Σάββατο 18 Ιουνίου 2016

ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΙΚΟΥΔΗΣ - Α ΜΕΡΟΣ (ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ 13)

O Doctor Angelicus συναντά τον Κάλλιστο Αγγελικούδη
Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει 
  το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη
Περί θείας απλότητος και διαφοράς ουσίας και ενέργειας

311. Και λέει ο μέγας Διονύσιος˙ «πώς είναι αυτός που βρίσκεται πέρα απ’ όλα πάνω κι απ’ τη θεαρχία κι απ΄την αγαθαρχία; αν εννοήσης ως θεότητα και αγαθότητα το ίδιο το πράγμα του αγαθοποιού και θεοποιού δώρου και την αμίμητη μίμηση του υπέρθεου και υπεράγαθου, που σύμφωνα μ’ αυτό θεούμαστε και αγαθυνόμαστε; Γιατί αν γίνεται αυτό αρχή της θέωσης και της αγαθοσύνης στους θεούμενους και αγαθυνόμενους, αυτός που είναι πάνω από κάθε αρχή ως υπεράρχιος είναι πιο πέρα κι απ’ τις επονομαζόμενες θεότητα και αγαθότητα ως θεαρχία και αγαθαρχία» (Ψευδο – Διονυσίου, Επιστολή Β΄, Γαΐω τω θεραπευτή). Αν δεν είναι λοιπόν η θεότητα κι η θεαρχία κι η αγαθαρχία ουσία του Θεού, πώς κατατολμάς να νομίζης και να διδάσκης ως άθεος κάθε θεία ενέργεια ουσία; 

312. Αλλά πρόσεχε, εσύ που νομίζεις πως είναι όλα όσα υπάρχουν στον Θεό ουσία του Θεού, μη θέσης τις θείες μετοχές στα κτίσματα, αλλ’ εννόησε, ότι έχει άκτιστες ενέργειες και αΐδιες η άκτιστη ουσία, που είναι άλλο κατά κάποιον τρόπο απ’ την ουσία και δεν είναι, μη γένοιτο, ουσία, όπως λέει η ιερά Εκκλησία˙ «όλα τα αθάνατα κι η ίδια η αθανασία και όλα όσα ζουν κι η ίδια η ζωή και όλα τα άγια κι η ίδια η αγιότης κι όλα τα ενάρετα κι η ίδια η αρετή κι όλα τα αγαθά κι η ίδια η αγαθότητα κι όλα τα όντα κι η ίδια η οντότητα συμβαίνει να είναι προφανώς έργα του Θεού. Αλλά τα μεν έχουν αρχίσει χρονικά να υπάρχουν, γιατί υπήρξε κάποτε, οπότε δεν ήταν, τα δε δεν έχουν αρχίσει χρονικά να υπάρχουν, γιατί δεν υπήρξε ποτέ οπότε δεν ήταν η αρετή κι η αγαθότητα κι η αγιότητα κι η αθανασία. Κι αυτά που έχουν αρχίσει χρονικά, και είναι και λέγονται αυτό ακριβώς που και είναι και λέγονται, μετέχοντας σ’ αυτά που δεν έχουν αρχίσει χρονικά. Γιατί είναι δημιουργός κάθε ζωής και αθανασίας και αγιότητας και αρετής ο Θεός, καθώς έχει υπερουσίως εξαιρεθή από όλα, και αυτά που λέγονται και αυτά που νοούνται» (Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια γνωστικά, Α΄ μη΄).

313. Κι ακόμα˙ «ας αναζητούν οι σπουδαίοι, ποια πρέπει να νοούμε πως είναι τα έργα, που άρχισε να δημιουργή ο Θεός, και ποια πάλι, τα οποία δεν άρχισε. Γιατί αν κατέπαυσε από όλα τα έργα, που άρχισε να ποιή, είναι φανερό, πως δεν κατέπαυσε από εκείνα, τα οποία δεν άρχισε να ποιή. Μήπως είναι λοιπόν έργα μεν του Θεού που έχουν αρχίσει χρονικά να υπάρχουν όλα τα μετέχοντα όντα, όπως οι διάφορες ουσίες των όντων˙ γιατί έχουν αρχαιότερο απ’ το είναι τους το μη ον. Γιατί υπήρξε κάποτε, οπότε δεν ήταν τα μετέχοντα όντα. Εργα δε του Θεού που δεν έχουν ίσως αρχίσει χρονικά να υπάρχουν τα μεθεκτά όντα, όπως η αγαθότητα και κάθε τι που εμπεριέχεται στον λόγο της αγαθότητας και απλώς κάθε ζωή και αθανασία και απλότητα και ατρεψία και απειρία και όσα ουσιωδώς θεωρούνται γύρω απ’ (περί) αυτόν, τα οποία και είναι έργα του Θεού και (δεν) έχουν αρχίσει χρονικά. Γιατί δεν ήταν ποτέ αρχαιότερο απ’ την αρετή το να μην υπάρχη, ούτε από κανένα άλλο απ’ όσα έχουν αναφερθή, έστω κι αν εκείνα που μετέχουν σ’ αυτά έχουν αρχίσει τα ίδια χρονικά να υπάρχουν. Γιατί είναι άναρχη κάθε αρετή, που δεν έχει τον χρόνο αρχαιότερό της, σαν να έχη δηλαδή τον Θεό μονώτατο και αϊδίως γεννήτορα του είναι» (ο.π.).

314. Ακούς πώς κηρύττουν οι ιεροδιδάσκαλοι πως είναι άλλο οι θείες ενέργειες που προαποστέλλονται απ’ τη δύναμη του Θεού και είναι άκτιστες, τις οποίες και ονομάζουν μετοχές διαφορετικές στα διαφορετικά όντα, και πως είναι υπερκείμενη πάνω απ’ αυτές η ουσία του Θεού και πως αυτές μεν γνωρίζονται εκ μέρους, πως είναι δε καθολικά απερινόητη και άγνωστη σε κάθε κτιστή ουσία η ουσία του Θεού ; Αν κατείχες με όλη σου την προθυμία τις διδασκαλίες των θεοφόρων, δεν θα εξέπεφτες σε άτοπες έννοιες και σε ελληνικές φαυλότατες γνώμες, κι αυτά, ενώ αγωνίζεσαι, όπως λες, κατά των Ελλήνων. Και λες κι εσύ˙ «αυτό ακριβώς που είναι μερικώς διανεμημένο απ’ την αγαθότητα και τελειότητα στα διάφορα κτίσματα, υπάρχει ολόκληρο και καθολικά ενωμένο στον Θεό, όπως ακριβώς σάν σε πηγή της αγαθότητας».
315. Αν υπάρχουν λοιπόν όπως σε πηγή της όλης αγαθότητας τα μετεχόμενα του Θεού στα όντα, και δεν μετέχει κανένα απ’ τα όντα στην ουσία τού Θεού, απομένει να είναι διαφορετικό η θεία ουσία και άλλο τα μετεχόμενα στα διάφορα κτίσματα απ’ τον Θεό. Και έχει παραβληθή με πηγή μεν η θεία ουσία, αυτά δε που μετέχονται απ’ τα διάφορα κτίσματα και είναι απ’ την ουσία με κείνα ακριβώς που προέρχονται και πηγάζουν απ’ την πηγή της θείας ουσίας, όπως λέει κι ο Μέγας Βασίλειος˙ «είναι πηγή το Πνεύμα το άγιο των προαναφερθέντων αγαθών. Αλλ’ αυτό μεν που πηγάζει απ’ τον Θεό είναι ενυπόστατο, εκείνα δε που πηγάζουν απ’ αυτό είναι ενέργειές του» ( Κατά Ευνομίου Ε΄).

316. Έπρεπε να σταθής λοιπόν μέχρις αυτές τις έννοιες και να μην έχης γύρει προς την άλλη μεριά, σαν κάποιος που μεθάει και ταλαντεύεται , κι ούτε να προσθέτης στο καλό το κακό και αιρετικό, και να λες˙ «η θεία δύναμη είναι η ουσία του Θεού και η ενέργειά του είναι η ουσία του». Κι ακόμα˙ «δεν είναι διαφορετικό στον Θεό η δύναμη και διαφορετικό η ενέργεια». Και να μη νομίζης απλώς και με ελληνικό τρόπο πως είναι όλα όσα υπάρχουν στη θεία ουσία και κάθε θεία ενέργεια ουσία του Θεού. Είναι μεγαλύτερο κακό οι κακοδοξίες σου και το σύμφωνα μ’ αυτές ψέμμα, απ’ όσο είναι αγαθό, το αγαθό που λες. Γιατί, κι όταν εσύ λείπης, καλώς πρεσβεύει και διακρίνει και κηρύττει βέβαια τη θεία αλήθεια ολόκληρη η Εκκλησία του Θεού˙ κι όταν παρίστασαι, εισάγεις πλαγίως σμήνος κακοδοξιών στην Εκκλησία του Θεού, εισάγοντας επίβουλα με χρηστολογία το κακό και αρτύοντας με μέλι, όπως και προανέφερα, το δηλητήριο, ώστε να μπορέσης να απατήσης τους απλούστερους και να τους οδηγήσης σε κακοδοξίες και να τους απομακρύνης απ΄τον Θεό, σαν ένας άλλος Σατανάς.

317. « Δεν υπάρχει κάτι, το οποίο να μην παίρνη μέρος απ’ τον ίδιον τον Θεό ». Αν παίρνουν λοιπόν όλα τα όντα μέρος απ’ τον Θεό, είναι φανερό, ότι δεν παίρνουν μέρος της ουσίας του Θεού˙ γιατί θα ήταν έτσι όλα ένα και το ίδιο, χωρίς να διαφέρουν, όπως είναι ακριβώς η ουσία του Θεού. Αλλ’ είναι βέβαια πολλά και ποικίλα και διαφορετικά τα όντα, και είναι άρα κι οι μετοχές τους πολλές και ποικίλες και διαφορετικές, όπως λέει σε κάποια σημεία κι ο Θωμάς˙ « λέμε πως υπάρχει μιά αρχή των όντων, που χορηγεί απ’ το πλήρωμα της τελειότητάς της το είναι σε όλα τα όντα ». Είναι διαφορετικό άρα η θεία ουσία και άλλο τα πολλά και διάφορα που μετέχονται απ’ τα όντα. Είναι ψεύτης άρα αυτός που νομίζει πως είναι όλα όσα υπάρχουν στον Θεό θεία ουσία και αιρετικός αυτός που διδάσκει, «ότι οράται κατ’ ουσίαν ο Θεός». Ελέγχθηκε αυτό ήδη με τα ρητά των αγίων και αποδείχθηκε πως είναι κακόδοξο και αιρετικό. Γι’ αυτό καί αφού ενέχεται ο Θωμάς σ’ αυτά τα εγκλήματα˙ είναι άρα κακόδοξος και αιρετικός ο Θωμάς.

318. Γιατί λέει πάλι˙ «επειδή είναι αδύνατο να υπάρχη μάταια η έφεση η φυσική, ό,τι κι αν ήταν τέλος πάντων, αν δεν μπορούσε να φθάση στο να νοή τη θεία ουσία, που την επιθυμούν απ’ τη φύση τους όλοι οι νόες, είναι αναγκαίο να λέμε πως είναι δυνατό να οράται με τον νου η θεία ουσία και στις νοερές και χωριστές ουσίες και στις δικές μας ψυχές». Και γιατί είναι αναγκαίο να τα λέη κανείς αυτά ; «Επειδή είναι αδύνατο», λέει, «να υπάρχη μάταια η φυσική έφεση, και επιθυμούν οι νοερές δυνάμεις να βλέπουν την ουσία του Θεού». Θα είσαι όντως μάταιος, αν σου φανερώσουμε πως είναι μάταιη η φυσική έφεση.

319. Επιθυμούν φυσικώς να ζουν όλα όσα ζουν, και τα λογικά και τα άλογα, αλογώτατε, και μηχανεύονται πολλά στο να διαφεύγουν τον θάνατο και οι αλογόμυγες και τα ψάρια και κάθε τι που ζη. Τί λες λοιπόν, επειδή επιθυμούν να ζούν, δεν πεθαίνουν; είναι τυφλότητα να το λες αυτό˙ έτσι δεν είναι και αναγκαίο να βλέπουν τα νοερά την ουσία του Θεού, διότι την επιθυμούν˙ απ’ τη φύση τους επιθυμούν μεν τα νοερά, (ει και τούτο δοίημεν) να γνωρίζουν την ουσία του Θεού, αλλά κατά ένα διαφορετικό είδος πρόνοιας, ώστε να έχουν ακίνητες τις εφέσεις και τις κινήσεις προς τον άπειρο Θεό και να φωτίζονται και να καταλάμπωνται και να κατατρυφούν στη θεία γνώση και να τρέφωνται, κι όχι για να δούν την ουσία του Θεού, που την γνωρίζει μόνη η Τριάδα, όπως αποδείξαμε ήδη με τις μαρτυρίες των αγίων.

320. Θα προσφέρης δήθεν εσύ να είναι εύκολα γνωστικοί όλοι οι άνθρωποι, και σοφοί, και πλούσιοι, κι ισχυροί, γιατί τα επιθυμούν απ’ τη φύση τους αυτά όλοι. Κι αν τα επιθυμούν όμως όλοι, δεν τα απολαμβάνουν και όλοι˙ είναι ψέμμα άρα το να λες απλά πως δεν υπάρχει μάταια η φυσική έφεση. « Δεν είναι κάτι διαφορετικό η δύναμη του Θεού απ’ την ενέργειά του ». Κι αυτός που τα λέει αυτά, λέει πάλι, έχοντας ξεχάσει τα δικά του, αλλού˙ «τη δύναμη τη φανερώνει η ενέργεια». Και αντιφάσκει ολοφάνερα στον εαυτό του και δεν το κατανοεί, αφού είναι πάντα διαφορετικό αυτό που φανερώνει από εκείνο που φανερώνεται.

Συνεχίζεται.
Αμέθυστος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου