Στις πηγές της νεωτερικής θεολογίας (ΧXVIII)
Διφορούμενη κληρονομιά
Η συνείδηση της περατότητος και το προσωρινό του κόσμου στα οποία ανέθεσε την ανανέωση της δογματικής μόλις και μετά βίας κρύβεται στον Σλαϊερμάχερ από την πεποίθησή του πως μια κάποια ανανέωση θα ερχόταν από την τοποθέτηση της Τριάδος στον επίλογο της Χριστιανικής διδασκαλίας. Ο Τριαδικός στοχασμός στους νέους χρόνους πρέπει να ξεκινήσει, ακριβώς όπως έπραξε ο Σλαϊερμάχερ, με την απόδειξη της πίστεως στο θείο του Χριστού και στην χριστιανική κοινότητα.
Μια αυθεντική, σύγχρονη ερμηνεία της “οικονομίας” της Σωτηρίας θα 'πρεπε να πραγματοποιηθεί στο φως ακριβώς της “θρησκευτικής αυτοσυνειδησίας”. Ο στοχαστής της “αυτοσυνειδήσεως” δεν αναρωτιέται εάν και πως στον θεό ή στον Χριστό υπάρχει “αυτοσυνειδησία”. Δεν αναρωτιέται πως πραγματοποιείται το πρόσωπο στον θεό ή στον Χριστό. Όπως είδαμε υπάρχει μόνον μία νύξη, σχετική με τον Χριστό, σε ένα «ίδιο Εγώ σε όλες τις στιγμές που επακολουθούν», στο πρόσωπο.
Επηρεασμένος και από τις προσπάθειες του Hegel, αρνείται μια τέτοια προσπάθεια, δεν αισθάνεται κατάλληλος. Αυτή η άρνηση όμως δεν παρασύρει ολόκληρη την Δογματική του, καθώς αναγνωρίζει πως η Τριάδα είναι το κλειδί, η αλήθεια του Χριστιανισμού. «Δεν είναι εκπληκτικό -αναρωτήθηκε ο Karl Barth- ότι ο Σλαϊερμάχερ τοποθέτησε το δόγμα της Αγίας Τριάδος, έξω από τα υπόλοιπα θέματα της δογματικής, στο τέλος, στον επίλογο της Δογματικής του; Αυτό και μόνον δεν αποδεικνύει πως δεν κατενόησε με σαφήνεια την βασική σημασία αυτού του δόγματος;»
Αντιθέτως ο Paul Tillich συμφωνεί με τον Σλαϊερμάχερ διότι κατά την άποψή του η Τριάδα έρχεται μετά την Χριστολογία και την Πνευματολογία. Βεβαίως διαφωνεί ταυτόχρονα και με την βάση του συστήματος του Σλαϊερμάχερ, που είναι η χριστιανική “συνείδηση”, ενώ η αληθινή βάση θα 'πρεπε να είναι η “αποκαλυπτική κατάσταση” της οποίας η χριστιανική συνείδηση είναι μόνον το δεκτικό μέρος, πηγή θρησκευτικής γνώσεως και θεολογικού στοχασμού, συμπεριλαμβανομένων και των χριστιανικών συμβόλων!
Επιστρέφοντας στον Σλαϊερμάχερ τώρα, πρέπει να τονίσουμε πως ακριβώς από τον επίλογο του μεγάλου του εγχειρήματος στην “Χριστιανική διδασκαλία” φαίνεται ξεκάθαρα πως ο Σλαϊερμάχερ είχε επίγνωση της ατέλειας της θεολογικής του προτάσεως.
Και όμως η ανθρωπολογική προοπτική, παρότι καθορισμένη υπερβατικά, κυριάρχησε τελικώς εις βάρος της Τριάδος. Κυριάρχησε η αποθέωση του “για μένα” της Σωτηρίας χωρίς την εξισορρόπηση του “εις εαυτόν” του Θεού.
Κατά βάθος οδηγείται από την δικαίωση με μόνη την πίστη της Διαμαρτυρήσεως. Πώς μπορεί όμως να υφίσταται αυτή η ίδια η “προτεσταντική Αρχή” της δικαιώσεως με μόνη την πίστη, εάν δεν αναγνωρίζεται η ύπαρξη και η αυτονομία του θρησκευτικού “αντικειμένου”;; Πώς μπορεί η πίστη να είναι ευαγγελική πίστη, εμπιστοσύνη στον θεό μέσω του Χριστού στο Άγιο Πνεύμα, και να στηρίζεται μ' ένα τρόπο τόσο αμετάθετο; Αναπόφευκτα τότε δεν θα στραφεί το βλέμμα στον ψυχισμό και στο Εγώ, σε μια κάποια Αρχή Αγιότητος και Ευτυχίας που ενυπάρχει στο Είναι, ή στο Εγώ σαν τέτοιο ή στην κοινότητα σαν τέτοια; Δεν καταλήγουμε στην αυτολύτρωση, η οποία καταπολεμήθηκε από την Μεταρρύθμιση; Σε μια αποθέωση του Εκκλησιαστικού ανθρωπισμού; Σε μια μεταμόρφωση της συνεχούς παρουσίας και ενέργειας του ένδοξου Χριστού σε μια απλή συνέχεια του Ιστορικού Χριστού; Στην εμπιστοσύνη στις θείες δυνάμεις οι οποίες ενεργούν στην ανθρωπότητα;
Ο Διαφωτισμός και ο Kant ισχυρίστηκαν πως η Τριάδα είναι ένα δόγμα ακατανόητο και πάνω απ' όλα άχρηστο για την πραγματική ζωή και για την ηθική συμπεριφορά. Δεν αποδέχθηκε τελικώς και ο Σλαϊερμάχερ αυτές τις κριτικές σε ένα “απαρχαιωμένο” δόγμα χωρίς να τις αντικρούσει; Εάν η θεολογία μπορεί να οικοδομηθεί ξεκινώντας από την απόλυτη Αρχή της υποκειμενικότητος και επομένως από την αυτοσυνειδησία της πίστης, και εάν αυτή η αυτοσυνειδησία δεν είναι υποχρεωμένη να στήσει αυτί να ακούσει και να υπακούσει στον Λόγο ο οποίος είναι εντελώς (extra nos) έξω από εμάς και ομολογείται από την Εκκλησία, πώς είναι δυνατόν να αφιερώσουμε κάποιον στοχασμό έστω στην Αγία Τριάδα; Δεν είχε δίκηο λοιπόν ο συνάδελφος του Σλαϊερμάχερ στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, ο Hegel, όταν κατηγορούσε τους θεολόγους του καιρού του ότι σιωπούν σχεδόν με ντροπή σχετικά με την Αγία Τριάδα;
Μετά τον Σλαϊερμάχερ και απέναντι στις προκλήσεις της Φιλοσοφίας, η θεολογία δεν ξαναχρησιμοποίησε με ευκολία το Cogito δηλαδή την έννοια της αυτοσυνειδησίας, για να μπορέσει να συνεχίσει να μιλά για τα πρόσωπα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Υπήρξαν όμως ακόμη θεολόγοι, επηρεασμένοι από τον Hegel, όπως ο Στράους και ο Μπίντερμαν οι οποίοι ισχυρίσθηκαν πως πρέπει να διαγράψουν το πρόσωπο, για το οποίο μιλά το Τριαδικό δόγμα, από την κυριαρχία της “έννοιας” και επομένως από τον χώρο της αλήθειας και να το αποθέσουμε στο κατώτερο επίπεδο της “αναπαραστάσεως”, για να κάνουμε χώρο τοιουτοτρόπως σ' έναν θεό που δεν θα είναι τίποτε άλλο από “Απόλυτο πνεύμα”. Ο προτεσταντισμός του 19ου αιώνος μέχρι την επανάσταση του Barth, δεν κατόρθωσε να ξεφύγει από τις αντιφάσεις που τον μπλόκαραν. Στις καλύτερες περιπτώσεις ικανοποιήθηκε με ένα δόγμα καθαρά “οικονομικό” ή ακόμη καλύτερα, φαινομενολογικό της Τριάδος, στο βάθος του οποίου ο θεός μπορούσε να παραμένει η “απόλυτη προσωπικότης”.
Αφήνοντας όμως τα πράγματα σ' αυτή τη θέση, αναρωτήθηκε ο Barth, πως μπορούμε να αποφύγουμε να μιλήσουμε για “τετράδα” στον θεό; Και εάν λαμβάνοντας υπόψη μόνον την αποκάλυψη, φτάνουμε στον θεό -για- μας, τί θα συμβεί στην Τριάδα για την οποία μιλούσε το δόγμα της αρχαίας Εκκλησίας;!
Αμέθυστος ΤΕΛΟΣ
Διφορούμενη κληρονομιά
Η συνείδηση της περατότητος και το προσωρινό του κόσμου στα οποία ανέθεσε την ανανέωση της δογματικής μόλις και μετά βίας κρύβεται στον Σλαϊερμάχερ από την πεποίθησή του πως μια κάποια ανανέωση θα ερχόταν από την τοποθέτηση της Τριάδος στον επίλογο της Χριστιανικής διδασκαλίας. Ο Τριαδικός στοχασμός στους νέους χρόνους πρέπει να ξεκινήσει, ακριβώς όπως έπραξε ο Σλαϊερμάχερ, με την απόδειξη της πίστεως στο θείο του Χριστού και στην χριστιανική κοινότητα.
Μια αυθεντική, σύγχρονη ερμηνεία της “οικονομίας” της Σωτηρίας θα 'πρεπε να πραγματοποιηθεί στο φως ακριβώς της “θρησκευτικής αυτοσυνειδησίας”. Ο στοχαστής της “αυτοσυνειδήσεως” δεν αναρωτιέται εάν και πως στον θεό ή στον Χριστό υπάρχει “αυτοσυνειδησία”. Δεν αναρωτιέται πως πραγματοποιείται το πρόσωπο στον θεό ή στον Χριστό. Όπως είδαμε υπάρχει μόνον μία νύξη, σχετική με τον Χριστό, σε ένα «ίδιο Εγώ σε όλες τις στιγμές που επακολουθούν», στο πρόσωπο.
Επηρεασμένος και από τις προσπάθειες του Hegel, αρνείται μια τέτοια προσπάθεια, δεν αισθάνεται κατάλληλος. Αυτή η άρνηση όμως δεν παρασύρει ολόκληρη την Δογματική του, καθώς αναγνωρίζει πως η Τριάδα είναι το κλειδί, η αλήθεια του Χριστιανισμού. «Δεν είναι εκπληκτικό -αναρωτήθηκε ο Karl Barth- ότι ο Σλαϊερμάχερ τοποθέτησε το δόγμα της Αγίας Τριάδος, έξω από τα υπόλοιπα θέματα της δογματικής, στο τέλος, στον επίλογο της Δογματικής του; Αυτό και μόνον δεν αποδεικνύει πως δεν κατενόησε με σαφήνεια την βασική σημασία αυτού του δόγματος;»
Αντιθέτως ο Paul Tillich συμφωνεί με τον Σλαϊερμάχερ διότι κατά την άποψή του η Τριάδα έρχεται μετά την Χριστολογία και την Πνευματολογία. Βεβαίως διαφωνεί ταυτόχρονα και με την βάση του συστήματος του Σλαϊερμάχερ, που είναι η χριστιανική “συνείδηση”, ενώ η αληθινή βάση θα 'πρεπε να είναι η “αποκαλυπτική κατάσταση” της οποίας η χριστιανική συνείδηση είναι μόνον το δεκτικό μέρος, πηγή θρησκευτικής γνώσεως και θεολογικού στοχασμού, συμπεριλαμβανομένων και των χριστιανικών συμβόλων!
Επιστρέφοντας στον Σλαϊερμάχερ τώρα, πρέπει να τονίσουμε πως ακριβώς από τον επίλογο του μεγάλου του εγχειρήματος στην “Χριστιανική διδασκαλία” φαίνεται ξεκάθαρα πως ο Σλαϊερμάχερ είχε επίγνωση της ατέλειας της θεολογικής του προτάσεως.
Και όμως η ανθρωπολογική προοπτική, παρότι καθορισμένη υπερβατικά, κυριάρχησε τελικώς εις βάρος της Τριάδος. Κυριάρχησε η αποθέωση του “για μένα” της Σωτηρίας χωρίς την εξισορρόπηση του “εις εαυτόν” του Θεού.
Κατά βάθος οδηγείται από την δικαίωση με μόνη την πίστη της Διαμαρτυρήσεως. Πώς μπορεί όμως να υφίσταται αυτή η ίδια η “προτεσταντική Αρχή” της δικαιώσεως με μόνη την πίστη, εάν δεν αναγνωρίζεται η ύπαρξη και η αυτονομία του θρησκευτικού “αντικειμένου”;; Πώς μπορεί η πίστη να είναι ευαγγελική πίστη, εμπιστοσύνη στον θεό μέσω του Χριστού στο Άγιο Πνεύμα, και να στηρίζεται μ' ένα τρόπο τόσο αμετάθετο; Αναπόφευκτα τότε δεν θα στραφεί το βλέμμα στον ψυχισμό και στο Εγώ, σε μια κάποια Αρχή Αγιότητος και Ευτυχίας που ενυπάρχει στο Είναι, ή στο Εγώ σαν τέτοιο ή στην κοινότητα σαν τέτοια; Δεν καταλήγουμε στην αυτολύτρωση, η οποία καταπολεμήθηκε από την Μεταρρύθμιση; Σε μια αποθέωση του Εκκλησιαστικού ανθρωπισμού; Σε μια μεταμόρφωση της συνεχούς παρουσίας και ενέργειας του ένδοξου Χριστού σε μια απλή συνέχεια του Ιστορικού Χριστού; Στην εμπιστοσύνη στις θείες δυνάμεις οι οποίες ενεργούν στην ανθρωπότητα;
Ο Διαφωτισμός και ο Kant ισχυρίστηκαν πως η Τριάδα είναι ένα δόγμα ακατανόητο και πάνω απ' όλα άχρηστο για την πραγματική ζωή και για την ηθική συμπεριφορά. Δεν αποδέχθηκε τελικώς και ο Σλαϊερμάχερ αυτές τις κριτικές σε ένα “απαρχαιωμένο” δόγμα χωρίς να τις αντικρούσει; Εάν η θεολογία μπορεί να οικοδομηθεί ξεκινώντας από την απόλυτη Αρχή της υποκειμενικότητος και επομένως από την αυτοσυνειδησία της πίστης, και εάν αυτή η αυτοσυνειδησία δεν είναι υποχρεωμένη να στήσει αυτί να ακούσει και να υπακούσει στον Λόγο ο οποίος είναι εντελώς (extra nos) έξω από εμάς και ομολογείται από την Εκκλησία, πώς είναι δυνατόν να αφιερώσουμε κάποιον στοχασμό έστω στην Αγία Τριάδα; Δεν είχε δίκηο λοιπόν ο συνάδελφος του Σλαϊερμάχερ στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, ο Hegel, όταν κατηγορούσε τους θεολόγους του καιρού του ότι σιωπούν σχεδόν με ντροπή σχετικά με την Αγία Τριάδα;
Μετά τον Σλαϊερμάχερ και απέναντι στις προκλήσεις της Φιλοσοφίας, η θεολογία δεν ξαναχρησιμοποίησε με ευκολία το Cogito δηλαδή την έννοια της αυτοσυνειδησίας, για να μπορέσει να συνεχίσει να μιλά για τα πρόσωπα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Υπήρξαν όμως ακόμη θεολόγοι, επηρεασμένοι από τον Hegel, όπως ο Στράους και ο Μπίντερμαν οι οποίοι ισχυρίσθηκαν πως πρέπει να διαγράψουν το πρόσωπο, για το οποίο μιλά το Τριαδικό δόγμα, από την κυριαρχία της “έννοιας” και επομένως από τον χώρο της αλήθειας και να το αποθέσουμε στο κατώτερο επίπεδο της “αναπαραστάσεως”, για να κάνουμε χώρο τοιουτοτρόπως σ' έναν θεό που δεν θα είναι τίποτε άλλο από “Απόλυτο πνεύμα”. Ο προτεσταντισμός του 19ου αιώνος μέχρι την επανάσταση του Barth, δεν κατόρθωσε να ξεφύγει από τις αντιφάσεις που τον μπλόκαραν. Στις καλύτερες περιπτώσεις ικανοποιήθηκε με ένα δόγμα καθαρά “οικονομικό” ή ακόμη καλύτερα, φαινομενολογικό της Τριάδος, στο βάθος του οποίου ο θεός μπορούσε να παραμένει η “απόλυτη προσωπικότης”.
Αφήνοντας όμως τα πράγματα σ' αυτή τη θέση, αναρωτήθηκε ο Barth, πως μπορούμε να αποφύγουμε να μιλήσουμε για “τετράδα” στον θεό; Και εάν λαμβάνοντας υπόψη μόνον την αποκάλυψη, φτάνουμε στον θεό -για- μας, τί θα συμβεί στην Τριάδα για την οποία μιλούσε το δόγμα της αρχαίας Εκκλησίας;!
Αμέθυστος ΤΕΛΟΣ
Είναι γεγονός Αμέθυστε ότι ο όρος "αυτοσυνειδησία" σήμερα είναι αρκετά προσφιλής. Και ιδιαίτερα στον χώρο του αντι-οικουμενισμού -οι ταγοί του αντι-οικουμενισμού, καθηγητές, γέροντες Αγιορείτες- αρέσκονται στο να ομιλούν για την αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας. Ώστε ο όρος αυτοσυνειδησία λαμβάνει ένα ομολογιακό περιεχόμενο. Και εισάγοντες τον όρο "αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας" οι σύγχρονοι ορθόδοξοι στοχαστές αντι-οικουμενιστές αποβαίνουν οι ίδιοιοι ομολογητές και ανεβαίνουν στα σκαλοπάτια της θεολογίας. Τι σχέση όμως αυτό έχει με την πατερική θεολογία;
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ παράδοσή μας προτρέπει στήν απόκτηση αυτογνωσίας διά τής μετανοίας. Εχουμε μιά αδιαφορία στήν εξερεύνηση τών εννοιών. Συνήθως τά νέα τά ντύνουμε μέ τά παληά γιά νά μήν χάνουμε αυθεντία. Οπως συμβαίνει καί μέ τήν εκκοσμίκευση. Ολοι μας τήν ερμηνεύουμε σάν τό παληό γνωστό κοσμικό φρόνημα. Αλλά δέν είμαστε ακριβείς.
ΑπάντησηΔιαγραφή