Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (11)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

π. Χρίστος Μαλάης

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά


ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
Η αναλογία στο Διονύσιο Αρεοπαγίτη και στους βυζαντινούς λογίους Βαρλαάμ και Γρηγορά

1.3.1 Η αναλογία στα έργα Διονυσίου του Αρεοπαγίτη1

Η θέση της αναλογίας στη θεολογική σκέψη του Διονυσίου Αρεοπαγίτη είναι πολύ σημαντική. Όπως θα δείξουμε, ο ρόλος της αναλογίας είναι συστατικός για τη δημιουργία του κόσμου, αφού με βάση αυτήν καθορίζεται η τάξη και η ιεραρχία των όντων τόσο μέσα στο νοητό όσο και μέσα στο αισθητό σύμπαν. Σύμφωνα με την αναλογία επίσης, προσδιορίζεται ο τρόπος αναγωγής των όντων προς το Θεό και καθορίζεται ο τρόπος ανάβασης της ατομικής ψυχής κατά την πορεία της για ένωση με το Θεό. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται ως «ιερή», «οικεία», «αναγωγική», «ανυψωτική», «ιεροπρεπής» και «θεαρχική».

1.3.1.1 Η αναλογία και τα θεία ονόματα

Σύμφωνα με το Διονύσιο Αρεοπαγίτη, τα ονόματα που δίνουμε εμείς οι άνθρωποι για να εκφράσουμε τις θείες αλήθειες, ακόμη κι όταν δηλώνονται με τη μεγαλύτερη ακρίβεια από ανάλογες δικές μας σημασίες, είναι οπωσδήποτε κατώτερα από την πραγματική τους αλήθεια2. Η αιτία για την οποία προβάλλονται με τύπους όσα δε χωρούν σε τύπους, όπως επίσης ο λόγος για τον οποίο παρουσιάζονται με σχήματα εκείνα τα οποία είναι παντελώς ασχημάτιστα είναι: α) η αναλογία των «οἰκίων καὶ συμφυῶν ἀναγωγιῶν», β) το γεγονός ότι στα μυστικά λόγια προσιδιάζει να αποκρύπτουν τα απόρρητα, για να προστατεύουν την ιερή αλήθεια από τους πολλούς3. Τόσο η καταφατική όσο και η αποφατική απόδοση των θείων ονομάτων, οφείλεται στο γεγονός ότι αυτό που μπορεί να δει ο άνθρωπος δεν είναι η κρυφιότητα του Θεού, αλλά κάποιες θεοφάνειες μέσα από ιερές οράσεις που είναι ανάλογες προς αυτόν4. Όταν τα θεία φανερώνονται στο νου, σύμφωνα με το Διονύσιο, εποπτεύονται από αυτόν σύμφωνα με το μέτρο που του αναλογεί5. Διότι το αγαθό δεν είναι ολότελα ακοινώνητο, αλλά φανερώνεται με τους ανάλογους φωτισμούς σε καθένα από τα όντα6. Εμείς ωστόσο χρησιμοποιούμε οικεία προς εμάς σύμβολα για τα θεία, κι από αυτά πάλι ανυψωνόμαστε κατ’ αναλογία στην απλή και ενιαία αλήθεια των νοητών θεαμάτων7.

1.3.1.2 Οι αναλογίες των όντων

Όπως ο φυσικός ήλιος με το είναι του φωτίζει όλα όσα μπορούν να κοινωνούν στο φως του κατά την αναλογία τους, όμοια και το αγαθό σκορπά με την ύπαρξή του σε όλα τα όντα ανάλογα τις ακτίνες της αγαθότητάς του8. Από το αγαθό έτσι, προέρχεται κάθε ύπαρξη και κάθε ζωή του νου, καθώς και οι αναλογίες των όντων και στο αγαθό πάλι γυρίζουν9. Αυτό σημαίνει πως κάθε ον λέγεται αγαθό ανάλογα με το μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό που πλησιάζει το αγαθό10. Για το Διονύσιο, η αναλογία εκάστου όντος αποτελεί το μέτρο της μετοχής του στη ζωή και στην ύπαρξη του αγαθού11. Αυτό συμβαίνει διότι, αν δεν ήταν το αγαθό παρόν αναλόγως σε κάθε ον, τότε θα βρίσκονταν στην τελευταία θέση όσα είναι πρώτα και θεϊκότερα των άλλων12. Η αιτία της αναλογίας εκάστου όντος προς το αγαθό οφείλεται, σύμφωνα με τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, στη δικαιοσύνη του Θεού, η οποία«πᾶσαν ἀνισότητα καὶ ἀλλοτριοπραγίαν ἐκ τῶν ὅλων ἐξορίζουσαν καὶ τὰς ἀναλογίας ἑκάστου συνιστάνουσαν ἀμεταπτώτους εἰς τὰ ἐναντία καὶ ἀμεταχωρήτους»13.

1.3.1.3 Η αναλογία και οι λόγοι των όντων

Μέσα στο αγαθό προϋπάρχουν τα παραδείγματα των όντων, τα οποία είναι οι λόγοι που δίνουν ουσία στα όντα14. Διαμέσου των παραδειγμάτων μπορούμε να αναχθούμε αναλογικά στη γνώση της αιτίας των όλων, με το να αναφέρουμε τα όντα σ’ αυτήν ενωμένα με μία ένωση που υπερβαίνει τα πάντα15. Ενώ το Θεό δεν τον γνωρίζουμε από τη φύση του, τον γνωρίζουμε ωστόσο από τη διάταξη όλων των όντων, η οποία έχει κάποιες απεικονίσεις και ομοιώματα των θεϊκών προτύπων16. Η βασικότερη ίσως διαφορά ανάμεσα στην έννοια της αναλογίας στους νεοπλατωνικούς και στο Διονύσιο Αρεοπαγίτη, είναι ότι στο Διονύσιο άμεση πηγή της αναλογίας είναι ο ίδιος ο Θεός, στον οποίο προϋπάρχουν τα πάντα όχι ως ουσίες-παραδείγματα, αλλά ως λόγοι-παραδείγματα, ως θείες δυνάμεις και θελήματα δηλαδή και όχι ως ουσίες. Σύμφωνα μ’ αυτό, όλα τα όντα υμνούν το Θεό κατά την αναλογία του το καθένα, αφού αυτός είναι ο αίτιος τους17.

1.3.1.4 Η «ανυψωτική» αναλογία

Με το φως του ο Θεός διώχνει κάθε άγνοια και πλάνη από τις ψυχές, και πάντοτε τις υψώνει προς τα άνω ανάλογα με την τάση τους για ανύψωση18. Όσους θέλουν να οδηγηθούν στο Θεό, η θεία αγαθότητα τους ανυψώνει ανάλογα με τη δύναμή τους και τους ενοποιεί σύμφωνα με την απλοποιητική της ένωση19. Δεν είναι δυνατό, υποστηρίζει ο Διονύσιος, να υψωθεί ο ανθρώπινος νους προς την άυλη μίμηση και θεωρία των ουρανίων ιεραρχιών, αν δε χρησιμοποιήσει την ανάλογη σ’ αυτόν υλική χειραγώγηση. Σ’ αυτό ακριβώς συνίσταται η σωτηριολογική διάσταση της αναλογίας, στο ότι ο άνθρωπος μπορεί να σκεφτεί τα ορατά κάλλη ως απεικονίσματα της αόρατης ωραιότητας, τα υλικά φώτα ως εικόνα της άυλης φωτοδοσίας και τη μετάληψη της θείας ευχαριστίας ως εικόνα της μετουσίας του Ιησού20.

1.3.1.5 Αναλογία και ιεραρχία

Για την επίτευξη της αναλογικής θεώσεως, η φιλάνθρωπη τελεταρχία μας δείχνει τις ουράνιες ιεραρχίες και μας καθιστά συλλειτουργούς τους, σύμφωνα με την ανάλογη προς τις δυνάμεις μας αφομοίωση της θεοειδούς ιερωσύνης τους21. Η ιεραρχία γενικά, αποτελεί μία ιερή τάξη, επιστήμη και ενέργεια που θέλει να αφομοιωθεί προς τη θεομορφία ανεβαίνοντας στη μίμηση του θείου ανάλογα με τους φωτισμούς που της δίνονται από το Θεό22. Η τελείωση για τον καθένα που έχει κλήρο στην ιεραρχία είναι να υψωθεί στη μίμηση του θείου κατά την αναλογία του23.
Η πρώτη διακόσμηση των γύρω από το Θεό νόων μυσταγωγείται άμεσα από τον θείο φωτισμό, από αυτήν πάλι μυσταγωγείται κατ’ αναλογία η δεύτερη διακόσμηση, κι από αυτήν η τρίτη24. Η πρώτη τάξη μεταδίδει στην έπειτα από αυτή το θείο φως που της έχει δωρηθεί, με την ανάλογη πρόνοια25. Από την τρίτη ιεραρχία μυσταγωγούμαστε εμείς οι άνθρωποι, με θεία αρμονία και αναλογία26. Η αγγελική τάξη υποδέχεται τους θεαρχικούς φωτισμούς ιεραρχικά μέσω των αρχαγγέλων, και κατόπιν τους φανερώνει σε εμάς, ανάλογα με την ικανότητα που έχει προς τα ιερά, καθένας που φωτίζεται από τα θεία27.

1.3.1.6 Η «αναγωγική» αναλογία

«Αἱ μὲν ὑπερβεβηκυῖαι διακοσμήσεις περισσῶς ἔχουσι καὶ τὰς τῶν ὑφειμένων ἱερὰς ἰδιότητας, αἱ δὲ τελευταῖαι τὰς τῶν πρεσβυτέρων ὑπερκειμένας ὁλότητας οὐκ ἔχουσι μερικῶς εἰς αὐτὰς τῶν πρωτοφανῶν ἐλλάμψεων διὰ τῶν πρώτων ἀναλόγως αὐταῖς διαπορθμευομένων»28. Κάθε νοερή ύπαρξη διαιρεί και πολλαπλασιάζει με προνοητική δύναμη το ενικό νόημα που της δωρίζει η θειοτέρα ύπαρξη, σύμφωνα με την αναγωγική αναλογία της κατώτερης29. Για παράδειγμα, η θερμότητα της φωτιάς διαδίδεται καλύτερα στα δεκτικότερα σώματα τα οποία οδηγούνται εύκολα στην ομοίωση μ’ αυτήν. Όσα δεν είναι δεκτικά τα θερμαίνει ανάλογα, διαμέσου άλλων που συγγενεύουν σ’ αυτήν30. Κατά τον ίδιο λόγο της φυσικής τάξης σχηματίζεται και η αναλογία κάθε νοερής ταξιαρχίας31. Για όλα όσα φωτίζονται, αρχή του φωτισμού τους είναι ο Θεός φύσει, επειδή Αυτός είναι η ουσία του φωτός32.

Η κατά μέρος υπερκείμενη ουσία είναι αρχή για κάθε μία ουσία έπειτα από αυτήν, θέσει και κατά μίμηση Θεού, επειδή διοχετεύονται από αυτήν τα θεία φώτα σε εκείνην33. Όλες οι θεαρχικές ενέργειες ακτινοβολούνται έτσι από τις πρώτες ουσίες και διαδίδονται σε όλες τις άλλες, κατά την αναλογία της καθεμιάς προς θεία μετουσία34.

1.3.1.7 Αναλογία, ιεραρχία και συμμετρία

Σύμφωνα με το Διονύσιο Αρεοπαγίτη, κάθε αληθινός ιεράρχης πρέπει να μυηθεί στα θεία ανάλογα με την εκκλησιαστική τάξη στην οποία βρίσκεται, και να μεταδώσει την ιερή θέωση στους υποδεέστερούς του35. Το θείο φως που απλώνεται στους νοερούς οφθαλμούς του, τον καθιστά ικανό να απλώνει σε όλους με αφθονία το φωτισμό της ένθεης διδασκαλίας, με βάση την ιεραρχία της ευκοσμίας και σύμφωνα με την αναλογία της συμμετρίας που έχει ο καθένας προς τα ιερά36. Η θεόμορφη ιεραρχία απονέμει στον καθένα σύμφωνα με την αξία του την μέθεξη των θείων που του αναλογεί. Η μέθεξη των θείων δωρίζεται με τρόπο ιερό στον κατάλληλο καιρό, με βάση τη συμμετρία και την αναλογία37. Σύμφωνα με το Διονύσιο, η καθολική ευκοσμία και θεία τάξη είναι η εξής: Όπως οι ηλιακές ακτίνες διαπερνούν πρώτα τις λεπτότερες και διαφανέστερες ουσίες κι όλο το φως που ξεχειλίζει απ’ αυτές μετοχετεύεται «ηλιοειδώς» στις έπειτα από αυτές ουσίες, με ανάλογο τρόπο και σε ό,τι έχει σχέση με το Θεό, δεν πρέπει να τολμά να γίνεται οδηγός σε άλλους όποιος δεν έχει γίνει ολόκληρος θεοειδής στον υπέρτατο βαθμό38.

Το «ηλιοειδώς μετεχόμενο» συμβολίζει τα ιερά αινίγματα, διαμέσου των οποίων οι κόσμιες τάξεις των κατωτέρων ανάγονται προς τα ανώτερα, σύμφωνα με την ιερή αναλογία τους39. Για παράδειγμα, η σύνθεση του μύρου κατά την τελετή του χρίσματος αποτελεί μία συλλογή από ουσίες που ευωδιάζουν, με τις οποίες όσοι χρίονται γεμίζουν από ευωδία ανάλογα με το βαθμό μετοχής τους σ’ αυτό40. Η συμβολική σύνθεση του μύρου ιχνογραφεί τον ίδιο τον Ιησού, που μεταδίδει σύμφωνα με θεαρχικές αναλογίες τις θεϊκές ευωδίες, στα πιο θεοειδή νοερά όντα41. Αυτά τότε, από αγαθότητα και κατά αναλογία, διαπορθμεύουν στις κατώτερες ιερές τάξεις τις θεουργικές τους γνώσεις42. Κάθε μία από τις τρεις διαιρέσεις της ανθρώπινης ιεραρχίας, παίρνει κατά τη δύναμη πρώτη, μεσαία και τελευταία θέση, προνοώντας για την ιερή αναλογία και τη μεταξύ τους αρμονική και συνδετική κοινωνία43. Σύμφωνα με το Διονύσιο, η αρχή και η θεμελίωση κάθε αόρατης και ορατής ευκοσμίας, παραχωρεί να περάσουν οι θεουργικές ακτίνες στους πρώτους και πιο θεόμορφους και διαμέσου τους φωτίζει και επιφαίνεται στους κατώτερους κατά την αναλογία τους44. Η πρώτη ιεραρχική τάξη είναι γεμάτη από δύναμη τελειοποιητική η οποία μυεί στις επιστήμες των ιερών, διδάσκοντας τις ανάλογές τους έξεις και δυνάμεις45. Η μετάληψη των θεαρχικών μυστηρίων είναι το επιστέγασμα κάθε ιερατικής μέθεξης, στην οποία μετέχουν όλες οι ιερές τάξεις, κατά την αναλογία τους κάθε μία, για την ανύψωση και τελείωση της θέωσής τους46.

Συμπερασματικά, η έννοια της αναλογίας στο Διονύσιο Αρεοπαγίτη συνδέεται αρχικά με τους λόγους-δημιουργικές δυνάμεις του Θεού και συνιστά τον ιδιαίτερο τρόπο δομής και λειτουργίας τόσο του νοερού και αισθητού σύμπαντος, όσο και των καθ’ έκαστα όντων που υπάρχουν μέσα σ’ αυτόν. Ενώ η φύση του Θεού παραμένει παντελώς άγνωστη, οι δυνάμεις του μπορούν να γίνουν γνωστές διαμέσου των θείων παραδειγμάτων, τα οποία υπάρχουν αναλογικά μέσα στα κτιστά όντα. Με βάση την αναλογία, τα καθ’ έκαστα όντα κοσμούν το σύμπαν αποτελώντας απεικονίσεις και ομοιώματα των θεϊκών προτύπων. Η αναλογία, σύμφωνα με το Διονύσιο Αρεοπαγίτη, καθορίζει επίσης το μέτρο μετοχής των όντων στη θεία αγαθότητα, τοποθετώντας τα στη θέση που τους αρμόζει μέσα στην κοσμική ιεραρχία, σύμφωνα με την αξία που τους προσδίδει η θεία δικαιοσύνη. Με βάση την αναλογία που τους ταιριάζει στην κλίμακα της ιεραρχίας τους, τα νοερά όντα γίνονται μέτοχα της θείας φωτοδοσίας και σύμφωνα με τη θέση που τους αναλογεί αναλαμβάνουν το καθένα το δικό του ρόλο στη μετάδοση του θείου φωτός από τα ανώτερα επίπεδα στα κατώτερα. Από τα κατώτερα επίπεδα των νοερών δυνάμεων, οι θείες φωτοδοσίες μετοχετεύονται στις ανώτερες εκκλησιαστικές τάξεις και από αυτές πάλιν στις κατώτερες τάξεις, ανάλογα προς την ιερή συμμετρία και τη δεκτικότητα τους. Τέλος, οι άνθρωποι μπορούν εάν το θέλουν να επιστρέψουν στο Θεό και να ενωθούν μαζί του, ανάλογα προς την κάθαρση και το φωτισμό που θα πετύχουν στη ζωή τους, διαμέσου των τριών τάξεων της εκκλησιαστικής ιεραρχίας.

(Συνεχίζεται)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Τα αρεοπαγιτικά συγγράμματα άσκησαν μεγάλη επίδραση τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση καθ’ όλη τη διάρκεια των μέσων χρόνων. Τη μεταγενέστερη συγγραφή των έργων σε σχέση με την εποχή δράσης του αγ. Διονυσίου Αρεοπαγίτη, απέδειξαν δυτικοί ερευνητές κατά τον 16ο-17ο αιώνα (Sirmond, Petavius, Tillemont). Βλ. Γ. ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ, Οἱ Βυζαντινοί Ἀσκητικοί καί Πνευματικοί Πατέρες, εκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 342-345. Περί τα τέλη του 19ου αιώνα εκδόθηκαν δύο μελέτες των H. KΟCH, Proclus als Quelle des Pseudo-Dionysious in der Lehre von Bosen, Philologus, 54 (1885), σελ. 438-454 και J. STIGLMAYR, Der Neuplatoniker Proclus als Vorlage des sogenannten Dionysius Areopagita in der Lehre vom Ubel, Historiches Jahrbuch, 16 (1895), σελ. 252-273, 721-748, οι οποίες υποστήριξαν την ύπαρξη ισχυρών νεοπλατωνικών επιδράσεων στο έργο του ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, καθώς και την φραστική συγγένεια κάποιων χωρίων με αντίστοιχα στο έργο του νεοπλατωνικού Πρόκλου.
2. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, 7, 3, 5, PG 3, 560 b, «Eἰ καὶ τὰ μάλιστα ταῖς ἡμῶν ἀναλόγοις σημασίαις αἱ παντὸς ὑψηλότεραι νοὸς ἐπαγγελίαι σημαινόμεναι τῆς πραγματικῆς αὐτῶν ἀληθείας ἀποδεούσας ἔχουσι τὰς ὀνομασίας».
3. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς οὐρανίας ἱεραρχίας, 2, 2, PG 3, 140 a, «οὐ μόνην αἰτίαν φαίη τις εἶναι τὴν καθ' ἡμᾶς ἀναλογίαν ἀδυνατοῦσαν ἀμέσως ἐπὶ τὰς νοητὰς ἀνατείνεσθαι θεωρίας, καὶ δεομένην οἰκίων καὶ συμφυῶν ἀναγωγιῶν …ἀλλ' ὅτι καὶ τοῦτο τοῖς μυστικοῖς λογίοις ἐστὶ πρεπωδέστατον τὸ δι' ἀποῤῥήτων καὶ ἱερῶν αἰνιγμάτων ἀποκρύπτεσθαι».
4. Περὶ τῆς οὐρανίας ἱεραρχίας, 4, 3, PG 3, 180 c, «ὅ τί ποτέ ἐστι τὸ τοῦ θεοῦ κρύφιον «Oὐδεὶς ἑώρακεν» οὐδὲ ὄψεται, θεοφάνειαι δὲ τοῖς ὁσίοις γεγόνασι…διὰ δή τινων ἱερῶν καὶ τοῖς ὁρῶσιν ἀναλόγων ὁράσεων ἐκφαντορίας».
5. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ θείων ὀνομάτων, 1, 1, PG 3, 588 a, «κατὰ τὴν ἀναλογίαν ἑκάστου τῶν νοῶν ἀνακαλύπτεται τὰ θεῖα».
6. Περὶ θείων ὀνομάτων, 1, 2, PG 3, 588 c, «ταῖς ἑκάστου τῶν ὄντων ἀναλόγοις ἐλλάμψεσιν ἀγαθοπρεπῶς ἐπιφαίνεται».
7. Περὶ θείων ὀνομάτων, 1, 4, PG 3, 592 c, «Νῦν δέ, ὡς ἡμῖν ἐφικτόν, οἰκείοις μὲν εἰς τὰ θεῖα συμβόλοις χρώμεθα κἀκ τούτων αὖθις ἐπὶ τὴν ἁπλῆν καὶ ἡνωμένην τῶν νοητῶν θεαμάτων ἀλήθειαν ἀναλόγως ἀνατεινόμεθα».
8. Περὶ θείων ὀνομάτων, 4, 1, PG 3, 693 b, «ὥσπερ ὁ καθ' ἡμᾶς ἥλιος οὐ λογιζόμενος ἢ προαιρούμενος, ἀλλ' αὐτῷ τῷ εἶναι φωτίζει πάντα τὰ μετέχειν τοῦ φωτὸς αὐτοῦ κατὰ τὸν οἰκεῖον δυνάμενα λόγον, οὕτω δὴ καὶ τἀγαθὸν…αὐτῇ τῇ ὑπάρξει πᾶσι τοῖς οὖσιν ἀναλόγως ἐφίησι τὰς τῆς ὅλης ἀγαθότητος ἀκτῖνας». Στην υιοθέτηση της μεταφοράς του ηλίου, ο R. ROQUES, L’ Univers Dionysien, Aubier 1954, σελ. 101, διακρίνει μία απλή προσαρμογή στη νεοπλατωνική ορολογία. Ο Γ. ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ, (Οἱ Βυζαντινοί Ἀσκητικοί καί Πνευματικοί Πατέρες, ό.π., σελ. 356-357), υποστηρίζει ότι εδώ ο Διονύσιος ακολουθεί τον Πρόκλο ακόμα και γλωσσικώς, αναπαράγοντας τη νεοπλατωνική μεταφυσική του φωτός. Εντούτοις, αυτή η μεταφυσική και η γλώσσα που συνδέεται μ’ αυτήν, αφομοιώθηκαν από τη θεολογία της Εκκλησίας πολύ νωρίτερα, ενώ οι ρίζες της είναι δυνατό να ανευρεθούν σε μία εποχή προγενέστερη από το νεοπλατωνισμό. Σύμφωνα με τον Β. ΤΑΤΑΚΗ, (Ἡ Ἑλληνική Πατερική καί Βυζαντινή Φιλοσοφία, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2000, σελ. 87), ο ψευδο-Διονύσιος με τα κείμενά του κατορθώνει μία νέα αφομοίωση του νεοπλατωνισμού. Υποστηρίζει μάλιστα, πως ενώ ο πλατωνισμός και ο νεοπλατωνισμός των χριστιανών ήταν ως τότε μάλλον ένα πολιτιστικό φαινόμενο, ο ψευδο-Διονύσιος εκπονεί ένα χριστιανικό μυστικισμό, θεμελιωμένο στις πλατωνικές θέσεις, φροντίζοντας να τις συμβιβάσει με το χριστιανικό δόγμα. Ο R. HΑΤΗΑWΑΥ, Hierarchy and the Definition of Order in the Letters of Pseudo-Dionysious: A Study in the Form and Meaning of the Pseudo-Dionysian Writings, The Hague, 1969, σελ. 112-114, φτάνει μάλιστα στο σημείο να χαρακτηρίσει το Διονύσιο ως έναν «άλλον Πρόκλο μέσα σε Βιβλικό περιβάλλον». Από ορθοδόξου απόψεως, τον χριστιανικό χαρακτήρα των αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων σε σχέση με τον Πρόκλο και το νεοπλατωνισμό εν γένει, υπερσπίστηκε ο Λ. ΣΙΑΣΟΣ, στη διδ. διατριβή του «Εραστές της Αλήθειας», Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής, τ. 28:45, Θεσσαλονίκη 1984.
9. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ θείων ὀνομάτων, 4, 10, PG 3, 705 c, «ἐξ αὐτοῦ καὶ δι' αὐτοῦ καὶ οὐσία καὶ ζωὴ πᾶσα καὶ νοῦ…καὶ αἱ τῶν ὄντων ἀναλογίαι…καὶ εἰς τὸ καλὸν καὶ ἀγαθὸν ἐπιστρέφεται». Σύμφωνα με τον E. V. IVANKA, Plato Christianus, Einsiedeln 1956, 271-274, ενώ στη νεοπλατωνική διδασκαλία της αναλογικής μετακοινώσεως του φωτισμού, η προσωπική ουσία κάθε πλάσματος εξαρτάται από τον τόπο του μεμονωμένου πλάσματος στην ιεραρχία, στο Διονύσιο η ουσία είναι εξαρτημένη από τον τρόπο προσδοχής του φωτισμού από την πλευρά του πλάσματος, υπό την έννοια της προσωπικής αξιότητος ή της ικανότητος πρόσληψης των θείων δωρεών. Με αυτό τον τρόπο η νεοπλατωνική θεωρία περί της εκ Θεού εκπορεύσεως των δημιουργημάτων ως οντολογικής εκπτώσεως, καθώς και η επιστροφή τους στο Θεό δια πλήρους συγκράσεως με το Είναι του, αποκλείεται από την αρεοπαγιτική διδασκαλία.
10. Περὶ θείων ὀνομάτων, 4, 20, PG 3, 717 d, «τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον τῷ ἀγαθῷ πλησιάζον ἀναλόγως ἔσται ἀγαθόν». Η αναλογία του όντος κατά το Διονύσιο Αρεοπαγίτη, σύμφωνα με τον A. GOLITZIN, είναι το μέτρο της μετοχής του όντος στο Θεό, σύμφωνα με το λόγο του (ανά+λόγος). Βλ. A. GOLITZIN, Et introibo ad altare Dei, The Mystagogy of Dionysius Areopagita, with special reference to its predecessors in the Eastern Christian Tradition, Ανάλεκτα Βλατάδων 59, Π.Ι.Π.Μ., Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 87.
11. Κατά την L. M. ESPOTITO, Pseudo-Dionysius, A Philosophical Study of certain Hellinic Sources (διδ. Διατρ), University of Toronto (1997), σελ. 308, επειδή ο Διονύσιος ταυτίζει το αγαθό με το Χριστιανικό Θεό που δημιουργεί τον κόσμο από αγάπη, επεκτείνει την έννοια της αναλογίας και στα καθ’ έκαστα όντα, τα οποία κατ’ αυτό τον τρόπο αποκτούν άμεση σχέση και υπαρκτική σύνδεση με το Θεό.
12. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ θείων ὀνομάτων, 4, 20, PG 3, 720 a, «Eἰ γὰρ μὴ ἀναλόγως ἑκάστῳ τἀγαθὸν παρῆν, ἦν ἂν τὰ θειότατα καὶ πρεσβύτατα τὴν τῶν ἐσχάτων ἔχοντα τάξιν». Ο Κ. ΓΑΡΙΤΣΗΣ, Ὁρασις Ἀοράτου, Ἡ διδασκαλία τοῦ Ὡραίου στὸν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη, εκδ. Θεσβίτης, Θήρα 2002, σελ. 62, θεωρεί ότι η αγαθότητα εδώ πρέπει να κατανοηθεί όχι τόσο με τη χριστιανική-προσωπική έννοια της «ευμένειας» για τα όντα, αλλά μάλλον στο πνεύμα της πλατωνικής παραδόσεως: το Αγαθό είναι αυτό που αξίζει να επιδιωχθεί γιατι είναι το τελειότερο.
13. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ θείων ὀνομάτων, 8, 9, PG 3, 897 a. Σύμφωνα με τον R. ROQUES, η αναλογία στο σημείο αυτό, αποτελεί τον προορισμό του κάθε όντος, ως αποστολή προς ελεύθερη πραγμάτωση. Βλ. R. ROQUES, De l’ implication des methodes theologiques chez le Pseudo-Denys, στο Revue d’ Ascetique et de Mystique, Toulouse 1954, σελ.270.
14. Αυτούς η θεολογία τους αποκαλεί προορισμούς και αγαθά θεϊκά θελήματα. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ θείων ὀνομάτων, 5, 8, PG 3, 824 c. Σύμφωνα με τον Γ. ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ, Οἱ Βυζαντινοί Ἀσκητικοί καί Πνευματικοί Πατέρες, ό.π., σελ. 360, τα παραδείγματα αποτελούν μία εικόνα του κόσμου μέσα στο Θεό, ένα κόσμο ιδεών, ο οποίος ωστόσο δεν είναι αυθύπαρκτος και αυτάρκης. Ο Γ. ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ φτάνει στο σημείο να αποκαλεί αυτό τον κόσμο ως «τό πρόσωπον τοῦ Θεοῦ, τρόπον τινά, πού στρέφεται πρός τόν κόσμον».
15. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ θείων ὀνομάτων, 5, 9, PG 3, 825 a, «διὰ τῆς τούτων ἀναλογικῆς γνώσεως ἐπὶ τὴν πάντων αἰτίαν, ὡς οἷοί τέ ἐσμεν, ἀναχθῶμεν. Πάντα οὖν αὐτῇ τὰ ὄντα κατὰ μίαν τὴν πάντων ἐξῃρημένην ἕνωσιν ἀναθετέον».
16. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ θείων ὀνομάτων, 7, 3, PG 3, 869 d. Βλ. V. LOSSKY, La notion des ’’analogies’’ chez Denys le pseudo-Areopagite, Archives dHistoire Doctrinale et Litteraire du Moyen Age, 5 (1930), σελ. 279-309.
17. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ θείων ὀνομάτων, 7, 3, PG 3, 872 a, «ἐκ τῶν ὄντων ἁπάντων ὑμνεῖται κατὰ τὴν πάντων ἀναλογίαν, ὧν ἐστιν αἴτιος».
18. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ θείων ὀνομάτων, 4, 5, PG 3, 701 a, «ἀεὶ ἀνατείνειν αὐτὰς ἐπὶ τὰ πρόσω κατὰ τὴν σφῶν εἰς ἀνάνευσιν ἀναλογίαν».
19. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς οὐρανίας ἱεραρχίας, 1, 2, PG 3, 121 b, «τοὺς ἐπ' αὐτὴν ὡς θεμιτὸν ἀνανεύοντας ἀναλόγως αὐτοῖς ἀνατείνει καὶ ἑνοποιεῖ κατὰ τὴν ἁπλωτικὴν αὐτῆς ἕνωσιν».
20. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς οὐρανίας ἱεραρχίας, 1, 2, PG 3, 124 a. Σύμφωνα με τον B. BRONS, Gott und die Seienden, Untersuchungen zum Verhaltnis von neuplatonischer Metaphysik und christlicher Tradition bei Dionysius Areopagita, Forschunger zur Kirchen und Dogmengeschichte, τ. 28, Gottingen 1976, σελ. 321-323, ο ενανθρωπίσας Λόγος υποβιβάζεται από τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη με την ένταξή του σε ένα μεταφυσικό σύστημα, στο οποίο η θεανθρώπινη φύση του υφίσταται ελάττωση, με την ένταξή της στον αναλογικό αναβαθμό του είναι των ανθρώπων.
21. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς οὐρανίας ἱεραρχίας, 1, 2, PG 3, 124 a, «Ταύτης οὖν ἕνεκα τῆς ἡμῶν ἀναλόγου θεώσεως ἡ φιλάνθρωπος τελεταρχία καὶ τὰς οὐρανίας ἱεραρχίας ἡμῖν ἀναφαίνουσα καὶ συλλειτουργὸν αὐτῶν τελοῦσα τὴν καθ' ἡμᾶς ἱεραρχίαν τῇ πρὸς δύναμιν ἡμῶν ἀφομοιώσει τῆς θεοειδοῦς αὐτῶν ἱερώσεως».
22. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς οὐρανίας ἱεραρχίας, 3, 1, PG 3, 163 d, «Ἔστι μὲν ἱεραρχία κατ' ἐμὲ τάξις ἱερὰ καὶ ἐπιστήμη καὶ ἐνέργεια πρὸς τὸ θεοειδὲς ὡς ἐφικτὸν ἀφομοιουμένη καὶ πρὸς τὰς ἐνδιδομένας αὐτῇ θεόθεν ἐλλάμψεις ἀναλόγως ἐπὶ τὸ θεομίμητον ἀναγομένη».
23. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς οὐρανίας ἱεραρχίας, 3, 2, PG 3, 165 d, «ἔστι γὰρ ἑκάστῳ τῶν ἱεραρχίᾳ κεκληρωμένων ἡ τελείωσις, τὸ κατ' οἰκείαν ἀναλογίαν ἐπὶ τὸ θεομίμητον ἀναχθῆναι». Ο Γ. ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ, (Οἱ Βυζαντινοί Ἀσκητικοί καί Πνευματικοί Πατέρες, ό.π., σελ. 370-371), θεωρεί ότι εξαιτίας αυτής της ιεραρχίας, ο αγγελικός κόσμος αποκρύπτει το Θεό από τον άνθρωπο. Μία άμεση οδός δε νοείται, κι αυτό φανερώνει κάποια ασάφεια στις Χριστολογικές απόψεις του Διονυσίου. Άλλωστε για το Χριστό μιλά σχετικά σπάνια. Η εικόνα του θεανθρώπου δεν είναι το κεντρικό σημείο στην πνευματική εμπειρία του Διονυσίου. Αντίθετα, ο E. VON IVANKA, Inwieweit ist Ps-Dionysios Areopagita Neuplatoniker?, Scholαstik 31 (1961), σελ. 384-403, προσπαθεί να δικαιώσει τον Διονύσιο υποστηρίζοντας ότι η χρήση της ιεραρχίας στα έργα του δεν έχει καμία ουσιαστική και λειτουργική αξία.
24. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς οὐρανίας ἱεραρχίας, 13, 3, PG 3, 301 c. Σύμφωνα με τον A. GOLITZIN, Dionysius the Areopagite in the Works of Gregory Palamas, SVThQ, 46:2 (2002), σελ. 172-173, η κατανόηση του ως άνω χωρίου δεν εισηγείται την ύπαρξη επιπέδων διαδοχικής προόδου του θείου φωτός από τα ανώτερα στα κατώτερα κτίσματα, πράγμα το οποίο αποτελεί αναγκαία συνεπαγωγή μίας νεοπλατωνικής ανάγνωσης του κειμένου. Αντίθετα σηματοδοτεί την ανάγκη χειραγώγησης των κατωτέρων διαμέσου των ανώτερών τους, στην όραση και στην κατάληψη του θείου φωτός.
25. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς οὐρανίας ἱεραρχίας, 13, 3, PG 3, 301 c, «καθ' ἑκάστην ἡ πρώτη τῇ μετ' αὐτὴν μεταδίδωσι τοῦ δωρουμένου καὶ εἰς πάσας ἀναλόγως προνοίᾳ διαφοιτῶντος θείου φωτός».
26. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς οὐρανίας ἱεραρχίας, 10, 1, PG 3, 273 a, «πρὸς ταύτης δὲ πάλιν ἀναλόγως ἡ δευτέρα καὶ πρὸς τῆς δευτέρας ἡ τρίτη καὶ πρὸς τῆς τρίτης ἡ καθ' ἡμᾶς ἱεραρχία κατὰ τὸν αὐτὸν τῆς εὐκόσμου ταξιαρχίας θεσμὸν ἐν ἁρμονίᾳ θείᾳ καὶ ἀναλογίᾳ».
27. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς οὐρανίας ἱεραρχίας, 9, 2, PG 3, 257 d, «τὰς θεαρχικὰς ἐλλάμψεις ἱεραρχικῶς διὰ τῶν πρώτων δυνάμεων ὑποδεχομένη καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτὰς ἀγαθοειδῶς ἀγγέλλουσα καὶ δι' ἀγγέλων ἡμῖν ἀναφαίνουσα κατὰ τὴν ἱερὰν ἑκάστου τῶν θείως ἐλλαμπομένων ἀναλογίαν».
28. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς οὐρανίας ἱεραρχίας, 11, 2, PG 3, 285 a, Σύμφωνα με τον Κ. ΓΑΡΙΤΣΗ, Ὅρασις Ἀοράτου, Ἡ διδασκαλία τοῦ Ὡραίου στὸν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη, ό.π., υποσημ. 50, σελ. 23, ο αναγνώστης των αρεοπαγιτικών συγγραμμάτων θα πρέπει οπωσδήποτε να έχει υπόψη του ότι ο Διονύσιος χρησιμοποιεί τις λέξεις στην κυριολεξία τους. Γι’ αυτόν π.χ., το ρήμα ὑπερκείμενος δε συμαίνει απλά αυτόν που προηγείται αλλά αυτόν ο οποίος έχει από πριν κάτι παραπάνω.
29.ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς οὐρανίας ἱεραρχίας, 15, 3, PG 3, 332 b, «ἑκάστη γὰρ οὐσία νοερὰ τὴν δωρουμένην αὐτῇ πρὸς τῆς θειοτέρας ἑνοειδῆ νόησιν προνοητικῇ δυνάμει διαιρεῖ καὶ πληθύει πρὸς τὴν τῆς καταδεεστέρας ἀναγωγικὴν ἀναλογίαν»
30. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς οὐρανίας ἱεραρχίας, 13, 3, PG 3, 301 b, «ὅτι ταῖς μὴ συγγενέσι διὰ τῶν οἰκείως πρὸς αὐτὴν ἐχόντων προσβάλλει…ἢ ἕτερόν τι τῶν οὐκ εὐκόλως ἐκπυρουμένων ἀναλόγως θερμαίνουσα».
31. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς οὐρανίας ἱεραρχίας, 13, 3, PG 3, 301 b.
32. Σύμφωνα με τον A. GOLITZIN, Et introibo ad altare Dei, The Mystagogy of Dionysius Areopagita, with special reference to its predecessors in the Eastern Christian Tradition, ό.π., σελ. 87, η αναλογία στον Διονύσιο Αρεοπαγίτη, δεν αποτελεί μία τετελεσμένη επιστροφή του όντος στο Θεό, όπως υποστήριζε ο νεοπλατωνικό Πρόκλος, αλλά μία ενδεχόμενη απάντηση του όντος στο λόγο του Θεού, ο οποίος τον καλεί να ομοιωθεί με το Θεό. Η διαφορά δηλαδή ανάμεσα στην παγανιστική και στη χριστιανική χρήση της αναλογίας, σύμφωνα με τον GOLITZIN, έγκειται ακριβώς σ’ αυτή τη διάκριση ανάμεσα στο ήδη τετελεσμένο και στο δυνάμενο να συντελεστεί.
33. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς οὐρανίας ἱεραρχίας, 13, 3, PG 3, 301 d.
34. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς οὐρανίας ἱεραρχίας, 13, 4, PG 3, 305 c, «καὶ πάσας τὰς θεαρχικὰς ἐνεργείας διὰ τῶν πρώτων οὐσιῶν ἀναλαμπούσας εἰς πάσας τὰς λοιπὰς διαδίδοσθαι κατὰ τὴν ἑκάστης πρὸς τὰς θεουργικὰς μετουσίας ἀναλογίαν».
35. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, 1, 2, PG 3, 372 d, «αὐτόν τε τὸν ἱεράρχην, ὡς ἡ κατ' αὐτὸν οὐσία καὶ ἀναλογία καὶ τάξις ἔχει, τελεσθῆναι κατὰ τὰ θεῖα καὶ θεωθῆναι καὶ τοῖς ὑποβεβηκόσι μεταδοῦναι»
36. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, 2, 3, 3, PG 3, 400 b, «ταῖς νοεραῖς ὄψεσι τὸ θεῖον ἥπλωται φῶς…Πρὸς ταύτην ὁ θεῖος ἱεράρχης ἀποτυποῦται τὴν μίμησιν τὰς φωτοειδεῖς αὐτοῦ τῆς ἐνθέου διδασκαλίας αὐγὰς ἀφθόνως ἐπὶ πάντας ἁπλῶν…ἐνθέως ἀεὶ τοῖς προσιοῦσι ταῖς αὐτοῦ φωταγωγίαις ἱεραρχικῶς ἐλλάμπων ἐν εὐκοσμίᾳ καὶ τάξει καὶ ἀναλογίᾳ τῆς ἑκάστου πρὸς τὰ ἱερὰ συμμετρίας».
37. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, 3, 3, 6, PG 3, 432 c, «τὸ κατ' ἀξίαν ἑκάστῳ σωτηρίως ἀπονέμει, τὴν ἐναρμόνιον ἑκάστου τῶν θείων μέθεξιν ἐν συμμετρίᾳ καὶ ἀναλογίᾳ κατὰ καιρὸν ἱερῶς δωρουμένη».
38. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, 3, 3, 14, PG 3, 432 c, «Aὕτη γὰρ ἡ καθολικὴ τῶν θείων εὐκοσμία καὶ τάξις… Ὡς γὰρ ἐπὶ τῶν ἡλιακῶν μαρμαρυγῶν αἱ λεπτότεραι καὶ διειδέστεραι τῶν οὐσιῶν πρῶται τῆς εἰσρεούσης αἴγλης ἀποπληρούμεναι τὸ κατὰ πᾶν ἑαυτῶν ὑπερχεόμενον φῶς εἰς τὰς μετ' αὐτὰς ἡλιοειδῶς ἐποχετεύουσιν, οὕτω καὶ θείου παντὸς οὐ τολμητέον ἑτέροις ἡγήσασθαι τὸν μὴ κατὰ πᾶσαν ἕξιν αὐτοῦ γεγονότα θεοειδέστατον».
39. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, 4, 3, 2, PG 3, 476 c, «δι' ὧν ἱερῶν αἰνιγμάτων αἱ τῶν ὑποβεβηκότων εὔκοσμοι τάξεις ἀνάγονται πρὸς τὴν κατ' αὐτὰς ἱερὰν ἀναλογίαν».
40. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, 4, 3, 4, PG 3, 478 c, «ἧς οἱ μετασχόντες εὐωδιάζονται κατὰ τὴν ἀναλογίαν τοῦ ποσοῦ τῆς ἐγγενομένης αὐτοῖς τοῦ εὐώδους μεθέξεως».
41. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, 4, 3, 4, PG 3, 480 a, «ἡ τοῦ μύρου συμβολικὴ σύνθεσις…αὐτὸν ἡμῖν ὑπογράφει τὸν Ἰησοῦν πηγαῖον ὄντα τῶν θείων εὐωδῶν ἀντιλήψεων ὄλβον ἀναλογίαις θεαρχικαῖς εἰς τὰ θεοειδέστατα τῶν νοερῶν ἀναδιδόντα τοὺς θειοτάτους ἀτμούς». Ο K. WESCHE, Christological Doctrine and Liturgical Interpretation in Pseudo-Dionysious, SVThQ, 33 (1989), σελ. 54, υποστηρίζει ότι η μετάδοση των θείων θεωριών για την οποία κάνει λόγο ο Διονύσιος, δεν επικεντρώνεται στην ενσάρκωση του Θεού Λόγου, αλλά αφορά κυρίως στη νεοπλατωνική διαδικασία μετάδοσης της γνώσης με βάση την ιεραρχία και την αναλογία.
42. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, 5, 1, 2, PG 3, 501 b, «Aὗται γὰρ εἰς τὰς ὑποβεβηκυίας ἱερὰς τάξεις ἀγαθοειδῶς καὶ ἀναλόγως διαπορθμεύουσι τὰς δωρουμένας αὐταῖς ἀεὶ θεουργικὰς γνώσεις». Σύμφωνα με τον G. SHAW, Neoplatonic Theurgy and Dionysius the Areopagite, JECS, 7:4 (1999), σελ. 573, η λέξη «θεουργία» αναφέρεται σε διάφορες παραλλαγές, συνολικά 47 φορές μέσα στο Διονυσιακό corpus. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι η θεουργία για την οποία κάνει λόγο ο Διονύσιος δε διαφέρει ουσιαστικά από τη θεουργία στο νεοπλατωνικό Ιάμβλιχο, γι’ αυτό και δε μπορεί να αποδεχτεί τη διάκριση ανάμεσα στην παγανιστική και στη χριστιανική θεουργία. Ο J. MEYENDORFF Le Christ dans la theologie Byzantine, Paris 1969, σελ. 144, θεωρεί ότι η θεουργία στη θεολογία του Διονυσίου αποτελεί την ιδιαίτερη δραστηριότητα της θείας ιεραρχίας. Αντίθετα, ο A. LOUTH, Pagan theurgy and Christian sacramentalism in Denys the Areopagite, JThSt, 37:2 (1986), σελ. 434, υποστηρίζει ότι η θεουργία στο Διονύσιο συνδέεται με τη λειτουργία, η οποία αποτελεί δοξολογία προς το Θεό για τις ενέργειές του στον κόσμο, κυρίως μάλιστα για την ενανθρώπηση του Ιησού.
43. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, 5, 1, 2, PG 3, 504 a, «Ἑκάστη δὲ τῶν τριῶν τῆς καθ' ἡμᾶς ἱεραρχίας διαιρέσεων…πρώτη καὶ μέση καὶ τελευταία τάττεται δυνάμει τῆς τε ἱεροπρεποῦς ἀναλογίας προμηθουμένη καὶ τῆς ἁπάντων εὐκόσμου καὶ κατὰ τάξιν ἐναρμονίου καὶ συνδετικῆς κοινωνίας».
44. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, 5, 1, 4, PG 3, 504 d, «ἡ πάσης ἀοράτου καὶ ὁρατῆς εὐκοσμίας ἀρχὴ καὶ ἵδρυσις εἰς τοὺς θεοειδεστέρους πρώτως ἐνδίδωσι τὰς θεουργικὰς ἀκτῖνας ἰέναι καὶ δι' ἐκείνων ὡς διειδεστέρων νοῶν καὶ πρὸς μετοχὴν φωτὸς καὶ μετάδοσιν οἰκείως ἐχόντων εἰς τοὺς ὑφειμένους ἀναλόγως αὐτοῖς ἐλλάμπει καὶ ἐπιφαίνεται».
45. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, 5, 1, 6, PG 3, 505 d, «Ἔστιν οὖν ἡ ἱεραρχικὴ τάξις ἡ τῆς τελειωτικῆς δυνάμεως ἀναπεπλησμένη...τὰς ἐπιστήμας τῶν ἱερῶν ἐκφαντορικῶς μυοῦσα καὶ ἐκδιδάσκουσα τὰς ἀναλόγους αὐτῶν καὶ ἱερὰς ἕξεις τε καὶ δυνάμεις».

46. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, 6, 3, 5, PG 3, 536 c, «τῶν θεαρχικῶν μυστηρίων ἡ μετάληψις ἑκάστης ἱεραρχικῆς μεθέξεώς ἐστι τὸ κεφάλαιον,ἀλλ' ὅτι καὶ αὐτῆς τῆς κοινωνικῆς καὶ θειοτάτης δωρεᾶς ἀναλόγως αὐταῖς καθ' ἑκάστην αἱ ἱεραὶ πᾶσαι τάξεις μετέχουσι πρὸς τὴν οἰκείαν αὐτῶν τῆς θεώσεως ἀναγωγὴν καὶ τελείωσιν».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου