκπλήξεις.

Αυτό που στο έργο του Huygens θυμίζει τα οράματα του Swedenborg, είναι οι «διάλογοι»-colloquia- μεταξύ των κατοίκων των πλανητών. Δεν μπορεί κανείς να πιστεύει στα σοβαρά πως τα όντα αυτά αρνούνται την χαρά της κοινωνικότητας, και πως από την ζωή τους λείπει το άρτυμα των αμοιβαίων πνευματικών και κοινωνικών ερεθισμάτων. Πρέπει επίσης να παραδεχθούμε ότι χαίρονται την μουσική. Ο Huygens αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο, αν έχουν την ίδια μουσική όπως εμείς, ή έχουν άλλες αρχές τονισμού, που ηχούν ωραία στα αυτιά τους. Στην ιστορία της γης, σε διάφορους λαούς και διάφορες εποχές, εμφανίστηκαν διάφορες κλίμακες και είδη τόνων. Πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε πως η μουσική στους άλλους πλανήτες διαφέρει από την δική μας όπως η μοντέρνα μουσική με τις νότες ντο-ρε-μι-φα, διαφέρει από την αρχαία ελληνική μουσική.

Ένα μεγάλο μέρος του έργου ασχολείται με την επιστήμη των κατοίκων των πλανητών. Πρέπει να υποθέσουμε πως στην αστρονομία, τα μαθηματικά και την γεωμετρία υπερέχουν σε σχέση με εμάς, καθώς τα ασυγκρίτως μεγαλοπρεπέστερα αστρονομικά φαινόμενα που παρακολουθούν τους οδήγησαν σε μια πιο έντονη ενασχόληση με την αστρονομία και τις μαθηματικές επιστήμες. Στην συνέχεια ο Huygens ασχολείται με το ερώτημα εάν στους άλλους πλανήτες έχουν μπαρούτι. Ο Huygens θεωρεί πως η ανακάλυψη αυτή είναι χρήσιμη, αλλά προκάλεσε τόσα μη υγιεινά και καταστροφικά αποτελέσματα,ώστε εύχεται στους άλλους πλανήτες να μην έχουν κάνει αυτή την ανακάλυψη. Η γενική όμως αναλογία προς την κατάσταση στην γη οδηγεί δυστυχώς στο συμπέρασμα, πως και στις δικές τους ανακαλύψεις εμφανίζονται καλά και κακά, χρήσιμα και επιζήμια αποτελέσματα, και πως οι κάτοικοι των πλανητών υποφέρουν από παρόμοιες μοιραίες συνέπειες της τεχνολογίας και μηχανικής, όπως και οι άνθρωποι αυτής της δυσάρεστης αυτής γης.

Το δεύτερο μέρος του έργου αναφέρεται στο «Εκστατικό ταξίδι» του Athanasius Kircher. Η περιγραφή του κόσμου που κάνει, έχει μορφή ταξιδιωτικού διηγήματος που περιγράφει τα σημαντικότερα αξιοθέατα του κόσμου του Κοπέρνικου. Ο Huygens στενοχωριέται που ο Kircher δεν ασχολείται με το ερώτημα περί των κατοίκων των πλανητών. Την επιστροφή του Kircher σε παρωχημένες αστρονομικές απόψεις κατά την περιγραφή των πλανητών, την αποδίδει στον φόβο προς την εκκλησιαστική λογοκρισία. Έτσι λοιπόν δεν έγραψε ότι γνώριζε, και «θα περίμενε κανείς καλύτερα πράγματα από τον Kircher, εάν τολμούσε να γράψει αυτά που σκεφτόταν».

Στον δεύτερο τόμο, ο Huygens περιγράφει τους κατοίκους των διάφορων πλανητών, τους «Saturnicoli», τους «Jovicoli», τους «Hermopolitae». Οι περιγραφές του βασίζονται στις αστρονομικές παρατηρήσεις από τις οποίες προκύπτει η δομή των πλανητών, το κλίμα, οι χρόνοι περιστροφής, οι εποχές. Η περιγραφή του είναι ισχυρώς επηρεασμένη από τις φαντασίες του Fontanelle.

Στο τελευταίο κεφάλαιο επεκτείνει τις υποθέσεις του: βάσει των τελευταίων ανακαλύψεων, πως ο ουρανός που αποτελείται από τους απλανείς αστέρες, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα σύστημα γεμάτο ηλιακά συστήματα, πρέπει αναγκαστικά να υποτεθεί πως στα αμέτρητα ηλιακά συστήματα, που έχουν τους δικούς τους πλανήτες και φεγγάρια, κατοικούν και σκεπτόμενα όντα. Ο Huygens όμως δεν τολμά να αναφερθεί πια σε αναλογίες προς τους ανθρώπους, αλλά κλείνει τις σκέψεις του με την έκφραση θαυμασμού:

«Πόσο θαυμαστό είναι το μέγεθος του κόσμου και η μεγαλοπρέπεια του, που και με το πνεύμα μπορεί κανείς να συλλάβει! Τόσοι ήλιοι, τόσες γαίες, και κάθε μια γεμάτη χορτάρια, δέντρα, ζωντανά, θάλασσες και βουνά! Και ο θαυμασμός αυξάνεται εάν σκεφτούμε τις αποστάσεις και τον αριθμό των απλανών αστέρων»20.

Πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας, πως η ματιά προς το άπειρο του σύμπαντος ήταν τότε νέα, πράγμα που ερέθιζε με τον πιο έντονο τρόπο την φαντασία των μορφωμένων της εποχής. Και όχι μόνο την επιστημονική φαντασία, αλλά και την θρησκευτική ικανότητα αναπαράστασης. Το έργο του Swedenborg για τους κατοίκους των πλανητών διαβάζεται σχεδόν σαν ένα σχόλιο, ενός ευφάνταστου ποιητή, σχόλιο στα έργα του Huygens, του Fontanelle, και άλλων, οι οποίοι διέδωσαν τις σκέψεις τους σε ένα κοινό μορφωμένων το οποίο ήταν πλήρες θαυμασμού.

Σχόλιο: Βρισκόμαστε σε διάλογο με τις Εκκλησίες, σε διάλογο με τις θρησκείες, οι δυο υπερδυνάμεις βρίσκονται σε διάλογο με τους εξωγήϊνους. Βρισκόμαστε σε αδιάλειπτο διάλογο με τους λογισμούς μας. ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ. Μερικών αιώνων.
 ΙΓΝΑΤΙΕ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ ΔΙΑΛΟΓΕ ΜΑ ΤΟ ΒΟΥΔΑ ΔΙΑΛΟΓΙΖΟΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ. Είμαστε άξια τέκνα τής εποχής μας. Γιατί καταλαβαίνουμε όλοι μας πλέον ότι ο μόνος υπαρκτός διάλογος τής εποχής μας είναι ο διάλογος μέ τούς λογισμούς μας, μέ τούς δαίμονες. Η υπέρτατη αμαρτία γιά τήν πίστη μας, διότι παίρνει τήν θέση τής προσευχής, πού είναι διάλογος μέ τόν Κύριο. ΙΓΝΑΤΙΕ ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΕΤΟΙΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ, ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΓΛΙΤΩΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ. ΚΑΝΕ  ΓΡΗΓΟΡΑ.
Αμέθυστος 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου