Τετάρτη 2 Μαρτίου 2016

Παπαδιαμαντικό Συναξάρι ενός σύγχρονου αγίου, του παπα- Νικόλα Πλανά. Αφιέρωμα στην εορτή του Αγίου Νικολαού Πλανά.

(Για τον σύγχρονο άγιο Νικόλαο τον Πλανά, επιλέξαμε κάποια γραφόμενα από τον κυρ- Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, γιατί τον έζησε από κοντά. Στην συνέχεια παραθέτουμε σύντομη βιογραφία του.)

Τον παπα – Νικόλαο Πλανά, άσκητήν «ου τον τόπον αλλά τον τρόπον», τον συναντάμε από τον περασμένο ήδη αιώνα να κινείται μεταξύ του “Αη Παντελεήμονα”, του “Αη Γιάννη”, καί του μικρού ναού του προφήτη Έλισσαίου, στην Πλάκα, όπου λειτουργούσε έχοντας στο δεξιό ψαλτήρι τον άγιο των ελληνικών γραμμάτων, τον κυρ – Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, καί στο αριστερό, τον κυρ – Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, πού αργότερα έγινε μοναχός «εν όρεσι καί σπηλαίοις καί εν ταίς όπαΐς της γης».

«Πτηνά της έρημου οί μοναχοί», φτωχοσπουργίτης της Αθήνας ό παπα – Πλανάς, έδήλωσε κάποτε ότι θα επιθυμούσε, όταν αποδημήσει εις Κύριον, να περιτριγυρίζεται «άπ’ όλα τα φτωχαδάκια καί τους απόκληρους της Αθήνας, όπου, στους δρόμους μιας ακοίμητης λειτουργικής ζωής καί καθημερινής διακονίας αγωνιζόταν «ν’ αναγγείλει το λυτρωτικό του Κυρίου μήνυμα» στους φτωχούς, τους υπόδουλους, τους φυλακισμένους, τους τυφλούς, τους αρρώστους, στους κάθε λογής ανθρώπους του κοινωνικού περιθωρίου.

Γράφει, λοιπόν, ό άγιος των νεοελληνικών γραμμάτων κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης για τον έξομολόγο καί γέροντα του. 

«Μεταξύ των υπαρχόντων ιερέων ύπάρχουσιν ακόμη πολλοί ενάρετοι καί αγαθοί, εις τάς πόλεις καί εις τα χωρία. Είναι τύποι λαϊκοί, ωφέλιμοι, σεβάσμιοι. “Ας μην έκφωνούσι λόγους, Ήξεύρουσιν αυτοί άλλον τρόπον πώς να διδάσκωσι το ποίμνιον. Γνωρίζω ένα ιερέα εις τάς Αθήνας. Είναι ό ταπεινότερος των ιερέων καί ό άπλοίκώτερος των ανθρώπων. Δια πάσαν ίεροπραξίαν αν του δώσης μίαν δραχμήν, ή πενήντα λεπτά, ή μίαν δεκάραν, τα παίρνει. Αν δεν του δώσης τίποτε, δεν ζητεί. Δια τρεις δραχμάς εκτελεί παννύχιον Άκολουθίαν, Λειτουργίαν, Άπόδειπνον, Έσπερινόν, “Ορθρον, “Ωρας- το όλον διαρκεί εννέα ώρας. “Αν του δώσης μόνον δύο δραχμάς, δεν παραπονείται. Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τα μνημονευτέα ονόματα των τεθνεώτων, αφού άπαξ του το δώσης, το κρατεί δια πάντοτε. Επί δύο, τρία έτη εξακολουθεί να μνημονεύει τα ονόματα. Εϊς κάθε προσκομιδήν μνημονεύει δύο ή τρεις χιλιάδες ονόματα. Δεν βαρύνεται ποτέ. Ή προσκομιδή παρ’ αύτω διαρκεί δύο ώρας. Ή Λειτουργία αλλάς δύο. Είς την όπόλυσιν της Λειτουργίας, όσα κομμάτια έχει εντός του ιερού, από πρόσφορα ή άρτοκλασίαν, τα μοιράζει όλα είς όσους τύχουν. Δεν κρατεί σχεδόν τίποτε.

»Μίαν φοράν έτυχε να χρεώστη μικρόν χρηματικόν ποσόν, καί ήθελε να το πλήρωση. Είχε δέκα ή δεκαπέντε δραχμάς, όλα είς χαλκόν. Επί δύο ώρας έμετροϋσεν, έμετρούσεν, έμετροϋσε, καί δεν ημπορούσε να τα εύρη πόσα ήσαν. Τέλος είς άλλος χριστιανός έλαβε τον κόπον και του τα έμέ-τρησεν. Είναι ολίγον τί βραδύγλωσσος καί περισσότερον αγράμματος. Εις τάς ευχάς, τάς περισσότερος λέξεις τάς λέει όρθάς, είς το Εύαγγέλιον, τάς περισσότερος έσφαλμένας. Θα εϊπητε, διατί ή άντίθεσις αύτη; ‘Αλλά τάς εΰχάς τάς ιδίας άπαγγέλει καθ’ έκάστην, ενώ την δείνα περικοπήν του Ευαγγελίου θα την ανάγνωση άπαξ ή δίς ή, το πολύ, τρίς του έτους, εξαιρέσει ώρισμένων περικοπών συχνά, αλλ’ ατάκτως επανερχομένων, ως είς τους Αγιασμούς, είς τάς Παρακλήσεις. Τα λάθη όσα κάμνει είς την άνάγνωσιν, είναι πολλάκις κωμικά. Καί όμως εξ όλων των ακροατών του, εξ όλου του εκκλησιάσματος, κανείς μας δεν γελά. Διατί; Τον έσυνηθίσαμεν καί μας αρέσει. Είναι αξιαγάπητος. Είναι απλοϊκός καί ενάρετος. Είναι άξιος του πρώτου Μακαρισμού του Σωτήρος». 

Τελειώνοντας τον περί οσίου παπα – Πλανά άγιονοσταλγικό στοχασμό βιάζομαι να υπογραμμίσω την αυτοσυνειδησία πού διέκρινε αυτόν τον ολιγογράμματο, αλλά όχι αμόρφωτο χαρισματοϋχο λευΐτη, Ή αυτοσυνειδησία του διατρανώνεται στην απάντηση πού έδωσε σε ακόλουθο του. 

Του υποβλήθηκε ύπερζηλωτική ερώτηση, γιατί δεν έγινε μοναχός. 

Ή απάντηση τσεκουράτη, ομοούσια με εκείνη του «στάρετς» Αμβρόσιου, πού έδωσε στον γίγαντα της ρωσικής λογοτεχνίας Λέοντα Τολστόι, όταν τον επισκέφθηκε για συζήτηση πάνω στα πνευματικά προβλήματα καί τον ρώτησε στα 1870 με κρυψίνοια την οποία ό έχων προορατικό καί χάρισμα διακρίσεως «στάρετς» Αμβρόσιος, με τρυφερή σκληρότητα απεκάλυψε.

- Πάτερ, γιατί έχετε μεταβάλει την ερημική Όπτινα σε πυκνοκατοικημένο καταυλισμό θαυμαστών σας.

Μάρτυς ό Κύριος, παιδί μου Λέοντα, ότι δεν διαθέτω γιατί δεν το επιθυμώ να με ακολουθούν οπαδοί. Οί πολιτικοί καί τα κόμματα κατασκευάζουν οπαδούς… Προσωπικά θέλω έξομολογούμενους, φίλους καί συνακόλουθους να γεμίζουν το μοναστήρι μας.

Ή απάντηση του παπα – Πλανά σε παρόμοιο ερώτημα.

«Διάλεξα την κοινωνία των ανθρώπων για να ζήσω, να τεκνοτροφήσω, να σπείρω τη σπορά του Θείου Λόγου καί συγγνώμης κι όταν ή χάρι Του με καλέσει μέσα ατή κοινωνία των ανθρώπων θα πεθάνω», γιατί σύμφωνα με τον ορθό λόγο του Αριστοτέλη ό άνθρωπος πού ζει “κατά μονάς ή Θεός ή θηρίον εστί”».

στοιχεία από: περιοδικό ”Νεανικοί Προβληματισμοί” εδώ 

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΣ ΜΕ ΨΑΛΤΕΣ ΤΟΝ ΑΛ.ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΛ.ΜΩΡΑΙΤΙΔΗ 

Τα τραγούδια του Θεού - Ο Αλεξ.Παπαδιαμάντη για τον Αγ. Νικολάο Πλανά.
Εκτοτε απουσίασα από τάς Άθήνας.
 
Είχα ένθυμηθη τούς πτωχούς οικείους, είς την μικράν πατρίδα μου, μακράν της όποίας  είχα ζήσει, εκ μικρών διαλειμμάτων, υπέρ το ήμισυτής ζωής μου.
 
Όταν τέλος με είχον βαρυνθη κ’ έκει, έτόλμησα, μετά τρία έτη να επανέλθω είς την  πρωτεύουσαν, με την άμυδράν ελπίδα ότι δεν θα έγενόμην και πάλιν βαρετός εις τούς  φίλους μου.
 
Άφοϋ έκρύβην επί εβδομάδα είς ταπεινόν τίνα ξενώνα, επήγα λάθρα μίαν πρωίαν να 
ανταμώσω τον φίλον μου Νικόλαν τον Μπούκην. Φευ! τί έμαθα; 
 
Ή μικρά Κούλα, ήτις ήγε τώρα το ένδέκατον έτος της ήλικίας της, ήτον άρρωστη βαριά! Είχε δέκα ήμέρας στο κρεβάτι, κι ό ιατρός είπεν ότι ήτο κακός πυρετός, ίσως τυφοειδούς  φύσεως.
 
Επήγα κατ’ εύθείαν από το όπωροπωλείον, όπως με προέτρεψεν ό Νικό­λαε, δια να βοηθήσωμε λόγια και ενθαρρύνω την μητέρα. Ή πτωχή, ήτις την ήγάπα ώς να ήτο γέννημα
των σπλάγχνων της, ίσως και περισσότερον, έχάρη άμα με ειδεν, είτα μου έδειξε την κλίνην.
 
Ή μικρά Κούλα ήτο ισχνή, κάτωχρος, πυρέσσουσα, κ’ εκεί το σχεδόν αναίσθητος επί τής  κλίνης. Είπα εις την μητέρα τα συνήθη λόγια της παρηγορίας και της ένθαρρύνσεως, έμεινα δύο ώρας έκεί, είτα επανήλθα πάλιν το δειλινόν, και την νύκτα, και την άλλην πρωίαν. Ή Κούλα έβαινε χειρότερα. Είτα, την τρίτην ήμέραν, έφάνη να είχε βελτιωθη κάπως, και ησθάνετο.
 
Ή μητέρατης μου είπε να πλησιάσω και να της ομιλήσω.
— Περαστικά, Κούλα. Δεν έχείς τίποτα, κορίτσι μου.
— Ά! μπάρμπ’ Αλέξανδρε, έψέλλισεν άσθενώς. Πότε θα μου πής πάλι τα θεία… τραγούδια;
— Όποτε θέλεις. Κούλα μου. “Αμα γίνη αγρυπνία εΐς τον “Αγιον Έλισσαίον να έλθης, να σου τα πω.
 
Να μου τα πής. Μα θα τ’ ακούσω;
“Αμα προσέχης, θα τ’ άκούσης… “Ωχ!
Έστέναξεν, έκλεισε τα όμματα, και δεν μου ώμίλησε πλέον. Έφαίνετο ότι είχε πολύ κουρασθη (έφερεν άσθενώς την ΐσχνήν χείρα πρός το ούς ενώ έψέλλιζε. Φαίνεται ότι είχε  πάθει βαρυηκοΐαν ένεκα της νόσου). Της έφεραν χρίσμα, έλαιον από την κανδήλαν. 
 
Αύτη ανέλαβε προς στιγμήν τάς αίσθήσεΐς της, κ’ έψιθύρισε:
- Μοσχοβολά ή ψυχή μου. Λάδι, γαλήνη, ηρεμία, θα πλέψω καλά.
 
Μετά τρεις ήμέρας την προεπέμπομεν εις τον τάφον. Οί επαγγελματικοί ίερεις κ’ οί ψάλται έψαλλον τα κατά συνθήκην, από την «Άμωμον όδόν» έως τον «Τελευταίον άσπασμόν». 
Μόνος ό παπα-Νικόλας άπ’ τον ΆιΓιάννη  του Άγροϋ, ό Ναξιώτης,  έφαίνετο ότι έκανε χωριστήν άκολουθίαν, έμορμύριζε μέσα του, και τα όμματα του έφαίνοντο δακρυσμένα. 
 
Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΟΗΘΑΕΙ ΠΤΩΧΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
 
- Τί μουρμουρίζεις, παπά; του είπα, από το όπισθεν του στασιδίου, οπού είχεν άκουμβήσει.
- Λέγω την άκολουθίαν των Νηπίων μέσα μου, είπεν ό παπα-Νικόλας. 
Εις αυτό το άκακον αρμόζει ή κηδεία των νηπίων.
 
Τω όντι κ’ εγώ, με όλον τον πόνον και τα δάκρυα μου, είχα άναλογισθη έκείνην την στιγμήν την άκολουθίαν των Νηπίων. Και άκουσίως έλεγα μέσα μου τα τραγούδια του Θεού: «Των του κόσμου ηδέων άναρπασθέν άγευστον» και «ώς καθαρόν. Δέσποτα, στρουθίον πρός καλιάς έπουρανίους εσωσας» και «του Αβραάμ, εν κόλποΐς, εν τόποις άνέσεως, ένθα το ΰδωρ εστί το ζών, τάξαι σε Χριστός ό δι’ ήμας νηπιάσας» και «οΐδ  άριθμοίς το πλάσμα σου, νήπιον φοιτήσαν τα νυν πρός σε».
 
Και αντί του «Δεύτε τελευταϊον», «Ω τις μη θρηνήσει, τέκνον μου, ότι βρέφος άωρον 
εκμητρικών άγκαλών νυν, ώσπερ στρουθίον τάχος έπέτασας». 
Και άκροτελεύτιον, ύστερον από τόσα και τόσα τραγούδια του Θεού, τα όποία προ τριών ήμερων είχε προφητεύσει ότι δεν θα ήδύνατο να τ’ άκούση, το: «Άλγος τω Αδάμ έχρημάτισεν, ή του ξύλου άπόγευσίς πάλαι έν Έδέμ, ότε όφις ιόν έξηρεύξατο». Αλλά τα ήκουε τάχα ή αγνή ψυχή, αν ό άγγελός της της επέτρεπε να περιίπταται έκεί γύρω; 
 
Από το βιβλίο «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης-Άπαντα”(τόμος Δ) εκδ. Δομός 
 
Βίος του Αγίου Νικολάου Πλανά 
 
Επιμέλεια κειμένου: Αρχιμ. Αλέξανδρος Μοστράτος, Ιεροκήρυξ 
 
– Πρωτοσυγκελλεύων Ι. Μητροπόλεως Παροναξίας 
 
Κορυφαία έκφραση της αληθινής κατά Χριστόν ζωής του κάθε συνειδητού πιστού και πιο πολύ του πραγματικού και τελείου Ιερέως, αποτελεί η ζωή και το έργο του αγίου Ιερέως Νικολάου του Πλανά, αγίου των ημερών μας. 
 
Η ωραία, η εύανδρος και αγιοτόκος Νάξος, είχε την θεία εύνοια και ευλογία να είναι η Γενέτειρά του. Γεννήθηκε το έτος 1851. Οι γονείς του, Καπετάν Γιάννης και Αυγουστίνα ήταν άνθρωποι ευσεβείς και καλοκάγαθοι, όπως όλοι οι νησιώτες, και εύποροι. Είχαν και ένα εμπορικό καΐκι, που πήγαινε από τη Νάξο στην Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, ακόμα και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Μέσα σε κάποιο από τα κτήματα τους είχαν και ένα μικρό παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο. 
 
Ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς από βρεφικής ηλικίας ήταν αγιασμένος. Τις περισσότερες φορές ως παιδί ήταν στον Ιερό αυτό Ναό και περνούσε πολλές ώρες ε κεί ψάλλοντας όσα ήξερε και φορώντας πολλές φορές, αντί ιερατικού φελωνίου, κάποια σεντόνι, μιμούμενος τούς Ιερείς. Μια μέρα έψαλλε τόσο κατανυκτικά, ώστε προκάλεσε τον θαυμασμό των περαστικών. 
 
Η όλη του ζωή από τα παιδικά του χρόνια ακόμα, προέλεγε τη μέλλουσα ζωή και πολιτεία του. Τις θείες θαυματουργικές δυνάμεις έλαβε με την χάρη του Θεού από τα παιδικά του χρόνια. Έτσι, εγνώριζε τον καταποντισμό του καϊκιού τους έξω από την Πόλη, και το είπε στους γονείς του. 
 
Τα πρώτα γράμματα έμαθε από τον παππού του – πατέρα της μητέρας του – ιερέα Γεώργιο Μελισσουργό, κοντά στον οποίο έμαθε να διαβάζει το Ιερό Ψαλτήριο. Μαζί του επίσης πήγαινε στις θείες Λειτουργίες και τον διακονούσε στο Ιερό Βήμα, ενώ παράλληλα δεχόταν τα νάματα της Θείας Λατρείας. 
 
Όταν ο Άγιος Νικόλαος ήταν δεκατεσσάρων ετών, ο πατέρας του άφησε τον κόσμο αυτό. Έτσι, η μητέρα του μαζί με την αδελφή του ήρθαν στην Αθήνα και πήγε και ο ίδιος μαζί τους. Έμεναν στην περιοχή που είναι μεταξύ του Ι. Ναού του αγίου Ιωάννη της Πλάκας και του Ναού του αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού, όπου υπήρχαν πολλοί Ναξιώτες. 
 
Μοίρασαν με την αδελφή του την πολύ αξιόλογη πατρική τους περιουσία. Αλλά το μερίδιο του το έκανε ενέχυρο για κάποιο φτωχό, που δεν του το επέστρεψε ποτέ. 
 
Έτσι παρέμεινε για όλη του την ζωή φτωχός. Σε ηλικία δέκα επτά ετών συνήψε τίμιο γάμο κατόπιν πιέσεων της μητέρας του, με την Ελένη Προβελεγγίου από τα Κύθηρα. Από τον γάμο αυτό απέκτησε ένα γιό, τον Ιωάννη. Ύστερα απέθανε η σύζυγός του. Στις 28 Ιουλίου του έτους 1879 χειροτονήθηκε Διάκονος στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως Σωτήρος Πλάκας. Στις 2 Μαρτίου του 1885 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και τοποθετήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού. Και στην Ενορία αυτή και στην Ενορία του Αγίου Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης υπηρέτησε. Στον Άγιο Ελισσαίο λειτουργούσε καθημερινά. 
 
ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΝΑΣ ΜΕ ΜΑΘΗΤΡΙΕΣ ΤΟΥ 
 
Ο Άγιος Νικόλαος υπήρξε ο άνθρωπος του Θεού, ο λειτουργός ο άγιας του Υψίστου, ο άοκνος ιερουργός και λάτρης του Τριαδικού Θεού. Η μεγάλη του ευλάβεια, η απεριόριστη καλωσύνη του, η υπερβολική του αφιλοχρηματία, η απλότητά του, το ακτινοβόλο ιερατικό του ήθος, η άφθαστη ιεροπρέπειά του, η ταπείνωσή του, η αγάπη του για την Θεία Λατρεία και οι λοιπές του αρετές, τον καταξίωσαν στη συνείδηση του λαού. Όλοι εσέβοντο τον άγιο Νικόλαο, επίσημοι και αφανείς. 
 
Δεν αγάπησε ποτέ του τα πλούτη. Όσα του έδιναν αμέσως τα έδινε στους φτωχούς. Είχε μισθοδοτήσει ένδεκα οικογένειες χηρών και ορφανών. Χρόνια και χρόνια τους έδινε επίδομα μέχρι που τα παιδιά τους έγιναν δεκατεσσάρων ετών. Βοηθούσε νεαρούς Διακόνους στις σπουδές τους. Ενίσχυε υλικά και πνευματικά όσους είχαν ανάγκη. 
 
Υπήρξε ο ακαταπόνητος. Για μισό και πλέον αιώνα λειτουργούσε καθημερινά. Λιτός, απέριττος σε όλες του τις εκδηλώσεις! Πλούτος του και θησαυρός του, κέντρο της ζωής του η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας! Άνθρωπος προσευχής, του οποίου η ζωή ήταν μια διακονία πίστεως και αγάπης. 
 
Ήταν νηστευτής. Ενήστευε όλες τις Σαρακοστές και το λάδι. Και την νηστεία του Τιμίου Σταυρού την άρχιζε από την 1η Σεπτεμβρίου, μέχρι την 14η . Επίσης και των Ταξιαρχών ενήστευσε από τη 1η μέχρι και την 8η Νοεμβρίου. 
 
Απλός και πανέξυπνος, εύστοχος στις απαντήσεις του, συνεδίαζε την απλότητα και την ιεροπρέπεια, την αφέλεια με την αγιότητα. 
 
Δεν είχε σπουδάσει σε Πανεπιστήμια, ούτε σε Εκκλησιαστικές Σχολές, ούτε σε Λύκεια και Γυμνάσια. Και ίσως να μη φοίτησε και σε καμμιά τάξη του τότε Ελληνικού Σχολείου. Όμως άριστα κατείχε την σοφία του Θεού. 
 
Ο Θεός εδόξασε τον Άγιο Νικόλαο με το να θαυματουργεί. Είναι αμέτρητα τα θαύματά του. Εθεράπευε ασθενείς, απεμάκρυνε δαιμόνια, προέλεγε το μέλλοντα, έλυνε δύσκολα θέματα, συμβούλευε πρεπόντως. 
 
Όμως, ύστερα από μια ζωή αγία, μια ζωή που υπήρξε προσφορά στον Θεό, έπρεπε κι αυτός ως άνθρωπος να αφήσει τον κόσμο αυτό και να οδηγηθεί στην αιώνια και αληθινή ζωή. 
 
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΠΙΣΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΛΑΟ ΠΛΑΝΑ 
 
Ξημέρωσε η Κυριακή του Ασώτου, 28η Φεβρουαρίου του έτους 1932. Αυτή είναι η μέρα που λειτούργησε για τελευταία φορά στο επίγειο Ιερό Θυσιαστήριο. Μετά τη Θεία Λειτουργία έχασε τις αισθήσεις του. Οι πιστοί και οι οικείοι του τον φρόντισαν. Αλλά παρ’ όλες τις φροντίδες τους, δεν μπόρεσαν να αναστρέψουν την πορεία που είχε πάρει η υγεία του. 
 
Ήταν δέκα η ώρα το βράδυ της 2ας Μαρτίου του 1932. Έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού. Ψιθύριζε προσευχές. Είπε:
 
“Τον δρόμον τετέλευκα!”. “Δόξα σοι ο Θεός!”. “Η Θείο Χάρη να σας ευλογεί” 
 
Πηγές: το κείμενο από: http://www.gerontas.gr 
οι φωτο από: http://ektimotheou.blogspot.gr 
 
Ας έχουμε την χάρη και την ευλογία του. Αμήν! 
 
από το ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου