Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

PIERRE A U B E N Q U E: ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (5)

Συνέχεια από Παρασκευή,22 Ιανουαρίου  2016

  Δοκίμιο για την αριστοτελική προβληματική 

 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

                                               ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ

                                             Κεφάλαιο ΙΙ
                               ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΠΡΩΤΗ  Ή ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΉ ;

 «Για κάθε πράγμα, όπως λέγεται,
το σημείο εκκίνησης είναι το
σημαντικότερο, και γι’ αυτό το
λόγο και το δυσκολότερο»

(Περί σοφιστικών ελέγχων, 34,183b 22)

   Στο ερώτημα: «Γιατί η πρώτη φιλοσοφία έρχεται μετά την φυσική στην τάξη της γνώσης;», είδαμε ότι η πλειοψηφία των σχολιαστών απαντούσε με την αριστοτελική διάκριση ανάμεσα στο καθαυτό προγενέστερο και το προγενέστερο καθ’ ημάς. Ανήκει όμως άραγε αυτή η ερμηνεία στον Σταγειρίτη τον ίδιο; Και, κατ’ αρχήν, αναγνώριζε ο ίδιος τον μετα-φυσικό χαρακτήρα της πρώτης φιλοσοφίας του;
Διαφορετικές έννοιες του «πρότερον»
     Αυτό για το οποίο ο Αριστοτέλης πραγματικά επιμένει είναι ο πρότερος χαρακτήρας της πρώτη φιλοσοφίας σε σχέση με τις δεύτερες επιστήμες, τα μαθηματικά και κυρίως την φυσική: «Εάν υπάρχει κάτι το αιώνιο, το ακίνητο και το χωριστό, η γνώση του ανήκει σε μια επιστήμη θεωρητική: επιστήμη που δεν είναι ασφαλώς ούτε η φυσική (διότι η φυσική έχει ως αντικείμενο ορισμένα εν κινήσει όντα), ούτε η μαθηματική, αλλά μια επιστήμη προγενέστερη και των δύο (ἀλλά προτέρας αμφοῖν) (Μετ. Ε, Ι, 1026 a 10).
   Σε τί συνίσταται όμως αυτό το πρότερον της πρώτης φιλοσοφίας; Οι έννοιες πρότερος και ύστερος είναι όροι των οποίων τις διαφορετικές ερμηνείες μελετά το βιβλίο Δ της Μεταφυσικής. Ο Αριστοτέλης διακρίνει τρείς ‘έννοιες’. Στην πρώτη ο όρος πρότερο υποδεικνύει μια θέση που ορίζεται σε σχέση με ένα σταθερό σημείο αναφοράς που αποκαλείται πρώτον ή αρχή· αυτό που βρίσκεται εγγύτερα στην αρχή αποκαλείται συνήθως πρότερο, ενώ αυτό που βρίσκεται μακρύτερα ύστερο· στην περίπτωση αυτή ο καθορισμός του πρότερου προϋποθέτει την  επιλογή μιας αρχής, επιλογή που μπορεί να υπαγορεύει η φύση (φύσει) ή το τυχαίο (προς το τυχόν). Στην δεύτερη ερμηνεία του το πρότερο συνδέεται με την γνώση (το τῇ γνώσει πρότερον), ή μπορεί επίσης να υποδεικνύει μια προτεραιότητα απόλυτη (απλῶς πρότερον)· υποδιαιρείται κατ’ αναλογία προς το κριτήριο του λόγου (κατά τον λόγον) ή την αίσθηση (κατά την αίσθησιν): στην πρώτη περίπτωση προγενέστερο είναι το καθολικό, στην δεύτερη το ατομικό. Τέλος, το τρίτο είδος του προτέρου αφορά στην φύση και την ουσία (κατά φύσιν και ουσίαν): με την έννοια αυτή πρότερα είναι «όλα τα πράγματα που μπορούν να υπάρξουν ανεξάρτητα από άλλα πράγματα, ενώ τα άλλα πράγματα δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς αυτά τα πρότερα, διάκριση που συναντάται ήδη στον Πλάτωνα» (Μετ. Δ, 11, 1019 a Ι). Αυτή είναι η ουσιώδης έννοια του προτέρου, λέει ο Αριστοτέλης, διότι όλες οι υπόλοιπες ανάγονται σ’ αυτήν. Στο βιβλίο Δ υπάρχει και μια τέταρτη ερμηνεία, η οποία συναντάται στο παράλληλο (και ενδεχομένως αρχαιότερο) βιβλίο των Κατηγοριών στο οποίο πρότερον είναι «το καλύτερο και το τιμιώτερο». «Στον τρέχοντα λόγο χρησιμοποιούμε την έκφραση αυτή για τους ανθρώπους που εκτιμούμε ή αγαπούμε περισσότερο, τοποθετώντας τους πριν από τους άλλους». Αλλά «αυτή, προσθέτει ο Αριστοτέλης, είναι η πιο παρεφθαρμένη ερμηνεία του πρότερον» (Κατ., 12, 14b 7). – Μας εκπλήσσει το γεγονός ότι σ’ αυτή την κατάταξη δεν αναφέρεται η χρονολογική προτεραιότητα: στις Κατηγορίες αναφέρεται μόνον ως «η πρώτη και θεμελιώδης έννοια»· στο βιβλίο Δ της Μεταφυσικής υπάρχει μόνο ως ειδική περίπτωση προτεραιότητας κατά την θέση.
     Σε ποιο βαθμό όμως αυτές οι διαφορετικές ερμηνείες σχετίζονται με την πρώτη φιλοσοφία; Η προτεραιότητα κατά την θέση είναι χωρίς μεγάλη σημασία διότι εξαρτάται πλήρως από τον καθορισμό του κέντρου αναφοράς: αν η επιλογή είναι τυχαία, οτιδήποτε θα μπορεί να είναι προ- ή μετα-γενέστερο· αν η επιλογή είναι σύμφωνα με την φύση, η προτεραιότητα κατά την θέση συγχέεται με την προτεραιότητα κατά την ουσία και την φύση.  – Αυτή η τελευταία, αντίθετα, ταιριάζει απόλυτα με το πνεύμα της πρώτης φιλοσοφίας, που είναι η επιστήμη του πρώτου Είναι κατά την ουσία και την φύση, δηλαδή του Είναι, το οποίο μη έχοντας ανάγκη από κάτι άλλο για να υπάρξει, είναι αυτό χωρίς το οποίο τίποτε άλλο δεν υπάρχει· αυτό το προνομιούχο Είναι είναι η ουσία, νοούμενο ταυτόχρονα ως υποκείμενο και υπόβαθρο (υποκείμενο) (Μετ. Δ, 11,1019 a 5). Θα δούμε όμως ότι η πρώτη φιλοσοφία που ορίστηκε στην αρχή ως επιστήμη του χωριστού και θείου Είναι, κατέληξε ως επιστήμη της κατηγορίας του Είναι που αναπαριστά ορθότερα το θείο Είναι: δηλαδή την ουσία. – Σε ό,τι αφορά την «πλέον παρεφθαρμένη» έννοια του προτέρου, αυτή στην οποία υποδεικνύει μεταφορικά μια τάξη αξιών, και αυτή ταιριάζει χωρίς αμφιβολία με την πρώτη επιστήμη που είναι η «τιμιωτάτη» των επιστημών (Μετ. Ε, Ι,1026 a 21).– Μένει το πρότερον κατά την γνώση: πουθενά ο Αριστοτέλης δεν προσδιορίζει ότι και αυτή η ερμηνεία δεν ανήκει στην πρώτη φιλοσοφία, και επειδή αυτό ακριβώς το νόημα έχει όταν χρησιμοποιείται με την απόλυτη έννοια (απλῶς), δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για τον Αριστοτέλη η πρώτη φιλοσοφία προηγείται της φυσικής, τόσο ως προς την τάξη της γνώσης όσο και ως προς την αξιότητα ή ακόμη «σύμφωνα με την φύση και την ουσία».
     Όλες επομένως οι ερμηνείες του προτέρου μπορούν να εφαρμοστούν στην πρώτη φιλοσοφία, ενώ επίσης ο Αριστοτέλης δεν έδωσε ποτέ την εντύπωση ότι η πρώτη κατά  μια ή περισσότερες έννοιες αποκλείει κάποιες άλλες. Και επιπλέον, όλες αυτές οι έννοιες παραπέμπουν σε αυτό που οι Κατηγορίες χαρακτηρίζουν ως «πρώτο και ουσιώδες» και το βιβλίο Δ παραλείπει μόνο επειδή θεωρείται αυτονόητο όταν αναφερόμαστε στο πριν και το μετά: την χρονολογική προτεραιότητα. Επομένως, η τάξη της γνώσης μπορεί να νοηθεί διαφορετικά από μια σχέση διαδοχής; Το πρότερον κατά τον λόγο είναι αυτό στο οποίο ο λόγος συναντά το ασφαλέστερο σημείο εκκίνησης της διαδικασίας του: το καθολικό· το πρότερον κατά την αίσθηση είναι αυτό που η αίσθηση βρίσκει πρώτο και που είναι ατομικό. Είναι αλήθεια ότι σε πολλές περιπτώσεις ο Αριστοτέλης αντιπαραθέτει την χρονολογική (χρόνῳ) στην λογική (λόγῳ) προτεραιότητα: έτσι η οξεία γωνία προηγείται χρονικά της ορθής γωνίας διότι εμφανίζεται πριν απ’ αυτήν, αλλά λογικά έπεται διότι ο ορισμός της οξείας γωνίας προϋποθέτει τον ορισμό της ορθής (Μετ. Μ, 8,1084b 2-19). Τί σημαίνει όμως το ότι ορίζουμε την ορθή γωνία πριν ορίσουμε την οξεία, ενώ κατασκευάζουμε την οξεία γωνία πριν κατασκευάσουμε την ορθή; Ότι η λογική προτεραιότητα είναι επίσης προτεραιότητα χρονολογική: μόνο που ο χρόνος του λογικού προσδιορισμού  δεν συμπίπτει με την γεωμετρική κατασκευή. Αν αυτός ο τελευταίος είναι μόνο ο χρόνος κατά τον Αριστοτέλη, τότε η γένεση των πραγμάτων και γενικότερα η κίνηση του σύμπαντος ορίζει τον χρόνο, διότι αποτελεί το μέτρο του. Ο χρόνος του ανθρώπινου λόγου μπορεί να προσπαθήσει να υπερκεράσει αυτόν της γένεσης: η αντιστροφή όμως του πρώτου γίνεται με αναφορά στον δεύτερο και επιπλέον πραγματοποιείται μέσα σε έναν χρόνο που καθορίζεται από τα πράγματα. Παρόμοια, όταν ο Αριστοτέλης δηλώνει ότι «αυτό που είναι τελευταίο στην τάξη της ανάλυσης είναι πρώτο στην τάξη της γένεσης», εννοεί ότι η θεωρητική και πρακτική έρευνα (ανάλυσις) του ανθρώπου επαναλαμβάνει, αλλά κατ’ αντίστροφη έννοια, την αυτόματη εξέλιξη του σύμπαντος (cosmos): παρότι αυτή η αντιστροφή αναγνωρίζεται και υπολογίζεται σε ένα χρόνο που είναι το σύνολο της φυσικής κίνησης. Επομένως δεν διαφεύγουμε του χρόνου δια της γνώσεως· ή μάλλον διαφεύγουμε, κατά ένα τρόπο, μέσα στον χρόνο.
     Σε ό,τι αφορά στην προτεραιότητα «ως προς την φύση και την ουσία» δεν είναι διαφορετική από την τάξη της αιτιότητας, που προϋποθέτει, τουλάχιστον σχηματικά, την διαδοχή στον χρόνο. Και εδώ, είναι αλήθεια, όλα θα εξαρτηθούν από τον τρόπο θεώρησής τους: από την άποψη της έγκυρης ή υλικής αιτιότητας, ο «ουσιώδης» χρόνος θα συμπίπτει με τον γενεαλογικό χρόνο· το ίδιο θα συμβεί, κατά μια έννοια, και από την άποψη της αιτιότητας της μορφής: η λογική προτεραιότητα του υποκειμένου επί του κατηγορήματος συμπίπτει με την αιτιώδη προτεραιότητα της ουσίας επί των ιδιοτήτων της και του υποκειμένου επί των προσδιορισμών του. Εάν όμως επικαλεστούμε την τελική αιτιότητα, ο χρόνος της ουσίας και της φύσεως θα είναι ο αντίστροφος του χρόνου της γένεσης: «Αυτό που είναι ύστερον κατά την γένεση είναι πρότερον κατά την φύση» (Μετ. Α, 8, 989a 15), ή ακόμη «κατά την ουσία», γεγονός που σημαίνει ότι το τέλειο προηγείται του ατελούς στην τάξη της ουσίας και της φύσεως, αλλά έπεται στην τάξη της γένεσης: αρχή που αναφέρεται και εφαρμόζεται κυρίως εκεί που πρωτεύει η θεώρηση της τελικής αιτίας, δηλαδή στα βιολογικά έργα του Αριστοτέλη. Σ’ αυτή την τελευταία περίπτωση ουσιαστικά προγενέστερος είναι ο λόγος, δηλαδή ο ορισμός: «Από χρονολογική άποψη προηγούνται αναγκαία η γένεση και η ύλη· αλλά κατά την λογική (λόγῳ), η ουσία και η μορφή του κάθε πράγματος· τούτο γίνεται φανερό εάν προσεγγίσουμε τον ορισμό (τον λόγον) της γενέσεως: έτσι ο λόγος της κατασκευής της οικίας προϋποθέτει τον λόγο της οικίας· αλλά ο λόγος της οικίας δεν συνεπάγεται τον λόγο της κατασκευής της» (Περί ζώων μορίων, ΙΙ, Ι, 646a 12). Όπως λέμε δηλαδή ότι ορίζουμε το σπίτι πριν ορίσουμε την κατασκευή του, ενώ θα πρέπει να κατασκευάσουμε το σπίτι πριν το δούμε τελειωμένο.
    Με οποιοδήποτε τρόπο και αν προσεγγίσουμε το πρόβλημα η προτεραιότητα εμφανίζεται εξαρτώμενη από τον τρόπο θεώρησής του, δηλαδή από την γνώση. Η ίδια η προτεραιότητα της ουσίας είναι ακριβώς η προτεραιότητα της θεώρησης της ουσίας: προτεραιότητα που δεν είναι αυθαίρετη αλλά εκφράζει την υποχρέωση του λόγου να ξεκινήσει από την ουσία για να είναι κατανοητός· με αυτή ακριβώς την έννοια ο Αριστοτέλης ταυτίζει συχνά την προτεραιότητα της ουσίας με την προτεραιότητα κατά τον λόγο (λόγῳ), όταν πρόκειται για την προτεραιότητα κατά την γνώση. Αλλά η τάξη της γνώσης, μιας ανθρώπινης διαδικασίας που εξελίσσεται στον χρόνο, είναι ακριβώς μια χρονολογική τάξη. Εάν οι δύο αυτές τάξεις συμβαίνει να αντιπαρατίθενται είναι επειδή η ανθρώπινη γνώση μπορεί, και ίσως ακόμη οφείλει, να ανατρέψει την φυσική ροή των πραγμάτων, σε σχέση με την οποία ορίζεται ο χρόνος του φυσικού επιστήμονα, ή ακόμη, κατά τον αυτό τρόπο, και του φιλοσόφου. Όσο και να προσπαθήσουμε να απαλλάξουμε τον χρόνο από την έννοια της προτεραιότητας και να την περιορίσουμε σε ένα καθαρά «λογικό» χώρο αντίληψης, δεν θα αποφύγουμε την αναγκαιότητα του ανθρώπινου πνεύματος να κατανοεί χρονικά τους όρους διαδοχής. Και επιπλέον, δεν υπάρχει μη χρονική τάξη, δεν υπάρχει πρώτο και δεύτερο που δεν σχετίζονται με τον χρόνο, αφού, για τον ίδιο τον Αριστοτέλη, ο χρόνος δεν είναι τίποτε άλλο από τον ίδιο τον τακτικό αριθμό: «Τον αριθμό της κινήσεως κατά το πρότερον και το ύστερον» (Φυσικά IV,11, 219B 1). Ο χρόνος είναι αυτός που καθορίζει το πριν και το μετά.  Ακόμη και αν η γνώση αντιστρέψει το πριν και το μετά των πραγμάτων, και τότε ακόμη η αντιστροφή αυτή θα πραγματοποιηθεί μέσα στον χρόνο που αποτελεί και αριθμεί την φυσική κίνηση.
                                                                 *
                                                          *            *
     Η ευκολία της φιλοσοφίας
Εάν δεχτούμε ότι η προτεραιότητα κατά την ουσία ανάγεται σε κάποιο είδος τάξεως της γνώσης, και αν αυτή ακριβώς η τάξη εξελίσσεται αναγκαία μέσα στον χρόνο, γίνεται προφανές ότι όλα τα νοήματα του προτέρου μπορούν να εφαρμοστούν χωρίς αντίφαση στην πρώτη φιλοσοφία. Αναμφίβολα όπως είναι πρώτη κατά την αξία στην τάξη της ουσίας, άλλο τόσο είναι και χρονολογικά προγενέστερη των αποκαλουμένων δεύτερων επιστημών, και κατά κανένα τρόπο ο Αριστοτέλης δεν θέλησε να της αποκλείσει αυτή την ιδιότητα, την οποία μάλιστα χαρακτήρισε «πρώτη και θεμελιώδη» (Κατηγορίαι, 12, 14a 26). Ο Καρτέσιος αποδεικνύεται πιο πιστός από ό,τι ο ίδιος θα φανταζόταν στην αριστοτελική σκέψη, όταν στην Εισαγωγή των Αρχών, θεωρώντας ότι ανατρέπει την παραδοσιακή τάξη της γνώσης, αποκάλεσε την μεταφυσική  την ρίζα του φιλοσοφικού δέντρου, δηλαδή την απόλυτη αρχή της γνώσης, από την οποία πηγάζουν, κατά μια ταυτόχρονα λογική και χρονική επαγωγική σχέση, η φυσική και οι εφαρμοσμένες επιστήμες. Ο Καρτέσιος αναφέρθηκε στις ακόλουθες δύο  προϋποθέσεις που κατατάσσουν πρώτη χρονολογικά την μεταφυσική, επιστήμη των «αρχών» και των «πρώτων αιτίων»: «Η μία είναι ότι αυτές (οι αρχές) θα πρέπει να είναι τόσο διαυγείς και προφανείς, ώστε το ανθρώπινο πνεύμα να μην δύναται να αμφιβάλει για την αλήθεια τους όταν τις μελετήσει επισταμένα· σύμφωνα με την δεύτερη θα πρέπει από αυτές να εξαρτάται η γνώση των άλλων πραγμάτων, έτσι ώστε να μπορούν μεν αυτές να γίνουν γνωστές χωρίς αυτά, αλλά όχι αντίστοιχα αυτά χωρίς αυτές». Η δεύτερη αυτή προϋπόθεση  διευκρινίζει την ίδια την έννοια της αρχής και συμπίπτει απόλυτα με τον αριστοτελικό ορισμό της προτεραιότητας κατά την γνώση. Εάν όμως η γνώση των άλλων πραγμάτων εξαρτάται από την «αρχή», και αν αυτή η σχέση δεν είναι αμοιβαία, τότε από τί θα εξαρτηθεί η γνώση της «αρχής»; Ο Καρτέσιος – όπως αναφέρει και στην πρώτη προϋπόθεση – θα λύσει το πρόβλημα με την θεωρία του προφανούς, που εγκαθιστά μια σχέση αμεσότητας μεταξύ της ανθρώπινης γνώσης και της καθαρότητας των πρώτων αληθειών: έτσι η επιστημολογική προτεραιότητα μπορεί να συμπέσει με την οντολογική προτεραιότητα και η φιλοσοφία των αρχών να είναι ταυτόχρονα και η αρχή της φιλοσοφίας.
     Κάπως έτσι φαίνεται να έχει θέσει το πρόβλημα ο Αριστοτέλης και τουλάχιστον στα πρώτα κείμενά του κάπως έτσι το έχει λύσει. Στον Προτρεπτικό αναπτύσσει επί μακρόν το θέμα της ευκολίας της φιλοσοφίας. Η απόδειξη ότι «η κατάκτηση της σοφίας είναι ευκολότερη από αυτή των υπολοίπων αγαθών» αποδεικνύεται από την ιστορία της: «Οι άνθρωποι μόχθησαν πολύ σε όλους τους τομείς της γνώσης, αλλά η πρόοδός τους στη φιλοσοφία ξεπέρασε πολύ γρήγορα τις επιδόσεις τους στις άλλες επιστήμες». (Το συγκεκριμένο θέμα αναπτύσσεται εκτενέστερα στο επόμενο κεφάλαιο: «Είναι και ιστορία».) Άλλο επιχείρημα: «Το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι αισθάνονται στην φιλοσοφία σαν στο σπίτι τους (το πάντας φιλοχωρεῖν αὑτῇ) και επιθυμούν να της αφιερωθούν αποκλειστικά». Αυτή δεν είναι όμως παρά η ιστορική και ψυχολογική επιβεβαίωση μιας αισιόδοξης προοπτικής, που βασίζεται στην ίδια την φύση της φιλοσοφίας και του αντικειμένου της: «Το πρότερον γίνεται πάντοτε γνωστότερο από το ύστερον (αεί γαρ γνωριμώτερα τα πρότερα  των υστέρων) και είναι φυσικό το καλύτερο να είναι γνωστότερο από το χειρότερο· διότι η επιστήμη αφορά κατά προτίμηση στα ορισμένα και ταξινομημένα πράγματα και στις αιτίες μάλλον παρά στα αποτελέσματα» (Προτρεπτικός Κεφ. 6). Έτσι βλέπουμε ήδη να συμπίπτουν ως προς την εφαρμογή τους στη φιλοσοφία, οι διαφορετικές ερμηνείες που ο Αριστοτέλης απέδωσε αργότερα στο πρότερο: σύμφωνα με τον χρόνο, σύμφωνα με την ουσία, κατά την τάξη της γνώσης και επίσης κατά την ιεραρχία των αξιών. Είναι αναγκαίο να σημειώσουμε εδώ ότι στην αρχή της φιλοσοφικής του σταδιοδρομίας, ο Αριστοτέλης θεωρεί την «αρχή» περισσότερο αναγνωρίσιμη από αυτό του οποίου είναι «αρχή», την αιτία περισσότερο προσβάσιμη από το αποτέλεσμα και, συνέπεια που δεν θα ηρνείτο ούτε ο Καρτέσιος, ότι είναι ευκολότερο να γνωρίσει κανείς την ψυχή από ό,τι το σώμα: «Εάν η ψυχή είναι καλύτερη από το σώμα - και είναι όντως, διότι είναι πλησιέστερη στην φύση της «αρχής» - (Αρχικώτερον γαρ την φύσιν εστίν), και αν υπάρχουν τέχνες και επιστήμες που σχετίζονται με το σώμα, όπως η ιατρική και η γυμναστική …, είναι απαραίτητο να υπάρχει μια έρευνα και μια τέχνη σχετική με την ψυχή και τις αρετές της, και θα είμαστε σε θέση να τις γνωρίσουμε, αφού μπορούμε ήδη να το κάνουμε για πράγματα περισσότερο δυσπρόσιτα και δυσχερή στην γνώση» (…και των μετ’ αγνοίας πλείονος και γνώναι χαλεπωτέρων). Εάν υπάρχουν λοιπόν πράγματα που πρόσκεινται στην άγνοια, υπάρχουν άλλα που προσφέρονται στην γνώση, υπό την διπλή έννοια ότι αποτελούν πηγές γνώσης και είναι στη  φύση τους να γνωρίζονται άμεσα. Προκειμένου η φιλοσοφία των πρώτων πραγμάτων να γίνει ταυτόχρονα πρώτη και στην τάξη της γνώσης, ο Αριστοτέλης αναγκάζεται να μεταθέσει μέσα στα πράγματα ένα είδος καθαυτό γνώσης, αντικειμενικής δηλ. γνώσης, που εξασφαλίζει την απόλυτη σύμπτωση του λόγου της γνώσης με τον λόγο της ουσίας (ratio cognoscendi και ratio essendi). Το σημαντικότερο είναι το πιο αναγνωρίσιμο, το χρησιμότερο είναι ταυτόχρονα και το πιο εύκολο. Αυτή η κατ’ αρχήν αισιόδοξη ενατένιση της ευκολίας της φιλοσοφίας εκφράζει μια στοιχειώδη απαίτηση της κάθε φιλοσοφίας: εάν η φιλοσοφία είναι η επιστήμη των πρώτων αρχών  και εάν οι πρώτες αρχές αποτελούν την αρχή του κάθε πράγματος και της κάθε γνώσης, θα πρέπει οι πρώτες αρχές να είναι άμεσα γνωστές προκειμένου να γίνουν γνωστά και τα άλλα πράγματα. Ο φιλόσοφος που μελετά την ουσία της φιλοσοφίας δεν έχει επιλογή: η φιλοσοφία είτε είναι εύκολη, είτε αδύνατη· είτε θα είναι πρώτη τόσο στον χρόνο όσο και στο νόημα, είτε δεν θα υπάρχει.
      Δυσκολίες κατάταξης
Αυτή η διαπίστωση δεν είναι καθόλου σπάνια στο έργο του Αριστοτέλη, διαπνέει δε την αντίληψη της γνώσης ολόκληρου του έργου του με τον τίτλο Αναλυτικά ύστερα,στο οποίο  εμφανίζεται ήδη από την πρώτη του φράση: «Κάθε διδασκαλία που δίδεται ή γίνεται δεκτή δια της λογικής πηγάζει από μια προϋπάρχουσα γνώση» (Αναλ. Ύστ. Ι 1, 71a 1). Αναγνωρίζουμε εδώ – και ο ίδιος ο Αριστοτέλης το αναφέρει – την απορία που εξέφραζε ο Μένων στον Σωκράτη: αφού δεν μπορούμε να μάθουμε ούτε αυτά που γνωρίζουμε, αφού τα γνωρίζουμε ήδη, ούτε αυτά που δεν γνωρίζουμε, αφού δεν τα γνωρίζουμε, τί λοιπόν πρέπει να μάθουμε; Απαντώντας σ’ αυτό το επιχείρημα, που δεν είναι τόσο «απατηλό» όσο φαίνεται, δια της θεωρίας της ανάμνησης, που αποτελεί μια μυθική μεταφορά της, ο Σωκράτης δικαιώνει τον Μένωνα: εφόσον η δυσκολία βρίσκεται στην αρχή της γνώσης, παραδεχόμαστε ότι η γνώση δεν έχει αρχή αλλά ότι υπήρξε ολόκληρη πάντοτε εδώ: «Αφού η ψυχή είναι αθάνατη και έχει ζήσει πολλές ζωές, και έχει γνωρίσει όλα όσα συμβαίνουν εδώ και στον Άδη, δεν υπάρχει τίποτε που δεν γνωρίζει… Επειδή τα πάντα βρίσκονται στη φύση και η ψυχή τα πάντα γνωρίζει, εάν θυμηθεί ένα και μόνο πράγμα, κάτι που οι άνθρωποι αποκαλούν μάθηση, όλα τα υπόλοιπα επανέρχονται στην μνήμη της» (Μένων 81cd). Ο Πλάτων υπερέβη τις δυσκολίες που συνεπάγεται η τάξη της γνώσης δεχόμενος ότι ακολουθείται μια τάξη κυκλική: η γνώση είτε είναι πλήρης είτε δεν υπάρχει.
    Αλλά αυτή η απάντηση δεν ικανοποίησε τον Αριστοτέλη. Εάν κάθε επιστήμη γνωρίζεται μέσω προϋπάρχουσας γνώσης, τότε δεν μπορούμε να διακρίνουμε ούτε τί θα προηγείτο αυτής της καθολικής επιστήμης, αυτής της «επιστήμης όλων των πραγμάτων», και κατά συνέπεια ούτε τον τρόπο για να την αποκτήσουμε, έστω και σε μια προηγούμενη ύπαρξη (ζωή). Μπορούμε να πούμε – και έτσι φαίνεται ότι θα έπρεπε να ερμηνεύσουμε τον πλατωνικό μύθο – ότι η επιστήμη όλων των πραγμάτων μάς είναι κατά κάποιο τρόπο «σύμφυτη»; Αυτή όμως η ενύπαρξη θα ήταν λανθάνουσα και «και θα ήταν παράξενο να διαθέτουμε εν αγνοία μας την κρατίστη των επιστημών».
     Αυτό το απόσπασμα της Μεταφυσικής που αφορά προφανώς στην θεωρία της ανάμνησης, διευκρινίζεται στο κείμενο των Ύστερων Αναλυτικών στο οποίο ο Αριστοτέλης κατακρίνει την θεωρία σύμφωνα με την οποία η πρόθεσή μας (ἕξις) να γνωρίσουμε τις αρχές δεν είναι επίκτητη αλλά έμφυτη και εξ αρχής λανθάνουσα: «Πρόκειται, λέει ο Αριστοτέλης, για παραλογισμό, διότι παρότι κατέχουμε γνώσεις ακριβέστερες από την απόδειξη, τις αγνοούμε» (Αναλ. Υστ. ΙΙ, 19, 99b 27). Με άλλα λόγια, πώς είναι δυνατόν να έχουμε συγκεχυμένη γνώση της αρχής, η οποία αποτελεί την προϋπόθεση κάθε γνώσης; Πώς αυτό που φωτίζει όλα τα υπόλοιπα μπορεί να είναι σκοτεινό; Εδώ συναντάμε την ιδέα μιας καθαυτό δυνατότητας γνώσης, που συνδέεται με την ίδια την ουσία της αρχής και η οποία τίθεται εκ προοιμίου στην ανθρώπινη γνώση, πέρα από κάθε άλλη αναφορά. Αυτό που στον Καρτέσιο βιώνεται ως προφανές, στον Αριστοτέλη εμφανίζεται ήδη σαν μια λογική απαίτηση: οι αρχές πρέπει να είναι καθαρές και διακριτές, για να είναι αρχές. Η επιστήμη των αρχών θα πρέπει να είναι η «γνωστοτέρα», δηλαδή η πρώτη στην τάξη της γνώσης, εάν θέλουμε να είναι επιστήμη των αρχών.
      Το πρόβλημα της έναρξης (εκκίνησης)
    Η πρώτη φιλοσοφία του Αριστοτέλη είναι λοιπόν «προγενέστερη» για τον ίδιο λόγο που οδήγησε τον Πλάτωνα να προβάλει σε μια προγενέστερη ζωή τη γνώση των πρώτων αληθειών. Αλλά ο Αριστοτέλης δεν αρκείται στην μυθική προτεραιότητα. Η αληθινή γνώση εκτυλίσσεται κατ’ αυτόν σύμφωνα με μια τάξη που δεν είναι μόνο λογική αλλά και χρονολογική: καμμιά απόδειξη δεν είναι δυνατή εάν δεν προϋποθέτει την αλήθεια των προταγμάτων της. Ο καθαυτό συλλογισμός βασίζεται σε μια προγενέστερη αλήθεια, και είναι κυρίως σ’ αυτή την συνθήκη προτάξεως της αλήθειας στον εαυτό της και όχι σε ένα φαύλο κύκλο, όπως του προσάπτουν οι Σκεπτικοί, που ο Αριστοτέλης αποδίδει την αναπόφευκτη ατέλεια αυτού του συλλογισμού. Διότι εάν η απόδειξη είναι αυτό που έχει ήδη πάντοτε αρχίσει, δεν  θα είναι δυνατή η απόδειξη της έναρξης: τα προτάγματα του πρώτου συλλογισμού θα είναι «πρώτα και αναπόδεικτα» (Αναλ. Ύστ., Ι,2, 71b 26). Ο Αριστοτέλης επιμένει σ’ αυτήν την παραδοξότητα και το αναπόφευκτο ταυτόχρονα αυτής της διπλής απαίτησης: τα προτάγματα είναι πρώτα, παρότι αναπόδεικτα· αλλά είναι επίσης πρώτα, επειδή είναι αναπόδεικτα, «διότι διαφορετικά δεν θα μπορούσαμε να τα γνωρίσουμε χωρίς απόδειξη». Και συνεχίζει, ο Αριστοτέλης, προσδιορίζοντας το νόημα αυτής της προτεραιότητας των προταγμάτων: «Αυτά θα πρέπει να είναι οι αιτίες του συμπεράσματος, να είναι γνωστότερα απ’ αυτό και προγενέστερα: αιτίες διότι δεν κατέχουμε την επιστήμη ενός πράγματος παρά μόνο όταν γνωρίσουμε την αιτία του· προγενέστερα διότι αυτά είναι οι αιτίες· προγενέστερα επίσης από την άποψη της γνώσης». Το πρότερον των προταγμάτων θα είναι επομένως λογικό, χρονολογικό και επιστημολογικό: αυτές οι τρεις κατηγορίες θα πρέπει να συνυπάρξουν εάν επιθυμούμε να καταστεί δυνατή η απόδειξη, δηλαδή η επιστήμη. Απέχουμε πολύ εδώ από «την αντιστροφή ανάμεσα στην τάξη της γνώσης και την τάξη του Είναι», στην οποία ο Brunschvieg τοποθετεί το θεμελιακό αξίωμα του αριστοτελικού ρεαλισμού. Η ιδέα της γνώσης προϋποθέτει αντιθέτως ότι η τάξη της είναι η τάξη του Είναι, ότι το οντολογικά πρώτο είναι επίσης επιστημολογικά πρότερο. Εάν η φύση μοιάζει να «συλλογίζεται», είναι επειδή ο συλλογισμός αυτός ερμηνεύει τον τρόπο που παράγονται τα πράγματα: όλη η θεωρία της απόδειξης και της επιστήμης στα Αναλυτικά προϋποθέτει αυτή την σύμπτωση ανάμεσα στην κίνηση δια της οποίας προοδεύει η γνώση και σε εκείνη δια της οποίας γεννώνται τα πράγματα.
     Δεν είναι επομένως παράξενο που το πρόβλημα της έναρξης τίθεται με ανάλογους όρους είτε πρόκειται για την γνώση είτε για την κίνηση. Τόσο στην μια όσο και στην άλλη περίπτωση η αδυναμία μιας επ’ άπειρον υπαναχώρησης μας οδηγεί να θέσουμε έναν απόλυτα πρωτεύοντα όρο:  από την μία πλευρά μιαν αναίτια αιτία, που είναι το Πρώτο, μη κινούμενο Κινούν· από την άλλη ένα πρόταγμα που δεν συμπεραίνεται, αλλά  αποτελεί την αναπόδεικτη αρχή της αποδείξεως. Πώς όμως προσεγγίζεται αυτή η αρχή; Εάν, ως θεμέλιο κάθε γνώσης, θα πρέπει να είναι «γνωστοτέρα» αυτού που μας επιτρέπει να γνωρίσουμε, και εάν, εν τούτοις, δεν αποτελεί αντικείμενο της επιστήμης, αφού κάθε επιστήμη βασίζεται σε ήδη γνωστές αρχές, θα πρέπει να αποδεχτούμε μια μέθοδο γνώσης διαφορετική και ανώτερη της επιστήμης: «Εάν δεν διαθέτουμε κανένα άλλο είδος γνώσης πέραν του επιστημονικού, δεν μένει παρά (λείπεται) η ενόραση (το νοούμενο) ως εκκίνηση της γνώσης» (Αναλ. Ύστ., ΙΙ, 19, 100b 13).
(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου